© Ζωγραφική: Κώστας Σιαφάκας

Κώστας Σιαφάκας

«Η Τέχνη είναι φύσει διαφεύγουσα και ανθίζει μόνο στον θαυμαστό κήπο της αυτοαναίρεσής της»

α. Πώς μπήκατε στη ζωγραφική, ποιες ήταν οι αφορμές, οι δάσκαλοι, οι επιρροές, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας από άποψη θεματικών/υλικών/τεχνικής;

Δεν «μπήκα» στη Ζωγραφική κάποια ορισμένη και καταγεγραμμένη στιγμή. Ζωγραφίζω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Πρόκειται για μια σχέση πάγια και φυσικήˑ σαν τη δύναμη του Οβελίξ, που έπεσε μέσα στη χύτρα με το μαγικό φίλτρο όταν ήταν μωρό. Αργότερα, αποφάσισα να σπουδάσω Ζωγραφική για να ενισχύσω, μέσω της γνώσης, την αγάπη μου γι’ αυτήν. Πέρασα στη Σχολή Καλών Τεχνών, έκανα παρέα με ζωγράφους, γυρνοβολούσα στις γκαλερί και τις πινακοθήκες των Αθηνών. Στο φροντιστήριο, ως υποψήφιος, και στη Σχολή, ως φοιτητής, έμαθα πολλά. Οι δάσκαλοί μου (Άνθη Τομαρά, Κώστας Αργύρης, Δημήτρης Φώτου, Δημήτρης Μυταράς, Ζαχαρίας Αρβανίτης, Άγγελος Αντωνόπουλος, Μάγδα Σιάμκουρη) και οι φίλοι και συμφοιτητές μου (Μπάμπης Μοσχοβίτης, Ανδρέας Πατράκης, Αγγελική Σαμοΐλη, Βασίλης Μαντζούκης, Αλέκος Κυραρίνης, Άννα Ανταλουδάκη, Φώτης Μπεγέτης κ.ά.) συνετέλεσαν στη διαμόρφωση ενός κλίματος που ευνόησε τη γνώση και έναν γόνιμο συναγωνισμό. Μετά τις σπουδές, όπως κάθε νεοφώτιστο καλλιτέχνη, με περίμενε η μοναξιά και η αγωνία της επαγγελματικής αποκατάστασης. Προκειμένου να αποδεσμεύσω την καλλιτεχνική μου ιδιότητα από τον βιοπορισμό, αλλά και από αγάπη για τη διδασκαλία της Τέχνης, επέλεξα να υπηρετήσω στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Διορίστηκα στο Γυμνάσιο της Κύθνου και, παράλληλα με την εργασία στο Σχολείο, ζωγράφιζα καθημερινά και διάβαζα λογοτεχνία και κείμενα για την τέχνη. Εκείνα τα χρόνια πραγματοποίησα κάποια ταξίδια στην Ευρώπη και είδα Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ, Μοράντι στη Μπολόνια, Κλέε στη Βέρνη, Σίλε και Κλιμτ στη Βιέννη. Παθιάστηκα με τον Μοράντι, τον Σεζάν, τον Τζιακομέτι, ενώ ταυτόχρονα θαύμαζα τον Μαγκρίτ και, φυσικά, τον Πικάσο. Ανακάλυψα τον Έσερ και τον Κουμπίν και βυθίστηκα στις σελίδες βιβλίων με αναπαραγωγές ιαπωνικών έργων: Χοκουσάι, Χιροσίγκε, Ουταμάρο, Κιγιονάγκα, Χαρουνόμπου, Τογιοκούνι, Σαράκου κ.ά. Απομονωμένος στο νησί, ζωγράφισα και σχεδίασα ποικίλα θέματα εκ του φυσικού για μια πενταετία, με κυρίαρχα υλικά το λάδι και το μολύβι, προσπαθώντας να δημιουργήσω τις ιδανικές μου συνθέσεις: εικόνες του κόσμου που ξεφεύγουν από τον δαίμονα χρόνο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, απομακρύνθηκα, σταδιακά, από την εκ του φυσικού ζωγραφική αναπαράσταση και, επηρεασμένος από τον Υπερρεαλισμό και τη Λογοτεχνία, άρχισα να ζωγραφίζω με μολύβι, δίνοντας προτεραιότητα στην οπτική μνήμη και τη φαντασία μου. Στην αρχή, λογάριαζα τις πρώτες μου ζωγραφιές ως σχέδια που θα με οδηγούσαν στο χρώμα. Στη συνέχεια, διαπίστωσα ότι αυτά τα «σχέδια» άρχισαν να συγκροτούν μια ενότητα έργων στην οποία όφειλα να αφιερωθώ ανεξάρτητα. Σήμερα, μετά την τελευταία μου έκθεση, όπου παρουσίασα μια επιλογή έργων από την εν λόγω ενότητα, νιώθω ελεύθερος, ανένταχτος και έτοιμος να ζωγραφίσω με ακόμα λιγότερες προθέσεις. Επενδύω μόνο στη ζωγραφική μέθεξη και τη συνεπακόλουθη ευτυχία, οι οποίες επιτυγχάνονται με τη μοναχική και ενστικτώδη δημιουργία, μακριά από οποιονδήποτε εξωζωγραφικό σκοπό. Παράλληλα, συνεχίζω να γράφω και να δημοσιεύω κείμενα, κριτικά και λογοτεχνικά, απολαμβάνοντας την ταυτόχρονη έλξη μου από τη Γραφή και τη Ζωγραφική. Απόλυτο σεβασμό και θαυμασμό τρέφω για τη Ζωγραφική της Αναγέννησης στη Βόρεια Ευρώπη, κυρίως για τον Άλμπρεχτ Ντύρερ, τον Ιερώνυμο Μπος και τον Γιαν Βαν Άικ, καθώς και για τη Χρυσή Εποχή του Ολλανδικού Μπαρόκ και κυρίως για τον Βερμέερ. Η απαγόρευση των θρησκευτικών εικόνων στις εκκλησίες, την εποχή της Μεταρρύθμισης, οδήγησε στην άνθηση της κοσμικής ζωγραφικής και προσέδωσε στα αστικά θέματα και τις ρωπογραφίες τη μεταφυσική επάρκεια που δικαιούνταν. Έτσι, οι νεκρές φύσεις εκείνης της περιόδου, καθώς και οι φαινομενικά ουδέτερες αναπαραστάσεις της καθημερινής ζωής, φέρουν κρυμμένα αλλά ισχυρά θρησκευτικά σύμβολα και εσωτερικές αφηγήσεις, που ερμηνεύονται ως θεϊκές προειδοποιήσεις και παρεμβάσεις. Η σύνθετη αυτή συγκυρία οδήγησε την Ολλανδική τέχνη του δέκατου έβδομου αιώνα σε μία πρωτοφανή σύζευξη γήινου και ουράνιου στοιχείου, με αποτέλεσμα μια μακρά περίοδο μεγαλουργίας. Ωστόσο, Ο γάμος των Αρνολφίνι, του Βαν Άικ, δύο αιώνες προγενέστερος της Χρυσής Εποχής, είναι, κατά τη γνώμη μου, το αριστούργημα που συγκεντρώνει όλες τις καλλιτεχνικές αρετές όλων των εποχών. Πρόκειται για έργο μαγικό, σύμβολο της ζωγραφικής ιερότητας.

β. Πώς βλέπετε τη σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα και στον κόσμο; Ποιες τάσεις διακρίνετε;

Ένα από τα θετικά του μεταμοντερνισμού και της καλλιτεχνικής πολυμορφίας που επέφερε είναι ότι «άφησαν» τη ζωγραφική για εκείνους που αντιλαμβάνονται τη διαχρονικότητά της. Με τον όρο «διαχρονικότητα» εννοούμε εδώ όχι μόνο τη διάρκεια και την αντοχή στο πέρασμα του χρόνου αλλά, με κάποια φιλολογική ελαστικότητα, και την ιδιότητα της τέχνης να διαπερνά τον χρόνο και να υπερβαίνει τις δεσμεύσεις του. Η απαλλαγή της ζωγραφικής από τις επιταγές της καλλιτεχνικής μόδας και επικαιρότητας, ενίσχυσε, σε παγκόσμιο επίπεδο, τις προϋποθέσεις μιας μετανεωτερικής ζωγραφικής αναγέννησης. Έτσι τα τελευταία χρόνια, σε Ευρώπη και Αμερική, συναντάμε ολοένα και περισσότερους εικαστικούς καλλιτέχνες που επιστρέφουν με ανανεωτικές διαθέσεις στα παραδοσιακά μέσα και διεκδικούν τον επαναπροσδιορισμό τους. Νέες πρακτικές προσεγγίσεις εννοιών όπως ρεαλισμός, παραστατικότητα, αφαίρεση, συμβολισμός κ.τ.λ., σε συνάρτηση με τη γόνιμη πλέον θεωρητική πλαισίωσή τους, ευνόησαν την επάνοδο της ζωγραφικής και σηματοδότησαν την ιστορική συνέχειά της στον 21ο αιώνα. Στην Ελλάδα έχουμε εξαιρετικά ταλαντούχους και εργατικούς νέους ζωγράφους, οι οποίοι, δυστυχώς, είναι εκτεθειμένοι στο αλλοτριωμένο και φθοροποιό περιβάλλον της σύγχρονης Αθήνας. Τα υπερβολικά και επιβεβλημένα ποσοστά των ιδιωτικών γκαλερί από τις πωλήσεις των έργων, η χονδροειδώς και επιπόλαια διαχωρισμένη σε «τάσεις» εικαστική σκηνή, η κοντόφθαλμη και πελατειακή λογική λειτουργίας των κρατικών και δημοτικών εκθεσιακών χώρων, οι εσωτερικές διχόνοιες και οι δυσλειτουργίες της Σχολής Καλών Τεχνών, η απουσία σχετικής μόρφωσης και στοιχειώδους ευαισθησίας από ανθρώπους που λαμβάνουν καθοριστικές αποφάσεις και η διεθνής χρηματιστηριοποίηση της τέχνης, που στη χώρα μας δημιουργεί απελπιστικό συνδυασμό με την έλλειψη παιδείας και τον αποπροσανατολισμό του κοινού, είναι ορισμένοι από τους λόγους που οδηγούν, με μαθηματική ακρίβεια, τους αυθεντικούς καλλιτέχνες στην (αυτο)απομόνωση. Ωστόσο, μιας και ο κόσμος, όπως υποστηρίζει ο Καρλ Πόπερ, επιβίωσε κι έφτασε μέχρι εδώ χάρη στους αισιόδοξούς ανθρώπους, θα ήθελα να ολοκληρώσω την απάντησή μου με την ελπίδα οι αρετές να υπερισχύσουν των αδυναμιών και να εξυγιάνουν την τέχνη και κάθε κοινωνική της διάσταση. Κάτι τέτοιο θα αναδείξει και την πραγματική αξία της σύγχρονης Ελληνικής ζωγραφικής, η οποία δεν βρίσκεται στα παρωχημένα κατάλοιπα του μοντερνισμού ούτε στις κενόδοξες προθέσεις ενός αναφομοίωτου και εκφυλισμένου μεταμοντερνισμού, αλλά στα ενεργά εργαστήρια καλλιτεχνών όπως ο Αλέκος Κυραρίνης, ο Μανώλης Μπιτσάκης, ο Νίκος Μόσχος, ο Ανδρέας Πατράκης, ο Δημήτρης Αναστασίου, ο Γιώργος Σαλταφέρος, ο Τάσος Μαντζαβίνος, ο Βασίλης Παπανικολάου, ο Κώστας Παπανικολάου, ο Κώστας Ανανίδας, ο Ηλίας Παπαηλιάκης, ο Απόστολος Καρακατσάνης, ο Άγγελος Αντωνόπουλος, ο Βαγγέλης Γκόκας, ο Σπύρος Αγγελόπουλος, ο Φάνης Παρασκευουδάκης, η Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, ο Γιώργης Βραχνός, ο Στέφανος Ρόκος, ο Δημήτρης Ρόκος, η Λήδα Κοντογιαννοπούλου, ο Γιώργος Κορδώνης και πολλοί άλλοι. Μία μόνο ματιά σε ενδεικτικά έργα των παραπάνω μάς πείθει για τον πλούτο και το εύρος της σύγχρονης Ελληνικής Ζωγραφικής. Όμως, η πολλαπλότητα των προσεγγίσεων και η ετερογένεια των επιρροών και των επιδιώξεων των ζωγράφων, δεν πρέπει να διαιρούν την καλλιτεχνική ζωή ενός αστικού κέντρου και να δημιουργούν παράλληλες αλλά ξένες μεταξύ τους πορείες. Γι’ αυτά τα φαινόμενα πόλωσης έχουν ευθύνη και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, που, ορισμένες φορές, παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους και τις πράξεις τους. Συχνά ξεχνούν ότι η Τέχνη είναι φύσει διαφεύγουσα και ανθίζει μόνο στον θαυμαστό κήπο της αυτοαναίρεσής της. Τότε μόνο τα σπουργίτια ανοίγουν ένα στόμα πιο τρομερό κι από του καρχαρία, όχι για να μας φάνε αλλά για να μας καλωσορίσουν τραγουδιστά.

γ. Υπάρχει εικαστική κριτική στη χώρα μας; Και ευρύτερα: διαπαιδαγωγείται ο νέος Έλληνας στην τέχνη, σ’ έναν τρόπο να αγαπάει το ωραίο ή να αναπτύσσει δικά του κριτήρια γι’ αυτό;

Στις μέρες μας ή μάλλον στις δεκαετίες μας, ο κριτικός Τέχνης, ως ιδιότητα, έχει εν πολλοίς αφομοιωθεί από τον επιμελητή. Είναι λιγότερα τα κείμενα που συντάσσονται μετά την έκθεση των έργων, ως κριτικές αποτιμήσεις, και περισσότερα εκείνα που συνοδεύουν τα έργα και συχνά αποτελούν μέρος τους. Το εύρος των εικαστικών μέσων, καθώς και η πολλαπλότητα των εγχειρημάτων, οδήγησαν στην καθιέρωση επεξηγηματικών συνοδευτικών κειμένων, τα οποία αναρτώνται πλάι στα έργα με σκοπό να διαφωτίσουν τον επισκέπτη σχετικά με τις προθέσεις, τις προεκτάσεις, τις επιρροές, την πορεία και, γενικότερα, το προφίλ των καλλιτεχνών και το περιεχόμενο των έργων. Η σύγχρονη εικαστική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται από έντονο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον και συχνά προάγει αλτρουιστικά ιδεώδη αλλά, δυστυχώς, η κοινωνική και η πολιτική διάστασή της έχουν επισκιάσει την ποιητική, τη μεταφυσική και τη θεολογική: Στις ανά τον κόσμο σύγχρονες εικαστικές διοργανώσεις, οκτώ στα δέκα έργα είναι στρατευμένα σε κάποια ιδεολογία ή αποτελούν είδος διακήρυξης ή διαμαρτυρίας. Παρ’ ότι έχουν δημιουργηθεί συγκλονιστικά έργα αυτής της κατηγορίας, φρονώ πως το να περιμένουμε από την Τέχνη να αλλάξει τον κόσμο είναι κακό και για την Τέχνη και για τον κόσμο. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο σημαντικότερος και βαθύτερος ψυχοκοινωνικός ρόλος της Τέχνης είναι να παρηγορεί και της κριτικής να υποβοηθά στην κατανόηση της Τέχνης και να πλαισιώνει τη μύηση των θεατών σε αυτήν, με κύριο σκοπό να ενισχύσει την παρηγορητική της ιδιότητα. Η παρηγοριά, όμως, είναι εύλογη όπου δεν υπάρχει δυνατότητα αποφυγής της απώλειας και του πόνου. Θα πρέπει, συνεπώς, πρώτα να βελτιώνουμε τον κόσμο γύρω μας και να αγωνιζόμαστε ενάντια στο κακό με πράξεις πρόληψης και θεραπείας αμεσότερες από την καλλιτεχνική δράση και μετά να δημιουργούμε. Η Τέχνη, βέβαια, δεν συγχωρεί καταχρήσεις και εκτροχιασμούς. Όσο η ίδια αντιστέκεται στη στράτευσή της, παράγοντας αφρόντιστα και άστοχα αντικείμενα, τόσο τα αντικείμενα αυτά έχουν ανάγκη την εκτεταμένη παρέμβαση της κριτικής γλώσσας και τη μεσολάβηση των επιμελητών για να μπορούν να επικοινωνήσουν με τον θεατή τους. Αυτή η κριτική, εφόσον, συνειδητά ή ασυνείδητα, προορίζεται να καλύψει τα επικοινωνιακά, νοηματικά ή αισθητικά ελλείματα των έργων Τέχνης, είναι κακή. Η καλή κριτική είναι ο ενθαρρυντικός, δίκαιος, εμπεριστατωμένος και ανιδιοτελής λόγος των φωτισμένων ανθρώπων, που σέβονται την Τέχνη και τον καλλιτεχνικό μόχθο. Ευτυχώς, υπάρχουν και τέτοιες κριτικές. Όσον αφορά στο «ωραίο», θα έλεγα ότι είναι πολύ σχετικό ως έννοια και, συνεπώς, ως επιδίωξη. Ως κριτήριο για την επιτυχία των έργων Τέχνης εμπιστεύομαι την έννοια της γνησιότητας και αυτήν προσπαθώ να καλλιεργήσω στην αντίληψη και τον ψυχισμό των φοιτητών της ΑΣΚΤ, στην οποία έχω την τιμή και τη χαρά να διδάσκω τα τελευταία τρία χρόνια. Παρ’ ότι εξακολουθώ να γοητεύομαι από τη ρήση του Ντοστογιέφσκι «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», την αμφισβητώ ως προφητεία. Αν αυτός ο παράλογος κόσμος σωθεί, μάλλον η αγάπη θα τον σώσει. Αυτή είναι η ισχύς που φτιάχνει ενάρετους ανθρώπους και αυθεντικά έργα.

 δ. Πόσο επηρέασε την αγορά των έργων τέχνης αλλά και την προσωπική σας δουλειά η κρίση των τελευταίων χρόνων (οικονομική και υγειονομική); 

Δεν γνωρίζω στατιστικές επί του θέματος. Από μαρτυρίες συναδέλφων ξέρω ότι η οικονομική κρίση επηρέασε πολύ αρνητικά την Τέχνη, σε επίπεδο διακίνησης και αγοραπωλησίας των έργων. Προσωπικά δεν επηρεάστηκα ιδιαίτερα εφόσον δεν βιοπορίζομαι μέσω της Τέχνης αλλά μέσω της διδασκαλίας της. Η υγειονομική κρίση, πέραν των γενικότερων, ολέθριων επιπτώσεων, σηματοδότησε και μια περίοδο περισυλλογής, επαναπροσδιορισμού και εξασφάλισης περισσότερου λειτουργικού χρόνου.

ε. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας; 

Τίποτα πιο συγκεκριμένο από ζωγραφική και γράψιμο, χωρίς περιττές φιλοδοξίες. Θα μπορούσα, με κάποια επιφύλαξη, να πω ότι οραματίζομαι συνθέσεις ανάλογες με αυτές της πρόσφατης έκθεσής μου, αλλά δομημένες με χρώμαˑ κυρίως ελαφριά υλικά: μαρκαδόρους, ξυλομπογιές, μελάνια, πενάκια κ.τ.λ. Επίσης, λόγω έλλειψης χρόνου, επιβάλλεται σχετικός περιορισμός των καλλιτεχνικών εφαρμογών (εξώφυλλα, εικονογραφήσεις κ.τ.λ.) και αποφυγή συχνής συμμετοχής σε ομαδικές εκθέσεις και συλλογικά βιβλία.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή