Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Γιώργος Μητάς

Ἐν ἐσόπτρῳ

Ο Γιώργος Μητάς για το βιβλίο του Τα δύο δώρα (εκδ. Στερέωμα, 2021)

Σε μια ανάρτησή της στο facebook τον Ιούνιο του 2021, η Εύη Καρκίτη, γράφοντας για τα Δύο δώρα, σημείωνε:

 «Τι μπορεί να συμβεί αν κάποιος αναζητήσει την ομορφιά έχοντας την απόλυτη (και σκληρή) επίγνωση πως δεν ανήκει στον κόσμο των Ωραίων, πως είναι ίσως ένας Άχενμπαχ που την αποζητά αιώνια και αδιάλειπτα;»

Θα αρχίσω λοιπόν από αυτή την αναφορά της Εύης, που πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά της νουβέλας: η ατέρμονη αναζήτηση της Ομορφιάς (και οι συνέπειες της αναζήτησης αυτής) είναι το θέμα της. και ένα πρωτόλειο διήγημα του πνευματικού πατέρα του Άχενμπαχ είναι το κείμενο που αναπνέει δυνατότερα από κάθε άλλο πίσω από τις σελίδες της: γιατί ο λογοτεχνικός πρόγονος του Αντρέα των Δύο δώρων δεν είναι άλλος από τον Μικρό Κύριο Φρήντεμαν, η σύντομη περιπέτειά του οποίου σε αυτή τη ζωή, έτσι όπως αποτυπώθηκε στο χαρτί από τον 21χρονο Τόμας Μαν το 1896, χάραξε την καρδιά μου όταν τη διάβασα για πρώτη φορά, φοιτητής, γύρω στα 20.

Υπάρχουν αρκετές ακόμα διακειμενικές συνομιλίες στα Δύο δώρα, με σημαντικότερη από αυτές τον διάλογο με τη Θεωρία της Ηδονής του Τζιάκομο Λεοπάρντι, ένα βιβλίο που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην πνευματική μου πορεία. Γιατί όλες οι ιστορίες που γράφονται σήμερα (και θα γραφτούν στο μέλλον) συνομιλούν (και θα συνομιλούν πάντα) με ιστορίες που γράφτηκαν στο παρελθόν.

Ας έρθουμε όμως τώρα στην ιστορία για την οποία συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ: και αυτή, όπως και οι Ιστορίες του Χαλ, γεννήθηκε σαν ιδέα πολλά χρόνια πριν, το 2004, και περίμενε υπομονετικά όλο αυτόν τον καιρό πριν αρχίσει να γράφεται, το καλοκαίρι του 2017. Και ήταν αυτή η σιγουριά μου ότι άξιζε να γραφτεί, ότι οι ήρωές της δικαιούνταν να γεννηθούν: όταν έβαλα την πρώτη φράση στο χαρτί, το αρχικό ερέθισμα ήταν ακόμα πολύ έντονο στο μυαλό μου, τα πρόσωπα των ηρώων της ολοζώντανα, οι ίδιοι ανυπόμονοι να ζήσουν.

Πιστεύω λοιπόν πολύ στην επιβεβαίωση που προσφέρει στον συγγραφέα ο χρόνος, αναφορικά με τη δύναμη της ιστορίας που θέλει να αφηγηθεί –είναι ένας σίγουρος τρόπος για να μη ριχθεί στην περιπέτεια της συγγραφής μιας αδύναμης ιστορίας, ενός ανεπαρκούς για τη λογοτεχνία θέματος. μιλώ εδώ για μυθοπλασία και σχετικά εκτενείς ιστορίες, ένα μεγάλο διήγημα, μία νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα, όχι για μικρο-ιστορίες ή σύντομα διηγήματα που μπορεί κανείς πιο εύκολα να δοκιμάσει, αποτυπώνοντας στο χαρτί ένα περιστατικό, ένα θραύσμα ζωής ή μία εικόνα– και να έχει εξαιρετικό αποτέλεσμα.

Το θέμα του λογοτεχνικού έργου, λοιπόν –μα δεν είναι η μορφή, η γλώσσα, το ύφος του λογοτεχνήματος εξίσου σημαντικά με το θέμα του, αν όχι σημαντικότερα; Είναι το ίδιο σημαντικά, κατά τη γνώμη μου– και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, γιατί χωρίς αυτά, μια ενδιαφέρουσα ιστορία είναι ακριβώς αυτό –μια ενδιαφέρουσα ιστορία– αλλά δεν είναι λογοτεχνία. Με δεδομένο λοιπόν ότι μορφή και περιεχόμενο είναι εξίσου σημαντικά σε ένα έργο μυθοπλασίας, η «σκοτεινή» καρδιά της ιστορίας, για να θυμηθούμε τον Χένρυ Τζαίημς, συχνά μυστική, δυσερμήνευτη, πρέπει να απηχεί ένα σπουδαίο θέμα –από κει ξεκινάς, για να βρεις τη μορφή και τη γλώσσα που θα το υπηρετήσει.

Αλλά πώς προκύπτει τελικά η γλώσσα της αφήγησης; Mία φίλη που διάβασε τα Δύο δώρα, μου είπε πως «δεν θα μπορούσε να τα φανταστεί με άλλη γλώσσα». Μου άρεσε αυτό το σχόλιο: πράγματι, όταν πιστέψεις το θέμα σου, όταν ζήσεις μαζί του και το κατακτήσεις πραγματικά, από τη στιγμή που θα αρχίσεις να το δουλεύεις στο χαρτί σού υποδεικνύει το ίδιο τη γλώσσα, το ύφος της αφήγησης. «Το ύφος δεν αποτελεί καλλωπιστικό στοιχείο, όπως πιστεύουν ορισμένοι άνθρωποι –δεν είναι ούτε ζήτημα τεχνικής. Είναι ό,τι το χρώμα για τον ζωγράφο, ένα είδος οράματος, η αποκάλυψη του ξεχωριστού σύμπαντος που ο καθένας μας βλέπει και που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν», έλεγε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο Μαρσέλ Προυστ.

«Και είναι αληθινή αυτή η ιστορία; Είναι αυτοβιογραφικό το κείμενο;», ρωτούν κάποιοι αναγνώστες. «Για να στεριώσει μια ιστορία, πρέπει να θάψεις κάτι ζωντανό στα θεμέλιά της», φέρεται να έχει (ευφυώς) πει ο Γιάννης Παλαβός, ένας συγκαιρινός συγγραφέας που εκτιμώ πολύ. «Χωρίς το αίσθημα και το βίωμα, αν δηλαδή η γνώση δεν μεταστοιχειώνεται σε εμπειρία, για τη λογοτεχνία η λεγόμενη καθαρή γνώση δεν σημαίνει τίποτε» –λέει το ίδιο πράγμα, με άλλα λόγια, ο Αναστάσης Βιστωνίτης. Ασπάζομαι πλήρως την άποψη αυτή. στα δικά μου μάτια, κάθε εντελές κείμενο μυθοπλασίας συνιστά ένα μοναδικό μείγμα όπου τα επιμέρους συστατικά ενώνονται αρμονικά και αδιαχώριστα για το βέλτιστο αποτέλεσμα, χάνοντας ολοκληρωτικά τις πρότερες ιδιότητές τους. Από τη στιγμή που το κείμενο ολοκληρωθεί, το ποσοστό των επινοημένων, των πραγματικών και των παραλλαγμένων στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του αλλά και όσων τελικά έμειναν έξω από τις σελίδες του δεν θα πρέπει να ενδιαφέρει ούτε τη λογοτεχνία ούτε τον αναγνώστη. Με άλλα λόγια, σημασία έχει μόνο η ιστορία που έχει γεννηθεί, η κειμενική αλήθεια του νέου βιβλίου –για να θυμηθούμε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ρήση του Κώστα Μαυρουδή.

Πιστεύω ακράδαντα ότι σε τούτες τις περίπλοκες, βιαστικές και μπερδεμένες εποχές, πρέπει να διακηρύξουμε εκ νέου την πίστη μας στην Τέχνη, στο καλλιτεχνικό έργο, να το αναγνωρίσουμε εκ νέου σαν αυταξία και να το διαχωρίσουμε από άλλες, ενδιαφέρουσες ίσως συσχετίσεις και αναζητήσεις, που αφορούν για παράδειγμα την κριτική για το έργο, τη σχέση του έργου με την πολιτική, τις επιστήμες, τη συσχέτισή του με κοινωνικές ή ιστορικές, θεωρίες κ.ο.κ. «Στο όνομα της πολιτικής ορθότητας», γράφει στο τελευταίο, πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του ο Νίκος Μπακουνάκης, «μια ολόκληρη πανεπιστημιακή κουλτούρα “διαβάζει”, “αναλύει”, “διδάσκει” τα έργα τέχνης μέσα από το πρίσμα του φύλου, του σεξ, της φυλής». […] Υποτίθεται ότι όλες αυτές οι προσεγγίσεις στοιχειοθετούν ένα είδος αντιπουριτανισμού. Αποδεικνύονται όμως τόσο περιοριστικές, τόσο προκρούστειες, τόσο ιδεοληπτικές, ώστε το έργο τέχνης, διατηρώντας πια μόνο την αξία του παραδείγματος, χάνεται ή καταστρέφεται».

Ας φέρουμε λοιπόν πάλι το έργο τέχνης στο κέντρο του ενδιαφέροντος αποδίδοντάς του όλη του την αξία, που είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αξία του παραδείγματος ή του εφήμερου πολιτιστικού προϊόντος που διακινείται συχνότατα με όρους μάρκετινγκ σε λίστες επιλογής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων και τα ένθετα των εφημερίδων, τούτη τη εποχή της βιαστικής κατανάλωσης –«Writing was everything», τιτλοφορούσε στις αρχές της δεκαετίας του ʼ90 ένα σημαντικό δοκίμιό του ο Αμερικανός κριτικός Αλφρεντ Καζίν, όπως μας θυμίζει πάλι ο Νίκος Μπακουνάκης.

Θα κλείσω αυτήν τη μικρή εισήγηση επιστρέφοντας στη νουβέλα την οποία συζητάμε σήμερα, και σε έναν άλλο πνευματικό πρόγονό της: τον Καναδό ποιητή και τροβαδούρο Λέοναρντ Κόεν. Ένα από τα αγαπημένα θέματα της στιχουργικής του είναι οι παράλληλοι, ασύμπτωτοι δρόμοι που συχνά ακολουθούν οι ονειροπόλοι και οι άνθρωποι της δράσης. «…The dreamers ride against the men of action / Oh see the men of action falling back», τραγουδούσε πίσω στα 1979, στο «The Traitor», από το άλμπουμ του Recent Songs.

Με ενδιέφερε πάντα λογοτεχνικά η ζωή των «ονειροπόλων» σε σχέση με τους «ανθρώπους της δράσης» –νομίζω ότι στο κενό ανάμεσα στις πορείες τους στη ζωή έχουν φυτρώσει μερικοί από τους πιο δυνατούς σπόρους στην ιστορία της λογοτεχνίας. Και με ενδιαφέρει κυρίως το τι στοιχίζει η έλλειψη δράσης στους ονειροπόλους, τι τους στερεί, τι βάρος αφήνει στους ώμους τους στη δύση της ζωής τους, αλλά ταυτόχρονα και τι ελευθερία τους προσφέρει μέσω της φαντασίας, πόσο παρατείνει τη μαγεία, την παιδικότητα και την ομορφιά καθώς ο χρόνος τρέχει αμείλικτα, πόσο, λοιπόν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κρατά ζωντανά τα κίνητρά τους στη ζωή, καθώς οι εξιδανικεύσεις υποχρεώνουν σε αέναη αναζήτηση, προφυλάσσοντας από την απογοήτευση της εμπειρίας, λειτουργώντας –ίσως– σαν ένα ελιξίριο νεότητας, σαν ένα άλλο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ, που κινδυνεύει όμως να καταρρεύσει μέσα σε λίγες στιγμές, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, γκρεμίζοντας με οδυνηρό τρόπο μια ολόκληρη ζωή.

«Ποτέ ας μη γίνουν / Αυτά που επιθυμείς / Κέρδος σου θα ʼναι. / Η έλλειψη είναι, πάντα / Η μόνη ουσία της ζωής», μας διαμηνύει μετά θάνατον ο Αργύρης Χιόνης, από το βιβλίο του Η πολιτεία λαβύρινθος. Αν το βιβλίο είχε εκδοθεί πριν την ολοκλήρωση των Δύο δώρων, ίσως αυτοί οι στίχοι να είχαν γίνει το μότο τους.

[Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 27 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο της 18ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.]

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή