Άρχισα να μεταφράζω από νεαρός, πριν από τα είκοσι, μαγεμένος από τον θρύλο της Beat Generation, του Γκίνσμπεργκ, του Μπάροουζ, του Κέρουακ, του Κόρσο. Ελάχιστα βιβλία και κείμενά τους υπήρχαν τότε –θυμίζω ότι ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Σπύρος Μεϊμάρης, η Τζένη Μαστοράκη και ο Άρης Μπερλής είχαν μεταφράσει Γκίνσμπεργκ–, και με τους φίλους Γιάννη Τζώρτζη, Κώστα Ματσούκα και Βασίλη Τσαλή σκαλίζαμε τη βιβλιογραφία των νέων αυτών τροβαδούρων της μεταβιομηχανικής εποχής. Έχω ρίξει οχτάωρα στη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης διαβάζοντας τους μπητνίκους, όπως τους λέγαμε τότε. Αρχίσαμε, εντελώς ερασιτεχνικά και παθιασμένα, να μεταφράζουμε σελίδες από το Naked Lunch, από το Subterraneans και ποιήματα από το Reality Sandwiches.
Λίγο μετά συναντιέμαι με τον Ευγένιο Αρανίτση και τον Μανώλη Μανουσάκη τακτικά, καθημερινά για ένα διάστημα, σε ένα καφέ-ουζερί στη Σόλωνος. Συζητάμε μετά μανίας για τη λογοτεχνία. Ο Μανουσάκης, με τη συμβολή μας, ιδίως του Ευγένιου, στήνει τις εκδόσεις Ερατώ, μου αναθέτει, ανάμεσα στα καραφάκια, να μεταφράσω Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, Ναμπόκοφ, Τζόζεφ Κόνραντ και από τότε, τέσσερις δεκαετίες τώρα, ζω από τη μετάφραση κυρίως. Τα τελευταία μάλιστα είκοσι χρόνια δεν έχει υπάρξει εικοσιτετράωρο χωρίς είτε να μεταφράσω είτε να προετοιμάσω μια μετάφραση.
Δεν θυμάμαι παρά μόνο καλές στιγμές, κι ανάμεσα σ’ αυτές είναι οι γεμάτες έξαψη, πάθος, ρίγος και ασκήσεις λογικής και ευαισθησίας ώρες που πέρασα μεταφράζοντας τη Λολίτα του Ναμπόκοφ, τα έργα του Χένρι Μίλλερ, τον πυραυλοκίνητο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Και βέβαια, την Κοινωνία του Θεάματος του Ντεμπόρ. Όταν μεταφράζω Τζόναθαν Φράνζεν ζορίζομαι, αλλά δεν θα έλεγα ότι είναι άσχημες οι στιγμές μαζί του.
Διαβάζω πολύ και συστηματικά τους συγγραφείς που έχω την τιμή να μεταφράζω, αλλά και τους προγόνους και συγγενικούς τους: ό,τι σχετίζεται με τον Γουάλας, με τον Ντεμπόρ, με τον Ναμπόκοφ το συλλέγω και το μελετάω. Συνήθως οι έξοχοι εκδότες με τους οποίους συνεργάζομαι μου αναθέτουν συγγραφείς που ξέρουν ότι είναι του γούστου μου. Αρκετές φορές προτείνω βιβλία σε εκδότες, έως τώρα με λίαν θελκτικά αποτελέσματα.
Παρέα με εκλεκτούς φίλους –όπως ο (δάσκαλος για μένα) Κώστας Καλτσάς, ο Παναγιώτης Κεχαγιόγου, ο Λευτέρης Καλοσπύρος, ο Βασίλης Δρόλιας– εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια έχουμε συστήσει, με επιτυχία, αγγλόφωνους συγγραφείς που μας έχουν συναρπάσει. Έτσι εκδίδονται και στη γλώσσα μας έργα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, του Γουίλιαμ Γκας, της Ρέιτσελ Κούσνερ κ.ά. Θα ήθελα διακαώς να μεταφράσω τα έργα του Ντέιβιντ Μάρκσον, ενός σπουδαίου καινοτόμου που ακόμη δεν έχει μεταφραστεί. Και τα κείμενα του κινηματογραφιστή και ποιητή Γιόνας Μέκας.
Διατηρώ άριστες σχέσεις με επιμελήτριες και εκδότες. Ενδεχομένως επειδή άρχισα και συνεχίζω να μεταφράζω με όρεξη και πάθος που δεν έχουν κλονιστεί, και με βαθύ σεβασμό για τους τρόπους, τις ιδιαιτερότητες, τις εμμονές των συγγραφέων που γυρίζω τα έργα τους στα ελληνικά. Δεν έχουν σημειωθεί καβγάδες με επιμελήτριες, απεναντίας με ορισμένες δέσαμε το ατσάλι της φιλίας από την πρώτη μας συνεργασία.
Διατηρώ, επίσης, άριστες σχέσεις με το Διαδίκτυο, ίσως επειδή προηγήθηκε η μεγάλη θητεία στο χαρτί. Δεν διαβάζω τίποτα στην οθόνη του υπολογιστή, αλλά αντλώ πολλές πληροφορίες σχετικά με βιβλία και συγγραφείς. Πάντως, εμμένω στο χαρτί και προτιμώ να ενημερώνομαι από έντυπα, περιοδικά και εφημερίδες –αλλά και από νεότερους φίλους που είναι πιο βαθιά μες στο Διαδίκτυο. Σε συνθήκες απομόνωσης τώρα, ή παλαιότερα λόγω αποστάσεων και τρόπων ζωής, το Διαδίκτυο είναι πολύτιμο. Μια ισχυρή και αγαπημένη παρέα, φερ’ ειπείν, δέθηκε αρχικά μέσα από το facebook, όταν ο Δρόλιας θέλησε να επικοινωνούν, έστω ψηφιακά και virtual, όσοι παθιάζονται με τη λογοτεχνία του Τόμας Πύντσον, αλλά και του Γουίλιαμ Γκάντις, του Τζόζεφ Μάκελροϊ, του Γκας, του Γουάλας, του Μάρκσον. Η φεϊσμπουκική ομάδα Έλληνες Πυντσον-όφιλοι (ή Πυντσονολάγνοι) λειτούργησε σαν φυτώριο. Βγήκε και ένα περιοδικό, το Zone, και χαίρομαι γιατί μέσα από την οθόνη γεννήθηκαν φιλίες και εκδόθηκαν συγγραφείς που αγαπάμε.
Κυψέλη, 15 Απριλίου 2021