Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

«Εγώ, το κείμενο και το παράθυρο»

Ξεκίνησα να μεταφράζω πριν από 40 χρόνια σε μία προσπάθεια απομόνωσης από τη ζοφερή σοβιετική πραγματικότητα όπου ζούσα, αναζητώντας μία διέξοδο πνευματική. Το πρώτο βιβλίο που μετάφρασα ήταν τα Θεμέλια του ιδεαλισμού του σπουδαίου π. Πάβελ Φλορένσκι, το οποίο, μετά από αρκετές αναθεωρήσεις, θα κυκλοφορήσει φέτος. Έκτοτε, έχουν περάσει πολλά χρόνια και πάρα πολλά βιβλία από το γραφείο μου.

Όταν μεταφράζω είμαι εγώ, το κείμενο και το παράθυρο. Σαν να σταματάει ο χρόνος και μερικές φορές σαν να γυρίζει πίσω, στην εποχή που γράφτηκε το βιβλίο που μεταφράζω. Η μοναδική παρέκκλιση από το κείμενο είναι η προσφυγή σε άλλα βιβλία, από τα οποία μπορώ να αντλήσω πληροφορίες για τις πραγματολογικές υποσημειώσεις ή για τον πρόλογο που θα γράψω. Η διαδικασία είναι η ίδια κάθε μέρα. Τουλάχιστον για έξι ώρες σταματάει να υπάρχει ο έξω κόσμος και τότε «ζω» με το βιβλίο, τον συγγραφέα, τους ήρωες και τα γεγονότα (αν πρόκειται για λογοτεχνικό) ή τις ιδέες, τις προτάσεις, τους στοχασμούς (αν πρόκειται για δοκίμιο).

Η σύγχρονη τεχνολογία είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για να παρακολουθείς όχι μόνο τις νέες εκδόσεις στη χώρα καταγωγής των βιβλίων, αλλά και τη δημόσια συζήτηση που γίνεται γύρω από αυτά, την εκδοτική κίνηση, τις κριτικές και τις παρουσιάσεις. Προσωπικά, εκτός των προσωπικών γνωριμιών με πολλούς σύγχρονους συγγραφείς και στοχαστές της Ρωσίας, είμαι μέλος σε διάφορες ομάδες στο facebook και στο Вконтакте, συνδρομητής σε πολλά ηλεκτρονικά περιοδικά, καθώς επίσης διατηρώ και τακτική αλληλογραφία με Ινστιτούτα, πανεπιστημιακές σχόλες και λογοτεχνικά πρακτορεία. Έτσι, επιλέγω τι θα διαβάσω και, αν χρειαστεί, να προτείνω. Μέχρι σήμερα, ευτυχώς, οι προτάσεις που είχα από εκδότες συνέπιπταν με τις δικές μου επιλογές. Κατά το παρελθόν μετάφρασα αρκετά βιβλία έτσι. Συνήθως, όμως, πρότεινα σε εκδότες διάφορα βιβλία και αποδέχονταν τις προτάσεις μου.

Το πρόβλημα με τα ρωσικά γράμματα (λογοτεχνία και δοκίμιο), είναι πως στη χώρα μας υπάρχει μία παγιωμένη αντίληψη πως αυτή περιορίζεται στους τρεις-τέσσερις διάσημους κλασικούς συγγραφείς και πολλοί εκδότες είναι επιφυλακτικοί απέναντι στους υπόλοιπους, με μοναδικές εξαιρέσεις, ίσως, τα έργα όσων έχουν βραβευτεί με Νομπέλ ή άλλα διεθνή βραβεία, καθώς επίσης και εκείνων των δημιουργών που γίνεται θόρυβος γύρω από το όνομα τους στη Δύση. Έτσι, όμως, παρέμεινε για πολλές δεκαετίες άγνωστος στη χώρα μας ο δημιουργημένος στις κατακόμβες της ρωσικής κοινωνίας του 20ού αιώνα λογοτεχνικός πλούτος πολύ σημαντικών δημιουργών, τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στο δοκίμιο. Πολλές από τις προτάσεις που έκανα απορρίφθηκαν από εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι ως επιχειρήσεις πρέπει να λαμβάνουν πάντα υπ’ όψιν τους τη σχέση κόστους-οφέλους αλλά και να αναλαμβάνουν το ρίσκο για την έκδοση ενός βιβλίου «άγνωστου» συγγραφέα.

Αυτός ήταν ο λόγος που ίδρυσα τις εκδόσεις s@mizdat (όρος που μεταφράζεται ως «αυτοέκδοση», αλλά σηματοδοτεί το μεγάλο κίνημα της μη λογοκριμένης τέχνης στην Ε.Σ.Σ.Δ.) και το περιοδικό «Στέπα», την τρίμηνη αυτή έκδοση που είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στον ρωσικό πολιτισμό. Τα τελευταία χρόνια οι εκδόσεις s@mizdat έχουν εκδώσει 75 τίτλους με έργα Ρώσων λογοτεχνών, ποιητών, δραματουργών και στοχαστών, εμπλουτίζοντας έτσι τη σχετική βιβλιογραφία. Στόχος των εκδόσεων s@mizdat, είναι να φέρουν σε επαφή τον Έλληνα αναγνώστη με τις θαυμάσιες, αλλά άγνωστες σελίδες των ρωσικών γραμμάτων, να ανοίξουν νέους δρόμους και να «καλλιεργήσουν» ένα κοινό της σημερινής αλλά και των μελλοντικών γενιών. Αυτό με φέρνει στη θέση του μεταφραστή, του επιμελητή και του εκδότη ταυτόχρονα. Αναμφίβολα, είναι μία δύσκολη θέση αλλά, ως γνωστόν, το κείμενο προχωράει όχι με το μολύβι, αλλά με τη σβηστήρα και, στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφερθώ στην ανεκτίμητη βοήθεια των πρώτων αναγνωστών, των ανθρώπων εκείνων που διαβάζουν το βιβλίο πριν τυπωθεί και κάνουν πολύτιμες παρατηρήσεις και διορθώσεις. Είναι όλοι φίλοι των γραμμάτων και αυστηροί κριτές. Με πολλούς από αυτούς συζητώ και το ζήτημα των επιλογών, άλλοτε ανάλογα με τη συγκυρία και άλλοτε ανάλογα με τα «κενά» που εντοπίζονται σε κάθε τομέα.

Συζητώντας με πολλούς καλούς συναδέλφους μεταφραστές, κάθε απροκατάληπτος άνθρωπος θα διαπιστώσει πως στην Ελλάδα το επάγγελμα του μεταφραστή μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται. Πολλοί εκδοτικοί οίκοι γράφουν το όνομα του μεταφραστή στο εξώφυλλο, πράγμα δίκαιο αφού αυτός δημιουργεί, χτίζει τη «γέφυρα» ανάμεσα στον δημιουργό και τον αναγνώστη, αλλά συμβάλλει και στην διαπολιτισμική επικοινωνία, τόσο αναγκαία για την κατανόηση του Άλλου σήμερα. Κοντολογίς, θα έλεγα πως οι μεταφραστές είναι οι τελευταίοι μεγάλοι και πραγματικοί διεθνιστές. Ωστόσο, είναι ταυτόχρονα ένα επάγγελμα δύσκολο, υποαμειβόμενο και επισφαλές. Κανείς δεν διασφαλίζει πως ο μεταφραστής θα έχει συνεχώς δουλειά. Ο ίδιος αναλαμβάνει το κόστος της κοινωνικής του ασφάλισης και με δεδομένες τις αμοιβές που υπάρχουν, το κόστος ζωής και τις απλές βιοτικές ανάγκες που πρέπει να καλύψει, ο σημερινός μεταφραστής υποχρεώνεται σε έναν «λιτό βίο». Παρά την πληθώρα της μεταφρασμένης λογοτεχνίας που εκδίδεται στη χώρα μας, η μεταφραστική κοινότητα αποτελείται από ανθρώπους που με δυσκολία βγάζουν τον μήνα. Ένα επιπλέον πρόβλημα έχει να κάνει με τα πνευματικά δικαιώματα της μετάφρασης, τα οποία κατά τη συνήθη πρακτική στη χώρα μας παραχωρούνται εφάπαξ στον εκδότη, ανεξάρτητα από τις επανεκδόσεις του τίτλου. Η μετάφραση μπορεί να θεωρείται επάγγελμα στην Ελλάδα, υπάρχει όμως χάρη στο μεράκι και την αυταπάρνηση πάρα πολλών μεταφραστών, οι οποίοι είναι και οι στυλοβάτες της εκδοτικής αγοράς. Με τη διάδοση του διαδικτύου, εμφανίστηκαν τα πρώτα blogs με βιβλιογραφικό περιεχόμενο. Αρκετοί χρήστες άρχισαν να δημοσιεύουν τις σκέψεις τους σχετικά με ένα βιβλίο που διάβασαν και να ανταλλάσουν απόψεις με άλλους. Η έλευση των Σελίδων Κοινωνικής Δικτύωσης, έδωσε περαιτέρω ώθηση σε αυτή την ανταλλαγή απόψεων. Σήμερα στο facebook υπάρχουν πολλές ομάδες, τα μέλη των οποίων προτείνουν και συζητούν διάφορα βιβλία. Αναμφίβολα είναι ένα θετικό φαινόμενο, παρά τις εντάσεις (και τις παρεξηγήσεις) που προκύπτουν μοιραία, όταν συναντιούνται άνθρωποι με διαφορετικές διαδρομές, εμπειρίες και απόψεις. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως το φαινόμενο αυτό ενίσχυσε ή συνέβαλε στην άνοδο της κριτικής (πράγμα που εξετάσατε ως Φρέαρ σε προηγούμενη έκδοσή σας με ιδιαίτερα σημαντικά κείμενα). Εξάλλου, σκοπός αυτών των ομάδων είναι η ανταλλαγή απόψεων αναγνωστών και όχι κριτικών. Στο ερώτημα αν το διαδίκτυο επηρεάζει τη λογοτεχνία, η απάντηση είναι απλή: την καλή λογοτεχνία, τη λογοτεχνία που γράφεται με «τα σπλάχνα» του λογοτέχνη, δεν την επηρεάζει, γιατί η συγγραφική διαδικασία είναι περίπλοκη και δεν υπόκειται στους «νόμους της δημοφιλίας» των Σ.Κ.Δ. Ίσως, να επηρεάζει την κακή λογοτεχνία, ωστόσο, όταν λειτουργείς με όρους «αγοράς» και θέλεις να συμπλεύσεις με το γούστο συγκεκριμένων ομάδων του αναγνωστικού κοινού, τότε μοιραία θα υποκύψεις σε αυτό το γούστο. Αυτό, όμως, δεν έχει να κάνει με την αληθινή και πρωτότυπη συγγραφή, αλλά μάλλον με τη γραφομανία.

Κύλιση στην κορυφή