Οι εφημερίδες έφεραν μια πραγματική επανάσταση. Με την εμφάνισή τους, η πληροφορία για το γεγονός πέρασε από το στάδιο της φήμης στο στάδιο της διασταύρωσης. Πέρασε από τη φάση του αγγελιοφόρου και της ασταθούς προφορικής μετάδοσης και αναμετάδοσης στο στάδιο του γραπτού τεκμηρίου που φθάνει κατευθείαν και αναλλοίωτο στον κάθε ξεχωριστό αποδέκτη.
Βέβαια αυτό δεν έγινε διαμιάς. Η εφεύρεση του Γουτεμβέργιου χρειάστηκε αιώνες για να εξελιχθεί, ενώ οι πρώτες εφημερίδες δεν έβγαιναν αν δεν εξασφάλιζαν πρώτα τους συνδρομητές. Πρώτα προπλήρωναν οι συνδρομητές και μετά έβγαινε το φύλλο. Οι συνδρομητές έπαιρναν το ρίσκο να πληρώσουν για μια εφημερίδα που ενδεχομένως δεν θα έφτανε στην πόρτα τους ποτέ –αφού τα εμπόδια της εποχής ήταν πολλά και μεγάλα–, γιατί η ανάγκη για πληροφορία και ενημέρωση ήταν τεράστια.
Με τον καιρό οι εφημερίδες εξελίχθηκαν, έγιναν αυτό που γνωρίζαμε, έγιναν συστήματα. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τη λέξη, έχει την έννοια ενός αυστηρά δομημένου, συνήθως ιεραρχικά, μεγάλου συνόλου –ακόμη κι εκατοντάδων– εργαζομένων διαφόρων ειδικοτήτων που συγκροτούσαν ένα πραγματικό σύστημα, από ένα σημείο και μετά ερήμην των αρχικών προθέσεων. Οι αναγνώστες ήξεραν ότι αγοράζοντας μια συγκεκριμένη εφημερίδα αγόραζαν βέβαια μια πολιτική κατεύθυνση, αγόραζαν όμως ταυτόχρονα και έναν τρόπο σκέψης, έναν τρόπο λειτουργίας, έναν τρόπο ιεράρχησης των πληροφοριών, έναν τρόπο ανάλυσής τους. Οι εφημερίδες αποτελούσαν το άθροισμα των ιδιαιτεροτήτων των εργαζομένων τους, αποτελούσαν όμως και συνολικά μια ενιαία σκέψη.
Σε ποια φάση βρισκόμαστε σήμερα; Οι εφημερίδες φαίνεται να βαίνουν προς τον οριστικό τους θάνατο. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν για την Ελλάδα ότι το 2023 υπήρξε μείωση κυκλοφοριών 10% σε σχέση με το 2022 και το 2022 υπήρξε μείωση κυκλοφοριών 14% σε σχέση με το 2021. Οι ήδη άθλιες κυκλοφορίες του 2018, έχουν σήμερα μειωθεί στο μισό. Το τελειωτικό χτύπημα φαίνεται να δίνει η ραγδαία μείωση των σημείων πώλησης. Και οι άνθρωποι του Τύπου προτείνουν πιο πολύ από κρατική επιδότηση στις ίδιες τις εφημερίδες, κρατική επιδότηση στα ψιλικατζίδικα και στα περίπτερα για να τις πωλούν!
Αντίθετα με τον πραγματικό Γουτεμβέργιο, ο Γουτεμβέργιος της εποχής μας, δηλαδή ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, διαδόθηκε ακαριαία, από την άποψη του ιστορικού χρόνου. Το ίδιο και η τηλεόραση πριν από αυτόν. Σήμερα ο χρόνος διάδοσης μιας πληροφορίας έχει πρακτικά μηδενιστεί, η ποιότητα ωστόσο και της αποτύπωσής της και της ανάλυσής της έχει δεχθεί τεράστιο πλήγμα. Ο ένας βασικός λόγος είναι ο κατακερματισμός σε πολλά μικρά και αδύναμα μέσα ενημέρωσης. Τους άλλοτε εκατοντάδες καλοπληρωμένους δημοσιογράφους ενός μεγάλου συγκροτήματος Τύπου, έχουν αντικαταστήσει –στις ενημερωτικές ιστοσελίδες– διευθυντές των 1.500-2.000 ευρώ και 5-6 (ή στην καλύτερη περίπτωση 10) συντάκτες των 700-1.000 ευρώ, οι οποίοι όχι μόνο δεν μπορούν να συναγωνιστούν αριθμητικά τους έστω 50 δημοσιογράφους μιας σημερινής εφημερίδας, αλλά έχουν και περισσότερη δουλειά από αυτούς, καθώς πρέπει να διασφαλίζουν την περίφημη «ροή», δηλαδή τη συνεχή ανάρτηση νέων πληροφοριών, ώστε να εξασφαλίζεται η ανανέωση του ενδιαφέροντος του πληροφοριολάγνου αναγνωστικού κοινού. Έτσι αυτός ο κατακερματισμός των μέσων οδηγεί και στον κατακερματισμό της πληροφορίας. Η πληροφορία σήμερα μπορεί να είναι μόνο ένας τίτλος και μια φράση, λ.χ. «Τώρα: φωτιά στην Εύβοια». Το σε ποιο σημείο της Εύβοιας βρίσκεται η φωτιά, αν είναι μεγάλης ή μικρής έκτασης, αν είναι τυχαία ή πρόκειται για εμπρησμό, αν έχουν σπεύσει πυροσβεστικά οχήματα κ.λπ., πράγματα που θα τα μαθαίναμε παλιότερα σε ένα συγκροτημένο άρθρο, τώρα είναι πληροφορίες που μπορούν να περιμένουν μέχρι τις επόμενες αναρτήσεις.
Ο δεύτερος λόγος πτώσης της ποιότητας είναι, βέβαια, η πληθώρα των πληροφοριών. Στο κατακερματισμένο τοπίο των ενημερωτικών μέσων προστέθηκαν τα κοινωνικά δίκτυα τα οποία δεν διαδίδουν απλώς αλλά και παρέχουν πληροφόρηση. Κάθε χρήστης είναι, όπως λέγεται, δυνητικός δημοσιογράφος και ακόμα περισσότερο δημοσιολόγος. Η παρακολούθηση όλης αυτής της ροής πληροφορίας είναι πρακτικά αδύνατη. Όπως επίσης είναι πιο δύσκολο, μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό, να αντιληφθεί κανείς αν κάποια σημαντική πληροφορία έχει αποκρυβεί. Αν παλιότερα ήταν δύσκολο να διαβάσει κανείς ολόκληρη την εφημερίδα της επιλογής του, πόσο μάλλον να διαβάσει και μια δεύτερη ή τρίτη εφημερίδα, τώρα η παρακολούθηση του τι λέγεται στο διαδίκτυο αποτελεί φενάκη. Αυτή η αναρχία όμως στην παροχή πληροφόρησης δεν πρέπει να μας παρασύρει σε εύκολες ερμηνείες. Η δημοκρατικοποίηση της πληροφόρησης δεν σημαίνει καλύτερη ποιότητά της. Η έλλειψη φίλτρου σε ορισμένες οριακές στιγμές είναι ευεργετική, γιατί μπορεί να συμβεί οι ίδιοι οι χρήστες και ταυτόχρονα παραγωγοί πληροφορίας να ανατρέψουν μια κατευθυνόμενη πληροφόρηση διαφόρων εξουσιών, στη συνήθη ροή των πραγμάτων όμως πιο πολύ επιτείνει τη σύγχυση παρά φωτίζει τα πράγματα. Οι μεμονωμένοι χρήστες δεν μπορούν να κάνουν εμπεριστατωμένες έρευνες και οι μέθοδοι απόκρυψης σημαντικών πληροφοριών γίνονται και αυτές όλο και πιο εκλεπτυσμένες. Και βέβαια, στην τεράστια γαβάθα με τις πληροφορίες η ιεράρχηση της σημασίας τους γίνεται όλο και δυσχερέστερη. Επίσης αυτή η άναρχη και όχι πάντα αξιόπιστη παράθεση πληροφοριών μας γυρίζει εν μέρει στην προ των εφημερίδων κατάσταση, όπου οι φήμες είχαν εξαιρετικά εύφορο έδαφος διάδοσης.
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, αυτό το άναρχο τοπίο στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο άναρχο όσο φαίνεται. Η πυραμίδα εξουσίας, αν και λιγότερο διακριτή, είναι υπαρκτή. Και αν υπάρχει μια αναρχία στη βάση της, δεν υπάρχει καμία αναρχία στην κορυφή της. Παλιότερα, η μονοπωλιακή κρατική τηλεόραση, με φωτεινές εξαιρέσεις σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, ακολουθούσε αυστηρά τις επιταγές των εκάστοτε κυβερνήσεων. Σήμερα υπάρχει θεωρητικός τηλεοπτικός πλουραλισμός, ωστόσο ο τρόπος δόμησης προγράμματος στα πολυάριθμα τηλεοπτικά κανάλια είναι ενιαίος, ίδια πάνω κάτω είναι η ιεράρχηση ειδήσεων μεταξύ τους και υπάρχει ενιαίο δίκτυο πηγών διεθνών ειδήσεων. Στα κοινωνικά δίκτυα υπάρχει ευρύτατη ελευθερία διατύπωσης απόψεων και ο έλεγχος ροής πληροφορίας δεν έχει σχέση με παλιές ωμές λογοκριτικές μεθόδους. Από τον αυστηρό έλεγχο διαφόρων ιστορικών περιόδων έχουμε περάσει σε μια κατάσταση δυνητικού ελέγχου που, ωστόσο, είναι υπερεθνικός και συγκεντρωτικός και με αυτή την έννοια ευρύτερος. Τα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι άναρχα, έχουν ιδιοκτήτες που όμως βρίσκονται εκτός συνόρων. Αυτοί, λόγω της συγκέντρωσης και της τεράστιας δύναμής τους, βρίσκονται εκ των πραγμάτων σε στενή συνεργασία με τις κυβερνήσεις των ισχυρών χωρών στις οποίες εδρεύουν. Με όπλο τους αλγόριθμους μπορούν σε οριακές στιγμές να πάρουν θέση υπέρ ή κατά του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, της Ρωσίας και της Ουκρανίας, της Αργεντινής ή της Κούβας. Και αναλόγως να πριμοδοτήσουν ειδήσεις ή αντίθετα, να υποβαθμίσουν, ακόμη και να λογοκρίνουν άλλες. Στο μεταξύ, και σε μη οριακές στιγμές, μπορούν πάντα να στέλνουν εξατομικευμένες διαφημίσεις λ.χ. για πλυντήρια, αν κάποιος έχει εκφράσει στο τηλέφωνο ή με μέιλ την ευχή να αγόραζε ένα καινούργιο πλυντήριο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περάσαμε στην πραγματικότητα από τα επί μέρους συστήματα ενημέρωσης σε ένα κεντρικότερο σύστημα το οποίο –ούτε αυτή τη λέξη πρέπει να τη φοβηθούμε– έχει ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι από έναν ιμπεριαλισμό του παρελθόντος που δολοφονούσε κυνικά «ιθαγενείς», περάσαμε σε ένα σοφτ ιμπεριαλισμό που μπαίνει στα σπίτια τους. Σαφώς καλύτερος αυτού του τύπου ο ιμπεριαλισμός για τα θύματα, σαφώς αποτελεσματικότερος για τους θύτες. Ο λόγος εδώ για τη «δυτική» αντίληψη των πραγμάτων, ωστόσο και χωρίς καμία αμφιβολία δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα μοναδικό παγκόσμιο κεντρικό σύστημα πληροφόρησης, θα πρέπει να μιλάμε για διακριτά κεντρικά συστήματα (όπως το «δυτικό», το «ρωσικό», το «κινεζικό», το «αραβικό», κάποια γαλλόφωνα ή αγγλόφωνα της υποσαχάριας Αφρικής) που, αν μπορούσε να τα δει κανείς παράλληλα, θα νόμιζε ότι κατοικεί σε πέντε-έξι διαφορετικούς πλανήτες.
Για να μείνουμε όμως στο σημερινό «δυτικό» σύστημα πληροφόρησης, και αν αυτή η ανάγνωση της πραγματικότητας είναι σωστή, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σήμερα η ταχύτητα υπερτερεί σε αξία της ποιότητας και η πληροφορία, που μετριέται με τηλεθέαση, κλικαρίσματα και λάικ, έχει εμπορευσιμότητα όπως κάθε άλλο προϊόν. Οπότε είναι εύλογο να παραμελούνται ειδησεογραφικά τομείς που έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό ή με κοινωνικά θέματα που εκλαμβάνονται ως μικρής εμβέλειας ή περιθωριακά. Η πληροφόρηση χάνει δηλαδή και την ευρύτερη παιδευτική της λειτουργία, έτσι όπως την είχαν καθιερώσει οι πιονέροι της έντυπης εκδοχής της, που την υψηλή τους κερδοφορία ήθελαν να την μεταφράσουν και σε ευγνώμονα προσφορά προς τους αναγνώστες τους. Και που είχαν υιοθετήσει μια κουλτούρα σύμφωνα με την οποία η πληροφορία δεν αποτελούσε ακραιφνές προϊόν, ήταν κομμάτι μιας ευρύτερης μορφωτικής διαδικασίας.
Οι προκλήσεις λοιπόν που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι μοναδικού χαρακτήρα. Αφού οι δυτικές κοινωνίες, και με τη βοήθεια των εφημερίδων και των περιοδικών, πέτυχαν κατά τον 20ό αι. την ουσιαστική εξάλειψη του αναλφαβητισμού, θέτουν πλέον στόχο τον νέο γραμματισμό που επιβάλλει η τεχνολογία. Με άλλα λόγια, την εξοικείωση όλων με τη χρήση υπολογιστών και πλατφορμών που είναι απαραίτητη και για την επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους και για τις συναλλαγές τους με το κράτος. Σήμερα οι γνώστες της χρήσης αυτής –τεχνικοί υπολογιστών, λογιστές κ.α.– παίζουν για τους άλλους τον ρόλο που έπαιζαν άλλοτε οι γραφείς για τους αναλφάβητους συμπολίτες τους. Όμως εδώ τίθεται ένα αμείλικτο ερώτημα: μήπως στον βωμό αυτού του νέου γραμματισμού και συνολικά των νέων προτεραιοτήτων, υποβαθμίζουμε τον ουσιαστικό γραμματισμό μας, με άλλα λόγια την παιδεία μας;
Η απάντηση με βάση όλα τα παραπάνω δεν μπορεί να είναι παρά θετική. Το ποια θα μπορούσε να είναι η ενδεδειγμένη αντίδραση σε αυτή την κατάσταση παραμένει ζητούμενο. Σε υπερεθνικό επίπεδο, θα μπορούσε να προωθηθεί το ήδη υπάρχον αίτημα της φορολόγησης των πλατφορμών και της καταβολής από μέρους τους δικαιωμάτων σε δημιουργούς περιεχομένου. Δεδομένου μάλιστα ότι η λεγόμενη Δύση δεν είναι ένα απολύτως ενιαίο σύνολο χωρίς διαφορές, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τη δημιουργία υποσυστημάτων, την εγκατάλειψη δηλαδή των «πανδυτικών» μηχανών αναζήτησης και τη δημιουργία κάποιων ευρωπαϊκών, καθώς η Ευρώπη διατηρεί πολύ μεγαλύτερες ευαισθησίες σε ζητήματα κουλτούρας. Σε μια τέτοια περίπτωση, με εξασφαλισμένη την επιβίωση κάποιων μεγάλων ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, θα βλέπαμε αναμφίβολα την επανεμφάνιση κάποιων εύρωστων μεν, καθαρόαιμων δε εκδοτών, που πλέον αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση καθώς τη θέση τους καταλαμβάνουν κεφαλαιούχοι άσχετοι με το αντικείμενο, που αντιμετωπίζουν τα μέσα ενημέρωσης μόνο ως μέσα επιρροής. Όλα αυτά όμως αποτελούν ζητήματα διεθνοπολιτικών συσχετισμών και ισχυρών πολιτικών αποφάσεων που δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα.
Σε στενότερα κοινωνικό επίπεδο είναι απαραίτητη η συνένωση δυνάμεων που έχουν κοινό όραμα το άνοιγμα της γνώσης, της κουλτούρας, της παιδείας και τη μεθοδολογικά ορθή αξιολόγηση, μετάδοση και ανάλυση της πληροφορίας. Αυτό απαιτεί οικονομική αυτοτέλεια, αν όμως δεν βρεθούν κεφάλαια από οραματιστές εκδότες, πιθανόν να πρέπει να επιστρέψουμε στις πρώτες μέρες των εφημερίδων. Και πριν δημιουργηθεί λ.χ. μια νέα ενημερωτική ιστοσελίδα, να αναζητούνται οι συνδρομητές εκείνοι που θα επιθυμούν μία υψηλής ποιότητας ενημέρωση, πραγματικά ανεξάρτητη, με βάθος και μεγάλο εύρος πεδίου, πειθόμενοι από τους εκδότες για τα εχέγγυα αυτής της ποιότητας.
Στην ελληνική επικράτεια τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Η θηριώδης πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων, που είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη πτώση των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, οδηγεί κατά τη γνώμη μας σε μια οδυνηρή εκτίμηση: ότι η οικονομική δυνατότητα σημαντικής μερίδας του πληθυσμού είναι μειωμένη και βαρύνουσα, ότι ο δείκτης εμπιστοσύνης στα μέσα ενημέρωσης είναι χαμηλός αλλά και ότι οι βάσεις της παιδείας μας είναι όσο σαθρές χρειάζεται ώστε να μη δημιουργούν πολίτες αρκούντως απαιτητικούς ως προς το τι διαβάζουν, τι ανάγκες ενημέρωσης έχουν και από ποιους. Ούτε καν η εγγράμματη αστική τάξη που σταδιακά δημιουργήθηκε στο παρελθόν, δεν έχει σήμερα τέτοια απαίτηση. Κάτι που σημαίνει ότι και τα εκπαιδευτικά συστήματα αλλά και οι άλλοτε εκδοτικοί κολοσσοί που σήμερα έγιναν νάνοι, έχουν σε μεγάλο βαθμό αποτύχει. Και ότι ο μέσος όρος ουσιαστικού γραμματισμού είναι χαμηλότερος από άλλες χώρες και πολύ χαμηλότερος από το ποθούμενο.
Αιτούμενο πλέον είναι, από τη μια μεριά η βελτίωση των οικονομικών του πληθυσμού, ώστε να πάψει να σκέφτεται μόνο την καθημερινή επιβίωση και να μπορεί να διαθέσει μέρος του εισοδήματός του για ενημέρωση και γνώση, από την άλλη η διάδοση με κάθε μέσο της ανάγνωσης ως συνήθειας εντελώς απαραίτητης τη σημερινή εποχή. Σε αυτό το πλαίσιο τόσο ο ανεξάρτητος Τύπος όσο και οι εκδοτικοί οίκοι έχουν κοινή αποστολή και είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Η διάσωση και στη συνέχεια η επίμονη καλλιέργεια του ποιοτικού γραπτού λόγου κάθε είδους, είτε με τη μορφή έντυπου βιβλίου, είτε με τη μορφή ποιοτικής ηλεκτρονικής ενημέρωσης, αποτελεί ζήτημα επιβίωσης και πρέπει να γίνει το μεγάλο στοίχημα της εποχής μας και της γενιάς μας.
