Ζωγραφική: Νεκτάριος Αντωνόπουλος

Γιάννης Μπαλαμπανίδης

Μια μικρή σοσιαλιστική ιστορία

Η ιστορία των πολιτικών ιδεών στην Ελλάδα των τελευταίων 50-60 ετών, δηλαδή του δικού μας διανοητικού ορίζοντα, λίγο πριν και κυρίως μετά τη ριζική τομή της Μεταπολίτευσης, δεν έχει γραφτεί ακόμη. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτού εδώ του αφιερώματος, το οποίο οφείλουμε στην ευτυχή έμπνευση που είχε το Φρέαρ, θα επιχειρήσω ένα σύντομο σκίτσο της πρόσφατης διαδρομής στα καθ’ ημάς μιας λέξης που άλλαξε τις τύχες του κόσμου, για το καλό ή για το κακό, αλλά σήμερα έχει περιπέσει εν μέρει σε αχρηστία, αφού πρώτα κακόπαθε από την ιστορία που γράφεται με κεφαλαίο Ι. Η λέξη είναι: σοσιαλισμός.

Στο πλαίσιο αυτής της άσκησης, που παίρνει ως αφετηρία τη δεκαετία του ’60, αν αναζητήσει κανείς την επικαιροποίηση της σοσιαλιστικής ιδέας, σε μια απόσταση πια από την εαμική εποποιία και με εμπεδωμένο το μετεμφυλιακό κράτος των εθνικοφρόνων, θα τη βρει στην ΕΔΑ. Ασφαλώς, η βάση νομιμοποίησης της ΕΔΑ μέσα στην «καχεκτική δημοκρατία» της εποχής παρέμενε η πολύτιμη κληρονομιά του αντιφασιστικού αγώνα της δεκαετίας του ’40· δεν ήταν ένα άδειο κιβώτιο, αλλά η πολύ απτή εμπειρία χιλιάδων ανθρώπων που έκαναν κάποτε μια ηθική-πολιτική επιλογή, για να βρεθούν πολύ γρήγορα στη μεριά των ηττημένων της ιστορίας. Έχει υποστηριχθεί ότι η ΕΔΑ είναι αυτή που εγκαθιδρύει την πολιτική διχοτομία Δεξιά-αντιδεξιά, απέναντι στην κυρίαρχη μετεμφυλιακή διαίρεση εθνικόφρονες και μη. Δεν έδρεψε η ίδια τους καρπούς της διχοτομίας αυτής στη «χαμένη άνοιξη» των μέσων της δεκαετίας του ’60, ωστόσο αυτό το πολιτικό επίτευγμα διάνοιξε τον ορίζοντα που επέτρεψε να μπούμε στη Μεταπολίτευση με μια σαρωτική ορμή των προοδευτικών ιδεών.

Το ΕΔΑικό εγχείρημα είχε τρεις βασικούς πυλώνες.[1] Καταρχάς η οικονομική διάσταση: ανάπτυξη της εγχώριας βαριάς βιομηχανίας, δημόσιες επενδύσεις, παρεμβατισμός – ενάντια στα μονοπώλια και τις οικονομικές ελίτ, στις δυνάμεις της «εξάρτησης» που αποτρέπουν μια αυτοδύναμη ενδογενή ανάπτυξη. Δεύτερον, το πρόταγμα μιας πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας, που σημαίνει και απαγκίστρωση από τις παγκόσμιες σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης, μέσα στο ευρύτερο ρεύμα αντιαποικιακών και εθνικο-ανεξαρτησιακών κινημάτων της εποχής – με την Κύπρο να είναι προνομιακό όχημα της ΕΔΑ. Τρίτο και όχι λιγότερο σημαντικό, η ΕΔΑ ως δύναμη αληθινής δημοκρατίας, με τον πραγματικό «λαό» (των αποκλεισμένων, των υπάγωγων, των μη προνομιούχων) ενάντια στο άσαρκο έθνος των εθνικοφρόνων. Είναι η μήτρα μέσα στην οποία σφυρηλατείται μια νέα αυτοεικόνα του λαού ως φορέα του πραγματικού έθνους και του αυθεντικού αγώνα για ενδογενή εκσυγχρονισμό και πραγματική ανεξαρτησία· μια εκδοχή σοσιαλιστικής ιδέας που εμμέσως πλην σαφώς συνδέεται με τον παγκόσμιο σοσιαλισμό, τουλάχιστον όπως διαμορφώνεται εκείνη την εποχή στο ανατολικό μπλοκ και στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο.

Όλες αυτές οι λέξεις φέρνουν, ίσως, αυτόματα στο νου ένα μεταγενέστερο κόμμα: το ΠΑΣΟΚ της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Δεν ήταν η μόνη εκδοχή της ιδέας του σοσιαλισμού, ήταν όμως αυτή που υπερκάλυψε κάθε άλλη, μετασχηματίζοντας ταυτόχρονα την ίδια την ιδέα όπως αυτή προσαρμόστηκε στην ελληνική εποχή της έκρηξης των προσδοκιών. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν ήταν ελληνική παραδοξότητα, αλλά εντασσόταν σε ένα ευρύτερο ρεύμα που εκδηλώθηκε και στις τρεις χώρες της δημοκρατικής μετάβασης: Ελλάδα, αλλά και Ισπανία, αλλά και Πορτογαλία. Ήταν αυτό που ονομάστηκε «μεσογειακός σοσιαλισμός». Μια σοσιαλιστική ποικιλία πιο αριστερόστροφη από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, προσαρμοσμένη σε κοινωνίες που ζούσαν τη δημοκρατική στιγμή τους λίγα χρόνια μετά το 1968 και με τα κύματα του κοινωνικού ριζοσπαστισμού να τις παρασέρνουν.

Τι είδους ιδέα του σοσιαλισμού παρήγαγε αυτή η συνθήκη; Έναν σοσιαλισμό που οργάνωσε τον κοινωνικά πολυσυλλεκτικό του χαρακτήρα απαλείφοντας ταξικές αναφορές και διαμορφώνοντας μια τυπικά λαϊκιστική αλλά λειτουργική πολιτική επινόηση: το ευρύ κοινωνικό υποκείμενο των «μη προνομιούχων». Ταυτόχρονα, ενσωμάτωσε και αναπαρήγαγε διακηρυκτικά μια ελληνική παραλλαγή των επεξεργασιών του «νεομαρξισμού» εκείνου που τότε αποτελούσε θεωρητική μόδα με βασικούς εμψυχωτές διανοητές όπως οι Σαμίρ Αμίν, Πολ Σουίζι, Πολ Μπάραν, Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, Ραλφ Μίλιμπαντ κ.λπ. Ενέταξε την Ελλάδα στο σχήμα μητρόπολη/περιφέρεια, σύμφωνα με το οποίο η ιστορική εξέλιξη των χωρών της καπιταλιστικής περιφέρειας (όπως η δική μας) είναι συνάρτηση της εξάρτησής τους από το μητροπολιτικό-ιμπεριαλιστικό κέντρο. Κατάφερε έτσι να ενσωματώσει ιδεολογικές αιχμές της πιο παραδοσιακής Αριστεράς και του δικού της σοσιαλισμού (λ.χ. την αντιιμπεριαλιστική ρητορική) και να προωθήσει ένα πρόταγμα «εθνικής αυτόνομης ανάπτυξης», επενδυμένο με μια ελληνοκεντρική ρητορική («ελληνοποίηση του κράτους», ο «ελληνικός δρόμος για τον σοσιαλισμό» κ.ο.κ.) που είχε στο επίκεντρό της τον «λαό». Το ιδεολογικό εγχείρημα της ΕΔΑ, μετασχηματισμένο, βρέθηκε στην εξουσία πατώντας πάνω και στην εμπεδωμένη πια διχοτομία Δεξιά-αντιδεξιά. Και εν πολλοίς, εξέφρασε μια ιστορική κοινωνική δυναμική, πέρασε σημαντικές μεταρρυθμίσεις που αντανακλούσαν αξιακούς μετασχηματισμούς στην ελληνική κοινωνία, μετέφρασε αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων σε θεσμούς και πολιτικές (ισότητα, οικογενειακό δίκαιο, κράτος πρόνοιας), για να φτάσει όμως και στην παραφθορά του αυριανισμού και στην κρίση του 1989. Όλα πατρίδα μας, κι αυτά, κι εκείνα.[2]

Στην «άλλη» Αριστερά, πέρα από τη φιλοσοβιετική ορθοδοξία του ΚΚΕ, υπήρξε και η μειοψηφική αλλά ιδεολογικά ακτινοβόλα εκδοχή ενός παράδοξου σοσιαλισμού – με δημοκρατία και ελευθερία. Πρόκειται βέβαια για το ΚΚΕ εσωτερικού, παιδί της μήτρας του 1968 και ελληνικό ξαδελφάκι του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, το οποίο, με πρωτοπόρο το ιταλικό Partito Communista Italiano (PCI) του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, επιχειρούσε να μεταφράσει τις κομμουνιστικές-σοσιαλιστικές ιδέες στη δυτικοευρωπαϊκή πραγματικότητα. Αυτή η ιδιαίτερη σοσιαλιστική μελωδία παιζόταν στην τονικότητα της δημοκρατίας. Εξού και για το ΚΚΕ εσωτερικού, προϋπόθεση κάθε σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην Ελλάδα ήταν η εμπέδωση της δημοκρατίας, μέσα από τη συνεργασία της πλειονότητας των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.

Το ΚΚΕ εσωτερικού διέγραψε παρόμοια πορεία με τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα της Ιταλίας και της Ισπανίας, αν και σε πολύ μικρότερα μεγέθη. Απέκτησε ιδεολογική εμβέλεια ασύμμετρα μεγαλύτερη από τα εκλογικά του ποσοστά. Στέγασε μια ανήσυχη νεολαία με προωθημένες αξιακές επιλογές και διεκδικήσεις – όλα τα ρεπερτόρια που εκφράζονταν στα «νέα κοινωνικά κινήματα» και στη Νέα Αριστερά της εποχής: οικολογία, δικαιώματα, φεμινισμός, κίνημα ειρήνης, σεξουαλική απελευθέρωση, ποιότητα ζωής στις πόλεις. Αποκομμουνιστικοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, απάλειψε το σφυροδρέπανο από τη σημαία του, μετονομάστηκε σε ΕΑΡ υιοθετώντας ως πρόταγμα έναν «πλουραλιστικό πολυκομματικό σοσιαλισμό με ελευθερία και αυτοδιαχείριση» και ανιχνεύοντας έναν δρόμο πέραν του «κεφαλαίου» αλλά και του «κρατισμού». Και λάνσαρε στην ελληνική μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή έναν όρο που τα επόμενα χρόνια θα αναδεικνυόταν ηγεμονικός: ο «αριστερός, δημοκρατικός εκσυγχρονισμός».[3]

Ήδη μέσα σε αυτή τη μήτρα κυοφορούνται μελλοντικές εκδοχές της καθ’ ημάς σοσιαλιστικής ιδέας, που θα εκδηλωθούν πλήρως μετά το 1989 και το πέρασμα του κόσμου σε μια καινούργια κατάσταση πραγμάτων. Πρόκειται για την εσωκομματικά διακριτή φιλοευρωπαϊκή-εκσυγχρονιστική συνιστώσα του ΠΑΣΟΚ. Είναι ενδιαφέρον ότι το βιβλίο ενός κεντρικού προσώπου, του μετέπειτα πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, με τίτλο Η δομική αντιπολίτευση (1979), είναι διαποτισμένο από παρεμφερή θέματα της θεωρίας εξάρτησης αλλά σε μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή. Η Ελλάδα εμφανίζεται ως τυπική περίπτωση περιφερειακής χώρας, που τελεί σε καθεστώς «εξάρτησης από τα μητροπολιτικά κέντρα» και αδυνατεί να ενταχθεί «στο οικονομικοπολιτικό σύστημα των ανεπτυγμένων βιομηχανικών καπιταλιστικών κρατών»· η οικονομία «παραμένει κάτω από τον έλεγχο των μητροπολιτικών κέντρων» και οι μεγάλες επενδύσεις γίνονται πάντα «κάτω από την κατεύθυνση ξένων επενδυτών».[4] Ήδη σε μια λογική πιο κοντά στη δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που είχε συνάψει προ πολλού την ανακωχή της με τον καπιταλισμό, το εκσυγχρονιστικό ρεύμα διαβάζει τον ελληνικό καπιταλισμό ως ανολοκλήρωτο, μη κανονικό, με ισχυρούς προκαπιταλιστικούς θύλακες. Προϋπόθεση λοιπόν μιας σοσιαλιστικής ή σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής είναι ένας «κανονικός», ρυθμισμένος και εκσυγχρονισμένος καπιταλισμός. Εν τω μεταξύ, το ΠΑΣΟΚ, κινούμενο πια με σχετική σταθερότητα «εντός πλαισίου», αναπροσαρμόζει τις ιδεολογικές-προγραμματικές του ορίζουσες. Μια από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές της διαδικασίας αυτής είναι η 22η Σύνοδος της Κεντρικής Επιτροπής (29-30 Μαΐου 1987), που διακηρύσσει ότι υιοθετεί την ευρωπαϊκή προοπτική και την ΕΟΚ ως πλαίσιο εθνικής στρατηγικής, ότι αποδέχεται τον ιστορικό ρόλο να οδηγήσει τη χώρα στον στόχο του 1992, ότι θέτει στο επίκεντρο «το αίτημα του εκσυγχρονισμού της χώρας και του παραγωγικού δυναμικού […] την αναγκαιότητα και χρησιμότητα της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας στο πλαίσιο μιας μεικτής οικονομίας».

Στο εξής, όλο και περισσότερο, με το παλιό λεξιλόγιο θα εκφράζονταν νέες ιδέες. Ο πάλαι ποτέ σοσιαλιστικός μετασχηματισμός έδινε τη θέση του στον «σοσιαλιστικό εκσυγχρονισμό», στη «συνεχή μεταρρύθμιση» με ορίζοντα μια ανταγωνιστική Ελλάδα του 2000 εντός του φυσικού χώρου οικονομικής και πολιτισμικής ολοκλήρωσης της χώρας, που δεν είναι άλλος από την Ευρώπη. Ήδη βέβαια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το ΠΑΣΟΚ είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του ανήκειν στην Ευρώπη, στην οποία ασκούσε οξεία κριτική στα χρόνια της ανόδου στην εξουσία, ταυτόχρονα όμως διαπαιδαγωγώντας ένα ευρύ κοινωνικό ακροατήριο στο πέρασμα από τον ευρωσκεπτικισμό και την καχυποψία προς τη «Δύση» στην ευρωφιλία. Στο μεταξύ, είχε μεσολαβήσει και το annus mirabilis (ή horibilis) 1989, η χρονιά που σήμανε την κατάρρευση του σοσιαλισμού όπως είχε οικοδομηθεί στις μίζερες και ανελεύθερες σοβιετικές λαϊκές δημοκρατίες, ένας πραγματωμένος σοσιαλισμός που όμως δεν ήταν ελκυστικός για κανέναν από αυτούς που θεωρητικά αφορούσε. Και η χρονιά που, όπως είχε πει ο Έρικ Χόμπσμπομ, οι πλούσιοι έπαψαν να φοβούνται.

Αυτή τη φορά, ο καθ’ ημάς σοσιαλισμός συνέκλινε με τον «κανόνα» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Και ο κανόνας αυτός, στην τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, ήταν ένας νέος μεγάλος μετασχηματισμός της σοσιαλιστικής πολιτικής, ένα εγχείρημα που ταυτόχρονα ανανέωσε, πολιτικά και κοινωνικά, αλλά και υπονόμευσε μακροπρόθεσμα τη μεγάλη πολιτική οικογένεια της προόδου στην ήπειρό μας.

Ο Τρίτος Δρόμος, στη βρετανική εκδοχή των Νέων Εργατικών του Τόνι Μπλαιρ, ή το γερμανικό «Νέο Κέντρο» του SPD και του Γκέρχαρντ Σρέντερ, έφερνε τον σοσιαλισμό στον 21ο αιώνα. Επικαιροποιούσε τη βασική ιδέα της σοσιαλδημοκρατίας, τον ρυθμισμένο συμβιβασμό ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία υπέρ της δεύτερης, αλλά σε ένα περιβάλλον όπου η «οικονομία της γνώσης» και της ευελιξίας έπαιρνε οριστικά τη θέση της φορντικής παραγωγής και του παλιού προλεταριάτου. Η προσαρμογή ήταν πολιτικά πετυχημένη, εγκαινιάζοντας την τελευταία ίσως περίοδο ηγεμονίας των προοδευτικών ιδεών στην Ευρώπη. Στον πυρήνα της όμως βρισκόταν η υποβάθμιση της ιδεολογίας σε όφελος του πολιτικού πραγματισμού. Ή αλλιώς, το σύνθημα «What matters is what works». Αυτός ο πυρήνας, αρκετά χρόνια αργότερα, το 2009, ήταν ένα από τα καθοριστικά στοιχεία που δεν επέτρεψαν στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να αντιτάξει μια προοδευτική απάντηση στο χρυσό κλουβί της λιτότητας που επέβαλε μυωπικά σε ολόκληρη την ΕΕ η χριστιανοδημοκρατία.

Για την Ελλάδα των 90s, πάντως, αυτό συνοψιζόταν στο τρίπτυχο «παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη» με στόχο το catch-up της Δύσης, δηλαδή την κάλυψη της απόστασης που χώριζε τη μικρή μας χώρα από τον πυρήνα της ανεπτυγμένης Ευρώπης, με όρους υποδομών και ευημερίας, που θα έφερναν και όλα τα άλλα. Κεντρική θέση εδώ είχε η ιδέα του «πολιτισμικού δυισμού» (που οφείλουμε στον Ν. Διαμαντούρο): μια «παρωχημένη», «αμυντική» και εν πολλοίς «παραδοσιακή» κουλτούρα που άνθησε ιστορικά στην Ελλάδα και ανθίσταται στην εκσυγχρονιστική-μεταρρυθμιστική προοπτική. Στο εξής, επίσης, η συζήτηση για το κράτος και τις πολιτικές θα πρέπει να αποφορτιστεί ιδεολογικά και να γίνει περισσότερο πρακτική. Το δίλημμα εκσυγχρονισμός vs παράδοση τέθηκε έτσι εκτός «ιδεολογικού» πεδίου –δηλαδή εκτός πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης– σε ένα επίπεδο τεχνικό παρά πολιτικό. Δύναμη και μαζί αδυναμία αυτής της ηγεμονικής εκσυγχρονιστικής «στιγμής» στην ιστορία των καθ’ ημάς εκδοχών του σοσιαλισμού.

Και η «άλλη» Αριστερά; Αυτή πέρασε μέσα από την έρημο του πραγματικού μετά την κατάρρευση του 1989. Διεργασία αναγκαία, ενδεχομένως, για τη δική της ανανέωση. Ωστόσο, η ίδια η λέξη σοσιαλισμός είχε, τουλάχιστον για το τότε προβλεπτό μέλλον, εξοβελιστεί από το συλλογικό πολιτικό μας λεξιλόγιο ως κενό σημαίνον που μπορεί να γεμίζει με διαφορετικά περιεχόμενα. Χρειαζόταν, λοιπόν, να αναζητηθούν νέοι ορίζοντες και νέες λέξεις.

Η λεγόμενη ριζοσπαστική ή μετα-κομμουνιστική Αριστερά είχε πολλές εκδοχές. Στην Ελλάδα ο βασικός εκφραστής της ήταν ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, μετέπειτα Συνασπισμός της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας, και στην ανατολή της νέας χιλιετίας Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Με την εκ των υστέρων γνώση, μπορούμε σήμερα να πούμε ότι αυτός ο πολιτικός χώρος υπήρξε μια συναρπαστική περίπτωση, με την έννοια ότι για τις επόμενες τρεις δεκαετίες θα αντανακλούσε όλους τους μετασχηματισμούς της μετα-κομμουνιστικής ριζοσπαστικής Αριστεράς – εάν δεν πρωταγωνιστούσε κιόλας σε αυτούς. Για να περιοριστούμε όμως στην τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, ο τότε Συνασπισμός συμμεριζόταν την ίδια ιστορική αμηχανία αλλά και τις ίδιες, συχνά σπασμωδικές, προσπάθειες ανανέωσης.

Συστατικά στοιχεία αυτής της μετα-σοσιαλιστικής βαριάντας ήταν η μάλλον ασαφής απόρριψη του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού της κατανάλωσης και της παγκοσμιοποίησης –σε πιο παραγωγικές εκδοχές: μιας εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης / alter-modialisation– επικαιροποιώντας παλαιότερα μοτίβα πολιτικής, όπως η δημόσια δράση με στόχο την πλήρη απασχόληση, την προστασία της εργασίας, την αναδιανομή. Ένας χαλαρός αστερισμός κομμάτων, που σπανίως διατήρησαν στοιχεία της παλιάς κομμουνιστικής αναφοράς και συχνά υιοθέτησαν κοκκινο-πράσινο προφίλ, με μια έντονη πτυχή κινηματική κουλτούρας και ενσωμάτωσης των ριζοσπαστικών αριστερόστροφων subcultures (περιβαλλοντισμός κ.λπ.) σε βάρος ενός κλασικά οργανωμένου μαζικού κόμματος.

Και εάν στη δεκαετία του 1990 και στην εποχή των πρώτων μεγάλων συγκεντρώσεων του κινήματος της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης (Πόρτο Αλέγκρε, Γένοβα κ.λπ), κυριαρχούσε το πνεύμα που αντικατόπτριζε ο τίτλος ενός βιβλίου της διανοητικής μόδας –Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να κατακτήσουμε την εξουσία, του John Holloway– πολύ σύντομα, η ιστορία με κεφαλαίο Ι, στις αρχές του 21ου αιώνα και κυρίως στη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 2008, θα άλλαζε άρδην την κατάσταση των πραγμάτων. Και πολλά από αυτά τα κόμματα, μεταξύ αυτών ασφαλώς και ο ΣΥΡΙΖΑ, από παρίες θα γίνονταν κρίσιμοι πολιτικοί παίκτες.[5] Αλλά ας κρατήσουμε για μια επόμενη περίσταση αυτή την ιστορία. Και ας σημειώσουμε προκαταβολικά ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να αποδειχθεί για άλλη μια φορά τι δύναμη μπορεί να διαθέτει μια ιδέα ή μια λέξη, που δεν έχει ξεχαστεί εντελώς.


[1] Αναλυτικά, βλ. Κατερίνα Λαμπρινού, ΕΔΑ, 1956-1967. Πολιτική και ιδεολογία, Πόλις, Αθήνα 2017.

[2] Για μια ευρύτερη ματιά, βλ. Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης 1974-1990, Θεμέλιο, Αθήνα, 2001· και για μια μελέτη με πλούσιο πρωτογενές υλικό από τη σκοπιά της πολιτικής ρητορικής, βλ. Α. Πανταζόπουλος, Για το λαό και το έθνος: η στιγμή Ανδρέας Παπανδρέου, 1965-1989, Πόλις, Αθήνα 2001.

[3] Ας επιτραπεί η παραπομπή σε Γ. Μπαλαμπανίδης, Ευρωκομμουνισμός. Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, Πόλις, Αθήνα 2015.

[4] Κ. Σημίτης, Η δομική αντιπολίτευση, Καστανιώτης, Αθήνα 1979.

[5] Tim Bale, Richard Dunphy, «De parias à participants», στο Jean-Michel De Waele, Daniel-Louis Seiler (επιμ.), Les partis de la gauche anticapitaliste en Europe, Economica, 2012.

Κύλιση στην κορυφή