Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Γιάννης Μπαλαμπανίδης

Η πολιτική ορθότητα, από τα αμερικανικά κάμπους μέχρι τη μικρή μας χώρα

Σε μια από τις μουσικές παραστάσεις του Φοίβου Δεληβοριά ακουγόταν η χιουμοριστική, «πολιτικώς ορθή» διασκευή του «Ένα το χελιδόνι». Ορισμένοι από τους παραλλαγμένους στίχους ήταν αυτοί: «Ένα το αποδημητικό πουλί» (ενάντια στον αποκλεισμό και τις διακρίσεις σε βάρος των άλλων πουλιών), «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει αξιοπρεπή εργασία για όλους» (θα προσθέταμε: όλους/όλες), ενώ αντί του «Θεέ μου πρωτομάστορα» γινόταν επίκληση στην «Ανώτερη δύναμη στην οποία κάποιοι πιστεύουν και κάποιοι όχι» (καθώς θα πρέπει να σεβόμαστε τις θρησκευτικές ή αγνωστικιστικές πεποιθήσεις όλων σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία). Ένα ευφυές δείγμα σαρκασμού των υπερβολών της πολιτικής ορθότητας, αλλά στο πλαίσιο μιας παράστασης διανθισμένης με απολύτως πολιτικά ορθό χιούμορ, που δεν ξεπέφτει σε φτηνά αστεία για χοντρούς, άσχημες, αδελφές και Αλβανούς, όπως συνηθίζεται στα δελφινάρια όπου υψώνονται τα λάβαρα του αγώνα ενάντια στην «καταπιεστική» πολιτική ορθότητα. Είναι, αλήθεια, η πολιτική ορθότητα μια τυραννική ιδέα; Και για ποιους;

Από τις πιο αμφιλεγόμενες έννοιες της εποχής μας, είναι όμως και κάτι παραπάνω: ένας δείκτης πολιτικής κουλτούρας, που διαμορφώνει και αποτυπώνει συλλογικές στάσεις και ατομικές συμπεριφορές. Είναι, ταυτόχρονα, ένα επίδικο στη δημόσια σφαίρα, όπου αναπτύσσονται εκατέρωθεν επιχειρήματα υπέρ ή κατά, με τα οποία θα πρέπει να αναμετρηθεί κανείς, με όποια πλευρά και αν συντάσσεται. Πάντως, η πολιτική ορθότητα έχει την ύψιστη αρετή ότι δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο.

Στα 1970-1980, η έννοια χρησιμοποιούνταν πολύ διαφορετικά από τη Νέα Αριστερά, τα φεμινιστικά κινήματα και τα κινήματα της Black Power, για να σαρκάσει τους αριστερούς που προσκολλούνταν δογματικά στην ορθοδοξία της «γραμμής». Ωστόσο, η λαμπρή καριέρα της ξεκίνησε το 1990, όταν ο συντηρητικός συγγραφέας Ρίτσαρντ Μπερνστάιν τη χρησιμοποίησε με σκοπό να κατακρίνει την προσπάθεια της (πανεπιστημιακής) Αριστεράς των ΗΠΑ να προωθήσει την πολυπολιτισμικότητα και τις θετικές διακρίσεις, να αντιταχθεί στη ρητορική μίσους και να επερωτήσει την κυρίαρχη κουλτούρα των προνομιούχων λευκών χριστιανών ανδρών. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, συντηρητικά think-tanks είχαν ξεκινήσει την επίθεση εναντίον της στο πλαίσιο μιας ρητορικής περί «παρακμής του δυτικού πολιτισμού». Το 1987 δημοσιεύθηκε το βιβλίο του Allan Bloom The Closing of the American Mind, μια πολεμική ενάντια στην αμερικανική ακαδημαϊκή Αριστερά και το λεξιλόγιό της. Στις 24 Δεκεμβρίου 1990, το περιοδικό Newsweek κυκλοφορούσε με εξώφυλλο που προειδοποιούσε: «Προσέχετε τι λέτε», θέτοντας το ερώτημα εάν η πολιτική ορθότητα είναι ένας νέος Διαφωτισμός ή ένας νέος μακαρθισμός· η πολιτική ορθότητα περιγραφόταν ως τεχνούργημα των μειονοτικών οργανώσεων, των φοιτητών, των φεμινιστριών και των ομοφυλοφίλων, ως πολιτικό πρόγραμμα μιας ριζοσπαστικής γενιάς των αμερικανικών πανεπιστημιακών κάμπους, η οποία είχε μεγαλώσει στα 60s και ασκούσε πολιτισμική επιρροή μεγαλύτερη απ’ ό,τι της αναλογούσε[1]Valerie Scatamburlo-D’Annibale, «The “Culture Wars” Reloaded: Trump, Anti-Political Correctness and the Right’s “Free Speech” Hypocrisy», Journal for Critical Education Policy Studies, τόμ. 17, νο. 1, σελ. 69-119, Απρίλιος 2019..

Όλα μπορούν να λεχθούν;

Η πολιτική ορθότητα αποτελεί παράδοξο: είναι ιδέα-γέννημα μιας υπερφιλελεύθερης εποχής, καθώς δεδηλωμένος σκοπός της είναι να προστατεύσει την ελευθερία των πιο αδύναμων, και δη των κάθε είδους μειονοτήτων, από τη λεκτική-συμβολική επιβολή της πλειοψηφίας· και επιδιώκει να το πετύχει θέτοντας όρια στον λόγο, κάτι που φαινομενικά αντιβαίνει σε ένα βασικό κεκτημένο του φιλελεύθερου πολιτισμού: την ελευθερία του λόγου. Εξού και υφίσταται κριτική τόσο από μια σκοπιά επιφυλακτική προς τον «υπερβολικό» φιλελευθερισμό όσο και από πιο κλασικά φιλελεύθερες θέσεις.

Οι πιο σφοδροί πολέμιοί της ισχυρίζονται ότι αποτελεί κληρονομιά του 1968, μια παθολογία της φιλελεύθερης κουλτούρας των χίπηδων, που συνδυάζει τον «εφηβικό» ανέμελο ψυχισμό με την αποθέωση των ατομικών δικαιωμάτων –«δικαιωματισμός» είναι ο πολεμικός όρος που χρησιμοποιείται. Σε αυτήν την κλασική κριτική προς το πνεύμα του ’68, που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970, είναι εμφανής ο ψυχολογικός αναγωγισμός, επικαιροποιημένος όμως τώρα: η πολιτική ορθότητα περιγράφεται ως η πιο πρόσφατη εκδοχή της ναρκισσιστικής φαντασίωσης ενός απολύτως φιλελεύθερου και εξισωτικού υποκειμένου, το οποίο κατασκευάζει μια «κοινότητα» ασφάλειας την ίδια στιγμή που απαγορεύει ακόμη και να διατυπώνονται ερωτήματα όπως «Μπορεί να υπάρχει ρατσισμός ενάντια στους λευκούς;» ή «Ποιο είναι το θηλυκό ισοδύναμο του μισογυνισμού και γιατί δεν έχουμε λέξη για αυτό;»[2]John Miller, «The Cold War and the Rise of Political Correctness», Psychotherapy and Politics International, τόμ. 7 (1), σελ. 57-62, 2009.

Τα «παιδιά της πολιτικής ορθότητας» αισθάνονται, υποτίθεται, μια συμβολική απειλή από άβολες ιδέες. Για τις «χιονονιφάδες» (snowflakes: όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι «υπερευαίσθητοι» μιλένιαλς, νεοσυντηρητικής και δη τραμπικής κοπής) ισχύει ότι ο Πατέρας, ο νόμος του πατέρα, έκλεψε την αγάπη της μητέρας από όλους όσοι δεν είναι σαν αυτόν: διεμφυλικοί, ομοφυλόφιλοι, έγχρωμοι, πρόσφυγες, ανάπηροι κ.λπ. Το μίσος για τον Πατέρα μετατρέπεται σε απροϋπόθετη αγάπη για τους περιθωριοποιημένους[3]Howard S. Schwartz, «The Children of Political Correctness», Acad. Quest., νο. 32, σελ. 372-383, 2019.. Κάπως έτσι όμως, συνεχίζει το επιχείρημα, ο «δυτικός πολιτισμός» διαβρώθηκε εκ των έσω, έχασε την πίστη του σε εγκαθιδρυμένες ιεραρχίες, εκθηλύνθηκε. Η πολιτική ορθότητα, σημάδι παρακμής, είναι ένας οργουελικός λογοθετικός μηχανισμός, όπλο στη φαρέτρα ομάδων που αυτοθυματοποιούνται ή υπερ-φιλελεύθερων ελίτ, για να μη θίγεται η εξατομικευμένη μεσοστρωματική μακαριότητα, να διασφαλίζεται μια ζωή χωρίς άβολες καταστάσεις. Δεν έχει άδικο όποιος ακούει εδώ τις αντηχήσεις μιας λογοτεχνίας σε ύφος Μισέλ Ουελμπέκ ή τον λόγο δημόσιων διανοουμένων σαν τον Ερίκ Ζεμούρ.

Πιο κλασικά φιλελεύθερες απόψεις υποδεικνύουν τον κίνδυνο ενός νέου κομφορμισμού, την αστυνόμευση της αποκλίνουσας άποψης και την καταστολή «μη αποδεκτών» ιδεών, που ωστόσο είναι ζωτικές για να προχωρά ο δημόσιος διάλογος. Ο δρόμος από μια «κοινωνική σύμβαση περιορισμού» μέχρι την «αυτολογοκρισία», υποστηρίζουν, είναι σύντομος[4]Glenn Loury, «Self-censorship in public discourse. A theory of “Political correctness” and related phenomena», Rationality and Society, τόμ. 6, νο. 4, σελ. 428-461, Οκτώβριος 1994.. Όποιος επιχειρεί να εκφράσει μια άποψη που δεν γίνεται αποδεκτή από την «κοινότητα», χαρακτηρίζεται ως αντιδραστικός από την «αστυνομία σκέψης». Ορισμένοι θεωρούν ακόμη ότι η ανάδυση μιας κουλτούρας αυτοθυματοποίησης είναι ασύμβατη με τα θεμελιώδη του φιλελευθερισμού, καθόσον θεωρεί την ταυτότητα μιας ομάδας (βάσει ορισμένων κοινών χαρακτηριστικών φύλου, σεξουαλικής προτίμησης, φυλής κ.λπ.) πιο σημαντική από τα ατομικά χαρακτηριστικά –πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τη βασική προκείμενη του φιλελευθερισμού, ο οποίος επιδιώκει να απελευθερώσει το άτομο από τα δεσμά που επιβάλλει η καταγωγή του. Πολλώ μάλλον που το στάτους του «θύματος» δημιουργεί γύρω από αυτές τις ομάδες μια υγειονομική ζώνη, καθιστώντας τες απρόσβλητες από την κριτική, η οποία όμως οφείλει να μπορεί να απευθύνεται προς όλους. Η φιλελεύθερη δημοκρατία μετατρέπεται σε θυματο-κρατία (victimocracy[5]David G. Green, We’re (Nearly) All Victims Now! How political correctness is undermining our liberal culture, Civitas: Institute for the Study of Civil Society, Λονδίνο 2006.) και ο κοινός δεσμός υποσκάπτεται από τη δικαιωματοκρατική διεκδίκηση επιμέρους ταυτοτήτων-κοινοτήτων.

Πρόκειται για εκδοχές του αιώνιου ερωτήματος τι μπορεί να λεχθεί στον δημόσιο χώρο και τι όχι. Από τη σκοπιά του φιλελευθερισμού, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ο πληθωρισμός του δημόσιου λόγου, η διάχυση και η πλήρης απελευθέρωσή του, από τα σόσιαλ μίντια έως τα «εναλλακτικά» σάιτ, ακόμη και όταν όχι σπάνια παρεκτρέπεται, δεν μπορεί να ελέγχεται δικαστικά –ποιος νομοθέτης ή δικαστής δικαιούται να θέσει αυθαίρετα όρια στην ελευθερία του λόγου; Αυτό σημαίνει όμως ότι η ελευθερία του λόγου δεν έχει κανένα όριο; Ασφαλώς όχι. Η αρετή της πολιτικής ορθότητας είναι ακριβώς ότι αποτελεί έναν «άτυπο» μηχανισμό όχι κυρώσεων ή λογοκρισίας αλλά δημοκρατικού αυτοπεριορισμού, χάρις στον οποίο η δημόσια σφαίρα μπορεί να πλαισιωθεί από μια παιδαγωγική της ελευθερίας έκφρασης που διασφαλίζει πως ό,τι λέγεται δημοσίως δεν υπονομεύει την πολιτική κοινότητα των καταρχήν ίσων πολιτών. Δεν είναι «αστυνομική» πρακτική, αλλά η αποτύπωση ορίων που τίθενται συλλογικά, μέσα από συγκρούσεις στον δημοκρατικό δημόσιο χώρο, ως προς το τι μπορεί να λέει κανείς χωρίς να προσβάλει τον πυρήνα των δικαιωμάτων των άλλων, ιδίως των πιο ευάλωτων. Ο νεοζηλανδός θεατρολόγος Chris Balme το έχει εύστοχα ονομάσει «κατώφλια ανεκτικότητας» (thresholds of tolerance[6]Christopher Balme, Performance and the Politics of Space, Routledge, 2012.).

Όπως έχουμε ασκηθεί να λέμε καλημέρα αντί να φανερώνουμε στους άλλους τις αληθινές μας σκέψεις, για να διασφαλίσουμε ότι η μέρα δεν θα ξεκινάει με αιματηρά επεισόδια, έτσι η πολιτική ορθότητα θέτει «εθιμικά» όρια για να συνεχίζουμε να ζούμε εν κοινωνία και να προστατεύεται ο κοινός δεσμός, ιδίως όταν ο λόγος των ισχυρών προσβάλλει ευθέως τους πιο αδύναμους –εξάλλου ξέρουμε ότι οι λέξεις είναι πράξεις. Το επιχείρημα περί περιστολής της ελευθερίας ισχύει και αντίστροφα: όταν κανείς διατυπώνει στον δημόσιο χώρο κάτι που θεωρείται μη ορθό από πολλούς άλλους, το όπλο που συχνά βγάζει από τη φαρέτρα του ενάντια στην κριτική είναι ακριβώς αυτό: «Είστε θύματα της πολιτικής ορθότητας και καταπιέζετε την ελεύθερη έκφραση». Ωστόσο, η πολιτική ορθότητα είναι μια διαρκής διερώτηση για τα όρια αυτού που λέω και κάνω –τι θα σημαίνει για τους άλλους, ειδικά τους πιο αδύναμους και αντικειμενικά ευάλωτους, εάν πω ή πράξω το τάδε ή το δείνα; Μια στάθμιση δηλαδή της πολύτιμης ατομικής ελευθερίας έκφρασης με την προστασία των κοινών δεσμών, με τη μη προσβολή των πιο αδύναμων, εν τέλει μια μέριμνα για τη θέση του Άλλου[7]Janella Reinelt, «The Performance of Political Correctness», Theatre Research International, νο. 36, σελ. 134-147, 2011..

Πολιτική μέσα στις λέξεις

Η πολιτική ορθότητα είναι πολιτική μέσα στις λέξεις. Οι αντιμαχόμενες πλευρές εμπλέκονται σε μια σύγκρουση για τα όρια της γλώσσας, δηλαδή για τις αναπαραστάσεις του κόσμου μας. Η διένεξη περί πολιτικής ορθότητας εντάσσεται στο πλαίσιο της «πολιτισμικής στροφής» –κατ’ αναλογία της «γλωσσικής στροφής»– προς πολιτικές της αναγνώρισης, της ταυτότητας και της διαφοράς[8]Οπως υποστηρίζει ο Norman Fairclough, «“Political Correctness”: the Politics of Culture and Language», Discourse Society, 14: 17, 2003, ακολουθώντας τη μείζονα συμβολή του Raymond Williams, Culture, Fontana, Λονδίνο 1981.. Ένας κοινωνικός κονστρουκτιβισμός, που υποστηρίζει ότι η αλλαγή στον λόγο μπορεί να οδηγεί σε αλλαγή στις κοινωνικές πρακτικές. Αν ισχύει αυτό, τότε στη διένεξη εμπλέκονται πολιτικές στρατηγικές, έξεις και συλλογικές νοοτροπίες, θεσμοί και αγώνες ηγεμονίας και αντι-ηγεμονίας. Με άλλα λόγια, κλασικά στοιχεία του πολιτικού παιγνίου.

Δεν είναι, επομένως, τυχαίο ότι η διένεξη πολιτικοποιείται, αποκτά χαρακτηριστικά αυτού που στην Αμερική ονομάζεται «πόλεμος κουλτούρας» (cultural war). Στο κατεξοχήν πολιτικό εργαστήρι της εποχής μας, στις ΗΠΑ, οι πιο φανατικοί πολέμιοι της πολιτικής ορθότητας είναι εν πολλοίς οπαδοί του Τραμπ, λευκοί θρησκευόμενοι και μεγαλύτερης ηλικίας. Οι πιο θερμοί υπέρμαχοί της είναι οι millennials και η γενιά Ζ, τα παιδιά και τα εγγόνια των «δικαιωματικών» χίπηδων του 1968. Η πολιτική ορθότητα απλώς ταιριάζει σε αυτές τις γενιές, που τείνουν να τάσσονται υπέρ της εθνοτικής-φυλετικής ποικιλότητας, να είναι αξιακά περισσότερο φιλελεύθερες από τις προηγούμενες, να αναπτύσσουν ισχυρή οικολογική συνείδηση και να αποδέχονται την πολιτική ορθότητα ως οριοθέτηση του δημόσιου λόγου.

Πάλι το παράδοξο: οι παλαιότερες (νεο)συντηρητικές γενιές, μέχρι και η alt-right, τείνουν να είναι υπέρ της απόλυτης ελευθερίας του λόγου, ενώ οι νεότεροι, που παίρνουν τη σκυτάλη της «σιωπηρής» αξιακής επανάστασης των boomers του ’60, αποδέχονται ορισμένα όρια στην ελευθερία του λόγου ως απαραίτητη προϋπόθεση για την υπεράσπιση της κοινής ζωής. Αποτελεί αμερικανική «ιδιαιτερότητα» ή οικουμενική τάση; Μοιάζουν μακρινά αλλά δεν είναι. Ό,τι συμβαίνει στη «δική μας κοντινή Αμερική» αποτυπώνει τάσεις που μας αφορούν, καθόσον υποδεικνύουν τις μεγάλες οικουμενικες διαιρέσεις των καιρών.

O ιστορικός των ιδεών Mark Lilla δίνει μια ερμηνεία του παράδοξου: με αφορμή τη νίκη του Τραμπ, εκτιμά ότι ο πόλεμος της κουλτούρας δούλεψε τόσο καλά, που τον οικειοποιήθηκε η alt-right. Οι (πολύ αμερικανικές) διενέξεις για το αν πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες δημόσιες τουαλέτες για τους ανθρώπους χωρίς προσδιορισμό φύλου, λέει, έπληξαν τη φιλελεύθερη Αριστερά, κάνοντάς την να φαίνεται ξένη στις πραγματικές ανησυχίες των «κανονικών» ανθρώπων[9]Mark Lilla, «The End of Identity Liberalism», New York Times, 18.11.2016. –οι οποίοι εξεγέρθηκαν ενάντια στη δυναστική πρακτική των υπερφιλελεύθερων προοδευτικών ελίτ να τους υπαγορεύουν τι θα λένε, στην «land of the free». Ισχύει όμως ίσως το αντίθετο: το πρόβλημα δεν ήταν ότι οι Δημοκρατικοί αποξένωσαν τους απλούς Αμερικανούς με τον (ταυτοτικό) ριζοσπαστισμό τους, αλλά ότι δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους να μπει τέλος στην καταπίεση όλων εκείνων των ομάδων υπέρ των οποίων υποτίθεται ότι αγωνίζονταν[10]Jeff Sparrow, Trigger warnings. Political correctness and the rise of the Right, Scribe Publications, 2018..

Όσοι υφίστανται πολλαπλές και σκληρές διακρίσεις, οργανώνονται σε ομάδες-κοινότητες αντίδρασης. Κάθε πολιτικό κίνημα αναγνώρισης, στη φάση της αρχικής ριζοσπαστικοποίησης, συμβαίνει να υιοθετεί συχνά «ακραίες» πρακτικές –αρκεί να αναλογιστούμε την ιστορία του φεμινισμού, του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή του αντιαποικιακού. Υπό αυτήν την έννοια, η αποκαθήλωση του αγάλματος του δουλέμπορου Έντουαρντ Κόλστον στο Μπρίστολ ή του βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου ΙΙ, που κατέκτησε το Κονγκό σφαγιάζοντας τον πληθυσμό του, όπως το αίτημα όχι να αφαιρεθούν αλλά να πλαισιωθούν οι ρατσιστικές αναφορές στο Όσα παίρνει ο άνεμος ή οι αντισημιτικές στον Σαίξπηρ, μπορεί να μοιάζουν «υπερβολές» της πολιτικής ορθότητας, που θα πρέπει όμως να τις συζητήσουμε χωρίς να πετάμε το μωρό μαζί με τα νερά.

Μπορούμε ασφαλώς να συζητάμε και να συγκρουόμαστε για κάθε επιμέρους εκδήλωση της πολιτικής ορθότητας, να την επιδοκιμάζουμε ή να την κατακρίνουμε, ιδίως όταν εργαλειοποιείται για σκοπούς πράγματι λογοκριτικούς. Ωστόσο, οφείλουμε επί της αρχής να την υποστηρίζουμε, ακριβώς στο βαθμό που καλλιεργεί μια κουλτούρα διαρκούς αναστοχασμού των ορίων του ατομικού και συλλογικού μας λόγου (δηλαδή: πράξης), η οποία εγγράφεται απολύτως στην αυτο-κριτική παράδοση του φιλελεύθερου δυτικού πολιτισμού που συμμεριζόμαστε. Εξάλλου, υπάρχει πράγματι ένα όριο στην ελευθερία της έκφρασης που (θα έπρεπε να) είναι απαράβατο, το οποίο είχε σκιαγραφήσει ο βρετανός συγγραφέας σερ Τέρι Πράτσετ μιλώντας για τη σάτιρα, δηλαδή για εκείνο το είδος λόγου στο οποίο αναγνωρίζουμε τη μεγαλύτερη ελευθερία: «Η σάτιρα έχει σκοπό να γελοιοποιήσει την εξουσία. Όταν γελάς με ανθρώπους που πληγώνονται, αυτό δεν είναι σάτιρα, είναι εκφοβισμός».

Υποσημειώσεις[+]

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή