Ευχαριστώ πολύ τους διοργανωτές για την πρόσκληση, είναι τιμή για μένα να μιλώ για τον Αλέξη Πολίτη. Ιδιαίτερα, επειδή δεν ανήκω στον κύκλο των ομοτέχνων του ακαδημαϊκών δασκάλων, όπως οι συνομιλητές μου, για να παρουσιάσω όσα κομίζει ο Πολίτης στα Γράμματα της χώρας μας. Όσα θα σας εκθέσω εγώ, με την «ασυλία» του μη ειδικού, θα είναι ίσως χρήσιμα ως ένας δείκτης για το πόσο επιδραστικός (για να χρησιμοποιήσω τον νεολογισμό της εποχής) μπορεί να είναι ο Πολίτης και το έργο του εκτός του φιλολογικού και ακαδημαϊκού κύκλου, σε μια μερίδα ανθρώπων που έχουν παρόμοιες με τις δικές μου προσλαμβάνουσες. Αυτή η σκέψη με βοήθησε να απαλλαγώ κατ’ αρχάς από την έγνοια για αντικειμενικότητα και να οργανώσω στη συνέχεια όσα υπάρχουν μέσα μου διάσπαρτα, για έναν άνθρωπο με τον οποίο έχουμε μια ζωντανή σχέση και εμπλεκόμαστε, συχνά πυκνά, σε διάφορα εγχειρήματα, με διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους.
Έχοντας θέσει λοιπόν υπόψη σας όλα τα παραπάνω, θα σας παρουσιάσω τέσσερις συν μία ουσιαστικές συναντήσεις που είχα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, με τον Αλέξη, το έργο και τις απόψεις του. Τέσσερις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στον δημόσιο χώρο κι «έγραψαν μέσα μου», αλλά και μία συνάντηση διαρκείας στον ιδιωτικό χώρο, στον οποίο διαβιεί η προσωπική μας σχέση.
Και ξεκινώ αμέσως. 21 Μαρτίου, ημέρα της ποίησης, του μακρινού 2004. Στο Πολιτιστικό Κέντρο της Νέας Χώρας των Χανίων παρουσιάζεται το έργο του Γιώργη Μανουσάκη. Στο κατανυκτικό κλίμα που δημιουργεί η ποίηση και ο λόγος του ίδιου του ποιητή, ένας εισηγητής προκαλεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου: ο Αλέξης Πολίτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Γνώριζα το όνομά του, αλλά δεν είχε τύχει ως τότε να διασταυρωθούν οι τροχιές μας. Μου κίνησε κατ’ αρχάς το ενδιαφέρον το θέμα που επέλεξε να αναπτύξει: «Οι δυσκολίες της κατανοητής ποίησης», και στη συνέχεια ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισε τα ποιήματα του Μανουσάκη: αποκάλυψε στο κοινό, με μεγάλη απλότητα, μυστικές διόδους και κρυφές αισθήσεις, που ένας αναγνώστης μόνος του θα ήταν δύσκολο να ανακαλύψει. Προκλητικός ο τίτλος του θέματος, τροφοδότησε τους προβληματισμούς που είχα εκείνη την περίοδο. Όμως, η ανάλυση των ποιημάτων με τον «τρόπο του Πολίτη» μού άνοιξε ένα νέο πεδίο: μου φανέρωσε ότι η προσέγγιση της ποίησης είναι μια διαδικασία που μπορεί να διδαχθεί και να γίνει κτήμα ακόμη και ανθρώπων που νιώθουν αποκλεισμένοι από την απόλαυσή της, καθώς θεωρούν τους εαυτούς τους μη επαρκείς για να την κατανοήσουν. Οι εν-τυπώσεις εκείνης της βραδιάς έμειναν ενεργές μέσα μου και οδήγησαν πολλά χρόνια αργότερα σε ένα γόνιμο εγχείρημα, στο οποίο θα αναφερθώ παρακάτω.
Γνώρισα λοιπόν εκείνο το βράδυ τον φιλόλογο Αλέξη Πολίτη. Έναν φιλόλογο που κατέρριπτε τα στερεότυπα που είχα από το Γυμνάσιο για την επιστήμη της φιλολογίας, όπως αυτή διδασκόταν εκείνη την εποχή σε μαθητές και μαθήτριες θετικής κατεύθυνσης. Γνώρισα λοιπόν έναν φιλόλογο ιδιαίτερης ταυτότητας. Η εντύπωσή μου αυτή επιβεβαιώθηκε μέσα στον χρόνο. Ο φιλόλογος Πολίτης καταφέρνει πάντα να με ξαφνιάζει. Η πρωτοτυπία των θεμάτων που επιλέγει να παρουσιάσει, η ενασχόλησή του με ποιητικές φωνές που δεν υπάρχουν στις επίσημες ανθολογίες ή με σύγχρονους ποιητές, όπως είναι ο Γιώργης Μανουσάκης και ο Διονύσης Σαββόπουλος, είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της ιδιοπροσωπίας του, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι εγώ. Έχει και άλλες ιδιαιτερότητες που συνδέονται με τη γλώσσα ή τη γραφή της, όπως είναι π.χ. η ένθερμη υποστήριξη του μονοτονικού (αντίθετα από αυτό που θα περίμενε κανείς από έναν λόγιο όπως ο Πολίτης) ή ο προσωπικός τρόπος γραφής του (παλαιότερα έβαζε π.χ. ενωτικό ανάμεσα στο ουσιαστικό και την κτητική αντωνυμία), όμως δεν θα μείνω σε αυτές τις ιδιαιτερότητες.
Έντεκα χρόνια αργότερα, θυμήθηκα στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων εκείνη τη βραδιά στη Νέα Χώρα. Αποφασίσαμε, εργαζόμενοι και διοίκηση, να ζητήσουμε από τον Πολίτη να ετοιμάσει ένα σεμινάριο για ενηλίκους με στόχο τη μύηση στην τέχνη της ποιήσεως. Έτσι ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2015 το σεμινάριο «Πώς λειτουργεί ένα ποίημα; Σεμινάριο “μύησης” στην ποιητική τέχνη», διάρκειας 20 ωρών με 45 συμμετέχουσες και συμμετέχοντες. Αποκλειστικός εισηγητής του σεμιναρίου ήταν ο καθηγητής Πολίτης, που όχι μόνον εργάσθηκε αφιλοκερδώς αλλά ερχόταν κι έφευγε δύο απογεύματα την εβδομάδα από το Ρέθυμνο, τις περισσότερες φορές με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, παίρνοντας μαζί του στην επιστροφή, μετά από πίεση των διοργανωτών, κάτι φαγώσιμο για να μη μείνει νηστικός όλο το βράδυ (αναφέρω αυτές τις λεπτομέρειες γιατί νομίζω ότι όλα έχουν τη σημασία τους).
Σε αυτό το σεμινάριο λοιπόν συναντήθηκα με τον δάσκαλο Πολίτη. Και μαζί μου η πλειονότητα όσων συμμετείχαν (κάποιοι τον γνώριζαν ήδη ως δάσκαλο έχοντας παρακολουθήσει τα μαθήματά του στο Πανεπιστήμιο). Η στόφα του δασκάλου που διαθέτει ο Αλέξης, σε συνδυασμό με τη σύνθεση του κοινού (ενήλικο κοινό, που επέλεξε ελεύθερα τη συμμετοχή του στο σεμινάριο), δημιούργησαν μια συνθήκη μοναδική. Ορισμένες φορές είχα την εντύπωση ότι ήταν τέτοια η διάδραση δασκάλου και ακροατηρίου, ώστε πύκνωνε η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους, και σχημάτιζε μια διαρκώς διογκούμενη φωτεινή σφαίρα που απλωνόταν στον χώρο κι έκλεινε μέσα της όλους τους παρευρισκόμενους, σε έναν χρόνο διεσταλμένο κι έναν τόπο εκτός καθημερινότητας, σε έναν τόπο πνευματικής πληρότητας, θα τολμούσα να πω. Ήταν μια αίσθηση, φευγαλέα βεβαίως, αλλά που επανερχόταν συχνά και νομίζω ότι διαπερνούσε, υπόγεια, όλους μας. Γι’ αυτό και οι συμμετέχοντες/ουσες έρχονταν με χαρά στα μαθήματα, ήταν απόλυτα συνεπείς στην παρακολούθηση και δεν έκρυβαν τη λύπη τους όταν πλησίαζε η ολοκλήρωση του προγράμματος. Πρέπει να σας πω ότι ακόμη και σήμερα συναντώ ανθρώπους στον δρόμο που μου ζητούν να επαναλάβουμε το εγχείρημα.
Ξαφνιαστήκαμε και οι ίδιοι οι διοργανωτές από την απήχηση του σεμιναρίου. Θα σας διαβάσω λίγα σχόλια που γράφτηκαν ανωνύμως στη φόρμα αξιολόγησης: «Ο κ. Καθηγητής στάθηκε πολύ σοβαρά απέναντι στους συμμετέχοντες. […] Ιδιαίτερα χαρισματικός και χαριτωμένος ομιλητής. Έδωσε την κάθε του διάλεξη με την ίδια ευχαρίστηση και πάθος». «Μου χάρισε χαρά και πνευματική συγκίνηση». «Ήταν ό,τι πιο σημαντικό έγινε στα Χανιά σε σχέση με τη λογοτεχνία τα τελευταία χρόνια».
Το σεμινάριο αυτό μου έδωσε την αφορμή να σκεφτώ «τι είναι αυτό που κάνει καλό δάσκαλο τον Πολίτη». Νομίζω ότι είναι ένας συνδυασμός ιδιοτήτων που ο Αλέξης διαθέτει σε υψηλό βαθμό: συνδυάζει μια φυσική άνεση στην επικοινωνία με μια ανοιχτή παιδαγωγική αντίληψη, βαθιά αγάπη και γνώση του αντικειμένου με την επιθυμία να τη μοιραστεί και να τη μεταλαμπαδεύσει σε άλλους και τέλος ένα διαρκώς ανανεούμενο προσωπικό πάθος, που εμπλουτίζει με χαρά και δημιουργικότητα την εκπαιδευτική διαδικασία.
Η επικοινωνιακή του ικανότητα είναι μοναδική. Αναγνωρίζει εύκολα το κοινό του και του μιλάει στη γλώσσα του. Δημιουργεί ένα κλίμα οικειότητας με λόγο άμεσο, απλό, χωρίς περίπλοκες και δυσνόητες διατυπώσεις, παιγνιώδη, διανθισμένο με χιούμορ και προσωπικά στοιχεία. Παρασύρει χαμηλόφωνα το κοινό και το παίρνει μαζί του, σαν να του εκμυστηρεύεται μυστικά. Ταυτόχρονα, έχει την ταπεινοφροσύνη του δασκάλου που «δεν τα ξέρει όλα», σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, προβοκάρει ο ίδιος τον ρόλο της αυθεντίας που συνοδεύει τη θέση του καθηγητή και δεν διστάζει διόλου να τσαλακώσει την εικόνα του.
Επιπλέον, ο Πολίτης συντονίζεται και με τον ίδιο τον δημιουργό του οποίου το έργο παρουσιάζει. Μπαίνει στη θέση του, αναζητά τα κίνητρά του, ανιχνεύει τη δομή και τη σκηνοθεσία του έργου του. Ζωντανεύει τις εικόνες σαν να ήταν παρών. Ο Πολίτης δεν διεκπεραιώνει. Βιώνει όσα λέει στον παρόντα χρόνο και, όπως στο θέατρο, «η αληθινή συγκίνηση φτάνει στο κοινό». Λειτουργεί ως δάσκαλος, όπως λειτουργεί, σύμφωνα με αυτόν, το ποίημα. «Στη Φυσική (των ταλαντώσεων) το ανάλογο φαινόμενο λέγεται συντονισμός». Αυτό μας έμαθε στο πρώτο κιόλας μάθημα. Εάν σε αυτό το χάρισμα προσθέσουμε τη βαθιά γνώση, τη μαθηματική δομή της διδακτέας ύλης και την ευφάνταστη συνθετική λειτουργία, έχουμε μια αδρή εικόνα του δασκάλου Πολίτη.
Τα συμπεράσματά μου απορρέουν από το συγκεκριμένο σεμινάριο. Αλλά και στο Πανεπιστήμιο, όπου οι συνθήκες είναι ασφαλώς διαφορετικές, ο καθηγητής Πολίτης, έχοντας επίγνωση της εξουσίας που ασκεί η γνώση, προσπαθεί να φτιάξει τους όρους μιας επικοινωνίας με τους φοιτητές του που να είναι ισότιμη. Λέει σε μια συνέντευξή του: «το δεύτερο που πέτυχε το μάθημα για τον Διονύση Σαββόπουλο ήταν ότι οι φοιτητές αισθάνονταν πως ο καθηγητής τους δεν ξέρει πολύ περισσότερα από αυτούς. Και άφηναν το μυαλό τους να σκεφτεί. Ενώ όταν κάνεις Σολωμό, ανάμεσα σε σένα και τους φοιτητές υπάρχει μία βιβλιογραφία. Ξέρουν ότι δεν την ξέρουν. Όταν κάνεις Σαββόπουλο, ανάμεσα στον Πολίτη και τους φοιτητές, δεν υπάρχει καμιά βιβλιογραφία!»
Παρ’ ότι ο Πολίτης είναι ένας καλός φιλόλογος κι ένας υποδειγματικός δάσκαλος, νομίζω ότι η καρδιά του είναι αλλού! Και θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ.
Όταν παραλάμβανε το βραβείο του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης το 2018 για το σύνολο του έργου του, εκφώνησε έναν μοναδικό ευχαριστήριο λόγο, o οποίος επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη ταυτότητα που διατείνομαι ότι έχει. Είπε μεταξύ άλλων:
Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα, μέρα τιμητική για μένα, σκέφτηκα να πω δυο λογάκια, να τιμήσω έναν πολύ σπουδαίο, κατά τη γνώμη μου, και πολύ ξεχασμένο για πολλούς, ποιητή μιας γενιάς που με μεγάλωσε, της γενιάς του ’30. Το όνομά του, Αλέξανδρος Μάτσας. Έως πρόσφατα έπρεπε να είσαι μανιακός των παλαιοπωλείων για να μην μείνεις στη μικρή έως ελάχιστη παρουσία του στις ανθολογίες. Μα από μια πλευρά, ετούτη η αφάνεια του ποιητή μπορεί τελικά ν’ αποβεί θετικό στοιχείο. Παράξενο; – διόλου· όταν ανακαλύπτουμε μόνοι μας κάτι, και ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμέναμε, δεν το χαιρόμαστε περισσότερο, δεν γίνεται περισσότερο δικό μας;
(Στη συνέχεια της ομιλίας του άρχισε να αναλύει ένα ποίημα του Μάτσα)
Την απόφαση του Πολίτη να αναδείξει το έργο ενός σπουδαίου ποιητή που έμεινε στην αφάνεια, την ημέρα που ο ίδιος τιμάται, θα τη σχολιάσω παρακάτω. Τώρα θέλω να σταθώ στη φράση του: «όταν ανακαλύπτουμε μόνοι μας κάτι, και ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμέναμε, δεν το χαιρόμαστε περισσότερο, δεν γίνεται περισσότερο δικό μας;»Είναι φανερό πως η ανακάλυψη, η σύνθεση και η δημιουργική σύνδεση στοιχείων που συγκροτούν ένα νέο νόημα, το αντίστοιχο της επίλυσης ενός μαθηματικού προβλήματος για έναν θετικό επιστήμονα, τού δίνει τόση χαρά, που θέλει να τη μοιραστεί με τους άλλους, ακόμη και τη στιγμή που τιμάται! Η χαρά αυτή είναι η κινητήρια δύναμη του ερευνητή, από αυτήν τροφοδοτείται και ανανεώνεται διαρκώς η ακαταπόνητη επιστημονική του περιέργεια.
Αν θα έπρεπε να περιγράψω τον Πολίτη με μια και μόνη αντιπροσωπευτική εικόνα, αυτή θα ήταν η εικόνα του Αλέξη στο Παρίσι, μέσα στην Πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Ιλ-ντε-Φρανς, τη στιγμή που ανοίγει τους φακέλους που του έχει φέρει η βιβλιοθηκάριος και ανακαλύπτει τα αδημοσίευτα δημοτικά τραγούδια από το αρχείο του Κλωντ Φωριέλ. Πρέπει να ήταν μια στιγμή που πυροδότησε το πάθος του για την έρευνα. Άξιος εγγονός του Νικολάου Πολίτη βεβαίως, δεν ήταν τυχαία η συνάντηση, ωστόσο ήταν μια απρόσμενη ανακάλυψη, από αυτές που ανοίγουν νέους δρόμους στη ζωή. Και πράγματι, όπως ο ίδιος έχει πει σε συνέντευξή του, ως φοιτητής ήταν πιο κοντά στη λογοτεχνία, στη συνέχεια πέρασε στη λαογραφία και από κει άνοιξε μετά εύκολα ο δρόμος προς την ιστορία.
Νομίζω ότι με ό,τι και αν ασχολείται στη ζωή του ο Πολίτης, είναι πάνω από όλα ερευνητής. Στην έρευνα λοιπόν είναι δοσμένη η καρδιά του. Θέλει να μάθει το πώς και το γιατί του ποιήματος, πώς και γιατί εξελίχθηκε έτσι η λογοτεχνία, πώς γεννήθηκαν οι ιδέες και παγιώθηκαν οι νοοτροπίες, πώς συνομιλεί η ιστορία με τη λογοτεχνία, το πώς και το γιατί των πραγμάτων. Αυτή η επιθυμία συνέχει το έργο του, το κάνει ζωντανό και το εμποτίζει με τη χαρά που ο ίδιος νιώθει όταν κάτι ανακαλύπτει, ένα χειρόγραφο, μια σκέψη, ένα συμπέρασμα, μια σχέση που ως τότε παρέμενε κρυφή. Αυτή τη χαρά μοιράζεται με τους άλλους είτε με τα βιβλία και τις δημοσιεύσεις του, είτε με τη διδασκαλία. Το πάθος του ερευνητή αρδεύει όλες του τις δραστηριότητες, από τις πιο απλές μέχρι τις πιο σύνθετες.
Είχα την ευκαιρία να συναντήσω (αυτή είναι η τρίτη συνάντηση) τον ερευνητή και ιστορικό Πολίτη μέσα από μια παρουσίαση που μου ζητήθηκε να κάνω για το βιβλίο του Η Ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος 1830-1880. Εντυπωσιάστηκα από τον μόχθο που κατέβαλε ο συγγραφέας ερευνώντας στα «αμπάρια» της λογοτεχνικής και λόγιας παραγωγής του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους για να ψηλαφίσει τη στιγμή της γέννησης της Μεγάλης Ιδέας, τη βαθμιαία υποταγή της λογοτεχνίας στις ανάγκες διαμόρφωσης μιας εθνικής ταυτότητας, τους πρώτους λογοτεχνικούς θεσμούς, τη σύνθεση του πρώτου αναγνωστικού κοινού, την αναγνωσιμότητα των βιβλίων… Τεράστιος όγκος δουλειάς και είναι μόλις ένα από τα 17 αυτοτελή έργα του, εκτός από τις πολυάριθμες μελέτες, άρθρα, επιμέλειες, μεταφράσεις κ.λπ., που έχει δημοσιεύσει. Μέσα στο ερευνητικό του έργο πρέπει να εντάξουμε και τις βιβλιογραφίες που έχει συντάξει, τη δημιουργία της «Ανέμης» (Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών), τα λεξικά, τα ευρετήρια και άλλα πολλά, που είμαι σίγουρη ότι δεν γνωρίζω. Όλα αυτά είναι εργαλεία που διευκολύνουν τους μελλοντικούς ερευνητές στο έργο τους. Μια πράξη συνέχειας και αλληλεγγύης και μια πράξη αγάπης για την έρευνα.
Και αν ο ερευνητής αρδεύει τη δουλειά του φιλολόγου και του δασκάλου, που όλες μαζί συγκροτούν την επιστημονική ταυτότητα του Αλέξη Πολίτη, μια άλλη ιδιότητά του, αυτή του πολίτη με το π μικρό, διαπερνά όλο το έργο του και τη ζωή του. Ήδη σας ανέφερα την επιλογή του να μιλήσει για τον ποιητή Μάτσα τη στιγμή που έπαιρνε το βραβείο. Η στάση του αυτή, εκτός από ψυχαναλυτικές ερμηνείες που μπορεί να επιδέχεται, εκφράζει και μια θέση βαθιά πολιτική. Ο Πολίτης υποστηρίζει και προσπαθεί να διασώσει από τη λήθη τον αδικημένο από τους κριτικούς, τους λογοτεχνικούς ή ιστορικούς κύκλους, ποιητή. Το ίδιο πολιτική είναι και η δημοκρατική, παιδαγωγική του αντίληψη. Πολιτική επιλογή επίσης ήταν και η απόφασή του να αφήσει το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών για να έρθει να υπηρετήσει την επαρχία, μέσα από ένα περιφερειακό Πανεπιστήμιο.
Ο Πολίτης είναι βαθιά πολιτικοποιημένος, με ισχυρές απόψεις που εκκινούν από τον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς. Η αφετηρία της ιδεολογικής του ένταξης τοποθετείται χρονικά κάπου στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, ωστόσο η συναναστροφή του στο Παρίσι με τον κύκλο του Κ. Θ. Δημαρά, τους Φίλιππο Ηλιού, Σπύρο Ασδραχά, Παναγιώτη Μουλλά, αλλά και η ενασχόλησή του με τη μελέτη των δημοτικών τραγουδιών, των κατ’ εξοχήν δημιουργημάτων του ανώνυμου λαού, νομίζω ότι ενίσχυσαν τη διαμόρφωσή της. Με αυτήν την ιδεολογική κατεύθυνση, την οποία υπηρετεί και με την προσφορά του στα Γράμματα και με τη λιτότητα του βίου του, ο Πολίτης δεν διστάζει να γίνεται καυστικός και έντονα επικριτικός για τα σημερινά κόμματα της αριστεράς ή για τους μύθους, με τους οποίους αρεσκόμαστε γενικότερα να καλύπτουμε τις αδυναμίες μας. Δεν τον ενδιαφέρει η ενασχόληση με την πολιτική, ωστόσο, όταν του ζητείται, δεν αρνείται να ενισχύσει πρωτοβουλίες όπως αυτή των 58, το 2013, για την ανασυγκρότηση του χώρου της κεντροαριστεράς ή να βάλει πλάτη σε διάφορα εγχειρήματα πολιτισμού και πολιτικής.
Το 2008 συνάντησα τον πολίτη Αλέξη Πολίτη (κι αυτή είναι η τέταρτη συνάντηση) σε μια συνάθροιση στο Ρέθυμνο για τη δημιουργία του Ομίλου Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. Έναυσμα γι’ αυτή την κίνηση ήταν η λειτουργία του Κέντρου Αναγνωστάκη στα Ρούστικα, σύμφωνα με την επιθυμία του ποιητή. Ο Αλέξης, αν και είχε επιφυλάξεις για το εγχείρημα, δέχτηκε πρόθυμα να συνδράμει κι έκτοτε μετείχε στο Δ.Σ. για 9 ολόκληρα χρόνια, τα 6 εκ των οποίων από τη θέση του Προέδρου, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση του Ομίλου. Ο χρόνος που αφιέρωνε για τις άχαρες και δυσανάλογα πολλές, σε σχέση με το δημιουργικό μέρος, υποχρεώσεις που συνοδεύουν τη συλλογική δράση, ήταν μια θυσία για τον ίδιο, την οποία έκανε αγόγγυστα, αποδεικνύοντας έτσι στην πράξη την εκτίμησή του για τον ποιητή και πολίτη Μανόλη Αναγνωστάκη.
Ωστόσο, το κορυφαίο για μένα δείγμα της πολιτικής συμπεριφοράς του είναι η άρνησή του, το 2011, να υπακούσει σε φοιτητές που δεν του επέτρεπαν την είσοδο στο Πανεπιστήμιο για τη διεξαγωγή προγραμματισμένων εξετάσεων. Ο καθηγητής Πολίτης αρνήθηκε να διαπραγματευθεί με αναρμόδιους, όπως είπε, και εξοργίστηκε με την καταπάτηση των δικαιωμάτων του, σε μια περίοδο που κανείς δεν τολμούσε να εναντιωθεί στους συνδικαλιστές των Πανεπιστημίων. Σε δημοσίευμα της εποχής διαβάζω: «Σε κάθε τομέα της κοινής μας ζωής, ας μιμηθούμε το καλό παράδειγμα του Αλέξη Πολίτη… Έτσι κάνουν οι καλοί πολίτες».
Για το τέλος, άφησα την προσωπική συνάντηση μαζί του, την πρόσωπο με πρόσωπο ή, ακριβέστερα, τη «φωνή με φωνή» συνάντηση από τις δύο άκρες της τηλεφωνικής γραμμής, που έχω κατά καιρούς μαζί του, στο πλαίσιο της σχέσης μας που θα την χαρακτήριζα «κάτι ανάμεσα σε συνεργασία και φιλία», παραφράζοντας μια δική του διατύπωση.
Οι δια ζώσης συναντήσεις σε συνεδριάσεις για το πρακτέο ή σε πολυπληθείς παρέες με τους εμβόλιμους περισπασμούς, δεν επιτρέπουν στις συζητήσεις να λοξοδρομήσουν από τα αναμενόμενα. Μόνο κατ’ ιδίαν, από τη μια άκρη της γραμμής στην άλλη, έχουν προκύψει συζητήσεις για θέματα πιο ουσιαστικά όπως ο θείος Γιώργος, οι λησμονημένοι φάκελοι του Φωριέλ, το ΜΙΕΤ, η Επιτροπή για το 1821, ιστορίες από το Παρίσι ή ιστορίες για συνταγές μαγειρικής ‒γιατί εκτός των άλλων είναι και δεινός μάγειρας…
Εάν σκεφτούμε πόσες ευκαιρίες μάς δίνει ο χρονικός ορίζοντας της ζωής μας, η εποχή και ο τόπος που ζούμε, να συναντηθούμε με ενδιαφέροντες ανθρώπους, που με κάποιον τρόπο επηρεάζουν ή αλλάζουν τις ζωές των άλλων, νιώθω τυχερή που είμαι ανάμεσα σε αυτούς που ο δρόμος τους διασταυρώνεται με εκείνον του Αλέξη Πολίτη.