Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 η αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα έβγαινε σιγά σιγά από το περιθώριο. Λίγοι Έλληνες συγγραφείς τόλμησαν να γράψουν και να εκδώσουν αστυνομικό μυθιστόρημα. Ήδη τα αστυνομικά βιβλία είχαν μπει στα βιβλιοπωλεία –μέχρι τότε πουλιόνταν μόνο στα περίπτερα, σε φτηνές εκδόσεις τσέπης. Η μη ενασχόληση των Ελλήνων συγγραφέων με το είδος σχετιζόταν με λόγους που συνδέονταν με το ίματζ τους. Μέχρι τότε η αστυνομική λογοτεχνία θεωρούνταν παρακατιανή, άνευ αξίας, καθώς καταγινόταν με εγκλήματα, γρίφους κι αινίγματα.
Τη δεκαετία του ʼ90 εκείνοι οι λίγοι συγγραφείς πολλαπλασιάστηκαν. Ο ελληνικός αστικός χώρος προσφερόταν για τη γραφή αστυνομικού μυθιστορήματος. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη των εκατομμυρίων κατοίκων κινούνταν πάσης φύσεως εγκληματικά στοιχεία, αλλά και οργανωμένες σπείρες. Εξάλλου, σε αυτές δρούσαν συμμορίες λαθρεμπόρων: διακίνησης ναρκωτικών, εισαγωγής χρυσού και όπλων, εξαγωγής συναλλάγματος και σωματεμπορίας.
Η υποδοχή του κοινού στα καινούργια αστυνομικά βιβλία ήταν μάλλον παγερή. Οι εποχές είχαν αλλάξει και το αναγνωστικό κοινό είχε αποκτήσει άλλες ψυχαγωγικές συνήθειες. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά είχαν πάψει να δημοσιεύουν αστυνομικά αναγνώσματα σε συνέχειες κι εκείνοι που αγαπούσαν το είδος προτιμούσαν να βλέπουν ταινίες ή σειρές στην τηλεόραση.
Άτομα από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού που έμπαιναν στην Ελλάδα διεκδικούσαν μερίδιο στα κέρδη από παράνομες πράξεις. Είχε αρχίσει και η αντιπαράθεση ανάμεσα στις συμμορίες που οδηγούνταν στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την τοποθέτηση βομβών σε μαγαζιά και αυτοκίνητα, με εμπρησμούς και δολοφονίες. Ήδη η Ευρώπη, ύστερα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν διαφορετική.
Στο μεταξύ, το δόγμα της παγκοσμιοποίησης είχε εξαπλωθεί στην Ευρώπη, άνθρωποι και κεφάλαια –και το λεγόμενο μαύρο χρήμα– ταξίδευαν από χώρα σε χώρα. Η χρεοκοπία της Ελλάδας, η έλευση του ΔΝΤ και της τρόικας, η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των Ελλήνων, ανάγκασε τους αστυνομικούς συγγραφείς να καταγράψουν τα κοινωνικά προβλήματα. Δεν τα αποκαλύπτουν διότι δεν κάνουν ρεπορτάζ, κάτι που είναι δουλειά του Τύπου. Τα διερευνούν και επιχειρούν να τα ερμηνεύσουν. Λογοτεχνία και Τύπος είναι πράγματα διαφορετικά. H πρώτη βαδίζει παράλληλα με τον δεύτερο, ενώ τον αξιοποιεί αντλώντας από αυτόν πληροφορίες. Μέσα στην κρίση η συμβολή της είναι σημαντική, καθώς η δύσκολη πραγματικότητα –το εφήμερο κι αυτό που μοιάζει προσωρινό–, δίνει το στίγμα της εποχής.
Εντέλει, η δράση και η ένταση στα έργα των Ελλήνων αστυνομικών συγγραφέων συνταιριάζονται με την έκφραση ιδεών για την υπεράσπιση αξιών και κινημάτων, για την έκθεση προβληματισμών που ταλανίζουν τους πολίτες, σε μια εποχή κρίσης των ιδεολογιών και βεβαίως σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Διότι, το σύγχρονο αστυνομικό αφήγημα που έχει αποκληθεί «μεσογειακό», δεν έχει μεγάλη σχέση με το αφήγημα μυστηρίου στο οποίο θήτευσε με επιτυχία η Άγκαθα Κρίστι και οι ομότεχνοί της.
Σε αυτό γίνεται λόγος για την κοινωνία, την πολιτική, την Ιστορία, την τέχνη, οι ήρωές του προβληματίζονται για ποικίλα θέματα και κατ’ επέκταση προβληματίζουν τον αναγνώστη. Το πιο σπουδαίο είναι το εξής: οι συγγραφείς χρησιμοποιούν την επικαιρότητα για να αναπτύξουν την πλοκή και τους χαρακτήρες των έργων τους, αυτή τους προσφέρει την απαραίτητη έμπνευση και κατά κάποιον τρόπο τους καθοδηγεί.
Δεν νοείται σύγχρονος αστυνομικός συγγραφέας που να μη χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη την πραγματικότητα, η οποία αναμφίβολα επιδρά στις σκέψεις και στη συμπεριφορά των ηρώων τους. Οι ήρωες στοχάζονται πάνω στην κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, θεωρώντας πως υπεύθυνοι είναι οι πολιτικοί των δύο μεγάλων κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα.
Με λίγα λόγια, οι Έλληνες αστυνομικοί συγγραφείς δεν ενδιαφέρονται μόνο για την αστυνομική ίντριγκα, το μυστήριο και το αίνιγμα, αλλά κάνουν επισημάνσεις πάνω σε επίκαιρα θέματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως οι μετανάστες, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η μοναξιά των κατοίκων της πόλης, οι δύσκολες οικογενειακές σχέσεις, η πολιτική βία, η διαπλοκή πολιτικών-επιχειρηματιών, η εγχώρια και η εισαγόμενη τρομοκρατία, το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, τα παράνομα στοιχήματα και οι ύποπτες συναλλαγές στο διαδίκτυο, η διασπάθιση δημόσιου χρήματος. Επομένως, γράφουν και ορθόδοξο μυθιστόρημα (αγγλικού τύπου), και σκληρά αφηγήματα (αμερικανικού τύπου), αλλά και πολιτικό θρίλερ, νουάρ, campus novel, μαθηματικό μυθιστόρημα.
Το θετικό είναι πως σήμερα οι Έλληνες κριτικοί αντιμετωπίζουν θετικά την αστυνομική λογοτεχνία. Κάποτε, την εποχή του Γιάννη Μαρή, απαξιούσαν να ασχοληθούν με αυτήν, τα αστυνομικά βιβλία αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση, το ίδιο και οι συγγραφείς τους. Ασφαλώς εξακολουθούν πάντα να υπάρχουν εκείνοι που σνομπάρουν οτιδήποτε φέρει τη σφραγίδα του αστυνομικού, που γι’ αυτούς εξακολουθεί να παραμένει παρακατιανό, παραλογοτεχνία. Όσο για τους αναγνώστες, νομίζω πως δεν έχουν αγκαλιάσει όσο θα έπρεπε τα βιβλία των Ελλήνων συγγραφέων –εκτός από εξαιρέσεις–, πιθανότατα δεν έχουν πειστεί για την ποιότητά τους, κάτι που δεν είναι αλήθεια αφού τα μυθιστορήματά τους δεν στερούνται λογοτεχνικότητας. Μάλιστα ορισμένα από αυτά έχουν μεταφραστεί και στο εξωτερικό και έχουν τύχει καλής υποδοχής.
Πλέον μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η εποχή μας προσφέρεται για το γράψιμο αστυνομικών ιστοριών, περισσότερο από ποτέ. Η αύξηση του πληθυσμού της ελληνικής πρωτεύουσας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων, είναι θετικός παράγοντας για την ανάπτυξη του είδους. Οι μετανάστες, κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, οι ποικίλες μαφίες, δίνουν κι αυτοί τροφή στους συγγραφείς, αφού καθιστούν την Ελλάδα πολυεθνική και πολυπολιτισμική χώρα.
Ανεξάρτητα από το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκει, το σημερινό μυθιστόρημα, το σύγχρονο, δεν μπορεί παρά να μιλήσει για την ελληνική κοινωνία, η οποία βιώνει μια οικονομική κρίση κι έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Ταυτόχρονα, η κρίση έχει αρρωστήσει την κοινωνία, την έχει φθείρει βαθμιαία και κατατρώει τα κύτταρά της σαν καρκίνος. Επιπλέον, μετεξελίσσεται σε πολιτική, αφού τα λεγόμενα συστημικά κόμματα υφίστανται φθορές, βλέπουν τους οπαδούς τους να τους εγκαταλείπουν και ένα μέρος τους, απολύτως απογοητευμένο, να μη συμμετέχει στις εκλογικές διαδικασίες. Το αστυνομικό μυθιστόρημα, λοιπόν, κάτω από την πίεση των συνθηκών, προσπαθεί να αποτυπώσει την κρίση και το πράττει με μικρή ή μεγαλύτερη επιτυχία.
Αυτό που επιδιώκει η αστυνομική λογοτεχνία, διήγημα, νουβέλα και μυθιστόρημα, είναι το να κερδίσει την προσοχή του αναγνώστη. Ο συγγραφέας του, που συνήθως δεν είναι κάποιος πολίτης αδιάφορος για τα τεκταινόμενα στην κοινωνία μέσα στην οποία ζει, αλλά πολίτης με κοινωνικές ανησυχίες, πραγματεύεται στα κείμενά του τα θέματα που τον βασανίζουν. Επομένως, η αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτική και κοινωνική, μολονότι μερικοί τη θέλουν υβριδική, ως διασταύρωση διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών, έστω και αν από την πλοκή δεν λείπουν οι έρωτες, τα πάθη, η εκδίκηση, οι προδοσίες κάθε λογής.
Με λίγα λόγια, η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, χωρίς να αποκλείει τα εγκλήματα πάθους, χρησιμοποιεί το μυστήριο, το σασπένς και την αγωνία, προκειμένου να διεγείρει τις συνειδήσεις και, ει δυνατόν, να προβληματίσει, δημιουργώντας ρήγματα στον εφησυχασμό των αναγνωστών. Παρά τις ενστάσεις ορισμένων συγγραφέων, που έχουν διαφορετική άποψη, το σημερινό μυθιστόρημα είναι επηρεασμένο από εκείνο που έχει ανθίσει στην Ευρώπη πριν από χρόνια και ήρθε εδώ μέσω των βιβλίων του Ζαν Πατρίκ Μανσέτ, του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν ή του Αντρέα Καμιλέρι. Αυτό που αργότερα επονομάστηκε «μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα». Θεωρώ πως το αστυνομικό αφήγημα διατυπώνει λογοτεχνικά ποικίλες σκέψεις πάνω σε κοινωνικά θέματα. Η λεγόμενη σοβαρή λογοτεχνία αντιλαμβάνεται το πρόβλημα, μα συνήθως για λόγους σοβαρότητας το παρακάμπτει, ώστε να μην κατηγορηθεί για ελαφρότητα ή για λαϊκισμό.
Τα μνημόνια επέφεραν αλλαγές στην καθημερινότητα αλλά και στη θεώρηση της κοινωνίας. Οι αστυνομικοί συγγραφείς, οι οποίοι είχαν ανέκαθεν συνειδητοποιήσει πως οφείλουν να δίνουν σημασία στα κοινωνικά προβλήματα παρά στα αινίγματα, τώρα νιώθουν πως δεν γίνεται να αδιαφορούν για όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Νομίζω πως, εντέλει, η αστυνομική λογοτεχνία ανθεί στον 21ο αιώνα ‒όπως ανθούσε και στη διάρκεια του 20ού‒ και είναι εμφανές πως θριαμβεύει ανά τον κόσμο, κάτι που οφείλεται στο ότι έχει πάρει τη θέση της κοινωνικής λογοτεχνίας, η οποία έχει πλέον ατονήσει. Ξέρουμε πως η λογοτεχνία σε όλες τις εποχές ήταν προοδευτική με την έννοια πως πήγαινε κόντρα στην τρέχουσα ηθική, η οποία σχετιζόταν με θρησκευτικά ή ιδεολογικά ρεύματα και δοξασίες, χωρίς να ηθικολογεί.
Θυμίζω πως ένα έγκλημα, σύμφωνα με κάποιον παλιό ορισμό, αποτελεί παραβίαση της κοινωνικής τάξης και προξενεί ρήγμα στον κοινωνικό ιστό. Επομένως, η σύλληψη και η τιμωρία του δράστη αποκαθιστά την κοινωνική τάξη, επαναφέρει τα πράγματα στην κανονική τους ροή. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο θρίαμβος της ηθικής.
Ο σκοπός της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι να απεικονίσει την πραγματικότητα χωρίς ωραιοποιήσεις, να θίξει τα κακώς κείμενα ή ακόμα και να αφυπνίσει, χωρίς καταγγελτικότητα.
Σε ό,τι αφορά τη δική μου εμπλοκή στην αστυνομική λογοτεχνία, ασχολήθηκα εντελώς τυχαία με αυτήν, κι έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, το Κύκλος θανάτου, επηρεασμένος από τον Γιάννη Μαρή. Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, οπότε το τελευταίο μου, το Ο κήπος με τις φράουλες, δεν περιέχει την τιμωρία του δράστη. Αυτό άλλωστε συμβαίνει συχνά και στην πραγματική ζωή. Βεβαίως, ενίοτε στα αστυνομικά μυθιστορήματα ο ένοχος δεν τιμωρείται, δηλαδή δεν αποδίδεται δικαιοσύνη. Αυτό το έχουμε δει στο Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, αλλά και στα έργα της Πατρίσια Χάισμιθ, από τους οποίους επηρεάστηκα.
Εντέλει, στην αστυνομική λογοτεχνία ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται με συμπάθεια και κατανόηση, μάλιστα ορισμένες φορές ο ένοχος δέχεται τον σεβασμό του συγγραφέα. Ο Ζορζ Σιμενόν πίστευε πως δεν υπάρχουν ένοχοι, πως υπάρχουν άνθρωποι, τους οποίους σπρώχνει στο έγκλημα η κοινωνία –κι ας φαίνεται αυτό κοινότοπο.
⸙⸙⸙
Ο Φίλιππος Φιλίππου γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1948. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, μαρτυρίες, βιογραφίες και παιδικά βιβλία. Δημοσιεύει κριτικές βιβλίων στο Βήμα. Πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα Κύκλος θανάτου (1987 ). Έχει εκδώσει την Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας (2018).Τελευταίο βιβλίο του το αστυνομικό Ο κήπος με τις φράουλες (2020).