Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Μάγκυ Κοέν

Η μεταφραστική εμπειρία

Η ενασχόλησή μου με τη μετάφραση άρχισε όταν, διαβάζοντας το (αμετάφραστο στα ελληνικά) μυθιστόρημα του Αβραάμ Β. Γεοσούα Η χρονιά με τις πέντε εποχές, ενθουσιάστηκα τόσο που, ενώ μέχρι τότε δεν μου είχε περάσει από τον νου να ασχοληθώ με τη μετάφραση, σκέφτηκα πως θα άξιζε να μεταφραστεί ένα τέτοιο έργο στα ελληνικά και να γίνει γνωστός στη χώρα μας ένας τόσο σπουδαίος συγγραφέας. Το αξιοσημείωτο είναι ότι, όταν ήρθα σε επαφή με τον συγγραφέα, που τον γνώριζα ήδη με την καθηγητική του ιδιότητα (δίδασκε στο τμήμα Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Χάιφας, όπου είχα σπουδάσει), αυτός με προέτρεψε να μεταφράσω το σημαντικότερο και πολύ πιο απαιτητικό μυθιστόρημά του, τον Κύριο Μάνι. Έτσι, όταν το 1998 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα αυτό στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, συνειδητοποίησα ότι είχα τη μεγάλη τύχη να μπω στη μεταφραστική περιπέτεια από τη «βασιλική οδό». Στη συνέχεια καταπιάστηκα με τη μετάφραση του έργου και άλλων εμβληματικών Ισραηλινών συγγραφέων, όπως ο Άμος Οζ και ο Ααρόν Άπελφελντ, καθώς και συγγραφέων της νεότερης γενιάς, όπως ο Νταβίντ Γκρόσμαν ή ο Έτγκαρ Κέρετ. Με κάθε καινούργια μετάφραση, διαπίστωνα ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό εξοικειωνόταν όλο και περισσότερο με μια «περιφερική» λογοτεχνία, που έως τότε του ήταν λίγο πολύ άγνωστη και το κυριότερο, μέσα από τη λογοτεχνία αυτή γνώριζε την ιστορία, τους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς, την «ιδιοσυγκρασία» μιας χώρας, που, αν και Μεσογειακή, δεν του ήταν και ιδιαίτερα γνώριμη. Γενικότερα, θα έλεγα ότι η μετάφραση έργων ισραηλινής λογοτεχνίας συνέβαλε στο να καταρριφθούν πολλά στερεότυπα και προκαταλήψεις.

Από την αρχή η μετάφραση ήταν για μένα μια ερασιτεχνική ασχολία και δεν τη θεώρησα ποτέ μια απασχόληση που θα μου επιτρέπει να ζω. Αυτό μου έδωσε και μου δίνει τη δυνατότητα να καταπιάνομαι με συγγραφείς που μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον, τόσο γλωσσικά και υφολογικά όσο και από πλευράς περιεχομένου. Είναι, κατά τη γνώμη μου, μια «ιδανική συνθήκη», καθώς θεωρώ τη μετάφραση μια απολύτως δημιουργική δουλειά, μια πνευματική και καλλιτεχνική δουλειά που απαιτεί αφοσίωση και πρέπει να είναι απαλλαγμένη από χρονικούς ή άλλους περιορισμούς. Θα πρέπει να πούμε παρενθετικά ότι, παρ’ ότι σήμερα ο μεταφραστής/στρια έχει στη διάθεσή του/της αρκετά εργαλεία, με πρώτο και κυριότερο το Ίντερνετ, που του/της παρέχει γρήγορα και αποτελεσματικά απαντήσεις αναφορικά με διάφορα άγνωστα ονόματα π.χ. ή κάποια πραγματολογικά ή ιστορικά στοιχεία, ο μεταφραστικός μόχθος παραμένει ο ίδιος. Κάθε φορά που ξεκινάω μια μετάφραση νιώθω σαν να σαλπάρω για ένα μοναχικό ταξίδι που θα κρατήσει σχεδόν έναν χρόνο, με μόνο «συνταξιδιώτη» τον συγγραφέα. Με αυτόν θα συνομιλήσω», το έργο του θα προσπαθήσω να αποδώσω στα ελληνικά, έχοντας πάντα ως κύριο μέλημά μου να μην το προδώσω, να μεταδώσω, δηλαδή, στον αναγνώστη το ίδιο ρίγος που θα ένιωθε διαβάζοντάς το στο πρωτότυπο ή αν ήταν γραμμένο αρχικά στα ελληνικά. Και στη μεγάλη αυτή πρόκληση, τον κυρίαρχο ρόλο παίζει η γλώσσα.

Δοκιμάζοντας τα όρια των ελληνικών, της γλώσσας-στόχου, θα έχω να λύσω ένα πλήθος από διλήμματα που δεν θα είναι απλώς γλωσσικά αλλά και ηθικά, προσέχοντας να μην ενδώσω στις εύκολες λύσεις, στις απλοποιήσεις ή ακόμα και στην επιβολή μιας προσωπικής μανιέρας. Το μετάφρασμα οφείλει να σέβεται απολύτως το ύφος –που είναι και το ήθος– του πρωτότυπου έργου, να αναδεικνύει και να αντικατοπτρίζει τη μοναδικότητά του. Παίρνοντας ως δεδομένο ότι η μετάφραση είναι μια απόδοση, μια αναδημιουργία, για να μην πω «μια προσωπική ερμηνεία», όπως γράφει κάπου ο Βαλερύ Λαρμπώ, το κύριο ζητούμενο για μένα δεν είναι η πιστότητα, είναι να διαφυλάξω «το πνεύμα, την πρόθεση, την ιδιοφυία του κειμένου».

Όλους τους συγγραφείς με τους οποίους καταπιάστηκα, είχα την τύχη να τους γνωρίσω από κοντά. Ο θαυμασμός μου γι’ αυτούς όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά εδραιώθηκε. Περιέργως όμως, όσες φορές ζήτησα τη βοήθεια τους για κάποιο μεταφραστικό δίλημμα, παρά τη γενναιόδωρη προθυμία τους, η συνεισφορά τους ήταν πολύ χλωμή! Τελικά, σχεδόν ως δια μαγείας, οι απαντήσεις προέκυπταν μέσα από την εντρύφησή μου στο ίδιο το έργο, στην ύφανση της ίδιας της γλώσσας. Έτσι, θα έλεγα ότι οι σχέσεις συγγραφέα-μεταφραστή μπορεί να προσφέρουν στον μεταφραστή τη χαρά μιας προσωπικής επαφής ή ακόμα και φιλίας, στο επίπεδο όμως της δουλειάς ο μεταφραστής είναι ο μόνος υπεύθυνος. Γι’ αυτό εξάλλου πρέπει να έχει τον κύριο λόγο στην επιμέλεια του μεταφράσματος. Η συνεργασία με τον επιμελητή είναι, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητη και όταν γίνεται με τις σωστές προϋποθέσεις, μπορεί να αποδειχτεί πολύ εποικοδομητική.

Σε ό,τι αφορά στην αναγνώριση της μετάφρασης στην Ελλάδα, θα έλεγα ότι, συγκριτικά με τα περασμένα χρόνια, όπου ο μεταφραστής/στρια, με ελάχιστες εξαιρέσεις, θεωρείτο ένα «αναγκαίο κακό» που καλό ήταν να μένει στην αφάνεια και η μετάφραση ήταν ένας παραμελημένος κλάδος, σήμερα οι ενημερωμένοι αναγνώστες και οι σοβαροί εκδοτικοί οίκοι αναγνωρίζουν πλέον τον ρόλο που μπορεί να παίξει στην ανάδειξη ή στον καταποντισμό ενός λογοτεχνικού έργου. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στον μόχθο των εξαιρετικών μεταφραστών/στριών λογοτεχνικής μετάφρασης που υπάρχουν στη χώρα μας και στην έκδοση περιοδικών που ασχολούνται –αποκλειστικά ή περιστασιακά– με τη μετάφραση, παρ’ ότι λείπει ακόμα η συστηματική και εμπεριστατωμένη κριτική πάνω στη μετάφραση.

Κλείνοντας, θα έλεγα ότι θεωρώ σημαντική στιγμή στη μεταφραστική μου πορεία τη βράβευσή μου με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης το 2002, για τη μετάφραση του μυθιστορήματος του Α. Β. Γεοσούα Ταξίδι στο τέλος της χιλιετίας. Κι είναι σημαντική, κυρίως επειδή η διάκριση αυτή, από μια επιτροπή η οποία δεν γνώριζε, όπως είναι φυσικό, την εβραϊκή γλώσσα, αποτελεί για μένα τρανή απόδειξη ότι το μετάφρασμα είναι ένα αυτόνομο πνευματικό έργο και ως τέτοιο πρέπει να κρίνεται. Στις μέρες μας, η ανώτατη αυτή διάκριση απονέμεται δυστυχώς μόνο για μεταφράσεις από γλώσσες όπως τη γαλλική, την αγγλική, τη γερμανική ή την ισπανική, αποκλείοντας έτσι εξ’ ορισμού σημαντικές «περιφερειακές γλώσσες» –μια κατηγορία στην οποία ανήκει η εβραϊκή, αλλά και η ελληνική γλώσσα! Την μεγαλύτερη όμως συγκίνηση την ένιωσα μεταφράζοντας το συγκλονιστικό έργο του Ίμρε Κέρτες Καντίς για ένα αγέννητο παιδί. Παρ’ ότι δεν γνωρίζω γερμανικά, η επιθυμία μου να γνωρίσω «εκ των έσω» αυτό το σπουδαίο έργο υπερίσχυσε. Μεταφράζοντας, αναγκαστικά, από το εβραϊκό, το γαλλικό και το αγγλικό κείμενο, είχα την τύχη να καταβυθιστώ στη σκέψη του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα και να βιώσω μια ανεκτίμητη (προσωπική και μεταφραστική) εμπειρία.

Κύλιση στην κορυφή