Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Βρασίδας Καραλής

Ομολογία σχετικά με τον Ναθαναήλ ή περί φιλίας

Καλέ μου Αχιλλέα,

Με έχει πιάσει μανία για ανεπίδοτες επιστολές εσχάτως, οπότε θα πρέπει να υπομείνεις. Τα πράγματα άρχισαν να παγώνουν, τα περιγράμματα θολώνουνε, ο ορίζοντας κλείνει όλο και περισσότερο. Ώρα απολογισμού, τουτέστιν διαλογισμού επί του προκειμένου και του υποκειμένου –ελπίζω να μην το παρακάνω με τη ρητορική μου, αλλά έχω την τάση αυτή ανεξέλεγκτη. Δεν θα ήθελα να βυθίσω την αθωότητά σου στις άκομψες και άτακτες υπερβολές μου. Σαν χάνεται το μέτρο, όλα τα τέρατα από τις αφώτιστες κόγχες του μυαλού στασιάζουν και εξίστανται. Μετά ακολουθεί ο πανικός του χρόνου και έπεται η ασυννενοησία της διάλυσης. Ύστερα σβήνεις και αποτεμαχίζεσαι, δεν υπάρχει καιρός για επανόρθωση, ούτε τόπος για μια στιγμή ορίζοντα, όλα δυστοπία και ατοπία και αδημονία ατελέσφορη.

Είναι ωστόσο δύσκολο, φίλε μακρινέ, να μιλάμε χωρίς τις περιφράσεις, τις υπεκφυγές και τις περιττολογίες που διαμορφώνουν την καθημερινή μας ιστορία. Αγωνίζομαι, μοχθώ και αποτυγχάνω. Αλλά αναπόφευκτον. Πώς να το περιεγγράψεις; Ποια φόρμα συνεννόησης να πλάσεις για να χωρέσουν μέσα της παρέκκλισης και σύγκλισης αλήθειες και φαντασιοκοπήματα, λέξεις ευκρίνειας και προτάσεις σκοτεινάγρας; Ύπαρξε άνθρωπος λοιπόν, Ναθαναήλ το όνομά του. Ίσως να ήταν άλλο. Μου θύμιζε όμως το πρόσωπο μιας μισοτελειωμένης νουβέλας που είχα διαβάσει και χάραζε αναλογίες με κόσμο μεγάλων συμβολικών αναγωγών. Εδώ καταγράφω την εσώτερη χρόνωση μιας φιλίας, με επιλεγόμενο την αποχρόνωση μιας αποσυσχέτισης. Τα εξωτερικά καθέκαστα υλοποίησαν όσα ήταν μέσα μας από γενέσεως εαυτού, αναπότρεπτα. Να είσαι πιστός σε μια ύπαρξη, σε μια ιδέα, σε μια απουσία και ας λυπάσαι, ας μαίνεσαι, ας καίγεσαι. Ο θάνατος τελειώνει μια ζωή αλλά ποτέ μια σχέση, όπως έλεγε και ο σοφός ραβίνος. Ζούμε σε χρόνους ρητορικής αφροσύνης, φίλε μου, θέλοντας να ξεχάσουμε πως το πλέον προσωπικό μέρος του εαυτού μας είναι και παραμένει πέραν της γλώσσας, άρρητο και υπόρρητο. Μερικές φορές ίσως μάλιστα και μετά τη γλώσσα, εφόσον η γλώσσα προϋποθέτει πτώση στην ιστορία, δηλαδή έκπτωση, όθεν, πολυσημία. Μα τρέχω ακαταλόγιστος. Σπεύδε βραδέως, έλεγαν οι φιλόσοφοι, ενώ η αφεντιά μου αιθερολάμνει αχαλίνωτη.

Ναθαναήλ, λοιπόν, σε υψηλή θέση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, πανίσχυρος και αμετάθετος, μια ενδοστραμμένη ψυχή, incurvatus in se, κατά τον ιερόν επίσκοπον Ιππώνος, αγωνιζόμενος να σβήσει τη ζωτική του ικμάδα και αυτό που εδύνατο να μετέχει αθανασίας, εφ’ όσον ενδέχεται. Για χρόνια ζούσε μέσα στην ακοσμία που επέβαλλαν οι εναγκαλισμοί της εξουσίας, οι μετεωρισμοί της δύναμης, το έμφυτο ένστικτο της αυτοδιαστροφής. Μέσα του συνέβαινε κάτι τραγικότερο από εκείνα τα μεγαλορρήμονα που ο ίδιος οπτασιαζόταν και διατυμπάνιζε. Είχε ρίξει στη λήθη την ταπεινοφροσύνη και η μνησικακία πατροκτονούσε χωρίς φρόνηση. Μέσω της αμετροέπειας και των μεταμφιέσεων, μετέτρεπε ανυπόστατα φαντάσματα σε έμψυχα τοπία, και αυτά τον κατέτρωγαν και τον άδειαζαν. Απεχθανόταν αυτό που ήθελε, ενώ αυτό κυρίευε τον κόσμο μέσα του χωρίς αντίσταση. Όσο κέρδιζε, τόσο δυσανασχετούσε. Όσο νικούσε, τόσο ετρομοκρατείτο. Όσο επιβαλλόταν, τόσο βούλιαζε σε πανικό. Πάλι προτρέχω. Φρόνει θνητά, κατά το δελφικό, ενώ εγώ χάνομαι σε μακρολογίες.

Γνώριζα πάλι άνθρωπο κάποιον, τριακοντούτη, άρτι αφιχθέντα από πόλη του βορρά, ζητώντας αγκυροβόλιο μετά από δεκαετία ψευδαισθήσεων, ενθουσιασμών και ματαιοφροσύνης. Χαμένα χρόνια νεότητος, ληθογόνα συμβάματα, ασύγκλωστες εμπειρίες, που η γενιά του θεώρησε απελευθέρωση αλλά ήταν μόνο απώλεια, στέρηση και σύγχυση. Έζησε σαν τον άσωτο υιό, ενώ μέσα του ήταν ο ανώνυμος αδελφός, που έμεινε στο σπίτι και δούλευε αγογγύστως. Στοχάστηκε πολύ πάνω στη σχάση του νου τού να μην είναι αυτό που επιθυμεί και να αυταπατάται πως πράττει αυτό που είναι. Η τοιαύτη γνωστική σύγχυση είναι το συμφραζόμενο και το συγκείμενο της προκείμενης ομολογίας, Αχιλλέα. Απρόσιτοι ορίζοντες, βγαλμένοι από την ταραγμένη και γεμάτη παραζάλη εποχή που οδήγησε στο τέλμα και την απελπισία, δηλαδή στον ανεξαγόραστο εαυτό. Η λατρεμένη μας αθωότητα ήταν ένας σωρός από σκύβαλα και απόνερα, ιδέες στείρες, πράξεις ανοικονόμητες, ζωή χωρίς άνοιξη, φιλοδοξία και αθλιότητα, μαζί, ενσυνειδήτως, ασυνειδήτως και εναλλάξ. Άλλοι βρίσκουν τον Θεό μετά από αυτό, άλλοι σβήνονται στον μηδενισμό ή ευδοκιμούν στην κυνικότητα. Η αυθεντία του έπεσε σε έναν θεολόγο, τον Ναθαναήλ. Και ήμουν αυτός εκείνος ο άνθρωπος, ένα εγώ χωρίς είμαι.

Αναρωτιέσαι, φίλε μου, πώς μπλέχτηκα ο εγερθείς ούτος σε παρόμοιες φάσεις; Πώς συνεζεύχθην τα άμφια και τα πασχάλια, ένας άνθρωπος των μετακινήσεων και των πτήσεων; Πώς ήταν δυνατόν, μετά την αμείλικτη βύθιση στην απεραντοσύνη και τη φιληδονία μιας νεότητας που σπαταλήθηκε ευφρόσυνα και αναιτίως, να περάσω στην καταμέλανη όχθη και να πιάσω φιλία με ένα τόσο φιλοκίνδυνο, πνευματοβόρο, αφιλόστοργο άτομο, παραδομένο στην τυραννία του ιδίου θελήματος; Όταν απομακρυνόμαστε από τον Θεό, καταλήγουμε στους θεολόγους.

Ήμουν στη βιβλιοθήκη, όταν εμφανίστηκε λέγοντας: Ποιες αιρέσεις μας φέρνετε από την Εσπερία, κύριε καθηγητά; Κολακεύτηκα και ανατράνησα που ένας μεγαλοσχήμων διέκρινε τον ασυγκρότητο εκείνο νεανία ψηλαφούντα τον υπέρτατο μύθο. Καταβροχθίσαμε τόσες άφιλες αιρέσεις για χρόνια αμέτρητα που τις νομίσαμε μεγάλες ιδέες, προτάγματα επαναστατικά και ρηξικέλευθα. Θραύσματα ήταν και απόβλητα και διαμόρφωναν μέσα μας δαιμονιώδεις, σεληνιαζόμενους ψυχολογισμούς. Ό,τι ήταν μακριά από το ουσιώνον κέντρο μετέθετε το είναι στο ήταν, άλλαζε τον χρονισμό του, απορρύθμιζε τον καιρό της τελεστικής οικονομίας. Μείναμε να τσαλαβουτάμε σε λακκούβες την ώρα που οπτασιαζόμαστε μεταμορφωτικούς ορίζοντες και αρμονικούς κύκλους και πολιτειακές ισονομίες.

Έτσι ξεκίνησε η φιλία μας, αμφίβολη, διεκδικητική και ψυχόρμητη. Μην υποψιαστείς τίποτε κρυπτοαφροδίσιο και ψυχαναλυτικό. Τέτοιες εύκολες λύσεις, ιδιοτελείς αυτοδικαιώσεις μιας θυματολάγνας και σκανδαλόφιλης εποχής, ας μην καταδεχόμαστε πλέον. Ήταν η ανάγκη θεμέλιου και θεμελιώσεως, η έλξη του μεγάλου έτους, η κεντρομόλος του βαθέως χρόνου, που κάποια στιγμή νομίζεις ότι ενσωματώνει ένα άτομο ή ένας θεσμός, ή και τα δύο μαζί. Μετά τον αποκεφαλισμό του πατέρα, μετεωρολογούμε περί πατρότητας. Δεν μπορείς όμως να υπάρχεις χωρίς άξονες, αγεωμέτρητος, αποτοπωμένος –και η μητέρα μόνη, η μητρότητα δεν επαρκεί. Κάποτε τελειώνει η υψηλή παραμυθία της αυτονομίας, της χειραφέτησης και της ελευθερίας και μένεις ακίνητος μπροστά στο κενό, στην άβυσσο ενός χάσματος, που σε κοιτάει και απροειδοποίητα σε καταπίνει, χωρίς να ψιθυρίσεις το γεννηθήτω που ήρθες στον κόσμο να ενσαρκώσεις. Το άνοιγμα σφραγίζεται, η ανάληψη γίνεται κατάβασις. Σκοτισμός αδιακόνητος και αδικότροπος. Άδης παραδείσιος.

Ιδού, ωστόσο, ούτως εγένετο. Ανεξήγητο, το ξέρω, αταύτιστο. Οι συζητήσεις έπλασαν βιόσφαιρα. Γίναμε απαραίτητοι ο ένας στον άλλο. Φιλία πολύ κοντινή, χωρίς ελαφρυντικά, με την αξιοπρέπεια του απόλυτου άκρως ανεμπόδιστη, εκτροχιασμένη, ο άλλος, φίλος και εχθρός μαζί, αναβαίνων και καταβαίνων, αντιφατικός αλλά πάντα συγκλίνων, ο έτερος εαυτός. Αν χωρίσαμε αργότερα και αν δεν μιλήσαμε για δέκα χρόνια και παραπάνω, παράδοξο και απροσδόκητο, πάντα μιλούσαμε. Χωρισμός φίλων, δοκιμαστήριον φιλίας –εκ των προγόνων πάλι. Ήξερα τι θα έλεγε, τι θα έκανε, πώς θα με κακολογούσε, τι θα μηχανορραφούσε εναντίον μου. Ήξερε και εκείνος τι θα έκανα κι εγώ, τι θα έλεγα εναντίον του, πώς θα ραδιουργούσα. Προτρέχω και πάλι. Γλώττης άρχε, κατά την Πυθία, αλλά σε αρπάζει η ορμή ενίοτε και γίνεσαι φορέας χάρης και σκεύος αγνωμοσύνης ταυτοχρόνως.

Δεν μπορείς να θεολογείς, άφιλος. Δεν μπορείς να φιλοσοφείς, άφιλος. Αν όμως παραβιάσεις τον λαβύρινθο, πρέπει να χαθείς στον λαβύρινθο, να αποδεχτείς ότι δεν υπάρχει έξοδος και μεταμόρφωση χωρίς ανθρωποφαγία, χωρίς σκοτάδι, χωρίς διαμελισμό. Πρέπει να γίνεις ο μινώταυρος, να κάνεις τον ιδεαλισμό και την περιέργειά σου έναν καθρέφτη για να φανεί το ασυγκέραστο και η παρυπόσταση. Ρητορεύω και δασκαλεύω. Πληγώθηκα όμως ξέρεις, άδειασα, κερματίστηκα. Πώς να έχεις ενότητα λόγου, ενότητα ύφους, αν δεν έχεις ενότητα εαυτού, ένα κέντρο αξονικό στο οποίο εδραιώνονται ακέραια τα ιδεώματα της νιότης σου; Μια σκιά πέφτει πάνω σου, που δεν είναι η εμπειρία, δεν είναι η διάψευση, δεν είναι η αποτυχία, αλλά η δυσπιστία, η αυταπάτη και η ασυνεννοησία, ο Πέτρος που σε αρνείται τρις και ωστόσο παραμένει αμετάθετα δικός σου.

Κοντολογίς, καταγράφω ένα ταξίδι μέσα από την παρασκιά μας, τον σκοτεινό αντίπαλο του εαυτού μας, τη μόνη κόλαση που μπορούμε να βιώσουμε εν ζωή. Οι προθέσεις των ανθρώπων αίφνης μας εξανδραποδίζουν και χανόμαστε στο ακατασκεύαστο χάος σκοτεινών υδάτων. Δυσμορφία, αλλοίωση, αποκένωση. Δεν έχουμε διερευνήσει τη φίλια υπόσταση του δύσμορφου ή την αγαθόμορφη παρουσία του κακού στη γλώσσα μας. Αίφνης, σε ώρα δειλινής πλήξης, αναδύεται από μέσα μας μια δύναμη που δεν γνωρίζαμε ότι κατείχαμε, και παραλύουμε, φωνασκούμε, οδυρόμαστε, απολυόμαστε, επιζητώντας μια ήρεμη, εθιμολάγνα ζωή, ονειρευόμενοι μιαν αόριστη, ανέφικτη, ισόρροπη εαυτότητα. Το κακό απτόητο κακουργεί και κακίζει, το κακό, εμείς αυτοί.

Περάσαμε μέρες και νύχτες με τον Ναθαναήλ, συνομιλώντας για όσα δεν είχαν απάντηση γιατί εμείς δεν τα είχαμε στη γλώσσα. Τα δέντρα ανθούσαν και φυλλορροούσαν, άνθρωποι έρχονταν και έφευγαν, πολιτικοί συνωστίζονταν, υπόσχονταν, υπέγραφαν και σβήνανε σαν καπνός. Διαβάσαμε επιστολές οδοιπόρων και ερημοσκόπων. Σε στιγμές αδόκητες, με ελάχιστες χειρονομίες, μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με νεκρούς φίλους και να κοινωνήσουμε με την αλλοτριομορφοδίατη φύση. Ένα βράδυ γλυκό και μειλίχιο είχαμε βγει περίπατο στην παραλία δίπλα στο σπίτι του. Σκότος, άνεμος και σκόνη μας περιέβαλλαν. Ξάφνου καταιγίδα ξέσπασε πάνω από την πόλη. Έβρεχε ασταμάτητα, σταγόνες βαριές, οι δρόμοι πλημμύρισαν, μαύροι ορίζοντες και η άμμος λάσπη, σκηνικό Βίβλου. Η καταιγίδα διαρκούσε πολύ. Τρέξαμε κάτω από το υπόστεγο μιας στάσης λεωφορείου. Καθίσαμε και στην αρχή ακούγαμε και κοιτούσαμε τη μαγεία του αιφνίδιου κατακλυσμού. Τότε μίλησε για τον πατέρα, για τον άλλο πατέρα, τη μάνα του, την κρυψιγονία, τους πνευματικούς του, τους αριστόνοους που συνάντησε καθ’ οδόν προς Εμμαούς, εδώ που ήρθε, ποιους μίσησε, με ποιους συναντήθηκε, τους ελαχίστους εκείνους που αγάπησε, μίλησε για ρίζες και αναγωγές, αρχές και γενέσεις. Έβρεχε συνέχεια, δεν έλεγε να τελειώσει, σιώπησε, η καρδιά ξεγυμνωμένη, μιλούσε πια, πέρα από λόγια, υπόκωφα, υπερακουστικά ενώ αφουγκραζόταν τις απόκρυφες μελωδίες της πόλης. Μέσα στον ορυμαγδό της καταιγίδας, το υπέρλογο μυστήριο της παρουσίας συνέβη, όταν αίφνης, πρέπει να φύγω, είπε, αποφασιστικά και αδιάλλακτα. Καληνύχτα. Δεν είπα λέξη. Είχα αδειάσει και περίμενα. Προχώρησε μέσα στη βραδιά, βροχή, κεραυνοί, αστραπές, με τα μαύρα ρούχα υγρά, περπάτησε σαν να μη γνοιαζόταν για τίποτε, αγέρωχος, αργά, σαν να είχε καταπατήσει έναν απόκρυφο φρουρό που του απαγόρευε να ομολογήσει αυτά που τον έγνοιαζαν. Νόμισα πως άκουσα λυγμούς. Δεν γύρισε πίσω να κοιτάξει. Έμεινα ακίνητος. Δεν ήθελα να χαλάσω την εναρμόνιση με τους πυθαγορισμούς που κρατούν το σύμπαν σε ισορροπία. Έμεινα εκεί ώρες. Με ξέχασε η βροχή, με ξέχασε η νύχτα. Αγγίζεις με τρυφερότητα την καρδιά ενός ανθρώπου και όμως αυτή ματώνει. Η ωραιότητα του μυστηρίου διαλύεται τότε κι εσύ γίνεσαι πατραλοίας. Όταν συνήλθα είχε ξημερώσει.

Πόσο δύσκολο είναι να μιλάμε για τον εαυτό μας. Όλο μαντολόγια λέμε και μυθοδρώμενα. Χωρίς να το σχεδιάζουμε ή να το επιδιώκουμε. Ο εαυτός είναι τόπος μυθοδίαιτος και μυθουργικός. Πιάνει μια λεπτομέρεια, μια εικόνα, μια ιδέα και πλάθει Ιλιάδες και Οδύσσειες, Μαχαμπαράτες και Αραβικές Νύχτες. Όλα κρατούνται και δένονται μαζί από τη μνήμη. Όλα είναι κρυπτομνησία, έλεγε. Κάποια στιγμή νιώθεις πως ο χρόνος πρέπει να περάσει μέσα από το σώμα σου για να πάρει μορφή. Έρμαια του τόπου, δεχόμαστε τον χρόνο ως λύτρωση, λύτρωση και απόλυση ταυτόχρονα. Αυτά λέγαμε και συζητούσαμε και αρνιόμασταν και επιβεβαιώναμε. Ο Ναθαναήλ ήθελε να ξεχάσει, αλλά οι αναμνήσεις μετουσιώνονταν, γίνονταν φοβίες, εφιάλτες, ιχνοστοιχεία ενός κομματιασμένου εαυτού, που δεν είχε θεό και αγιότητα, δεν ανέδιδε ρυθμό και προσδοκία, ούτε έψαχνε για ένα πρόσωπο, μια μικρογράφηση του κόσμου, για να καταλάβει, να συμφιλιωθεί, να ζητήσει συγγνώμη. Γιατί πώς είναι δυνατόν να ζεις σε μια γλώσσα, σαν τη δική μας, που δεν έχει σπαραγμό, δεν έχει σταύρωση, δεν φωνάζει, εδώ στέκομαι, ο Κύριός μου, σκότωσέ με, είμαι έτοιμος;

Δεν συμμαχούμε ποτέ με τα πράγματα, είπε ένα βράδυ. Είχε τελειώσει τους τέταρτους χαιρετισμούς, ήθελε να μιλήσει, τρώγαμε νηστίσιμα που μου προκαλούσαν στομαχόπονο, δεν συμμαχούμε, όχι, πάντα μένουμε τρομαγμένα παιδιά που δεν ξέρουν πώς να περπατήσουν, να ανοίξουν το στόμα τους, να κοιτάξουν κατάματα το σώμα τους, να μπουσουλήσουν προς την πόρτα. Ο κύκλος μεγαλώνει με ψευδαισθήσεις και απρονοησίες. Τι κρίμα που δεν μπορούμε να εξομολογηθούμε, δεν έχουμε λέξεις γιατί δεν έχουμε συνέξεις, μόνο εθισμούς και τάσεις, τίποτε συνειδητό, τίποτα διαυγασμένο, καμιά αλήθεια, μόνο παραισθήσεις, το δαιμονιώδες εντός: έχουμε πάψει να υπάρχουμε εν χρόνω και το μόνο που θυμόμαστε είναι το δειλινό εκείνο που δεν μας φίλησε η μάνα πριν κοιμηθούμε. Τι γίνεται αν δεν έχεις μάνα; Αν η μάνα σου δεν σε ήθελε, δεν ήθελε να σε νιώθει δίπλα της, γιατί δεν ήθελε ποτέ να σε γεννήσει και σε πέταξε σε ορφανοτροφείο; Κοιτούσε συνέχεια το ρολόι του. Δεν ξέρω να μιλάω για μένα. Είμαι άρριζος, αγενεαλόγητος, έλεγε με οργή, και έψαχνε γύρω του να βρει έξοδο να φύγει ενώ δεν υπήρχε κανένας φράχτης και ήταν ελεύθερος –αλλά δεν ήταν.

Δεν μπορώ να μετανοήσω, είπε κάποτε. Δεν μπορώ να κλάψω. Πωρώθηκε η καρδιά μου και δεν έχω δύναμη να ανατρέψω την τυραννία του εαυτού μου. Ναι, ναι, το έβλεπα, δεν μπορούσε να κλάψει, δεν μπορούσε να εξομολογηθεί, γι’ αυτό και έγραφε ποιήματα. Δεν μπορούσε να μετανοήσει γι’ αυτό κι έξυνε την επιφάνεια της γλώσσας με περιέργεια, ματαιοφροσύνη και οργή. Άφηνε πίσω ψελλίσματα γιατί βιαζόταν, φοβόταν τον χρόνο, στιχουργούσε την εντύπωση κάθε στιγμής, αγωνιζόμενος απελπισμένα να μην επέλθει ο καιρός: κατεχόμενος από τη γλώσσα απέκλειε τον λόγο. Έτρεχε εδώ κι εκεί, μπλεκόταν με τα ασήμαντα γιατί τα σημαντικά του θύμιζαν αυτό που δεν ήθελε να θυμάται. Απαγόρευε σε ανθρώπους να συνομιλήσουν, να γίνουν φίλοι, να γνωριστούν. Ο δαίμονας της διαβολής κυρίαρχος. Επέβαλε σε ανθρώπους να χωρίσουν, να μην κοιτιούνται, να μην αποχαιρετιούνται, ακόμα και σε κηδείες. Και όλα αυτά δούλευαν μέσα του αποκατεργαζόμενα το μετάξι της νεότητας των ονείρων του. Δεν μπορώ πλέον να γράψω τίποτε, είπε κάποτε, ενώ έγραφε ακαταπαύστως. Ήταν οχυρωμένος πίσω από έναν όγκο βιβλίων, κρατώντας το κεφάλι με τα χέρια του, φώναζε, το έχω χάσει, έχω απωλέσει κάθε δυνατότητα μορφοποιίας, νάρκη ψυχική, δεν υπάρχω ως μαρτυρία. Καθίσαμε δίπλα δίπλα σε σιωπή, χωρισμένοι από δεκάδες τόμους αδιάβαστων συγγραμμάτων και τη μυρωδιά αχνιστού καφέ που δεν τολμούσαμε να αγγίξουμε. Έξω έβρεχε αλύπητα, σε περίοδο μακρόχρονης ξηρασίας.

Ήταν κοφτερές στιγμές απόγνωσης προσωπικής, απόμακρε φίλε, να ακούς έναν άνθρωπο εβδομηκοντούτη, να μαίνεται και να ωχριά για την αδυναμία της γλώσσας να σηκώσει το βάρος της συνείδησης. Σήμερα φιλοβάσκανοι τόσοι κάνουν κριτική, αλλά κανένας δεν αποκαλύπτεται, όλοι φοβούνται να ανασηκώσουν το πέπλο του εαυτού τους, εκεί όπου κρύβονται οι ριζωματικές πραγματικότητες, ή ελλοχεύουν οι μεγάλες θεότητες που απαιτούν να θυσιάσουμε χαμογελαστοί τα ωραιότερα χρόνια μας, προσφορά στη ματαιότητα και την ελπίδα. Φόβος και δέος γεμίζει τον αιώνα αυτό, έλεγε, που συνέχεια επινοεί συγκρούσεις για να μην κοιτάξει την άβυσσο που τον γοητεύει. Γιατί να μη θέλουμε να μιλήσουμε γι’ αυτό που μας καθιστά μοναδικούς και μοναχικούς; Έχουμε έναν Αυγουστίνο στην καρδιά που τον παίρνουμε για Ρουσσώ, έναν Πασκάλ που τον μεταμφιέζουμε σε Σαρτρ. Μυθογραφούμε τα πάντα για να μην αντιμετωπίσουμε το έσω μυστήριο που μας εξωκεανίζει. Σαν να έχουμε φυλακιστεί σε έναν κόσμο χωρίς βλέμματα, χωρίς σωτηριολογικές χειρονομίες, χωρίς λυτρωτικά παραπτώματα. Ονειρευόταν γαλήνη και ησυχία μέσα σε μια εμπόλεμη κατάσταση πολιορκίας. Αόρατος πόλεμος έλεγε, πόλεμος αόρατος ήταν.

Έτσι μιλούσε ο Ναθαναήλ και επεδείκνυε την τραγωδία του να κάνεις το κακό εν προθέσεις αγαθές, να μην αφήνεις τον άλλο να ολοκληρωθεί, καθώς το συνειδός είχε διακορευθεί από τη φιλαρχία και την περιαυτολόγηση. Φοβόταν που γερνούσε και, όσο περνούσαν τα χρόνια, μισούσε τα γηρατειά και στρεφόταν εναντίον του σώματός του. Το πρόσωπό του εξαγριωνόταν, το δέρμα του σκούραινε, η ματιά του κατεδάφιζε. Δεν μπορούσε να χαμογελάσει. Έβλεπε τέρατα και ζούσε σε μια πυρακτωμένη γέεννα, νομίζοντας ότι βρισκόταν καθ’ οδόν προς την Ελευσίνα. Τον άκουγα προσεκτικά, με θαυμασμό και αγωνία, διαισθανόμενος ότι σταδιακά η παρουσία μου γινόταν αόρατη, ίσως ανεπιθύμητη, εν τέλει απωθητική. Όσο πιο πολύ μου εκμυστηρευόταν τόσο πιο πολύ με έσβηνε από τον κόσμο του, με απέκλειε από τις αμφιθυμίες του.

Τότε λοιπόν γιατί έμενα και παρέμενα; Τι συνέβαινε στο είναι μου; Ήθελα ένα κέντρο και όσο πιο κοντά ήμουνα τόσο πιο πολύ έπεφτα σε σύγχυση και πανικό, γιατί ένιωθα πως ήταν ένα χάσμα, μια ρουφήχτρα που σε άρπαζε και αντί να σε μεταμορφώνει, σε παραμόρφωνε. Στο τέλος συνήθιζα την παραμόρφωσή μου, μου άρεσε, με γοήτευε, με ταξίδευε, μου έδινε δύναμη. Γινόμουν αυτό που δεν ήθελα. Ήθελα αυτό που δεν ήμουν. Έκανα αυτά που μισούσα. Μισούσα αυτά που έκανα. Δεν μπορούσα να δραπετεύσω. Στρεφόμουν ένδον και άκουγα. Οι φωνές γίνονταν περιγελάσματα, γίνονταν γοητεία, αποπλανούσαν. Ομίχλη νοσταλγική εξωράιζε τα πάντα. Ήμουν κάτι άλλο. Το άλλο που ζούσε μέσα μου ήταν αυτό που αρνιόμουν και αυτό που με αρνιόταν. Και όμως ζούσα δίπλα του και τρεφόμουν από την άρνησή μου και αυτό τρεφόταν από την αποστροφή για αυτό που δεν μου άρεσε και όμως ήμουν. Μα πού ήμουν; Γιατί έτσι; Ποιος ήμουνα; Ήθελα να επιστρέψω στη μήτρα των απαρχών, αλλά η τυραννία των συγκινήσεων με πετούσε στην έρημο των αυτάρεσκων ρημάτων. Το κέντρο με αποκέντρωνε.

Αιχμάλωτος της γοητείας των καταστάσεων, απολάμβανα μιαν ελευθερία που δεν ήθελα να κατακτήσω και που δεν μπορούσε να μου παραχωρηθεί. Και ήμουν ευτυχής και μακάριος και ιδεοφόρος. Δεν μου άξιζε συγχώρεση. Δεν υπήρχε γη αφέσεως για την ψευδαίσθηση. Δεν δίσταζα όμως, ένα χαμόγελο ικανοποίησης ήταν τυπωμένο στα χείλη, κούφιος αποχαιρετισμός στην αγαθοφροσύνη. Έσβηνα την ιδιοτυπία στη σαγήνη των γενικεύσεων. Ο εκμηδενισμός της ψυχής ήταν απόλυτος. Και υπάρχεις χωρίς ψυχή; Ναι υπάρχεις, γιατί δεν χρειάζεσαι τίποτε, αν είσαι εκεί που είσαι χωρίς να θέλεις να είσαι. Βουλιάζεις και νομίζεις ότι η πτώση σου αλλάζει τον κόσμο. Σβήνει η συνείδηση και μονολογείς πως τώρα κάνω αυτό που θέλω. Και κάνεις αυτό που ήσουν εσύ, αλλά τελικά γίνεσαι και δεν απογίνεται. Κι έτσι χάνεσαι βαθύτερα σε αυτό που ήθελες να αποφύγεις, αλλά δεν είχες τη δύναμη να αποκοπείς.

Ο Ναθαναήλ είχε ανοίξει τις θύρες των δημοσίων αναγνωρίσεων. Βραβεία, προσφωνήσεις, δεξιώσεις, προσωπικότητες, προσκλήσεις, ταξίδια, πολυτέλειες, διορισμοί, εγκώμια, επιστολές, αφιερώματα. Ένας ωκεανός ηρεμίας και αποδοχής, έπλεες και επέπλεες, ο εαυτός σου, εσύ, χωρίς πηδάλιο, γιατί δεν χρειαζόσουν πηδάλιο. Έρεες και απέρρεες και διέρρεες. Ήταν όλα γλυκά και ωραία και μεγαλειώδη. Άδειαζες, έσβηνες, συρρικνώσουν. Τότε ήταν που με έκρουσε εν προτυπώσει η ισχύς των συμβόλων.

Ένα βράδυ κοιμόμουν, όταν αδόκητος μου δόθηκε όνειρος ερμηνευτικός. Ήμουνα, λέει, στο σπίτι που γεννήθηκα, εκεί μακριά στην Κρέστενα, είχε χτυπήσει το δάσος ένα πέφταστρο και μια τεράστια φωτιά έκαιγε πίσω από τη βουνοσειρά. Πουλιά κάτασπρα απομακρύνονταν προς την Καλαμάτα και ένα χαμήλωσε και χτύπησε το παράθυρο με το ράμφος του. Άνοιξα και είπε με γαλήνια φωνή: το κακό είναι η αντίδραση των πραγμάτων ενόσω ζητούν την ολοκληρία τους. Κάτι απάντησα που δεν θυμάμαι τώρα, κι εκείνο συνέχισε: Το μυαλό τεμαχίζει την ολοκληρία των πραγμάτων. Έτσι καθετί που διεκδικεί την ολομέλειά μου φαίνεται βάναυσο, παραμορφωτικό και απάνθρωπο. Επιθυμεί να αποκατασταθεί. Δεν ξέρει όμως τον τρόπο, δεν αναγνωρίζει την ατραπό. Καταστρέφει, διαστρέφει και αποστρέφεται. Μετά έφυγε το πετούμενο. Ξύπνησα αλλά δεν αφυπνίστηκα πλήρως.

Ο Ναθαναήλ έδινε την ατμόσφαιρα να μετατοπιστώ σε εκείνο το όνειρο: το κακό ζητάει να υπάρξει στην ακεραιότητα του αγαθού, γιατί μαζί συντάσσουν το ωραίο. Τι να σημαίνουν τέτοιες κρυπτοσημείες, αναρωτιόμουν. Τι συμβαίνει όταν συναντάς τέτοια ηρακλείτεια θραύσματα στη ζωή σου; Πάλευα και εγώ, πάλευε κι εκείνος με τέτοιες άγουρες ιδέες, με την ακαταστασία των απεικονισμών, την ασυστασία της σκέψης. Η ασυμμετρία γινόταν βαθύτερη και αποκαρδιωτική. Ένα χάσμα άνοιγε μεταξύ εμού και εμού, δεν ήμουν πλέον εκείνος που έβλεπα, δεν θα ήμουν ποτέ εκείνος που ζητούσα. Ερημία νοητική και αφορία αφιλόκοσμη με ωδινούσε, σύγχυση και ταραχή. Πώς να διαφύγω, πώς να επιστρέψω σε εκείνον που επιδίωκα να είμαι αλλά αδυνατούσα να φανταστώ; Ήταν δυνατόν να υπάρχω σε τόση αλλοίωση, σε τόση ετεροίωση κόσμου, ανοικείωση συμβόλων; Δέκα πέντε χρόνια στην ψευδαίσθηση, στον ανεικονισμό, στην εξουδένωση. Πτώση διαρκής και αμίλητη. Διαρκής ακινησία και αδράνεια, χωρίς ενέργεια, χωρίς φως, χωρίς σκοτάδι. Το μη είναι ως ύπαρξη. Είχα νεκρωθεί, ήμουν χωρίς να είμαι, διέτρεχα μια σισσύφεια μεταξύτητα, δεν ήθελα να φύγω, είχα περιπέσει σε ένα άναρθρο ρευστό και μονοφωνούσα ελεγείες άσημες και ασημείωτες. Μου άρεσε το κενό, με γέμιζε είδωλα, φώτιζε με λάμψεις εντυπωσιακές. Ώσπου συνέβησαν δυο τινά, ανερμήνευτα μυστήρια, συμβάντα λυτρωτικά.

Μια διάγνωση σοβαρής αρρώστιας και ο Ναθαναήλ έπρεπε να νοσηλευθεί. Ήταν περίεργο πώς τον είχαν εγκαταλείψει όλοι. Έστελναν ευχές και ανθοδέσμες και δεν έρχονταν να τον επισκεφθούν. Φοβούνται τον ετοιμοθάνατο, είπε, φοβούνται τους αποχαιρετισμούς. Είχε σταθεί δίπλα σε φίλο γκαρδιακό σαν πέθανε: του όφειλα μια προσευχή και έναν θρήνο, ευλαβική προσήλωση. Η βασκανία του θανάτου ήταν παντού, στη σιωπή και την οργή, στην απελπισία και την ανυπομονησία. Άντε να τελειώνουμε, να τελειώνουμε, έλεγε και ξανάλεγε, καθώς υφίστατο τις εγχειρήσεις και τις χημειοθεραπείες, και μου ζητούσε να του διαβάσω Νίκο Καρούζο, Τάκη Σινόπουλο, Κική Δημουλά και άλλους σκοτολάγνους. Θέλω τους μηδενάρχες, τους απελπισμένους, φώναζε, όχι πλέον μαγικούς ρεαλισμούς, μεγαλοστομίες και αποδράσεις. Ο θάνατος ανάσαινε κοντά και η ποίηση τον έφερνε μέσα μας. Μια μέρα διάβασα Ανδρέα Κάλβο αγαπημένο, την ωδή στη μητέρα του, και ο Ναθαναήλ σηκώθηκε και βγήκε με κόπο στον μικρό εξώστη κοιτώντας γύρω την πόλη με απόγνωση. Έκλαιγε, αναφιλητά, πονούσε. Να τα γράψεις όλα κάποτε, είπε δακρυσμένος, να φανεί η ενδομυχία που ενσαρκώνω, να πραγματωθεί η ενέργεια που με αφήνει ανεξιλέωτο. Τι κρίμα αυτή η γλώσσα, που τόσο αγαπάμε και υπηρετούμε, να μην έχει τόπο, να μην αφήνει ρωγμή για τη φωνή της ψυχής. Να μη μπορεί να σπάσει από τον μέσα μας βρασμό. Και πάσχισα, πάσχισα τόσο πολύ να αναδυθεί από μέσα της η άνοιξη της φιλοψυχίας. Παραληρούσε και προμάντευε ενώ εγώ, σαν εκείνον τον νεανίσκο που έχασε τη σινδόνη του στον κήπο της Γεσθημανής, κατέγραφα αυτό που θα γραφόταν από τον άλλο μέσα μου, ως μύθος απόκρημνος, σωτηριολογικός, αιώνες έπειτα.

Ο Ναθαναήλ μετά την εγχείρηση έχασε τον αισθητικό χρόνο, τον έτρωγε η κακιά αρρώστια, η ανεξιχνίαστη, δεν μιλούσε, είχε τρομοκρατηθεί, δεν πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε σε εκείνον, να εγχειριστεί, να υποστεί επώδυνες θεραπείες, να υποφέρει και να μουρμουρίζει, πού είναι οι φίλοι μου, μόνο εσύ είσαι εδώ, πού είναι οι φίλοι μου; Μήνες ολόκληρους, απομονωμένος και αποσιωπημένος, εκείνος υπέφερε και οι άλλοι περίμεναν να φύγει, μην πας κοντά του, λέγανε, αρκετό θόρυβο έκανε, πολύ κακό, οδήγησε ανθρώπους αμέτρητους στην απιστία. Μα ένιωθα πως έπρεπε να βοηθήσω, να τον παρηγορήσω, του διάβαζα Αινειάδα, Θεία Κωμωδία και Χαμένο Παράδεισο και τον έβλεπα να σφίγγει το πρόσωπό του, όχι από πόνο ή εγκατάλειψη, αλλά από μένος, χολή και εχθροπάθεια. Γιατί εγώ, φώναζε, πώς βρήκε εμένα το φυσικό κακό ενόσω ζούσα μέσα σε αυτοθυσία αγαθότητας; Θάμπωνε και φόβιζε η λατρεία του εαυτού του, η βεβαιότητα ότι το σώμα του ανήκε στην αιωνιότητα, η σιγουριά πως ο θάνατος θα έπαιρνε άλλους, θα κατέλυε σπιτικά αλλά εκείνος θα γλίτωνε, θα παρέμενε υγιής, άφθαρτος, αναλλοίωτος. Τι απαντάς σε τέτοιο δαιμονισμό; Από μέσα του έβγαινε η μανία ενός αρχέγονου τρόμου. Να είσαι μάρτυρας επόπτης, και η αρρώστια να σε κοιτάει μέσα από τα μάτια του αποδημούντος, σαν φίδι σαγηνευτικό. Όλα έδειχναν το τέλος που τελικά δεν ήλθε και έφτασε δεκαεφτά χρόνια αργότερα. Σώθηκε και βγήκε από το νοσοκομείο, σημαδεμένος αλλά γεμάτος πίστη στην ήσσονα προσπάθεια, γεμάτος αλαζονεία, αυτοαπέχθεια και περιφρόνηση για τη νέα προθεσμία που του είχε παραχωρήσει το τυχαίο και η επιστήμη.

Αδιανόητο, φίλε Αχιλλέα, να προβλέψεις πως μεταμορφώνεται ο άνθρωπος αφού αντιμετωπίσει το αμετάκλητο. Εκείνος στράφηκε εναντίον όσων του συμπαραστάθηκαν κατά τη δοκιμασία. Μια μέρα μάζεψε ανθρώπους μισερούς, άσχετους συλλόγους και διάφορους παρεπίδημους και μέσα σε μια μεθυστική παραζάλη, ανεξέλεγκτη και φρικαλέα, με διαπόμπευσε, με καταρράκωσε, με απέπεμψε δημοσίως. Ωρυόταν, ούρλιαζε, φρικιούσε. Απολογήσου, φώναζε, ομολόγησε, παραδώσου. Μα γεμίζει το κενό της ύπαρξης από οργή; Πληρούται ο χρόνος με μίσος; Μετανοεί το μυαλό σε πώρωση; Έφυγα κείνο το βράδυ και περπάτησα δρόμο ατέλειωτο, χιλιόμετρα ολόκληρα, έβρεχε και αστραπές χτυπούσαν την πόλη, βάδιζα σαν να ήμουν αλλού, ενθυμούμενος άλλες βροχές, άλλες καταιγίδες, άλλα φεγγάρια μεταμορφωτικά της νιότης. Αποτοπώθηκα, δεν υπήρχε πλέον χρόνος, ο χρόνος με είχε εγκαταλείψει, βορά του ζόφου είχα καταστεί. Τότε συνάντησα το δεύτερο μυστήριο.

Το ίδιο απόβραδο εκείνο, μετά από περιπλάνηση πολύωρη, έφτασα περίλυπος στον αγαπημένο δρόμο, κάθισα σε μια στάση λεωφορείου, δεν υπήρχε κανείς γύρω, σκοτείνιαζε, άρχισα να συνέρχομαι, πού είμαι ρώτησα και πάλι, γιατί εδώ, ποιος μιλάει εκ μέρους μου, ποια γλώσσα με χρησιμοποιεί, αίφνης όταν, κάθισε δίπλα άνθρωπος κάποιος, που δεν έμοιαζε από τα μέρη αυτά καθόλου, πώς σε λένε, ρώτησα παραξενεμένος, Ιωάννης, απάντησε, γνωριζόμαστε, ρωτάω, έχουμε συναντηθεί παλιά, μου λέει, δεν φαίνεσαι καλά, είμαι περίλυπος, λέω, ναι, ναι το νιώθω, συγκατανεύει, έπαθα συντριβή απόψε, συνεχίζω, ναι, ξέρω, απαντάει, ξέρω, είναι που έφυγες από το σπίτι σου, και που έχεις ξεχάσει πώς να πας πίσω, έχεις χάσει την επιθυμία της επιστροφής, είμαι σε σύγχυση, απάντησα, το νιώθω, επαναλαμβάνει, αλλά πρέπει να γυρίσεις, ειδάλλως θα σκορπιστείς σε πανικό και ανουσία, αυτό είναι το μήνυμα που σου στέλνει κάποιος άλλος, καλύτερος εμού, που έρχεται, φεύγει και πάντα μένει, άργησε πολύ να παρουσιαστεί, λέω, με άφησε μόνο κι έχω πάρει άλλο δρόμο τώρα, ναι, ναι, το ξέρουμε, απαντάει, αλλά μην ανησυχείς, τράβα τον δρόμο που περπατάς μέχρι να τον εξαντλήσεις, μέχρι να σε εξαντλήσει και αφού αδειάσεις και ξεραθείς, δεν θα βρεις τίποτε άλλωστε, όλα θα γυρίσουν μέσα σου σαν ζέφυρος δροσιάς και αύρα ομιλητική. Τότε εμφανίστηκε το λεωφορείο, ανέβηκε και είπε, θα ξανασυναντηθούμε κάποια μέρα πάλι, αυτό νομίζω ότι το ξέρεις, δεν υπάρχει διέξοδος άλλη, απάντησα, κι έγνεψα με το χέρι μου αντίο, σαν να αποχαιρετούσα κάποιον που ήξερα καιρό.

Καλέ μου φίλε, οποία αφροσύνη να φλυαρούμε με αγνώστους και να προσπαθούμε μόνο με αυτούς να μιλήσουμε από μέσα προς τα έξω, για το πώς νιώθουμε, και πώς απορροφούμε τους χυμούς και τα δηλητήρια της εμπειρίας. Δεν υπάρχει γλώσσα για το ένδον, δεν υπάρχει σημασιοδότηση, βαττολογώ και γογγύζω αλλά επιδεινώνω την αποκαρδιωτική αλαλία ενόσω μέσα μου βογγάει το άφραστο, το προγλωσσικό και το ασύλληπτο. Σαυτόν ίσχε, που λέγαν οι παλαιοί, πρέπει να μάθω να επικεντρώνομαι τώρα που έχασα κάθε κέντρο. Πώς να το διατυπώσω; Έχω μέσα κέντρο βαθύ, ενώ δεν μπορώ να το έχω και στη ζωή μου; Ή μήπως οπτασιάζομαι; Τότε λοιπόν πώς μπορώ να το κατανοήσω, αν δεν το έχω μέσα μου; Υπάρχει κάτι πριν κατανοηθεί; Και αφού κατανοηθεί, υφίσταται όπως υπήρχε πριν την κατανόησή του; Μια έννοια που δεν έχει βιωθεί μπορεί να γίνει εμπειρία ή μια εμπειρία χωρίς έννοια να γίνει γνώση και συνείδηση; Η νόηση που γίνεται κατανόηση δημιουργεί την έννοια; Τρέχω πάλι, παραμιλώ, καταδύομαι αριπρεπώς στον Άδη αιμοβόρων αφαιρέσεων.

Έχασα ό,τι τιμιότερο είχε κερδίσει ο νους, την ανυποψία, την ανάγκη να εμπιστεύεσαι, να δίνεις πίστη στην ευθύτητα, στην έλλειψη σκοπιμότητας και κάθε απαιτήσεως. Η πτώση στην ιστορία ήταν η γέννηση της υποψίας και της δυσπιστίας, νόσος σιωπηλή που οικτείρει την αυτάρκεια, την αυτογνωσία, την ενσυνείδητη παρουσία. Το πέπλο της θεάς χάνεται, από σήμα μυστικό γίνεται καλλωπισμός και από διάνεμα ψυχοκίνητο, φαντασίωση θεατρική. Ψάχνεις αυτό που είσαι και βρίσκεις αυτό που έχασες. Αντί για πληρότητα, απώλεια, αντί για ολοκλήρωση κατακερματισμός. Την πιο ωραία στιγμή της ωριμότητάς σου, όταν ο σπόρος που δένει τον νου σου είναι έτοιμος να σπάσει και να ορθωθεί, τότε φαίνεται πόσο φοβισμένος και παραζαλισμένος είσαι, απροετοίμαστος, σε παντελή συντριβή, την ώρα που πας να ανθίσεις. Η γλώσσα του ένδον ανθρώπου ακούγεται ακατανόητη και βαβελική. Δεν είναι η γλώσσα σου. Την υποδύεσαι σήμερα γιατί την πίστεψες κάποτε. Σκάψε μέσα σου, έλεγα, αλλά δεν υπάρχει τίποτε να βρεις, τίποτα να δεις και να απορρίψεις. Δεν μπορείς να μιλήσεις για αυτά που είχες κάποτε μέσα σου παρά μόνο ως απουσία. Και τι νόημα έχει η απουσία παρά να υπενθυμίζει αυτά που αποσχηματίστηκαν και έφυγαν και κακοποιήθηκαν και αναληθεύτηκαν; Όλα τρέχουν, όλα συντρέχουν και μένεις μόνος να μελωδείς τραγούδι που άκουσες κάποτε μικρός, μα τώρα βγαίνουν σπασμένοι απόηχοι και άκομψες ηχολαλιές.

Ναι, Αχιλλέα, δεν ξαναειδωθήκαμε με τον Ναθαναήλ. Όσο περνούσε ο καιρός, οι ορίζοντες μαύριζαν, τα βλέμματα γέμιζαν μίσος και κακοστεργία. Ήταν φίλε μου η εποχή εκείνη, όταν είχες προσπαθήσει να επικοινωνήσουμε. Σε άκουσα αιφνιδιασμένος από τηλεφώνου, σε μια στιγμή δική μου ερμητική και άμυθη. Δεν μπορούσα να αποκριθώ: δεν ήμουν εδώ, ο χρόνος είχε αποσυρθεί και έψαχνα σε αρχαία κείμενα και απόκρυφα ιερά τη ρίζα ενός κόσμου που μαράθηκε. Ποιος χαραχτήρας κατοικούσε τον νου μου; Ποια εικόνα, ποιου τόπου ωραίου ζωγραφιζόταν στο μυαλό μου; Πού βρισκόταν η ευδαιμονία του; Πού ξανοιγόταν η άπειρη πεδιάδα των μεταθέσεων; Πόθος ψυχής, ουσία. Γιατί όμως εκείνος ο χαραχτήρας που ήταν αδιόρατος αλλά έμενε πάντα μια παρασκιά στο ένδον χάος, στο αλεξιάνθρωπο, κρυβόταν ακόμα και από αυτόν εμένα;Γιατί κάθε ιδέα αγαθού και αγαθότητας είχε μεταμορφωθεί σε πίκρα, οργή, απιστία, σαρκασμό; Σε όλες αυτές τις στιγμές, χωρίς να θέλω, χωρίς να θέλει, χωρίς να τον βλέπω, χωρίς να με γνοιάζεται, στην πραγματική ιστορία που γράφουν οι μύθοι που μας αίρουν και μας ταράζουν και μας συντρίβουν, ήταν εκεί, ήμουν εκεί, συνοδοιπορούσαμε και συμβυθιζόμασταν, όλοι το ήξεραν, το ψιθύριζαν, αλλά εμείς σβήναμε την επίγνωση στην παραπλανητική αυτονομία του εγώ. Του εγωϊσμού ο κίνδυνος οπόσος, κατάνυξις αβύσσου, επίγνωσις αθλιότητας.

Σχέσεις ασύστροφες, συμβάματα άχαρα δεν συνεχίζονται, δεν μπορούν να διαρκέσουν, δεν πρέπει. Είναι αναπόφευκτο να διαλύονται, να αυτοδιαλύονται, να αντιστρέφονται, αυτοκατήγορες. Το παραμύθι τους δεν γίνεται ορίζοντας, παραμένει ανερμήνευτο, ανολοκλήρωτο, ακατανόητο. Έτσι είχα γίνει ο άλλος μέσα μου, οπού δεν ήμουν εγώ αλλά το εγώ εκείνο, το ετερόφωνο. Η ψυχή δεν έβλεπε άλλη ψυχή, η καρδιά δεν μιλούσε με καρδιά. Το μυστήριο της εξατομίκευσης είχε ολοκληρωθεί αφήνοντάς με μισό. Έγινα εγώ όταν έπαψα να είμαι. Πώς ξαναπλάθεις το πρόσωπό σου όταν σε έχουν εγκαταλείψει τα όσα μικρά και μέγιστα το συγκρότησαν; Πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς πρόσωπο: προσωποποιία. Τι είναι αυτό; Ποια μορφουργία το καθορίζει; Ποια μορφή το εντοπίζει; Ή μήπως πρέπει ή μήπως επιβάλλεται να ζήσουμε άχρι θανάτου στη μυστικοπάθεια μιας ομίχλης, στο θολό βλέμμα των άκαρπων ορμών; Ποιο πρόσωπο μας περιμένει στο τέλος του δρόμου για να πούμε με ευγνωμοσύνη και αδημονία, πλησιάζει η στιγμή, έσφαλα χωρίς κακοήθεια, απογυμνώθηκα χωρίς πονηρία, παρέλυσα μέσα στο αυτονόητο, το μόνο που μένει τώρα είναι η λήθη, η αφάνεια, η εγκατάλειψη. Ποια μήτρα τάφου περιμένει, ποίον τόδε τι, το εγώ αυτό, εκείνο;

Πρέπει να τελειώσω φίλε μου, απελπισία κυριεύει τα κρύφια της καρδιάς ότι το κύριο εκείνο μήνυμα που ήθελα να δώσω, ουδόλως καταγράφηκε. Επίγνωση γλώσσας, μηδενός υπόλειμμα. Διατρέχω τις ανακεφαλαιωτικές λέξεις και το μόνο που βρίσκω είναι σιγαλόφωνα μουρμουρητά και γοητευτικές παρανοήσεις. Ψάχνω τον δρόμο να φτάσω εκεί που προτύπωσε η προγενετική ανωνυμία, για να φτάσω όμως πρέπει να περπατήσω, έχω αποφασίσει να φύγω και επειδή έχω αποφασίσει, δεν μπορώ να πάω εκεί που θέλω να είμαι. Ο Ναθαναήλ χάλασε τις γέφυρες, βούλιαξε τους δρόμους, χωμάτωσε τα λιμάνια, όλα του ανήκουν ενόσω δεν είναι εδώ, και είναι εδώ και θα μείνει εδώ επειδή έχει φύγει και δεν μπορεί να γυρίσει. Χρόνος πυκνός η φιλία, συντριπτικός. Δεν έχει συνέχεια. Χάνεται και χάνεται η φωνή σου. Και μόνον όταν χάνεται, ολοκληρώνεσαι.

Βγήκα έξω ένα βράδυ κι εκεί που περπατούσα αμεριμνομέριμνος στον αγαπημένο δρόμο, συνάντησα εξαίφνης τον Ιωάννη εκείνο, που είχα ανταμώσει καιρό πριν, όλο θυμό και οργή και θεολογία. Είμαι κουρασμένος από τις ιεροφάνειες, είπε. Δώσ’ μου κάτι απτό, μια εικόνα, ένα κομμάτι ύλης, μια ομολογία, απάντησα. Γύριζα από το νεκροταφείο, όπου απόθεσα λίγα σπυριά ρόιδου στον τάφο του Ναθαναήλ, μελώδησα μοιρολόι, απαλά και συγκρατημένα, με σεβασμό στη στιγμή, κοίταξα γύρω το βασίλειο του θανάτου και θυμήθηκα το παλιό εκείνο, ο θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων, έκτισεν γαρ εις το είναι τα πάντα. Πρέπει να υπομένεις την ολοκληρωτική γέμιση του κτιστού από την αιωνιότητα του υπερούσιου, νουθέτησε ο παράδοξος συνομιλητής, πρέπει να περιμένεις το υπερούσιο να καταστεί ευάλωτο, τρωτό και εύθραυστο, να βαφτιστεί στο εφήμερο, να παραδοθεί σε όλες τις ουσίες, να καταδυθεί σε όλες τις ποιότητες του συγκεκριμένου, να βρεθεί σε κίνδυνο, να καταστεί άδηλο, να μειονεκτήσει χάνοντας μουσική, φως και κοσμολογία.

Μόνο τότε, το σώμα, η ευαισθησία και ο συλλογισμός θα αναφωνήσουν τετέλεσται, θα σπάσουν πανηγυρίζοντας τη δύναμη που χάνεται, την απόφαση που εξανεμίζεται, το σθένος που παύει να εμποδίζει, καθώς το σώμα ενδίδει στον χρόνο και αποδίδεται στην οικουμενικότητα της αδυναμίας. Όλα υφίστανται εν τόπω, συνέχισε. Ο χρόνος έπεται, αναφαίνεται με χωροθετήματα, σχήματα, μετακινήσεις. Έτσι μίλησε και απομακρύνθηκε. Μα τι να κάνω, ρώτησα απαυδισμένος. Είμαι εκεί που δεν ήθελα ποτέ να είμαι, έγινα αυτό που δεν ονειρεύτηκα ποτέ να γίνω. Παραδόθηκα στη μετάπτωση και τη μηδενικότητα. Έτσι κορυφώνονται όλα; Όταν αναγνωρίζεις ότι εσύ είσαι ο άλλος που σε πολεμούσε εκ γενετής; Αλλά ο Ιωάννης κοίταξε με συμπόνια και λύπηση. Πρέπει να βρεις τον δρόμο για το σπίτι σου, δεν υπάρχει πια ουρανός μέσα σου, άδεια απεραντοσύνη μόνο, είπε με αυστηρότητα και χάθηκε. Σιωπή μετά, σιωπή, αδράνεια, αποκαραδοκία.

Οσάκις διστάζω, αρπαγμός φαντασίας με πυρπολεί, όσακις νοσταλγώ, φλόγωσις οδύνης με εξοργίζει, οσάκις ελπίζω, έφεσις παρανοήσεως καταλαμβάνει με. Η ψυχή μου, πού βρίσκεσαι; Ο νους μου, πού τρέχεις; Η σκέψη μου, πού χρονοτριβείς; Τόσο παράδοξο το εγκάρδιο. Αντινομική ρυθμολογία της θνητότητας. Ο έσω άνθρωπος εμού ψάχνει το πρόσωπό του, φαντάζεται την παρουσία του, ονειρεύεται τα ιστορικά του. Και βρίσκει ακινησία και οίκτο και ιλασμό.

Αχιλλέα, βυθίζομαι και αναλυώνω. Πένθος με κατέχει και ψυχισμός. Δεν μου αρέσει ο εαυτός μου, ούτε η ζωή μου, ούτε η ιστορία μου, ούτε η γλώσσα μου, ούτε η παιδεία μου, ούτε η παρουσία μου, ούτε ο στοχασμός μου, ούτε η οπτική μου, ούτε η λογική μου, ούτε οι συγκινήσεις μου, ούτε οι φαντασιώσεις μου, ούτε οι αρετές μου και έχω να ζήσω με όλα τα εαυτοαπαρνούμενα και να φτιάξω την απλότητα της γενετικής μονάδας μέσα από όλες τις αναιρέσεις, τις αντιθέσεις, τα αμφιλεγόμενα. Ο Ναθαναήλ με έκανε να εννοήσω πως κάθε έννοια δεν γίνεται πάντα γλώσσα, δεν πραγματώνεται ως εμπειρία, δεν βρίσκει τον ώριμο καιρό της ολοκληρίας της και πως πυρώνει αμετάδοτη με πάθος και τραγικότητα, ανήμπορη να κοινωνήσει τα όσα ιδιότυπα και αλλότρια ενσαρκώνουμε στον κόσμο των φαινομένων. Αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί και δεν θα ειπωθεί είναι το μεγάλο κλειδί προς τη θύρα των τελετουργικών χειρονομιών που κρατάνε τη ζωή συνεκτική και αμφίδρομη.

Πολλές φορές σκέφτομαι ότι ίσως θα πρέπει να αντιστρέψω τους όρους και να δω εμένα αυτόν μέσα από τα μάτια του. Νόμιζε ότι ήμουν καλός και αθώος, αλλά ίσως να μην ήμουν τίποτε απ’ όλα αυτά, γιατί ακόμα και αν ήμουν, δεν ήθελα να είμαι. Ναι, ναι, δεν ήθελα να είμαι καλός: γιατί να είμαι καλός; Δεν ήθελα να είμαι αθώος: πώς μπορούσα να είμαι αθώος; Είναι περίεργο πόσο μας καθορίζουν άνθρωποι που δεν μας αρέσουν κατά βάθος. Είναι περίεργο πόσο ακμάζουμε και ανθούμε μέσα στο αμετάδοτο και το αμετουσίωτο.

Αλλά ό,τι αναδύεται στο είναι, δεν σβήνει ποτέ ούτε στη λήθη ούτε στον αφανισμό ούτε στην αρνησιγλωσσία. Γίνεται νους και διάνεμα και αυθυπερβαίνει την ελάχιστη ύπαρξη. Ο Ναθαναήλ μιλάει συχνά από την πέρα όχθη και με νουθετεί να αντικρύσω την ιστορία από τα μάτια πέρα από την όραση. Ποιος όφις θα μας εγκαλέσει στην αυτονομία; Δεν ξεχνάω τα ηττήματα της φιλίας, ακόμα και αν εμπνέομαι από τα ενθύμια των φίλων. Σε μια σχέση υπάρχουν πάντα τρεις. Ως φίλοι, δεν φανταστήκαμε την ιδανική μας τριάδωση, την κορυφή του τριγώνου που σημασιοδοτεί τις σχέσεις και δίνει στις λέξεις τη μελωδική τους τονικότητα. Όπου υπάρχουν δύο, κάθε σχέση αφανίζεται. Δεν βρήκαμε τον τρίτο ενδιάμεσο, την αναφορά, τον εν ταυτώ συναμφότερον –το τρίπτυχο εκείνο δέσιμο δεν οιωνίστηκε ποτέ. Σχέση που δεν τριγωνίζεται, διαλύεται σε δύο μοναξιές.

Τώρα που διαχύθηκε στο μηδέν, ο Ναθαναήλ είναι παντού. Πένθος και λύτρωση, μελαγχολία ή χαρμολύπη. Εν τέλει, δεν είμαστε η βιογραφία μας ούτε η αυτοβιογραφία μας: κάποιος ανώνυμος άλλος καλεί και απογράφει τον εν σώματι εαυτό μας στην ύπαρξη. Όλα δίνονται τη γενέθλια μέρα και όλα σβήνουν εκεί. Ό,τι υπάρχει στον νου μένει στο είναι για πάντα. Βούισμα, φωτοδοσία, αρτιφάνεια. Ελπίζω, πριν το τέλος, να ξυπνήσει μέσα μου ο μυστικός αγιογράφος, ακόμα και αν δεν προλάβει να ποιήσει τις εικόνες του.

Καλέ μου φίλε, σε όλη μας τη ζωή ψάχνουμε για το αχίλλειο σημείο απ’ όπου θα κυλήσει μέσα μας η ώρα του έσχατου πανικού. Σε άλλους δίνεται με εχθρότητα, από αρρώστια, με μίσος. Σε άλλους με φιλία, από νοσταλγία, με λεπταισθησία. Θέλω να χαμογελάω να είμαι διαυγής και όρθιος, να σκέφτομαι τις στιγμές στον ελαιώνα και τον ροδώνα, στιγμές περίσκεψης και γαλήνης, μια αγαθόβουλη φωτωνυμία. Αχιλλέα, καταλαβαίνεις νομίζω τι υπονοούν οι ακυριολεξίες μου.

Έρρωσο και εικονοποίει.

Β.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή