Βασίλης Δανέλλης

1987: Η χρονιά ορόσημο (και) για την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία

Δεν αγόρασα ποτέ αστυνομικές ιστορίες στα κρυφά. Δεν έκρυβα τη Μάσκα ή το Μυστήριο κάτω από το στρώμα μου. Για να λέμε τα πράγματα ως έχουν, δεν διάβασα ποτέ αυτά τα περιοδικά ως παιδί. Ανήκω σε μια γενιά, από τις πρώτες, που η αστυνομική λογοτεχνία δεν αποτελούσε ένοχη απόλαυση. Μου αγόραζαν αστυνομικά η μάνα μου και η θεία μου και ήμουν πολύ περήφανος για την παιδική αστυνομική λογοτεχνία στη βιβλιοθήκη μου. Η αγαπημένη μου σειρά ήταν οι «Τρεις ντετέκτιβ» και από εκεί έμαθα και τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Αργότερα έκανα πλιάτσικο στα ράφια της νονάς μου, η οποία είχε όλη τη σειρά των εκδόσεων Λυχνάρι. Έτσι γνώρισα την Άγκαθα Κρίστι, αλλά και τον Ντάσιελ Χάμετ. Οι βιβλιοθήκες της θείας μου, της Τιτίνας Δανέλλη, ήταν ακόμα πιο πλούσιες και εκεί η αστυνομική λογοτεχνία δεν είχε δικά της ράφια. Ο Σιμενόν, ο Καμύ και ο Γκρην ήταν γείτονες και ο Ντοστογιέφσκι ακριβώς από πάνω τους.

Οι διηγήσεις των μεγαλύτερων έχουν μια ιδιαίτερη γοητεία. Για εκείνους, η ανάγνωση «φτηνών» αναγνωσμάτων ήταν μια πραγματική περιπέτεια, μια πράξη ριψοκίνδυνη, σχεδόν παράνομη, ισάξια της πλοκής των βιβλίων που διάβαζαν. Εκεί αποδίδω τον ρομαντισμό των αστυνομικών συγγραφέων εκείνης της γενιάς, έναν ρομαντισμό που θαυμάζω βαθιά. Για μένα, για τη γενιά μου τολμώ να πω, η ανάγνωση και η συγγραφή αστυνομικών δεν ήταν ποτέ πράξη «επικίνδυνη» ή επαναστατική. Κι αυτό το χρωστάμε εν πολλοίς στους συγγραφείς εκείνους που με τα βιβλία τους και την επιμονή τους απενοχοποίησαν το είδος. Ή μήπως πρέπει να τα βάζουμε μαζί τους, γιατί μας στέρησαν τη χαρά να γίνουμε κοινωνοί εκείνης της μυσταγωγίας; Σε κάθε περίπτωση, για μένα η χρήση της αστυνομικής φόρμας είναι απλώς μία επιλογή. Τη χρησιμοποιώ όποτε ταιριάζει και αναδεικνύει την ιστορία που θέλω να διηγηθώ, αλλιώς επιλέγω κάποιο άλλο αφηγηματικό είδος. Τις περισσότερες φορές κινούμαι στα όρια του είδους. Υπάρχουν κείμενά μου, συνήθως διηγήματα που μου ζητάνε για εφημερίδες, περιοδικά και συλλογικούς τόμους, τα οποία παραδίδω ως αστυνομικά –και υποψιάζομαι ότι διαβάζονται με αυτόν τον τρόπο- ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Κάθε φορά περιμένω να με ξεμπροστιάσει κάποιος, αλλά μέχρι στιγμής την έχω σκαπουλάρει.

Η συζήτηση περί παραλογοτεχνίας, τόσο έντονη τις προηγούμενες δεκαετίες, στερείται πλέον ουσίας. Όχι μόνο γιατί άλλαξε το αισθητικό κριτήριο του αναγνωστικού κοινού, αλλά και γιατί σήμερα η φιλολογική έρευνα απορρίπτει την εκ προοιμίου κατηγοριοποίηση σε «υψηλή» και «φτηνή» λογοτεχνία. Η λογοτεχνικότητα εντοπίζεται στα ενδογενή χαρακτηριστικά ενός κειμένου και όχι στις προθέσεις του συγγραφέα. Υπάρχουν αστυνομικοί συγγραφείς που γράφουν αριστουργήματα και συγγραφείς που γράφουν σπουδαιοφανή κείμενα με βάθος νερόλακκου. Η τυποποίηση, από την άλλη, η συνεχής επανάληψη μιας πετυχημένης «συνταγής», συνήθως παράγει ανέμπνευστα, κοινότοπα μυθιστορήματα. Και η λογοτεχνία που τυποποιείται είναι συνήθως εκείνη που πουλάει.

Το φαινόμενο του σκανδιναβικού νουάρ είναι χαρακτηριστικό. Σε όσα διεθνή φεστιβάλ και εκθέσεις βιβλίου έχω βρεθεί, συνάντησα κάποιον Σκανδιναβό, το όνομα του οποίου δεν συγκράτησα, που πουλάει πολλές χιλιάδες αντίτυπα στις είκοσι και γλώσσες που έχει μεταφραστεί. Ο εντελώς άγνωστος, παρ’ όλα αυτά, Σκανδιναβός, είτε άντρας είτε γυναίκα, είναι πάντα ντυμένος στην τρίχα, έχει το χαμόγελο και το σωστό μείγμα φιλικότητας και επαγγελματισμού στελέχους πολυεθνικής εταιρείας και πίσω του τρέχει ένας ατζέντης. Κάποιος μας συστήνει από ευγένεια, αλλά εκείνος θεωρεί ότι είμαι παράγοντας του βιβλίου ή έστω έχω γνωριμίες με ξένους εκδότες. Μόλις διαπιστώνει την αλήθεια, χάνει το ενδιαφέρον του, αλλά συνεχίζει να μου μιλάει λίγο ακόμα, για λόγους αβρότητας, και έπειτα στρέφεται σε κάποιον που θα του φανεί πιο χρήσιμος. Μια παρόμοια κατηγορία συγγραφέων που συναντά κανείς σε αυτές τις εκδηλώσεις είναι και οι Αμερικάνες συγγραφείς domestic crime, το οποίο εξελίσσεται σε νέα τάση του είδους. Αυτές όμως δεν μου μιλάνε ποτέ, δεν ξέρω γιατί.

Αυτά συμβαίνουν στο εξωτερικό, όπου η πολιτιστική βιομηχανία και οι μηχανισμοί της είναι πανίσχυροι και ικανοί να μετατρέψουν τον τελευταίο Δανό αστυνομικό συγγραφέα σε εξαγώγιμο προϊόν και να τον περιφέρουν από εκδήλωση σε εκδήλωση σε όλον τον κόσμο. Δεν μπορούμε να μιλάμε με τους ίδιους όρους για την εμπορική λογοτεχνία στην Ελλάδα. Εδώ δεν πουλάει κάποιο είδος συνολικά, αλλά μεμονωμένοι συγγραφείς, ανεξαρτήτως είδους, και φυσικά η τυποποίηση, η βαρετή επανάληψη μιας «συνταγής», αποτελεί προσωπική τους υπόθεση, αφορά μόνο το έργο τους και δεν περιλαμβάνει μιμητές. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που δεν έχει διαμορφωθεί μια ενιαία ελληνική «σχολή», με σταθερά και επαναλαμβανόμενα αφηγηματικά μοτίβα. Καλύτερα, κατά τη γνώμη μου. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να εντοπιστούν κάποια κυρίαρχα χαρακτηριστικά στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Ο αναγνώστης, ειδικά ο επαρκής και ο συστηματικός, τα αναγνωρίζει διαισθητικά. Η ακαδημαϊκή μελέτη –η οποία έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια και ελπίζω να ενταθεί στο μέλλον– θα τα ορίσει με ακρίβεια. Κι η μελέτη αυτή πρέπει να αρχίζει από εκείνη τη γενιά των ρομαντικών που άνοιξε τον δρόμο για εμάς τους νεότερους.

Όταν γίνεται λόγος για τη σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, συνήθως αναφέρονται ως χρονολογίες ορόσημα το 1995, η χρονιά που ο Πέτρος Μάρκαρης εκδίδει το Νυχτερινό δελτίο και ο Ανδρέας Αποστολίδης το Χαμένο παιχνίδι, και το 2010, το ξεκίνημα μιας δεκαετίας οικονομικής και πολιτικής κρίσης για τη χώρα, αλλά και χρονιά ίδρυσης της Ε.Λ.Σ.Α.Λ. Στην πραγματικότητα, οφείλει κανείς να γυρίσει πίσω στη δεκαετία του 1980 για να κατανοήσει καλύτερα τα χαρακτηριστικά της. Ο θάνατος του Γιάννη Μαρή (1979) σηματοδοτεί το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Η τεράστια επιτυχία του δεν μετουσιώνεται σε ώθηση για το είδος. Η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία ουσιαστικά επανεκκινεί από το μηδέν. Στις αρχές της δεκαετίας σχεδόν εξαφανίζεται. Το 1980, ο Δημήτρης Χανός –η συνεισφορά του οποίου είναι εξαιρετικά σημαντική και αρκετά υποτιμημένη– εκδίδει το Ανατομία ενός φόνου–Αστυνομικό ρομάντζο (Άσσος), το 1981 η Τιτίνα Δανέλλη και ο Μάνος Κοντολέων το Ένα κι ένα κάνουν όσα θες (Καστανιώτης), το 1982 ο Φώντας Λάδης γράφει στον Ριζοσπάστη για την αστυνομική λογοτεχνία, ένα κείμενο σπουδαίο για διάφορους λόγους, και ο Πέτρος Μαρτινίδης την πρώτη μελέτη για το είδος στα ελληνικά, Συνηγορία της παραλογοτεχνίας (Πολύτυπο). Ακολουθούν πέντε χρόνια «ξηρασίας» και το 1987 εκδίδονται για πρώτη φορά έξι αστυνομικά μυθιστορήματα σε μία χρονιά. Δύο από αυτά είναι τα εμβληματικά για το είδος στην Ελλάδα, Κύκλος θανάτου (Λιβάνης) του Φίλιππου Φιλίππου και Άνθρωποι και κούκλες (Εξάντας) του Φώντα Λάδη. Σημαντικά, επίσης, είναι το Σφαγείο (Θεμέλιο) του Αλέξη Σεβαστάκη και Το ελληνικό φθινόπωρο της Έβα-Ανίτα Μπένγκτσον (Εστία) του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Συνολικά, την περίοδο 1987-1995 εκδίδονται 20 αστυνομικά μυθιστορήματα, η τρίτομη μελέτη του Χανού για τηλαϊκή λογοτεχνία, το τεύχος Νουάρ του Έψιλον της Ελευθεροτυπίας (επιμ. Χριστόφορος Κάσδαγλης), ένα μεγάλο αφιέρωμα στην «παραλογοτεχνία» (Διαβάζω τχ.354) και το πρώτο μεγάλο αφιέρωμα στον Γιάννη Μαρή (Διαβάζω τχ.356).[i]

Αν ανατρέξει κανείς στα μυθιστορήματα αυτής της περιόδου, θα εντοπίσει πως κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας αρχίζουν να διαμορφώνονται τότε. Αναφέρω ορισμένα συνοπτικά: Δεν υπήρξαν μιμητές του αστυνόμου Μπέκα μέχρι τον αστυνόμο Χαρίτο του Μάρκαρη (ο οποίος επίσης δεν βρήκε συστηματικούς μιμητές στη συνέχεια)[ii]. Διαμορφώνεται μια ξεκάθαρη τάση προς το κοινωνικο-πολιτικό αστυνομικό. Για πρώτη φορά οι αστυνομικοί συγγραφείς προσπαθούν να ξεσκεπάσουν τις πιο σκοτεινές πτυχές της ελληνικής κοινωνίας, κάνοντας αυτό που δεν κάνουν οι αρμόδιοι φορείς. Θα λέγαμε ότι μοιάζουν με ερευνητικούς δημοσιογράφους και πράγματι η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη δημοσιογραφία. Όχι μόνο πολλοί συγγραφείς της έχουν ασχοληθεί με τη δημοσιογραφική έρευνα[iii], αλλά και οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες τους είναι πολύ συχνά δημοσιογράφοι ή οι θύτες και τα θύματα, οι οποίοι φωτίζουν τις αιτίες και τις συνέπειες του εγκλήματος, στοιχεία τα οποία συχνά χάνονται όταν η πλοκή εστιάζει στην αστυνομική έρευνα. Χαρακτηριστικά είναι τα μυθιστορήματα του 1987. Ο Παν-Παν (Παναγιώτης Παναγιώτου) στο Οι περιπέτειες του Γιώργου Αρατζαφέρη (Οδυσσέας) εμπνέεται από το ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Γιώργου Καρατζαφέρη. Ο Κούρτοβικ βάζει μια Σουηδή δημοσιογράφο να ερευνήσει μία εξαφάνιση, ενώ ο Γιάννης Γαϊτάνος (Με φλος ρουαγιάλ, Καστανιώτης) και οι Λάδης, Σεβαστάκης και Φιλίππου (ο οποίος την επόμενη χρονιά θα εισαγάγει τον πιο αναγνωρίσιμο χαρακτήρα του, τον δημοσιογράφο Τηλέμαχο Λεοντάρη) έχουν ως κεντρικούς χαρακτήρες υπόπτους, άδικα κατηγορούμενους και εγκληματίες. Σήμερα υπάρχουν βεβαίως και συγγραφείς που χρησιμοποιούν αστυνομικούς ως κεντρικούς χαρακτήρες, αλλά το «αστυνομικό χωρίς αστυνομικούς» παραμένει μία από τις κυρίαρχες τάσεις στην Ελλάδα.

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι στην πραγματικότητα το 1987 σηματοδοτεί την πρώτη περίοδο άνθησης της σύγχρονης ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, η οποία κορυφώνεται το 1995, για να ακολουθήσει η δεύτερη όπου το ελληνικό αστυνομικό αποκτά νέους συγγραφείς και αναγνώστες αλλά και σταθερά αυξανόμενη δυναμική, η οποία θα στρώσει το έδαφος για τη μεγάλη «έκρηξη» της τελευταίας δεκαετίας. Επομένως, θα έπρεπε να θεωρείται χρονιά ορόσημο, όχι μόνο για το μπάσκετ και τον ελληνικό αθλητισμό, αλλά και για την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία.

⸙⸙⸙

Ο Βασίλης Δανέλλης γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τέσσερα μυθιστορήματά του. Επίσης, έχει συνεπιμεληθεί τις συλλογές διηγημάτων BalkaNoir (με τον Γιάννη Ράγκο, εκδόσεις Καστανιώτη, 2018) και Yunankarası (με την Damla Demirözü, İstos, Τουρκία 2018), ενώ διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα τουρκικά, τα σλοβενικά, γερμανικά και τα ιαπωνικά. Είναι ιδρυτικό μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας) και μέλος της συντακτικής ομάδας της επιθεώρησης αστυνομικής λογοτεχνίας ΠΟΛΑΡ.


[i] Περισσότερα στοιχεία μπορεί να βρει κανείς στην ιστοσελίδα της ΕΛΣΑΛ (www.elsal.gr) και στη μελέτη του Φ. Φιλίππου Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας (Πατάκης).

[ii] Το Χαμένο παιχνίδι, το πρώτο μυθιστόρημα του Α. Αποστολίδη αποτελεί μια ρομαντική και λίγο ειρωνική ματιά στον κόσμο του Γιάννη Μαρή, έναν κόσμο στον οποίο ο Αποστολίδης θα επιστρέφει από καιρό σε καιρό με διηγήματα. Τα πιο γνωστά και επιδραστικά μυθιστορήματά του, ωστόσο, Το φάντασμα του μετρό και Λοβοτομή κινούνται σε έναν εντελώς διαφορετικό σύμπαν, εκείνο του σκληρού αστυνομικού.

[iii] Βλέπε και το κείμενο του Φ. Φιλίππου Αστυνομική λογοτεχνία και δημοσιογράφοι στην Ελλάδα, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Diastixo.gr στις 16 Απριλίου 2018 και αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Ε.Λ.Σ.Α.Λ.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Scroll to Top