Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Βρασίδας Καραλής

Σχετικά με τον Λέοναρντ Κοέν

Στον Αντώνη Σταυροπιεράκο
(1960-1996) τηλόθι πάτρης

Τον συνάντησα τυχαία σε καφενεδάκι της Ύδρας. Σεπτέμβιος ή Οκτώβριος του 1978, αν θυμάμαι καλά. Μόλις είχα αγοράσει από του Ελευθερουδάκη μια επιλογή από ποιήματα του Ώντεν και του Πάουντ, τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις και ένα μικρό βιβλίο στίχων με τίτλο The Spice Box of Earth, για πέντε δραχμές. Είχα πάρει μετά το πλοίο της γραμμής και πέρασα στο νησί, όπως έκανα κάθε Σεπτέμβριο, όταν έφευγαν οι τουρίστες. Κάθησα κάτω από τον θωπευτικό ήλιο του απογεύματος σε καφενείο της προκυμαίας και άρχισα να διαβάζω. Σε λίγο ένιωσα ότι κάποιος με κοιτούσε. Νέος, άπραγος και ανύποπτος, αισθάνθηκα άβολα. «Σου αρέσει τό βιβλίο που διαβάζεις;» ρώτησε στα ελληνικά, με ξενική προφορά. «Μόλις το άρχισα», απάντησα. «Είσαι ντόπιος;». «Ναι, ναι,» είπε. «Πολλά κρόνια, εδώ». «Πώς σε λένε;». «Λέννυ», απάντησε. «Θα το διαβάσω και τα λέμε», αποκρίθηκα. Συναντηθήκαμε το ίδιο βράδυ στην ταβέρνα το «Φανάρι» ή το «Πηγάδι», δεν θυμάμαι το όνομα ακριβώς. Ήταν γεμάτη από καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, ηθοποιούς, μόδιστρους και πρόσωπα της επικαιρότητας. Όλοι μιλούσαν δυνατά και επιδεικτικά. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα, μιλήσαμε σπασμωδικά για ποίηση και μουσική, για την Ύδρα, το Ισραήλ και τον Καναδά. Μήπως είσαι ο ποιητής που έγραψε αυτό το βιβλίο, ρώτησα. Ο Leonard Cohen; «Όλος εγώ, η αφεντιά μου», αναφώνησε σε θριαμβικά ελληνικά.

Έκπληξις και σύγχυσις. Πώς να του έλεγα ότι δεν μου άρεσαν τα ποιήματά του; Ήμουνα παιδαρέλι τότε, πέρα από τους γνωστούς δικούς μας, είχα διαβάσει μόνο Βύρωνα, Έλιοτ και λίγο Γέητς στα αγγλικά. Δεν συντονιζόμουν με τις αποχρώσεις των στίχων του, υπήρχε κάτι που με αποξένωνε, κάτι υπερβολικά μελαγχολικό, κάτι σα διάσπαρτη αδημονία για μια μεταφυσική απώλεια και, ταυτόχρονα, ένας τόνος φωνής γεμάτος ευλάβεια και οργή. «Δεν συντονίζομαι απόλυτα», τόλμησα να πω. «Δεν πειράζει», απάντησε. «Σήκωσε τα μάτια και κοίτα με καταπρόσωπο. Θα σου εξηγήσω τα υπόλοιπα. Τι σημασία έχουν τα τυπωμένα βιβλία όταν βλέπεις το πρόσωπο το ίδιο;».

Ήμουνα όμως κάτω από τη Δαμόκλειο σπάθη του Έλιοτ: όλα τα έβλεπα μέσα από την Έρημη Χώρα και έτσι δεν μπορούσα να δω πουθενά αλλού γόνιμη στεριά, μια παρηγορία, το καινό αίτημα. Στο πανεπιστήμιο με φώναζαν Θωμά, γιατί διάβαζα τα ποιήματα και τα δοκίμια του Έλιοτ, έργα που κάποιος πρέπει να διαβάσει αφού κλείσει τα πενήντα, ίσως και αργότερα. Στους νέους προκαλούν σύγχυση και ψυχολογική καθήλωση: δεν βοηθούν στην ολοκλήρωση του ποιητικού χαρακτήρα –και γερνούν πρόωρα τη δεκτικότητα προς την πολυμορφία. Ήταν όμως η εποχή, η συγκυρία και κυρίως οι μεταφράσεις του Γιώργου Σεφέρη, ιδιαίτερα η Έρημη Χώρα, που μαγνήτιζαν και δεν σε άφηναν να εξατομικευτείς. Ήταν επίσης εκείνο το απροσποίητο, λαϊκότροπο και μαγευτικό Φονικό στην Εκκλησιά. Ο Σεφέρης είχε δώσει στο κείμενο μια τραγική εμπνοή, σχεδόν παρόμοια με της Ερωφίλης του Χορτάτζη. Ήταν και τα Χορικά από το Βράχο, που δεν θυμάμαι ποιός είχε μεταφράσει. Μετά ήταν και Τα Τέσσερα Κουαρτέτα από τον Αντώνη Δεκαβάλλε. Έλιοτ παντού. Μέγγενη και μαγγανεία. Πώς να ξεφύγεις;

Κατά βάθος, όμως, τα ποιήματα του Λέννυ δεν μου άρεσαν. Πήρε καιρός πριν αρχίσω να συντονίζομαι με τις ανήσυχες μελωδίες και τις κεκρυμμένες συγχορδίες τους. Θυμάμαι τους στίχους: Θα είμαι Εβραίος του Νταχάου / σε ασβέστη πεταμένος με κορμί παραμορφωμενο /με πόνο τυμπανιαίο που νους /κανείς δεν δύναται να κατανοήσει. Με εντυπωσίασε η αμεσότητα, το απαραμόρφωτο και το άφατο που υπέβοσκε στις λέξεις, το ανίατο, που έγραφε ο Εμίλ Σιοράν. Γιατί το μεγάλο δράμα έμενε αθεράπευτο και ανείπωτο, σαν φρικτός φόνος στο παρασκήνιο. Και εμείς, η γενιά μου, που δεν αντιμετώπισαν ποτέ κάτι τραγικό, πώς να συντονιστούν με τους κραδασμούς που άφησε το Ολοκαύτωμα στο μυαλό και το σώμα των Εβραίων που επιβιώσαν και των απογόνων τους; Το προσωπείο μας έγινε πρόσωπο και πώς να τα διαχωρίσεις, χωρίς να τα καταστρέψεις και τα δύο; Διάβασα μετά το βιβλίο του Let us Compare Mythologies/ Ας Συγκρίνουμε Μυθολογίες (1956) γραμμένο πριν εκτεθεί στον ήλιο της Ελλάδας. Βρήκα στο νησί μερικά άλλα βιβλία του, το αφήγημα Beautiful Losers και δυο τρία άλλα, αφημένα μέσα στο καφενεδάκι. Άρχισα ήδη να διαβλέπω έναν βιβλικό τόνο στους στίχους του, έναν περίεργο αποκαλυπτισμό που δεν θα περίμενε κανείς από πολίτη της χώρας του εφησυχασμού και της ραστώνης, τον υποτονικό Καναδά. Από μέσα του μολαταύτα μιλούσε η πλέον ανθεκτική και ανυποχώρητη παράδοση των αιώνων, ο Ιουδαϊσμός –γεμάτος τραύματα, χάσματα και υψηλή ποίηση, κυνηγημένος από την ιστορία και έτοιμος να στραφεί στην προφητεία και την εσχατολογία, την τελευταία άμυνα του εαυτού απέναντι στην αδικία του ημιτελούς. Ο Μεσσίας δεν ήλθε και, όπως ψιθυρίζεται από κακόβουλους πολλούς, ίσως να μην εμφανιστεί ποτέ. Ας διαιωνίσουμε την αναμονή. Ας ζήσουμε προσδοκώντας. Ίσως εν τέλει συγκινηθεί και κρατήσει την υπόσχεσή του.

Αλλά και αυτό το βιβλίο του δεν μου μίλησε. Βρήκα το μυθιστόρημα άμυθο και σπασμωδικό, τους στίχους του μονότονους, τη φωνή του κλαψιάρικη και τη μουσική του χωρίς τις παράδοξες οσμώσεις του Μπόμπ Ντύλαν ή τα σουρεαλιστικά άλματα των Μπήτλς. Αργότερα κατανόησα ότι σφυροκοπούσε τη μονοτονία για να αποσπάσει από τη μουσική της τον ηχητικό ιστό που συναιρεί αντιθέσεις και αντινομίες. Ήμουνα ωστόσο δοσμένος σε μια μυθολογία της διάλυσης που έκανε μια ολόκληρη εποχή να ποζάρει ως θύμα, την ώρα που έσφυζε από ζωή και ακατανοησία. Το επόμενο βράδυ είχα σκοπό να του εξομολογηθώ την ανεξάντλητη αγάπη μου για τον Έλιοτ, αλλά πήρε την κιθάρα του και άρχισε να τραγουδάει So long Marianne, Suzanne και τα άλλα του τραγούδια. Ένα βράδυ μαγικό. Μυσταγωγία, που κατάργησε κάθε φιλολογισμό. Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε. Θόρυβος, καπνός, παράλληλες συζητήσεις. Ανάμεσα σε όλα αυτά, σε περικύκλωναν ο καθαρός λυρισμός της φωνής και η μαγεία της ατμόσφαιρας. «Αφιερώνω αυτό το τραγούδι στον Λόρκα», είπε κάποια στιγμή. Λόρκα; Φεντερίκο Γκαρθία; Είχα διαβάσει μόνο μια σύντομη ανθολογία ποιημάτων του και δεν είχα εντυπωσιαστεί, αλλά είχα δει τον Ματωμένο Γάμο με την Κατίνα Παξινού και είχα ακούσει στο Ηρώδειο τον Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Ξαρχάκου. Όχι, δεν είχα εντυπωσιαστεί. Ενοχλητικός πολύς ήλιος μεσογειακός στους στίχους του που απέκρυβε το μυστήριο και την αναγκαιότητα του σκότους.

Ναι, βέβαια, ναι, όποιος αγαπάει τον Λόρκα δεν μπορεί να έχει τόπο στην καρδιά του για τον Έλιοτ, ή τον Πάουντ, ή τους κλασματολάτρες μοντερνιστές της Αγγλοσαξονίας. Ο Ισπανός τουλάχιστον δεν έπασχε από τον φρικαλέο επαρχιωτισμό τους, ιδιαίτερα των Αμερικανών, που θεωρούν τους οικογενειακούς τσακωμούς τους προβλήματα της υφηλίου. Οι φεγγαρόπλαστοι στίχοι του, με τις αισθησιακές τους υποδηλώσεις, ταίριαζαν στον Λέννυ περισσότερο από τους ανέραστους στίχους του Έλιοτ. Οι συμπιεσμένες επιθυμίες, το λάγνο βλέμμα εμπρός σε ένα ωραίο σώμα, ο φόβος της απόρριψης, ο τρόμος της απογύμνωσης έκαναν τη φωνή να τρέμει και να σπάει, γεμίζοντας την ποίηση του Λόρκα με αμεσότητα και ένταση, που μόνο μια ταραγμένη και ακατάστατη νιότη μπορεί να συμμεριστεί. Αυτός ήταν όντως ο κόσμος ενός εκπατρισμένου από τον Καναδά.

Δεν ειδωθήκαμε για χρόνια. Έλιοτ και μόνο Έλιοτ για μένα, αν και η επιρροή του αδυνάτιζε, και άρχισα να γοητεύομαι από τον Ρίλκε, στην ασύγκριτη μετάφραση του Άρη Δικταίου, και παραδόξως πώς από το Ουρλιαχτό του Άλεν Γκίνζμπεργκ και τα Φύλλα Χλόης του Γουώλτ Γουίτμαν, δεν θυμάμαι μεταφρασμένα από ποιούς. Ακόμα ωστόσο νιώθω στα χέρια μου την έκδοση του Ρίλκε, στις εκδόσεις Δωρικός να μυρίζει μελάνι όταν άνοιξα τις σελίδες και έπεσα πάνω στις υπερούσιες Ελεγείες του Ντουΐνο. Από εδώ γεννιέται η ποίηση: από το κοσμικό δέος και όχι από την εγκόσμια θλίψη. Η μετάφραση του Δικταίου, μαζί με τον αλλόκοτο πρόλογό του, ήταν ένα μνημείο υποβλητικής διαθεσιμότητας. Σιγά σιγά, ο αθεολόγητος Χριστιανισμός του Έλιοτ αποροφήθηκε από την μεταρσιωτική εικονοπλασία του Γερμανού. Πήρε όμως αμέτρητες «γερμανικές» σκοπιές στον ελληνικό στρατό για να ανακαλύψω τον Σικελιανό, τον Μαντελστάμ, την Τσβετάεβα, τον Χέλντερλιν, τον Λεοπάρντι, τον Φώσκολο, τον Ρωμανό, τον Οβίδιο και τον Πίνδαρο και να μπορέσω να ανασυγκροτήσω τη λυρική τονικότητα που εκφέρουν οι στίχοι του Λέννυ, στίχοι εξόριστου εν γη αλλοτρία, γραμμένοι παρά τους ποταμούς Βαβυλώνος. Ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι, όπως έγραφε και ο Κωστής Παλαμάς. Τον ξανασυνάντησα σε αυτό το σταυροδρόμι μεταξύ ποίησης και τραγουδιού.

Ανταμώσαμε ξανά το 1983 ή ʼ84, στο ίδιο ακριβώς μέρος της Ύδρας, κατά τύχη. Με αναγνώρισε πρώτος και πλησίασε. Χαμογελάσαμε άβολα, και ένοχα. Είχα στο μεταξύ διαβάσει σχεδόν όλα του τα βιβλία, είχα ακούσει τα περισσότερα τραγούδια του, ένιωσα δέος και ταραχή που ένας τόσος σπουδαίος hacedor, καθόταν δίπλα μου χωρίς προσποίηση και έπαρση. «Πώς πάει ο Έλιοτ;» ρώτησε χαμογελώντας. «Καλά, πολύ καλά», είπα βραχνιασμένος από αμηχανία. «Κοίταξε λίγο και τον William Blake», συνέχισε, «και τους Άγγλους ρομαντικούς. Μην ξεχάσεις να διαβάσεις τον John Claire», συνέχισε, «και κάποιους ποιητές από τον μεγάλο πόλεμο, με το έργο τους ατελείωτο και τη ζωή τους σύντομη. Κοίταξε κάποιον που λεγόταν Ivor Gurney. Μερικά ποιήματά του που έγραψε στο ψυχιατρείο ξεπερνούν ακόμα και τον Shakespeare. Μην ξεχάσεις τον Λόρκα. Όλοι οι στίχοι μου συνομιλούν με τους δικούς του».

Μιλήσαμε για κάμποση ώρα, πίνοντας καφέ και καπνίζοντας. «Η Ύδρα», είπε μονολογώντας. «Τι όνειρο, τι αποτυχία, μια νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν κατείχα. Πρέπει να φύγω σύντομα», ξαναείπε. «Έγραψα ένα ποίημα Μέρες καλοσύνης για όλα μου τα χρόνια εδώ και τις πολύτιμες αναμνήσεις που απαρνήθηκα για μια παιδωμή στον κόσμο». Και συνέχισε στα αγγλικά με τη βραχνή φωνή του, καπνίζοντας απανωτά άφιλτρα Καρέλια. «Ήρθα να πουλήσω το σπίτι που έχω εδώ και μετά θα πάω πίσω για πάντα. Δεν θα ξαναγυρίσω στην παράδεισο της νεότητάς μου. Πάντα ήθελα έναν δάσκαλο. Και τον βρήκα. Λέγεται Shozan. Κάποια στιγμή θα γίνω ζεν καλόγερος ή κάτι τέτοιο». Δεν είχα ιδέα τότε για Ζεν και για τα καλογερικά τους. Και ζώντας στην Ελλάδα του Παπανδρέου και του Κατσιφάρα δεν μου γεννιόταν καμιά όρεξη να ανοίξω νταλαβέρια με το υπερβατικό και την εσωτερική έκλαμψη. «Μόλις φύγω θα πάω να συναντήσω τον Ντύλαν στη Νέα Υόρκη. Τι γνώμη έχει για τον Ντύλαν;». «Έχει πολύ ενοχλητική φωνή», απάντησα με την οίηση της νιότης. Γέλασε δυνατά και είπε: «Η δική μου είναι χειρότερη».

Καθώς μιλούσαμε, με γοήτευε η απλότητα και η αφέλεια ενός ανθρώπου που είχε ταξιδέψει τον κόσμο και είχε ήδη βάλει τη σφραγίδα του στην ευαισθησία μιας γενιάς, αλλά διατηρούσε ανέγγιχτο το αίσθημα του μυστηρίου, ενώ κοντά στα πενήντα του ψαχνόταν ακόμα και δεν υποκρινόταν ότι είχε βρει κάποια απάντηση. Είχε μια μοναδική ανεμελιά, σαν όλα αυτα να συνέβαιναν σε κάποιον άλλο και αυτός τα παρακολουθούσε από μακρυά, με συμπόνια και ειρωνεία. Κάτι ανάμεσα στην ευλαβική ματιά του Ρόμπερτ Λαξ και την ενοχλητική αυτάρκεια του Πάτρικ Λη Φέρμορ, ανθρώπους που είχα συναντησει την ίδια εποχή, χωρίς να τους εκτιμήσω όσο έπρεπε. Αφού μιλήσαμε για τον καιρό, το χρώμα της θάλασσας στην Ύδρα, την κόρη του Λόρκα και τον Μπομπ Ντύλαν, ήλθε η ώρα να αποχαιρετιστούμε. «Θα φύγω για άλλους τόπους», είπα. «Αν πας στην Αυστραλία», αποκρίθηκε, «έλα σε επαφή με τους Τζόνστονς. Ωραία οικογένεια, προβληματική, αλλά ωραία. Περάσαμε καταπληκτικά χρόνια μαζί στην Ύδρα». Μετα από χρόνια η προφητεία του πραγματοποιήθηκε. Αλλά δεν ζούσε κανένας από την οικογένεια για να δώσω τους χαιρετισμούς.

Αποχαιρετιστήκαμε και απομακρύνθηκε σιγά σιγά μουρμουρίζοντας κάτι που δεν άκουσα. Κι εκεί που νόμιζα ότι έφυγε, γύρισε πίσω τρέχοντας. Κάθησε δίπλα μου λαχανιασμένος. «Όλα τα οφείλω στη Βίβλο», μου είπε αποφασιστικά, χτυπώντας το χέρι του στο τραπεζάκι. «Δεν θα έγραφα τίποτα αν η Βίβλος δεν μου έδινε γλώσσα. Επειδή είσαι Έλληνας, έχεις κι εσύ καθήκον απέναντι στη Βίβλο. Όπως εμείς ξαναγεννήσαμε τη γλώσσα μας, πρέπει κι εσείς να ξαναπιάσετε το νήμα της ελληνιστικής κοινής. Όχι της κλασικής. Οι κλασικές εποχές έχουν πάντα κάτι το φασιστικό. Της αλεξανδρινής. Βυθίσου στο κείμενο των Εβδομήκοντα. Ο ραβίνος μου στον Καναδά έλεγε ότι χάρη στη μετάφραση αυτή μπορέσαμε όλοι να έχουμε πίστη για τόσους αιώνες. Πήγαινε πίσω. Μάθε να τραγουδάς τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Και τον Ιώβ. Μην ξεχάσεις ποτέ τον Ιώβ, ναι ναι, τους Ψαλμούς και τον Ιώβ». Αιφνιδιάστηκα και απόρησα. «Κρίμα που δεν έχουμε καιρό να διαβάσουμε μαζί τους Ψαλμούς στα ελληνικά. Θυμάσαι κανέναν αυτή τη στιγμή; Θέλω να ακούσω τη μουσική των λέξεων». Ξαφνιάστηκα, έχασα τη φωνή μου, αλλά μου ήρθαν ακούσια στα χείλη οι ανέσπεροι στίχοι: Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα… Και συνέχισα την απαγγελία χωρίς να καταλαβαίνω πώς και θυμόμουν ένα τέτοιο ποίημα. Πάμε στην εκκλησία, ακούμε την εκστατική ψαλμωδία, αλλά ποτέ δεν μας περνάει από τον νου η μετα-γλωσσική παρουσία των λέξεων, η αντιγλωσσική τους λειτουργία. Τις ακούς σε έναν τόπο, τις δένεις με μια ατμόσφαιρα, τις φέρνεις μέσα σου ασυνειδήτως και ξάφνου, έκρηξις, κρυπτομνησία, υπερμνησία, τις απαγγέλλεις χωρίς να το κατανοείς, τις μιλάς και σε μιλάνε, εκτός αν και σε αιχμαλωτίζουν αυτές και είσαι απλώς η εκφώνησή τους. Παράδοξα πράγματα. «Μέγα γλώσσα», απάντησε συγκινημένος. «Έπρεπε να τη μάθω καλύτερα».

Αποχαιρετιστήκαμε κάπως παγωμένα και άβολα. Πήγαμε να φιληθούμε στο μάγουλο, αλλά κουτουλήσαμε τις κεφαλές μας. Όταν έφυγα από το νησί, αγόρασα την επίτομη έκδοση του Alfred Ralphs των Εβδομήκοντα, κατέβηκα στη μητέρα Κρέστενα, πήγα στο χωράφι του παππού μου στα Καλυβάκια και άρχισα να βυθίζομαι στις σελίδες της. Έμεινα εκεί μόνος, σχεδόν έξι μέρες, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τις αθάνατες σελίδες: μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί κύριος. Ναι, ναι, είναι αλήθεια, απόλυτη και αδιάψευστη. Έβλεπα τους αιώνες, τους ανθρώπους και τα πράγματα να γεννιούνται, να πεθαίνουν και να ξαναγεννιούνται, ενώ οι λέξεις του θεογονικού κειμένου χαμογελούσαν στην ευτυχία και τη δυστυχία, στη λατρεία και το μίσος, σε βασιλιάδες και πένητες, στην ιστορία και την αιωνιότητα, με την ίδια απροσωποληψία, ακαταδεξιά και συγκατάβαση. Την έκτη μέρα εμφανίστηκε αλαλιασμένος ο παππούς. «Νομίσαμε πως πέθανες», φώναξε. «Αυτά τα χαρτιά δεν φέρνουν προκοπή, χαλάνε το μυαλό». «Ναι, ναι», είπα, το ξέρω, «αλλά πρέπει να τα διαβάσω. Τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μου, ολόκληρα». «Και τι έμαθες;», ρώτησε ο άνθρωπος που πέρασε δέκα μέρες κρυμμένος κάτω από πτώματα που σάπιζαν μετά τη μάχη του Σαγγάριου, τον Αύγουστο του ʼ21. «Τι έμαθες;». «Έμαθα», απάντησα δειλά, «έμαθα ότι όλα είναι καλά λίαν, πολύ ωραία». «Α, ναι», είπε κουνώντας το κεφάλι. «Ναι, ναι, όλα είναι πολύ ωραία. Εμείς τα χαλάμε όλα. Εμείς. Και δεν το ξέρουμε. Κάτι δεν πάει καλά με τη φάμπρικα, κάτι δεν πάει καλά από γεννησιμιού μας». Η ανάγνωση των Εβδομήκοντα υπήρξε εμπειρία μεταμορφωτική. Σου δίνει μια θέση στον κόσμο. Πολύ αργότερα ανακάλυψα την παρηγορητική μαγεία της Καινής Διαθήκης.

Δυό χρόνια μετά υπηρετούσα τη μητέρα πατρίδα, όταν έλαβα μια κάρτα στον Πειραιά. Ήταν μια φωτογραφία του με τον Bob Dylan και την Patty Smith. Έγραφε απλά: Remember the Bible. Lenny. Χάθηκε αργότερα σε μια από τις μετακινήσεις μου. Είχε όμως μεταβληθεί ο ρυθμός του κόσμου μέσα μου. Είχα ταξιδέψει, είχα γνωρίσει τόπους, είχα ξαναγεννήσει τον γνωστό μου Βρασίδα Καραλή και ο παλιός εκείνος είχε ξεθωριάσει και κομματιαστεί. Δεν είχα καιρό να διαβάζω για διασημότητες και για τις πνευματικές τους αναζητήσεις, ή για τα προβλήματα με τους αντζέτηδες και τα δικαιώματά τους. Όπου επεισέρχεται χρήμα, η ειλικρίνεια εξανεμίζεται. Τον ξέχασα για καιρό, καθώς κατέστρεφε όλα τα πνευματογόνα μέσα μου η πανεπιστημιακή κοινότης. Απέφευγα να ακούω και τα τραγούδια του, αν και με εντυπωσίασαν βαθιά τα ποιήματα από τη Βίβλο του Ελέους. Χρόνια μετά στο Σύδνεϋ, όταν όλοι οι Τζόνστονς είχαν αυτοκτονήσει, η πνευματοκτονία είχε ολοκληρωθεί και η Ύδρα ακουγόταν σαν ένα δαιμονικό παραμύθι, κάποιοι φίλοι με προσκάλεσαν σε μια συναυλία με τραγούδια του από διάφορους καλλιτέχνες. Αιφνιδίως, όλα, όλα, σύμφωνα με την αναδρομή, γύρισαν πίσω στον νου, απέκτησαν τη διαφάνεια, την ευκρίνεια, την οξύτητά τους και άρχισαν να αποκαλύπτουν το νόημα και τον σκοπό τους. Σύντομες συναντήσεις, εγκάρσιες τομές. Χρόνια μετά, εκείνο το βράδυ στην ταβέρνα της Ύδρας είχε μεταμορφωθεί σε αποκάλυψη, σε αναγνώριση και προοπτική. Τόσα χρόνια μετά.

Επισκέφτηκα πολλάκις τη μεγάλη συναγωγή στο κέντρο της πόλης, για να μπω στον κόσμο του, να δω, κατά το δυνατόν, πώς ένας Εβραίος υπάρχει στον κόσμο των εθνικών, μετά το Ολοκαύτωμα και την Ιουδαιοφοβία. Κάθε φορά που πήγαινα, μετατοπιζόμουν. Τόσο πάθος, τόση έκσταση, τόση μανία, τόση οργή, τόση ευλάβεια, τόση κατάνυξη, τόση αξιοπρέπεια, τόση απελπισία, δεν είχα αισθανθεί σε ιερό χώρο. Έτρεμε το κτήριο από τη φωνή του ραβίνου καθώς διάβαζε το ιερό κείμενο και οι πιστοί απαντούσαν με τραυλισμούς και επιφωνήματα. Άκουγα μια συνομιλία πέρα από τις λέξεις και τις γλώσσες, μια κατάδυση στο κενό που είχε αφήσει η συστολή του θείου σαν άνοιξε ελεύθερο χώρο για να αναδυθεί η ευμορφία της ύλης. Πήγα πολλές φορές στη Συναγωγή. Ο Ιουδαϊσμός υψώθηκε μέσα μου στη θέση που του άξιζε, δίπλα στον Ελληνισμό, ίσως και ψηλότερα. Είχα πολλές φορές σκεφτεί τη μεταστροφή στον Ιουδαϊσμό, τη θρησκεία του ιστορικού όντος και της ενσυνείδητης βούλησης. Με σταμάτησε το μυστήριο της Τριάδας, το ακατανόητο και απερινόητο. Η ζωή δικαιώνεται μόνο ως υπέρλογο συμβάν. Δεν υπήρχε λόγος μεταστροφής. Και το μεγαλύτερο έπος του Χριστιανισμού, η Ιλιάδα, δίνει τις εικόνες που χρειαζόμαστε για να φανταστούμε μιαν ανθρωπολογία της ενσάρκωσης και της ιστορίας.

Δεν μπορείς να ξεχάσεις μερικές φωνές όσα χρόνια και αν περάσουν. Μπορεί να ξεχάσεις το πρόσωπο και το χρώμα των ματιών, αλλά πανίσχυρα μένουν στον νου κλειδωμένα η φωνή και η οσμή των σώματος. Θυμάμαι τα άφιλτρα τσιγάρα που κάπνιζε και το σώμα του άφηνε μια έντονη μυρωδιά νικοτίνης. Καρέλια Παπαστράτου. Επειδή μεγάλωσα δίπλα στο εργοστάσιο σιγαρέττων, η οσμή του επιβεβαίωνε πως όλα συνδέονται και συνδυάζονται, και ότι ακόμα και στο νησί των αλαζονικών και των απροσάρμοστων υπήρχε σαν διάχυτη ευωδία η δύναμη και η φαντασιακότης της εργατικής τάξης. Κάθε φορά που ανοίγω ένα βιβλίο του, με τη δύναμη της συναισθήσεως με ζαλίζει η μυρωδιά των τσιγάρων Παπαστράτου.

Η επαφή με τον Λέννυ δεν τελειώνει εδώ. Ο φίλος από το σχολείο, 4ο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς, Αντώνης, έχει AIDS και πεθαίνει μόνος στο Τορόντο τον Μάρτιο του 1996, πολύ κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε ο Λέννυ. Μιλάμε στο τηλέφωνο, δυο εβδομάδες πριν φύγει και τραγουδάμε το Dance me to the end of Love, ενώ αποχαιρετιόμαστε γιατί δεν θα ξαναμιλήσουμε ποτέ. Εγώ δεν είχα χρήματα για το εισιτήριο, εκείνος δεν μπορούσε να μετακινηθεί, δεν θα ιδωθούμε ποτέ ξανά, δεν θα μιλήσουμε ποτέ για τις αποτυχίες μας, τα ασυγχώρετα λάθη μας, τις ουτοπικές μας παρακρούσεις, τα πράγματα που αφήσαμε ατελείωτα και άπλαστα σε έναν πλατωνικό Πειραιά, χτισμένο από τους αναβαθμούς μιας μετάβασης στο απέραντο πέλαγος των παραισθήσεων. Ένας στο Σύδνεϋ, ο άλλος στο Τορόντο να τραγουδάμε παράφωνα τη μελωδία του Λέννυ και να σκεφτόμαστε πόσο πιο οικεία, πόσο πιο στωϊκά, πόσο πιο αινιγματικά θα ήταν τα πράγματα αν και εφόσον και χωρίς. Αλλά όλα ήλθαν αλλιώς κι εμείς απομείναμε να υπάρχουμε σε άλλες γλώσσες, να παραπονιόμαστε με αλλότριες μελωδίες, να νοσταλγούμε σε ξένες λαλιές. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε να διασώσουμε τις συγκινήσεις από τη ρητορική τους υπερβολή, εν παντί θλιβόμενοι αλλ’ ου στεναχωρούμενοι […] καταβαλλόμενοι αλλ’ ουκ απολλύμενοι.

Sydney, Πάσχα 2022

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή