Τέχνη είναι η μετάφραση, τέχνη και τίποτα άλλο, μαθαίνεται· και λίγο ταλέντο δε βλάφτει… Η συνάντησή μου μαζί της είχε κάτι το καρμικό. Είκοσι ετών ήμουν όταν με κάλεσε φιλόλογός μου από το λύκειο και μου πρότεινε να μεταφράζω άρθρα χημείας, μετεωρολογίας και γεωγραφίας –σπούδαζα τότε χημεία στο ΕΚΠΑ–, καθώς και κάποια άλλα για τη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια. Εκείνος δούλευε εκεί ως επιμελητής. Στο λύκειο με θεωρούσε καλό στη μετάφραση από τα αρχαία στα νέα, ταλαντούχο. Οι μεταφραστές του από τα ρωσικά, παλιννοστούντες πολιτικοί πρόσφυγες από την ΕΣΣΔ κυρίως, έπασχαν στα ελληνικά. Η μετάφραση τελικά γινόταν από την αγγλική έκδοση της εγκυκλοπαίδειας, έκδοση της Intelligence Service για σοβιετολόγους –ένα ακόμα επάγγελμα που χάθηκε…–, νομίζω. Αρκετά καλά τα λεφτά. Τα πήγαινα καλά στη δουλειά. Στις επιμέλειες των πρώτων κειμένων μου από τον τέως καθηγητή μου –δούλευε και ως μεταφραστής– ήμουν παρών και εγώ, σαν καλός παραγιός. Μάθαινα. Άρχισα να τη βρίσκω με τη μετάφραση. Λίγο αργότερα μετέφρασα με την Ντίνα Σώτηρα το Doors of Perception & Heaven and Hell του A. Huxley, λογοτεχνικό δοκίμιο. Το βιβλίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Απόπειρα», για τις οποίες αργότερα θα μεταφράζαμε και το Junky, του W. Burroughs. Το βιβλίο του Huxley μου πρότεινε να το επιμεληθεί πριν το παραδώσω ένας καλός φίλος. Παρέα με μένα. Έμαθα λοιπόν την τέχνη της μετάφρασης και ως παραγιός του φίλου μου μεταφραστή Νίκου Μπαλή, που δυστυχώς δε ζει πια. Τύχη δεν ήταν όλα αυτά;
Μετά τις σπουδές μου στην Ελλάδα έζησα για μια επταετία περίπου στην Ισπανία και την Πορτογαλία· να και άλλες δυο γλώσσες. Τις έμαθα πολύ καλά. Γυρνώντας Ελλάδα έγινα διερμηνέας συνεδρίων –ήταν πολλά τα λεφτά… της διερμηνείας! Άνοιξα και επιχείρηση μετάφρασης και διερμηνείας.
Δεν διέκοψα ποτέ τις μεταφράσεις, με πολλά και ποικίλα αντικείμενα: τεχνικά κείμενα, ιατρικά κείμενα, κείμενα της Ε.Ε. Αλλά και λογοτεχνία. Πάντα. Άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο, λίγο από μεράκι αλλά και λίγο για το παραδάκι. Υπαρξιακές ισορροπίες.
Έχω ζήσει και ζω ακόμα καλές στιγμές στη μεταφραστική μου διαδρομή. Τις ζω βασικά όταν ακούω καλά σχόλια από αυστηρούς κριτές, ομότεχνούς μου. (Το σινάφι πιστεύω ότι είναι ο μόνος έγκυρος κριτής). Έχω ζήσει και κακές στιγμές: Προστριβές με εκδότες, επιμελητές κ.λπ. (Οικογενειακοί καυγάδες, στην τελική, ψυχοφθόροι παρ’ όλα αυτά). Η χειρότερη στιγμή που θυμάμαι ήταν πριν πολλά χρόνια: O επιμελητής είχε ομογενοποιήσει «στεγνά και στην ψύχρα» το ύφος και την ορθογραφία σε μια μετάφρασή μου, αρνούμενος να κατανοήσει πόσο σημαντικό ήταν για το έργο το γεγονός ότι στο πρωτότυπο μιλούσαν και έγραφαν (ανορθόγραφα κάποια εξ αυτών) άτομα διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου, ηλικίας κ.λπ… (Φιλολογίστικη και δασκαλίστικη ματιά στην τέχνη της επιμέλειας, «φοριόταν πολύ» τότε). Ο εκδότης δεν με στήριξε. Πληρώθηκα, απέφυγα να τσακωθώ και απέσυρα θιγμένος το όνομά μου από τη μετάφραση. (Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως συνολικά έπραξα καλώς).
Μια καλή στιγμή ήταν, πάνε πια 4-5 χρόνια, όταν με πήραν τηλέφωνο από τις εκδόσεις «Ροές» για να μεταφράσω το άκρως μοντερνιστικό και λίαν αντιεμπορικό, εκ πρώτης όψεως, έργο Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο, του Βραζιλιάνου συγγραφέα Mário de Andrade. Είπα αμέσως ναι, άνευ όρων, δεν σκέφτηκα να συζητήσω καν την αμοιβή για το απαιτητικό αυτό έργο. Δεν θα είχα τολμήσει ποτέ να το προτείνω εγώ σε εκδότη. (Θέλω να προτείνω ακόμα αρκετά βιβλία που αγαπώ σε Έλληνες εκδότες. Δε θα σας τα αποκαλύψω, φοβάμαι μην μου τα «καμακώσουν» άλλοι).
Μια άλλη καλή στιγμή ήταν όταν ήμουν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Λισσαβώνας και ο καθηγητής μου J.M.Magalhães, ποιητής και ο ίδιος, μου πρότεινε να μεταφράσουμε από κοινού Καβάφη. Εγώ θα έβαζα τα ελληνικά, εκείνος τα πορτογαλικά. Καταλήξαμε να μεταφράσουμε και να εκδώσουμε ολόκληρο τον καβαφικό κανόνα. Επειδή διδάσκω μετάφραση και πολύ μου αρέσει, βιώνω πάντα μια καλή στιγμή όταν εκδίδεται ένα έργο που έχει μεταφραστεί συλλογικά από τους μαθητές μου και εμένα σε εκπαιδευτικά πλαίσια. Κορυφαία τέτοια στιγμή ήταν η απονομή του βραβείου μετάφρασης ΕΚΕΜΕΛ-Ινστιτούτου Θερβάντες, το 2008, για τη μετάφραση του έργου Alfanhuí, του R.S. Ferlosio, μαζί με τις Στέλλα Δούκα, Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, Δάειρα Ζιούβα, Ζίνα Κουφοπούλου, Βαρβάρα Κυριακοπούλου. Πιστεύω στη συλλογική μετάφραση. Κάθε μετάφραση είναι έμμεσα ή άμεσα συλλογική.
Προτείνω βιβλία από την ισπανόφωνη, την πορτογαλόφωνη και την καταλανική γραμματεία. Σύγχρονα, εκτός των mainstream, αλλά και παλιά, σχετικά άγνωστα αλλά σημαντικά και παραγνωρισμένα. Βιβλία που να ταιριάζουν στο προφίλ του εκδοτικού οίκου. (Αν δεν του ταιριάζουν πάνε συνήθως άπατα και ο εκδότης παύει να σε ακούει). Δέχομαι και προτάσεις από εκδότες, αρκεί να βρίσκω, έστω και λίγο, ενδιαφέρον στο έργο. Στο θέμα ή στη γλώσσα του. Στη ζωή κανείς ερωτεύεται το ίδιο πάντα περίπου ιδεατό άτομο, που στοιχεία του βρίσκει σε κάποια άτομα που συναντά και σχετίζεται με αυτά. Τα συναντά τυχαία ή του τα προξενεύουν. Συμβαίνει αυτό συχνά και με τη μετάφραση. Πολλοί μεταφραστές έχουν, σχεδόν πάντα ασαφώς, στο νου τους μια ιδανική μετάφραση βιβλίου με την οποία θα ήθελαν να ζήσουν πράγματα μαζί. Στοιχεία της βρίσκουν στα βιβλία που προτείνουν για να μεταφράσουν ή σε κάποια από τα βιβλία που τους προξενεύουν οι εκδότες. Όσο πιο πολύ τους αρέσει η (μεταφραστική) σχέση μαζί τους, τόσο πιο δύσκολα τα αποχωρίζονται παραδίδοντας τη μετάφραση στον εκδότη προς έκδοση.
Κάποιοι ομότεχνοί μου είναι αναγκασμένοι να ζουν αποκλειστικά από τη λογοτεχνική μετάφραση, η οποία αμείβεται αρκετά κακά στη χώρα μας –δεν φταίνε μόνο οι εκδότες, είναι και αυτή η ωραία γλώσσα μας που μιλιέται από λίγο κόσμο. Μικρά τα τιράζ, δεν υπάρχει οικονομία κλίμακας. (Υπάρχει όμως πληθωρισμός εκδοτών, καλό αυτό για το βιβλίο και για τους μερακλήδες της μετάφρασης). Αυτοί λοιπόν οι μεταφραστές ίσως και να δεχτούν να μεταφράσουν και βιβλία που δεν τους αρέσουν (σχεδόν) καθόλου. Και ίσως η μετάφρασή τους να μην έχει τη φλόγα του (παροδικού έστω) έρωτα, έστω και αν είναι τυπικά σωστή και δεν είναι ξεπέτα… Περιπτώσεις που θυμίζουν τον αγοραίο έρωτα ή/και τις σχέσεις από συμφέρον. Κατανοητά πράγματα, ανθρώπινα, η ηθικολογία εδώ δεν βοηθά, ούτε και τα ευχολόγια, νομίζω· προσωπικά μου αρκεί όλα να γίνονται πολιτισμένα.
Το βιβλίο είναι ένα πολύπλοκο τελικό εμπορικό προϊόν που προκύπτει από την παροχή ποικίλων υπηρεσιών. Στον βαθμό που δεν το λησμονούν αυτό οι εκδότες, οι επιμελητές και οι μεταφραστές, οι σχέσεις μεταξύ τους είναι από βατές έως καλές. Ειδικά για τους επιμελητές, θεωρώ ότι είναι το δίχτυ ασφαλείας για τον μεταφραστή, τον ακροβάτη ανάμεσα σε δυο γλώσσες. Είναι οι απαραίτητοι αφανείς ήρωες της βιβλιοπαραγωγής. Γιατί οι μεταφραστές δεν είναι πλέον αφανείς, συνήθως τα ονόματά τους φιγουράρουν στα εξώφυλλα των βιβλίων τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για την «ορατότητα του μεταφραστή», όπως λένε στη μεταφρασεολογία. Εμένα αυτό δεν μου πολυαρέσει: το κοινό τελικά μάλλον μαθαίνει να θεωρεί καλούς τους παραγωγικούς μεταφραστές, αυτούς που βλέπει συχνά το όνομά τους.
H μετάφραση, ειδικά της λογοτεχνίας, είναι, συνήθως και σε γενικές γραμμές, υψηλού επιπέδου στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν σεμινάρια, μεταπτυχιακά, συνέδρια και άλλα πολλά. Υπάρχει και το Διαδίκτυο που βοηθά τον υποψιασμένο και προσεχτικό μεταφραστή να βρίσκει γρήγορα απαντήσεις για λέξεις ή πράγματα που συναντά στο πρωτότυπο και για τα οποία έχει παντελή άγνοια. Είτε να προσφύγει γρήγορα σε ομότεχνούς ή/και στον συγγραφέα (εάν βρίσκεται εν ζωή). Και να σπάει κάπως τη μοναξιά του, συνθήκη που δεν ευνοεί τελικά τη δημιουργικότητα· μην ακούτε τι λένε!
Είχα την τύχη να γνωρίσω την τέχνη της μετάφρασης. Και την τόλμη να την κάνω σύντροφό μου. Τρία Τ. Ο απολογισμός θετικός. (Μέχρι τώρα).
Πειραιάς, εννέα Απριλίου του 2021