π. Βασίλειος Θερμός

Ελευθερία της τέχνης και πολιτισμική κριτική

Χαίρετε! Θέλω να ευχαριστήσω για την τιμή να είμαι σήμερα εδώ την κ. Μετζαφού και την κ. Τσιάρα. Πιθανόν αιτία αυτής της πρόσκλησης να είναι δύο κείμενά μου που είχαν δει το φως μετά την επίθεση κατά των επίμαχων έργων (αμφότερα μού ζητήθηκαν, δεν ήταν αυτόβουλα κείμενα), ένα από την Καθημερινή κι ένα άλλο από το blog Πολυμερώς της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών του Βόλου. Δεν έχω κάποια εξειδίκευση αλλά θα προσπαθήσω – με αφορμή το γεγονός, δεν θα μείνω σε αυτό – να επεκταθώ στον ρόλο της τέχνης στη σύγχρονη κοινωνία, με καμβά την ομοφωνία όλων για την ελευθερία της τέχνης. Εκεί θα ήθελα να εισαγάγω τον παράγοντα πολιτισμός και κουλτούρα.

Όπως ελέχθη και από προηγούμενους ομιλητές, σήμερα η ελευθερία της τέχνης είναι ενταγμένη στο γενικότερο πλέγμα ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία προστατεύονται από τα Συντάγματα και τους νόμους, όλα προϊόντα της νεωτερικής κουλτούρας τού πώς αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία και το άτομο. Μάλιστα, είμαστε σε θέση να πούμε σήμερα ότι, από πλευράς καλλιτεχνικής και μόνο, η ελευθερία της τέχνης αποτελεί και συνθήκη ποιότητας, έχοντας ήδη το ιστορικό προηγούμενο της στρατευμένης τέχνης του Ναζισμού και του Σοβιετικού καθεστώτος, όπως και ποιημάτων αντίστοιχα και λογοτεχνημάτων, τα οποία υστερούσαν σε ποιότητα ακριβώς επειδή ήταν στρατευμένα. Ακόμη και όταν δεν υπήρχε συνθήκη εξωτερικού περιορισμού της ελευθερίας, υπήρχε εσωτερικός (συχνά ασυνείδητος) περιορισμός της ελευθερίας – γνωρίζουμε ότι γράφτηκαν ποιήματα κολακείας και από Έλληνες ποιητές, οι οποίοι δεν υποχρεώθηκαν από κάποιον.

Το ζήτημα γύρω από την ελευθερία της τέχνης προφανώς δεν είχε νόημα σε μια προνεωτερική κοινωνία, με την έννοια του δικαιώματος. Οι προνεωτερικές κοινωνίες όλες είχαν ένα κέντρο γύρω από το οποίο συσπειρώνονταν και σχηματίζονταν, ένα κέντρο βαρύτητας το οποίο ήταν μεταφυσικό, ανάλογα με την κοινωνία. Επομένως δεν ήταν ανεκτή μια παρέκκλιση από το κέντρο αυτό, συνεπώς δεν ετίθετο θέμα ελευθερίας της τέχνης, ήταν πολύ περιορισμένα τα όρια μέσα στα οποία μπορούσε ο καλλιτέχνης να κινηθεί. Αν απέκλιναν κάποιοι, αυτοί στιγματίζονταν.

Η ελευθερία κάποιος να διαδίδει τους στοχασμούς του, όπως λέει το Σύνταγμα, και να εκφράζεται καλλιτεχνικά, είναι αποτέλεσμα της νεωτερικότητας. Τι έκανε η νεωτερικότητα από τον Διαφωτισμό και μετά – σε όποια μέρη σταδιακά διαμορφώθηκε σε έννομη τάξη αλλά και σε κουλτούρα, κυρίως; Η νεωτερικότητα έσβησε το μεταφυσικό κέντρο. Και, παρ’ όλο που υπάρχουν πολλών ειδών νεωτερικότητες, οι εφαρμογές δηλαδή της νεωτερικότητας έχουν μια ποικιλομορφία, μπορούμε να διακρίνουμε δύο εξελίξεις αυτής της έκλειψης του μεταφυσικού κέντρου.

Η μία βρίσκεται στους δύο ολοκληρωτισμούς του 20ούαιώνα, όπου το ιερό, το οποίο εξαλείφθηκε, μεταλλάχθηκε προς τη μορφή «ιερών» κειμένων και «ιερατείων» που δεν έπρεπε να προσβάλλονται, να αμφισβητούνται κ.τ.λ. Εκκοσμικευμένη κατ’ όνομα η τότε κουλτούρα στους δύο ολοκληρωτισμούς, στην πραγματικότητα διατηρούσε το ιερό μέσα από αυτή τη μετάλλαξη.

Έξω απ’ αυτούς, η άλλη νεωτερικότητα που η Δύση γνώρισε ευρύτερα, ήταν ότι διατηρήθηκαν μεν ορισμένα λεκτικά υπολείμματα της έννοιας του ιερού – δηλαδή εδώ κι εκεί ακούγονται φράσεις όπως «ναοί της τέχνης», «τα malls είναι οι νέοι καθεδρικοί του σήμερα», ενώ ακόμη και σε τίτλους εφημερίδων χρησιμοποιούνται πολλές φορές εκκλησιαστικές εκφράσεις, ακόμα και από πολιτικούς που έχουν δηλώσει άθεοι, ως σχήματα λόγου. Αλλά πέρα απ’ αυτά, πέρα απ’ αυτές τις λεπτομέρειες, έχω την αίσθηση ότι το ιερό συμπυκνώθηκε στην έννοια του νόμου.

Ο νόμος, στο σύγχρονο κράτος, απέκτησε – όχι έκδηλα ιερό χαρακτήρα, προφανώς είναι εκκοσμικευμένο κράτος – την απολυτότητα εκείνη την οποία διατηρούσε το ιερό και κατάλοιπα της οποίας διασώζονται και σήμερα. Με έχει εντυπωσιάσει ότι στα Συντάγματα, ας πάρουμε το δικό μας – δεν ξέρω σε πόσα άλλα Συντάγματα συμβαίνει –υπάρχουν διατάξεις μη αναθεωρητέες. Αυτό είναι κατάλοιπο ιερότητας. Ο νομοθέτης λέει: «Δεν με ενδιαφέρει αν κάποτε το 70 ή το 80% του λαού, όπως εκφράζεται από τους εκπροσώπους του στη Βουλή, αποφασίσει να αναθεωρήσει αυτές τις διατάξεις. Απαγορεύεται να τις αναθεωρήσει»! Δηλαδή, ο νομοθέτης έρχεται να ασκήσει έναν παιδαγωγικό χαρακτήρα. Δεν μπορείς ν’ απλώσεις χέρι σε αυτές τις διατάξεις! Μα γιατί; Διότι ο νόμος παιδαγωγεί (για να αποφύγω να πω ότι ηθικολογεί).

Όταν διδάσκονται οι μαθητές και οι φοιτητές Δίκαιο, μαθαίνουν ότι ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος δεν αναθεωρούνται. Δεν υπάρχει περίπτωση, με άλλα λόγια, ο λαός, ακόμη κι αν ομοφωνούσε, να εισαγάγει φυλετικές διακρίσεις, ας πούμε. Περιλαμβάνεται στις μη αναθεωρητέες διατάξεις. Πρόκειται για παιδαγωγική λειτουργία του νόμου, την οποία βέβαια σε άλλα στοιχεία την αρνείται ο νόμος, είναι μια αντίφαση αυτή που αξίζει να δούμε. Υπάρχουν πολλοί επιμέρους νόμοι όπου θα μπορούσαν να έχουν παιδαγωγική λειτουργία και την αρνούνται δυστυχώς.

Αυτό που παρατήρησα, κατά τη δική μου ερμηνεία και αξιολόγηση, είναι ότι με άλλοθι αυτή την κεντρική και σχεδόν ιεροποιημένη λειτουργία του νόμου, σταδιακά εξισώνονται διάφορα σύμβολα, μεταξύ των οποίων είναι και των θρησκειών, με αποτέλεσμα να φτάσουμε σε σημείο (ακούσαμε και τη νομολογία από άλλους ομιλητές) ότι δεν προστατεύεται πια κανένα σύμβολο θρησκείας. Μού έχει κάνει εντύπωση στο βιβλίο του μακαρίτη του Σταύρου Τσακυράκη Θρησκεία κατά Τέχνης το παράδειγμα που έφερε, όταν λεχθεί κάτι ή προβληθεί κάτι προσβλητικό για κάποιο ηθοποιό, αν ένας είναι «φαν» του ηθοποιού αυτού, αν νομιμοποιείται να ασκήσει μήνυση ότι προσεβλήθη η προσωπικότητά του ή υπέστη ψυχική οδύνη. Και παραθέτει ένα σκεπτικό εκεί που εξηγεί για ποιο λόγο δεν θα μπορούσε και δεν θα έπρεπε να δικαιωθεί στα δικαστήρια, και μάλλον έχει δίκιο. Το ίδιο όμως σκεπτικό εφαρμόζει και στο θέμα των θρησκευτικών συμβόλων.

Θέλω να πω ότι έχουμε πλέον μια διολίσθηση κατά την οποία εξισώνονται οποιαδήποτε σύμβολα ή πρόσωπα της δημόσιας σφαίρας με τα θρησκευτικά σύμβολα, τα οποία διαθέτουν πολύ μακρά ιστορία και διαμόρφωσαν πολιτισμούς, και έχουν ένα στοιχείο ιερότητας για τους πιστούς, ενώ ένας ηθοποιός π.χ. εκφράζει μόνο μια προτίμηση συναισθηματική, δεν διαθέτει το στοιχείο της ιερότητας. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να προστατεύονται τα ιερά σύμβολα με τρόπο διαφορετικό. Περιγράφω εδώ την πορεία του σκεπτικού του νόμου, ουσιαστικά δηλαδή την πορεία των νοοτροπιών.

Παρουσιάζω αυτές τις σκέψεις, όχι επειδή έχω άλλη αντίληψη – έχω καταλήξει, και το είχα γράψει στα κείμενά μου αυτά, ότι τελικά είναι αδύνατος ένας διοικητικός ή νομικός περιορισμός της ελευθερίας της τέχνης. Αυτό το δέχομαι. Αλλά πολιτισμική κριτική κάνουμε, δηλαδή, προσπαθούμε να σχολιάσουμε το πώς σκέφτεται μια κοινωνία και τα όργανά της τα οποία έχουν μια ιδιαίτερη θέση σε όλη αυτή τη διαδικασία – όπως είναι οι νομοθέτες, οι δημοσιολογούντες, οι φιλόσοφοι, ο δημόσιος λόγος γενικότερα – αυτό προσπαθούμε να κρίνουμε.

Και επίσης μια άλλη παρατήρηση είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα είδαμε μια εξέλιξη: ενώ αρχικά ήταν αυτεπάγγελτη η δράση του κράτους που εκφραζόταν με την ανεξάρτητη λειτουργία της Δικαιοσύνης, κατόπιν περάσαμε στο «κατόπιν εγκλήσεως», και τώρα πια δεν προστατεύεται ούτε η έγκληση, δηλαδή δεν υπάρχει κανείς που να έχει έννομο συμφέρον. Αυτή είναι μια εξέλιξη της οποίας πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντικρύσουμε και να αξιολογήσουμε την ενδοχώρα ως προς τα κίνητρά της. Αλλά επίσης να αξιολογήσουμε και τις συνέπειές της. Γιατί μιλώ για συνέπειες; Διότι τις τελευταίες τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, όπως όλοι γνωρίζουμε, έχουμε διολισθήσει προς τη μετανεωτερικότητα. Ζούμε ένα υβρίδιο τώρα νεωτερικότητας και μετανεωτερικότητας. Και έχει αρχίσει να επηρεάζει το δημόσιο σκεπτικό η μεταμοντέρνα νοοτροπία. Τι ζούμε λοιπόν με αυτή τη μετάθεση, με αυτή την αλλαγή;

Σχολιάζουμε την όποια τέχνη, την υπομνηματίζουμε αλλά αποποιούμαστε οποιαδήποτε αξιολόγηση, όχι απλώς ηθική, ούτε καν αισθητική. Έχει τεράστια σημασία για εμένα το ζήτημα της καταστροφής του νοήματος. Για να το καταλάβετε, αν ακόμα έχετε μια δυσπιστία να δεχτείτε τον όρο, θα σας καλούσα να φύγετε από τα εικαστικά και να περάσετε στις performances. Οι performances κατεξοχήν χαρακτηρίζονται από αυθαίρετη λογοθετική (discursive) λειτουργία –δηλαδή ονομάζω αυτό καλλιτεχνικό γεγονός, το οποίο ενδέχεται να εμπεριέχει από κάτι το ασήμαντο και ευτελές που δεν είναι καν δημιούργημά μου (απλώς μια καρέκλα π.χ.), μέχρι ακραίες καταστάσεις, έχουμε performance με σωματικό αυτοβασανισμό όπως ξέρουμε, έχουμε performance με ακραίες εκδηλώσεις (ούρηση επί σκηνής σε θεατρικά δρώμενα). Όλα αυτά εντάσσονται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της Τέχνης και αξιολογούνται ως τέτοια. Οι performances για μένα είναι η κατεξοχήν μεταμοντέρνα έκφραση τέχνης. Βρισκόμαστε ακριβώς στον χώρο της καταστροφής του νοήματος.

Μέχρις εδώ προσπαθώ να σχολιάσω την εξέλιξη προς έναν μετανεωτερικό μηδενισμό μέσα στον οποίο η σημερινή τέχνη παίρνει τη θέση της, για να υποστηρίξω ότι αξίζουν κάποιοι προβληματισμοί σε αυτό. Θα κλείσω αυτό το πρώτο μέρος με μια παρατήρηση, ότι και ο χώρος ο νεωτερικός, ο οποίος υπερθεματίζει για την ελευθερία της τέχνης, δεν είναι συνεπής. Και θα σάς φέρω κάποια παραδείγματα. Το κίνημα ΛΟΑΤΚΙ είχε διαμαρτυρηθεί εντόνως για θεατρικό έργο του Σεφερλή, το οποίο σατίριζε άτομα ΛΟΑΤΚΙ. Θα συμφωνήσω απολύτως μαζί σας, και με εκείνους, ότι πρόκειται για κακό γούστο. Αλλά το θέατρο είναι μορφή τέχνης! Σε μια αντίστοιχη περίπτωση που θα ερχόταν η συντηρητική πλευρά να ελέγξει ή να ζητήσει την απαγόρευση για ένα δρώμενο το οποίο θα προωθούσε θέσεις των ΛΟΑΤΚΙ, φυσικά και θα διαμαρτύρονταν οι άνθρωποι εκείνοι και θα είχαν πολύ δίκιο.

Άλλο παράδειγμα είναι δρώμενα τα οποία περιελάμβαναν αλλοίωση της σημαίας. Γίνεται ένα δρώμενο ή μια εγκατάσταση, όπου βλέπουμε αλλοιωμένη, ή βρώμικη, ή «βεβηλωμένη», μια ελληνική σημαία. Αυτό περνάει απαρατήρητο από την πλευρά που υπεραμύνεται της ελευθερίας της τέχνης. Μπορείτε να φανταστείτε το ίδιο ακριβώς δρώμενο εάν η σημαία ήταν παλαιστινιακή; Ή, παλαιότερα, αν ήταν ισραηλινή; Αντισημιτισμός κ.τ.λ. Η πλευρά δηλαδή, με λίγα λόγια, που υπεραμύνεται της ελευθερίας της τέχνης στο όνομα των συγχρόνων ιδεωδών, δεν είναι συνεπής. Αυτό είναι απολύτως ξεκάθαρο και θα πρέπει, όταν ζητάς κάτι, να είσαι έτοιμος να το προσφέρεις κι εσύ ο ίδιος. Αυτό συμβαίνει ίσως γιατί κάποια από τα κινήματα αυτά έχουν στοιχεία ολοκληρωτισμού. Και θυμίζουν παρεμβάσεις κνίτικες που γίνονταν σε γεγονότα – προβολές, παρουσιάσεις βιβλίων – όταν διαφωνούσαν με την επίσημη γραμμή του ΚΚΕ.

Κλείνω το πρώτο μέρος και περνάω στο δεύτερο, για την άλλη πλευρά. Ξέρουμε ότι σημαντική μερίδα της κοινωνίας ουδέποτε αποδέχθηκε την πολιτισμική νεωτερικότητα. Επικαλείται τους θεσμούς της αλλά όχι την κουλτούρα της. Είναι η παραδοσιακή πλευρά η οποία κάνει μηνύσεις, δηλαδή χρησιμοποιεί τους θεσμούς του νεωτερικού κράτους, αλλά δεν αποδέχεται την κουλτούρα του νεωτερικού κράτους.

Η πλευρά αυτή, από τη δική μου παρατήρηση, έχει δύο υποπληθυσμούς, δύο ομάδες. Η μία είναι οι θρησκεύοντες,  κάποιοι –όχι όλοι βέβαια – που εκφράζουν τη δυσφορία τους και εκφράζουν επιθυμία απαγόρευσης της τέχνης στο όνομα της πίστης και της ευλάβειας, η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει και τον δημόσιο χώρο, όχι μόνο αυτούς, όπως λένε. Η άλλη ομάδα δεν είναι τόσο πιστοί, είναι αδιάφοροι, χαλαρά συνδεδεμένοι με την Εκκλησία, αλλά συνήθως είναι ακροδεξιοί αντισυστημικοί, οπαδοί του προστατευτισμού και της πολιτισμικής μόνωσης, αυτό το οποίο ο Διαμαντούρος ονόμασε «πολιτισμικό δυισμό». Πρόκειται για την πλευρά εκείνη που δεν αισθάνεται επαρκώς εξοπλισμένη για τον σύγχρονο κόσμο και νιώθει ότι χρειάζεται προστατευτικούς νόμους για να μην πραγματοποιηθεί η συνάντηση με το διαφορετικό. Αυτοί λοιπόν είναι η μια πλευρά αυτού του πολιτισμικού δυισμού, είτε πιστοί θρησκειών, είτε αδιάφοροι ως προς την πίστη αλλά συντηρητικοί άνθρωποι εθνικιστικού τύπου. Και βέβαια γίνεται καπηλεία της πίστης από αυτούς οι οποίοι σπεύδουν για τις ψήφους – δεν μιλάω για τον βουλευτή, τον δράστη, αυτός είναι ειλικρινά πιστός – αναφέρομαι σε άλλους οι οποίοι σπεύδουν να παρουσιάσουν τη δράση τους κατά των βλάσφημων έργων για να κερδίσουν ψήφους πιστών.

Πίσω από τη λογική αυτών των αντιδράσεων, λοιπόν, της άλλης πλευράς που αντιμάχεται την ελευθερία της τέχνης, υπάρχει μια λογική ταυτότητας και ισχύος. Για την ταυτότητα γίνεται η μάχη, αλλά η ταυτότητα βιώνεται ως πολύ εύθραυστη. Γι’ αυτό και αντιδρά κανείς με σκληρότητα. Δηλαδή ο πολίτης αυτός έχει ανάγκη την εξωτερική ενίσχυση από τον νόμο και τη δημόσια κουλτούρα της ταυτότητάς του, επειδή μέσα του τη νιώθει εύθραυστη. Επίσης, ανταγωνισμού και ισχύος: ποιος έχει το πάνω χέρι στη σημερινή κοινωνία με αυτές τις εξελίξεις.

Αυτή η πλευρά, όπως έχετε διαπιστώσει, παραδόξως διογκώνεται εδώ και χρόνια σε διάφορες χώρες και λαμβάνει πολιτική έκφραση μέσω εκλογών, σε σημείο που να εκφράζονται πολλές φωνές ανησυχίας για το μέλλον της Δημοκρατίας. Πολλές φορές το επιχείρημά τους είναι «αυτό δεν είναι τέχνη» ή «είναι απαράδεκτο και βλάσφημο». Υπάρχει κλιμάκωση των αντιδράσεών τους: παλιά ήταν «δεν πρέπει να δημιουργούνται καν τέτοια έργα», αργότερα υπό την πίεση κοινωνικών αλλαγών εξελίχθηκε στο «δεν πρέπει να εκτίθενται τέτοια έργα». Τώρα εκφράστηκε ως «μπορούν να εκτίθενται σε ιδιωτικούς φορείς, όχι στην Εθνική Πινακοθήκη».

Όσοι από αυτούς είναι πιστοί αισθάνονται πως η Εκκλησία πρέπει να είναι το περιέχον – στο κλασικό προνεωτερικό μοντέλο, η Εκκλησία είναι το περιέχον. Τώρα όμως ζούμε σε ένα κράτος στο οποίο η Εκκλησία είναι ένας απ’ τους πολλούς και αυτό δεν το έχουν αποδεχθεί ακόμη. Ίσως διότι οι πιστοί δεν έχουμε αναπτύξει ακόμα δεξιότητες ώστε η Εκκλησία να είναι πιο επιδραστική. Αυτές οι δεξιότητες δεν ήταν απαραίτητο να αναπτυχθούν στην προνεωτερική κοινωνία, αφού η Εκκλησία ήταν το κεντρικό μόρφωμα που νοηματοδοτούσε όλα τα άλλα. Αλλά όταν είσαι ένας από τους πολλούς, πρέπει να αναπτύξεις δεξιότητες επιδραστικότητας. Αν δεν τις έχεις αναπτύξει, χρειάζεσαι τον νόμο για να σε καλύπτει για αυτά τα οποία δεν μπορείς εσύ να κάνεις.

Γνωρίζουμε, όμως, ότι η Εκκλησία γεννήθηκε και μεγαλούργησε εν μέσω βεβήλων. Μη μας παρασύρουν τα 1.100 χρόνια Βυζαντίου. Το μεγάλο άλμα της Εκκλησίας έγινε τους τρεις πρώτους αιώνες. Μια χούφτα άνθρωποι ξεκίνησαν και ο τέταρτος αιώνας, τότε που διακόπτονται πια οι διωγμοί οριστικά, βρίσκει τους χριστιανούς πολλές χιλιάδες. Μάλιστα, είναι ενδιαφέρον ότι στην πολεμική κατά του Χριστιανισμού που έκαμαν οι Εθνικοί, οι ειδωλολάτρες, χρησιμοποίησαν και την τέχνη! Είναι γνωστή η τοιχογραφία που βρέθηκε στη Ρώμη – ένα σκαρίφημα δηλαδή κάποιου, δεν ήταν καλλιτέχνης – που σε έναν τοίχο ζωγράφισε έναν εσταυρωμένο με κεφάλι γαϊδάρου για να κοροϊδέψει κάποιο χριστιανό, και έγραψε δίπλα «Αλεξάμενος σέβετε Θεόν» (ο Αλεξάμενος ήταν ο χριστιανός, ο δε «καλλιτέχνης» ήταν και ανορθόγραφος). Θέλω να πω δεν το έκανε ως έργο τέχνης αυτό, αλλά να που ένα εικαστικό αντικείμενο ήρθε κι αυτό να προστεθεί μέσα στην τάση απομόνωσης των ανθρώπων εκείνων, των πιστών, και περιθωριοποίησης.

Η Εκκλησία γεννήθηκε και μεγαλούργησε μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία στην οποία ήταν μειοψηφία, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γύρω από τη Μεσόγειο, εν μέσω βεβήλων. Επειδή όμως ακολούθησε μια μακρά περίοδος 11 αιώνων στο Βυζάντιο όπου η Εκκλησία κατείχε ευνοϊκή θέση, αυτό συνετέλεσε στο να διαγραφτεί απ’ τη συλλογική μνήμη το αρχικό στάδιο, το πώς είναι να συνυπάρχεις με διαφορετικούς οι οποίοι σέ πολεμούν κιόλας. Κι έτσι θέλω να πω ότι ο πραγματικός Χριστιανισμός δεν ζημιώνεται από την αντίθεση ή την πρόκληση. Μάλιστα υπάρχουν και διανοούμενοι που έχουν υποστηρίξει ότι ο Χριστιανισμός υπήρξε πρόδρομος της νεωτερικότητας, δηλαδή μερικά στοιχεία της Καινής Διαθήκης αποτελούν τα σπέρματα, τους σπόρους από τους οποίους βλάστησαν οι αρχές της νεωτερικότητας αργότερα.

Επίσης, γνωρίζουμε και μια διαφοροποίηση που υπάρχει μεταξύ Ορθόδοξης Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικής: στην Ορθοδοξία επικράτησε πολύ περισσότερη ελευθερία στην πράξη σε σύγκριση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, διότι όχι μόνο Ιερά Εξέταση δεν υπήρχε, αλλά ούτε καν εκείνες οι παπικές εγκύκλιοι που ήταν υποχρεωτικό να τηρηθούν μετά. Υπήρχε αποκέντρωση και εξατομίκευση στην Ορθοδοξία πάντοτε, μια ελευθερία να πράξει ο ποιμένας σύμφωνα με το τι νομίζει.

Επομένως η ελευθερία της τέχνης μπορεί να ανθίσει μέσα στην Ορθοδοξία, μόνο που, επηρεασμένος από τους νομικούς να χρησιμοποιήσω κι εγώ έναν νομικό όρο: η έννοια της ελευθερίας μεταφέρει μερικές «δουλείες», να το πω έτσι, από την προνεωτερική εποχή, την βυζαντινή κ.τ.λ. Γίνεται πάντως εξαιρετική θεολογική εργασία για να συνταιριάξει η Ορθόδοξη Θεολογία με τη νεωτερικότητα. Έχουμε μια τέτοια θεολογική παραγωγή που, ίσως απ’ όλες τις επιστήμες, η επιστήμη απ’ την οποία περισσότερο μεταφράζονται ελληνικά βιβλία σε άλλες γλώσσες, είναι η Θεολογία.

Βρισκόμαστε ανάμεσα σε κάποιες συμπληγάδες. Από τη μια είναι ο μεταμοντέρνος μηδενισμός, ο οποίος αποτελεί κίνδυνο του πολιτισμού, κι από την άλλη είναι η σκληροπυρηνική προσκόλληση στο παρελθόν και σε ανελεύθερα ιδεώδη. Η Τζούλια Κρίστεβα αναφέρθηκε κάποτε επικριτικά «στους ζοφερούς αυτούς καιρούς όπου η μηδενιστική σιγουριά των μεν, συναντάται με τον φονταμελιστικό ενθουσιασμό των δε». Η εκκοσμικευμένη νεωτερικότητα ακόμη προσπαθεί, με αντιφάσεις, να βρει την ισορροπία ανάμεσα στα δύο. Ευχαριστώ.

⸙⸙⸙

[Ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, πρώην καθηγητής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Αθήνας.]

Κύλιση στην κορυφή