Γιατί μεταφράζουμε; Για τρεις λόγους συνήθως, συντρέχοντες ή αποκλειστικούς. Πρώτον, από προσωπική ανάγκη, ανάγκη να εμβαθύνουμε σε μια ξένη γλώσσα λ.χ., να μελετήσουμε εκ των έσω έναν συγγραφέα ή μια εποχή, να πλαισιώσουμε το δικό μας λογοτεχνικό έργο. Δεύτερον, από καθήκον, επειδή αισθανόμαστε χρέος μας να προσφέρουμε κάτι στην ημετέρα παιδεία. Τέλος, ο πεζότερος λόγος, για βιοπορισμό. Για τον Μαβίλη ή τον Πολυλά το χρέος προείχε. Για τον Παπαδιαμάντη ή τον Πολίτη, σκοπός βασικός ήταν το μεροκάματο. Ο Ελύτης και ο Σεφέρης μεταγλωττίζοντας Έλιοτ ή Ελυάρ προπονούσαν τη δική τους φωνή.
Τώρα το πώς μεταφράζουμε, εξαρτάται. Αλλιώς αποδίδεις ένα δράμα που θα παιχτεί στην Επίδαυρο κι αλλιώς ένα σονέτο ή μια θεολογική πραγματεία. Υπάρχουν κείμενα που το μόνο που σου ζητούν είναι μια κάποια ακρίβεια. Και άλλα, που αν δεν έχεις στο πλάι σου τις Μούσες του Ελικώνα για να σε εμπνέουν, πάει να πει πείρα σωρευμένη και πλούσιο τάλαντο, δεν βγαίνουν με τίποτε. Η εργασιακή μέθοδος και ρουτίνα των μεταφραζόντων ποικίλλουν όσο σ’ όλους τους συγγραφείς. Και, φυσικά, ζουν κι εκείνοι τους μικροθριάμβους και τα (αναπόφευκτα…) χουνέρια τους. Ποιον ενδιαφέρουν ωστόσο; Ο καλός μεταφραστής κρύπτεσθαι φιλεί. Όσο λιγότερο ξεμυτίζει μέσα από τη δουλειά του, τόσο το καλύτερο για τον αναγνώστη. Η μετάφραση είναι όπως η κατά Σολωμόν ποίηση –πολύ περισσότερο μάλιστα: απόσβεση του εγώ, όχι ανάδειξή του.
Καλός μεταφραστής δεν σημαίνει πάντα και καλός γνώστης μιας ξένης λογοτεχνίας, πόσο μάλλον της πιο νωπής, ακοσκίνιστης ακόμη σοδειάς της. Γι’ αυτό θα χρειαζόταν να είναι και ιδιοφυής κριτικός της, πράγμα που σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει. Οι κορυφαίοι μεταφραστές, όταν δεν έχουν τον βραχνά του μεροκάματου να τους πνίγει, αποδίδουν κλασικά έργα, βιβλία που έχουν αντέξει στον χρόνο. Δεν κυνηγούν διάττοντες ή καινοφανείς αστέρες. Τέτοια τους προτείνουν άλλωστε συνήθως κι οι εκδότες. Ακόμη κι όταν έχουν το ελεύθερο να επιλέξουν, η λίστα απ’ όπου κάνουν τις επιλογές τους είναι ήδη βραχύτατη. Καλό όμως είναι να δοκιμάζονται πού και πού και πέραν του οικείου τους τερραίν. Στο καταδικό τους γούστο πρέπει να δυσπιστούν, αν δεν έχουν κι άλλα κριτικά εχέγγυα να βασιστούν. Ωραίες είναι οι εν οίκω αγάπες μας, ποιος έχει αντίρρηση; Δεν προσφέρονται όμως πάντα για γύρα στον δήμο.
Στην κλίμακα των επιτηδευμάτων της γραφής, ο συγγραφέας στέκεται στην κορυφή, μόνος αυτός δικαιούται αμέριστο τον τίτλο του δημιουργού. Οι μεταφραστές είναι όπως η ορχήστρα ή ο θίασος: εκτελούν, ερμηνεύουν στο σανίδι μια προϋπάρχουσα σύνθεση. Υπάρχουν φορές που η δική τους μαστοριά υπερακοντίζει την ποιότητα του αρχικού έργου, που του προσδίδει μεγαλύτερη αξία. Όμως και πάλι, η εργασία τους είναι εξαρτημένη, συμπληρωματική. Οι επιμελητές και οι διορθωτές είναι οι τεχνικοί της παράστασης, οι ηχολήπτες ή οι φωτιστές της σκηνής ας πούμε. Κι εκείνων η δουλειά έχει λογοτεχνική αξία ενίοτε, όμως στέκουν στα τελευταία σκαλιά. Όπως και οι μεταφραστές είναι υπηρέτες κειμένων. Χρήσιμο είναι να μην το ξεχνούν.
Ο εκδότης είναι εντελώς άλλη υπόθεση. Ενίοτε είναι ο θεατρώνης που μισθώνει την αίθουσά του στον πλανόδιο θίασο. Άλλοτε είναι ο παραγωγός, ο ατζέντης, ο ιμπρεσσάριος όλων των παραπάνω, η συμμετοχή του είναι πιο ουσιαστική. Σε κάποιες ελάχιστες, δακτυλοδεικτούμενες περιπτώσεις, ο εκδότης επωμίζεται τη θιασαρχία και τις ευθύνες της: γίνεται εμπνευστής, εκμαιευτής, οιστρηλάτης, μαικήνας και του συγγραφέα και του μεταφραστή. Όχι μόνο εκδότες βιβλίων, και εκδότες περιοδικών διαδραματίζουν κάποτε αυτόν τον ρόλο.
Ως επαγγελματίας, ο μεταφραστής στην Ελλάδα είναι φρικτά υπαμειβόμενος. Στο πλείστο των περιπτώσεων είναι ένας υπερειδικεύμενος τεχνικός που αποζημιώνεται ωσάν να ήταν ανειδίκευτος εργάτης. Η τελευταία νηπιαγωγός της επικράτειας είναι εντελώς βέβαιο ότι θα κερδίσει στη ζωή της πολύ περισσότερα χρήματα απ’ όσα έβγαλε μεταφράζοντας τρεις εκατοντάδες βιβλία ο Άρης Αλεξάνδρου, που ξεστράβωσε και ξεστραβώνει γενιές και γενιές. Και δεν μιλάμε για ασφάλιση και εξασφάλιση και άλλα τέτοια εξωτικά. Η ειρωνεία; Παρά ταύτα ο Έλληνας μεταφραστής βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τον Έλληνα συγγραφέα, που σπανίως βλέπει τον κόπο του να αμείβεται. Προτεραιότητες μιας κοινωνίας…
Η ποιοτική στάθμη των λογοτεχνικών μεταφράσεων σήμερα πέφτει σταθερά. Ας μη μας ξεγελάει ο (μεγαλύτερος από ποτέ) αριθμός των καλών ή και άριστων μεταφράσεων. Τι ποσοστό του συνόλου των μεταφράσεων αντιπροσωπεύουν; Οι μέτριες ή κακές μεταφράσεις αποτελούν τη μερίδα του λέοντος σε μια βιβλιαγορά αφενός μεν μικρή, αφετέρου δε ξενοκρατούμενη, αφού το ένα στα δύο βιβλία που εκδίδονται στα ελληνικά είναι μεταφρασμένο. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι συνθήκες είναι υγιέστερες, το ποσοστό των μεταφράσεων είναι υποδιπλάσιο.
Λόγω του όγκου τους και μόνο, οι κακές μεταφράσεις εθίζουν το κοινό στην αισθητική προχειρότητα, τη γλωσσική θολότητα και την ακυρολεξία, με τον ίδιο τρόπο που το τζανκ φουντ εθίζει τα στομάχια στη ζάχαρη και τα ακόρεστα λίπη. Δείτε λ.χ. το επίπεδο του υποτιτλισμού στην Ελλάδα, κι αυτός μετάφραση είναι. Όσο απαιτητικό κι αν είναι το σενάριο (και γράφονται σενάρια αριστουργηματικά στις μέρες μας), ο Έλληνας θεατής θα το δει εμπρός του σταφιδιασμένο σε 1000 λέξεις. Αγοράζει κανείς ξένα παιδικά βιβλία σε πανάκριβες και θεσπέσια εικονογραφημένες εκδόσεις ελληνικές και τρίβει τα μάτια του. Είναι πνιγμένα στους αγγλισμούς. Εξαιτίας της πλημμυρίδας των κακών μεταφράσεων, ο φυσικός ελληνικός λόγος μοιάζει όλο και περισσότερο με καθαρεύουσα: πολλούς πια τους ενοχλεί, τους ξενίζει.
Το διαδίκτυο και οι ευκολίες του συντελούν τα μάλα σ’ αυτήν την κατρακύλα. Τα προχειρομεταφρασμένα ξένα δημοσιεύματα δίνουν και παίρνουν στον τύπο μας. Πολλά είναι προϊόν του αυτόματου μεταφραστήρα, περασμένα απλώς από ένα στρώσιμο συντακτικό. Γενικά έχουμε να κάνουμε με ένα παράδοξο. Από τη μια μεριά, ο λόγος περί μεταφράσεως σήμερα είναι του συρμού: θεωρίες, σχολές και διπλώματα, ειδικά περιοδικά, συνέδρια και ημερίδες, αφιερώματα, εορτασμοί. Από την άλλη, η σημασία της ίδιας της μετάφρασης διεθνώς φθίνει, στο μέτρο που προελαύνει η αγγλική μονογλωσσία. Ο Αϊνστάιν, λ.χ., σήμερα δεν θα μπορούσε να γράψει τη θεωρία της σχετικότητας στα γερμανικά. Ο επιστήμονας που δεν γράφει αγγλικά ουσιαστικά δεν υπάρχει. Και όχι μόνο αυτός. Επί κορωνοϊού για να καταλάβεις μια ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης πρέπει να γνωρίζεις αγγλικά, ειδάλλως οι πιθηκισμοί που πάνω τους πέφτεις σε κάθε σχεδόν φράση είναι ακατανόητοι. Ακούς τους κοινοβουλευτικούς μας ρήτορες και αναρωτιέσαι ποιος τους έδωσε απολυτήριο Λυκείου.
Οι μεταφραστικές σπουδές ως έχουν σήμερα αυτήν την κατάσταση σπανίως τη θίγουν. Αντί να είναι πρωτίστως κριτική του μεταφραστικού λόγου, και των πολιτικών και πολιτιστικών του συνεπειών, φαίνεται να έχουν προσαρτηθεί στο άρμα μιας κάποιας ουδετερόσχημης γλωσσολογίας που πρεσβεύει πολύ βολικά ότι anything goes, ότι στη γλώσσα μας τα πάντα είναι καλά λίαν. Αμ δε…