Εκείνο το πρωί η Βενετία ήταν άδεια από τουρίστες. Είχαμε ξυπνήσει πολύ νωρίς, όχι για να επισκεφτούμε κάποιο αξιοθέατο αλλά για να προλάβουμε το τρένο προς Βιτσένζα. Από εκεί θα παίρναμε το αυτοκίνητο και μαζί με την ειδικευμένη ξεναγό θα ξεκινούσαμε για την επαρχία. Προορισμός μας τρεις από τις διάσημες αναγεννησιακές βίλες του αρχιτέκτονα Αντρέα Παλάντιο. Ήταν στα τέλη του 16ου αιώνα όταν μια νέα τάξη πλουσίων της εποχής μετακινήθηκε προς την ύπαιθρο, επενδύοντας στην αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία. Έτσι γεννήθηκε μία νέα τυπολογία στην γενεαλογία της Villa, ή αλλιώς της κατοικίας στην ύπαιθρο: ένα μνημειακό κτήριο με συμμετρική δομή και ισόγεια διάταξη που αφήνει την ύπαιθρο να το διαπερνά. Οδηγώντας προς την εξοχή διαπιστώνουμε ότι το ειδυλλιακό αγροτικό τοπίο έξω από τη Βιτσένζα διατηρείται ακόμα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό. Καλλιεργημένες πεδιάδες εναλλάσσονται με λόφους, μικρούς οικισμούς και καμπαναριά που διαγράφονται στον ορίζοντα. Πρώτη μας στάση μια από τις τελευταίες βίλες του Παλάντιο και ίσως η πιο ονομαστή: Βίλα Κάπρα ή αλλιώς Ροτόντα. Ένα κυβικό κτίσμα με τέσσερα πρόπυλα με ισάριθμα αετώματα, και τον πρώτο τρούλο σε μη θρησκευτικό κτήριο στην ιστορία.
Ο εντυπωσιακός όγκος της ξεπρόβαλε στην κορυφή ενός λόφου στην αριστερή πλευρά του δρόμου, αλλά σύντομα χάθηκε πάλι καθώς ψάχναμε να βρούμε τον χώρο στάθμευσης. Την εποχή της ο επισκέπτης θα πλησίαζε με την άμαξα, από διαφορετική κατεύθυνση. Ο χωματόδρομος οδηγούσε αξονικά προς τη βίλα, η ξεκάθαρη γεωμετρία της οποίας την κάνει ορατή από απόσταση. Αφού πληρώσαμε το σχετικό εισιτήριο ανηφορίσαμε προς τη μνημειακή σκάλα του υπερυψωμένου ισογείου. Εδώ βρίσκονται οι κύριοι χώροι της κατοικίας: μία σειρά ψηλοτάβανα δωμάτια γύρω από την κεντρική αίθουσα με τον τρούλο. Το κτήριο αρχικά σχεδιάστηκε ως χώρος δεξιώσεων και χορών για τους ευγενείς φίλους του ιδιοκτήτη, οι οποίοι αργά το βράδυ έπρεπε να διανυκτερεύσουν μακριά από τη Βενετία. Δεν υπάρχει κάποια λειτουργική ιεράρχηση των χώρων: κάθε δωμάτιο έχει δύο τουλάχιστον πόρτες και η κυκλοφορία γίνεται από το ένα στο άλλο χωρίς διαδρόμους. Η επίπλωση της εποχής περιλάμβανε κρεβάτια με ουρανούς και μπαούλα αποθήκευσης, ενώ το φαγητό μπορούσε να σερβιριστεί σε οποιονδήποτε χώρο με ένα μεταφερόμενο τραπέζι, που έστηναν οι υπηρέτες. Τουαλέτες επίσης δεν υπήρχαν –ευτυχώς βρισκόμαστε στην εξοχή. Οι επισκέπτες έπεφταν για ύπνο στα διαθέσιμα κρεβάτια, μετά το τέλος της γιορτής που λάμβανε χώρα στη μεγάλη κεντρική αίθουσα. Παρά το γεγονός ότι το κτήριο είναι τοποθετημένο σε ύψωμα, τα παλιά υαλοστάσια με το χειροποίητο γυαλί παραμορφώνουν το φως και δεν επιτρέπουν τη θέα. Όταν όμως οι τέσσερις περιμετρικές θύρες είναι ανοιχτές, έχει κανείς την αίσθηση ότι το γύρω τοπίο διατρέχει το εσωτερικό. Αντίστοιχα, ο φανός στην κορυφή του τρούλου ήταν αρχικά μια στρογγυλή οπή που, όπως στο Ρωμαϊκό Πάνθεον, άφηνε το φως αλλά και τη βροχή να περάσουν. Ακριβώς από κάτω, στο κέντρο του δαπέδου, το μεγάλο μαρμάρινο σιφόνι-κεφαλή μέδουσας αποχέτευε το νερό. Τι περίεργο! Μία μνημειακή κατασκήνωση, όλη η βίλα ένα περίτεχνο στέγαστρο ανοιχτό στα στοιχεία της φύσης, τα οποία πρωταγωνιστούν σε μεγάλο βαθμό και στις τοιχογραφίες.
Φεύγοντας πέσαμε πάνω σε έναν κύριο που έβγαζε βόλτα ένα χαριτωμένο ντάξχουντ. Όπως μας πληροφόρησαν, ήταν ο ιδιοκτήτης της κατοικίας, ο οποίος δεν ζει εδώ αλλά την επισκέπτεται τακτικά. Ελάχιστες από τις βίλες της εποχής ανήκουν ακόμα στις αρχικές οικογένειες, οι περισσότερες έχουν περάσει σε μεταγενέστερους ιδιοκτήτες. Κάποιες είναι επισκέψιμες κάποιες όχι, και το εισιτήριο εξασφαλίζει την πολυδάπανη συντήρηση τους, που πάντα επιβλέπεται από το υπουργείο πολιτισμού.
Ξεκινήσαμε για την επόμενη στάση μας, τη Βίλα Μπάρμπαρο. Εδώ το κεντρικό κτήριο με το αέτωμα πλαισιώνεται από δύο συμμετρικές πτέρυγες αριστερά και δεξιά. Πολλά μεταγενέστερα κτήρια στη Δύση αναπαρήγαγαν την τυπολογία αυτή, γι’ αυτό και οι πτέρυγες θεωρούνται μία σημαντική συνεισφορά του Παλάντιο στην Αρχιτεκτονική. Στη Βίλα Μπάρμπαρο οι επιμήκεις πτέρυγες με τις ισόγειες στοές στέγαζαν τις αποθήκες και τα ζώα, ενώ οι δύο πύργοι στα άκρα ήταν περιστεριώνες. Ο Παλάντιο επινόησε μια υβριδική τυπολογία που άνθρωποι και ζώα κατοικούν μαζί. Αντίθετα με τη Βίλα Κάπρα, η είσοδος δεν γίνεται αξονικά αλλά πλευρικά από τις εκατέρωθεν στοές. Στο εσωτερικό αμέσως διακρίνει κανείς την ποιότητα των τοιχογραφιών από τον σπουδαίο Βερονέζε. Πρώτα όμως πρέπει να φορέσουμε τα ειδικά ποδονάρια για την προστασία του δαπέδου, που μας υποχρεώνουν σε ένα περίεργο βάδισμα, κάτι μεταξύ περπατήματος και σκι. Επίσης απαγορεύονται οι φωτογραφίες, οπότε βάζουμε τα δυνατά μας να είμαστε όσο παρατηρητικοί γίνεται. Οι όμορφες τοιχογραφίες πλαισιώνουν την επίπλωση της κατοικίας που γεφυρώνει πέντε αιώνες κατοίκησης, μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Μαζί και τα πιο νεωτερικά συστήματα ηλεκτροφωτισμού και θέρμανσης, καμουφλαρισμένα όσο είναι δυνατόν για να μην προσβάλουν τα μυθολογικά θέματα του διακόσμου. Αυτή η βίλα κατοικείται ακόμα, με τα δωμάτια που χρησιμοποιούνται από τους σημερινούς ενοίκους να είναι αποκλεισμένα για τους επισκέπτες. Από τον εξώστη της κεντρικής αίθουσας, ακριβώς στον άξονα συμμετρίας του κτηρίου βλέπουμε τα ίχνη του παλιού αγροτικού δρόμου που διέτρεχε τις καλλιέργειες μέχρι τον ορίζοντα. Στο βάθος ο αυτοκινητόδρομος διακόπτει κάθετα τη χάραξη του δρόμου και μας επαναφέρει στο σήμερα. Ο ίδιος αργότερα θα μας οδηγήσει πίσω στη Βιτσένζα.
Πριν την επιστροφή όμως έχουμε μία τελευταία στάση: τη βίλα Έμο. Οι μακριές πτέρυγες που επαναλαμβάνονται και σε αυτή τη βίλα το κάνουν δύσκολο να χωρέσει στην κάμερα του κινητού τηλεφώνου μου. Παρά το μήκος του κτηρίου όμως, εξωτερικά η εντύπωση είναι σχεδόν ταπεινή. Παρατηρώ τα παράθυρα χωρίς περιμετρικό διάκοσμο: απλές ορθογωνικές οπές στις επίπεδες όψεις. Πρόκειται για ακόμα μία ριζοσπαστική καινοτομία του Παλάντιο –αλήθεια, θα μπορούσε κανείς να διηγηθεί την ιστορία της αρχιτεκτονικής κοιτώντας μόνο το είδος των ανοιγμάτων. Τα πιο μικρά παράθυρα πάνω από το ισόγειο αντιστοιχούν σε έναν χαμηλό όροφο κάτω από τη στέγη, που χρησίμευε ως αποθήκη για τη σοδειά. Έτσι ήταν προστατευμένη, μακριά από επίδοξους κλέφτες, ενώ εξασφάλιζε και τη θερμομόνωση των κύριων χώρων χαμηλότερα. Δυστυχώς η μεγάλη ράμπα που οδηγεί αξονικά στην κεντρική είσοδο είναι αποκλεισμένη για λόγους ασφαλείας. Αντ’ αυτού ανεβαίνουμε από μία κρυμμένη βοηθητική σκάλα στον διώροφο ημιυπαίθριο χώρο της εισόδου, κάτω από το μεγάλο αέτωμα. Ήδη από αυτό το σημείο το βλέμμα διαπερνά το κτήριο και διαμέσου της απέναντι πόρτας χάνεται στον ορίζοντα στην πίσω πλευρά. Αυτή η διαμπερότητα δημιουργεί και πάλι την αίσθηση μιας ημιυπαίθριας δομής, όπως και στη Βίλα Κάπρα. Στο εσωτερικό τα δωμάτια έχουν τις πιο όμορφες και ευανάγνωστες αναλογίες, που αναδεικνύονται ακόμα περισσότερο από τις εξαιρετικές τοιχογραφίες.
Η Βίλα Έμο σήμερα δεν κατοικείται, παρά το γεγονός ότι η έκταση γύρω της καλλιεργείται ακόμα. Εδώ και κάποια χρόνια ανήκει σε μία εταιρεία που τη χρησιμοποιεί ως χώρο συναντήσεων και «εταιρικών event». Στις αψιδωτές στοές κατά μήκος των πτερύγων έχουν τοποθετηθεί διαφανή πλαστικά ρολά που επιτρέπουν στους ημιυπαίθριους χώρους αυτούς να χρησιμοποιούνται τον χειμώνα, όταν κάνει πολύ κρύο. Για μια στιγμή με προβληματίζουν αυτές οι προσθήκες, όπως και άλλες μικρές μετατροπές που παρατηρήσαμε και στα τρία κτήρια. Σαν να απειλούν την αυθεντικότητά τους. Αυτή βέβαια υπήρχε μόνο στα σχέδια του Παλάντιο. Πολλές βίλες ολοκληρώθηκαν μετά τον θάνατό του, ή τροποποιήθηκαν κατά την ανοικοδόμησή τους –ακόμα και οι σπουδαιότεροι αρχιτέκτονες πρέπει να υπομένουν τα καπρίτσια των πελατών τους! Στους σχεδόν πέντε αιώνες ζωής τους μέχρι σήμερα, έχουν προσαρμοστεί σε πολλές αλλαγές χρήσης ή ιδιοκτησίας, αφομοιώνοντάς τες στη γεωμετρική δομή τους. Εξάλλου αυτό φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο τον Παλάντιο: η συνολική μορφή, η γεωμετρία, οι μαθηματικές αναλογίες. Κατά κάποιον τρόπο ο Παλάντιο είναι το αντίθετο από την άλλη σπουδαία φιγούρα της αρχιτεκτονικής του Βένετο, τον Κάρλο Σκάρπα, που εξύψωσε όσο κανένας άλλος τη λεπτομέρεια, την υλικότητα, την εμπειρία.
Στον δρόμο της επιστροφής επαναφέρω στο μυαλό μου τα πλατωνικά στερεά των συνθέσεων του Παλάντιο. Εξαντλημένος από το ολοήμερο περπάτημα, κοιτάζω έξω από το παράθυρο το περιαστικό τοπίο να τρέχει πίσω μου. Η βίλα Έμο εμφανίζεται ξαφνικά στο βάθος, η συμμετρική πρόσοψη δεσπόζει για μια στιγμή και γρήγορα χάνεται στη λήθη του αυτοκινητόδρομου. Λίγο αργότερα εκείνο το βράδυ, η διαύγεια της αρχιτεκτονικής του Αντρέα Παλάντιο θα διαλυθεί στα δαιδαλώδη κανάλια και τα στενά της Βενετίας.