Το διαπιστωμένο γεγονός, το τόσο παραστατικά συμπυκνωμένο, υπό Γκράχαμ Γκρην, στη γνωστή από τον Τρίτο Άνθρωπο σύγκριση της ταραγμένης τριακονταετίας των Βοργία στην Ιταλία, με την πεντακοσαετή ειρηνική ιστορία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, δηλαδή ότι η τέχνη είναι μία από τις απαντήσεις του ανθρώπου στα γεγονότα και παράγεται πάντα εν θερμώ, αποδεικνύεται και στην περίπτωση της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, η οποία από το 2010 και εντεύθεν, εμπνεόμενη από την πολύμορφη Κρίση, πολιτική, οικονομική, κοινωνική, εθνική, ιδεολογική και, εσχάτως, υγειονομική, διανύει μία από τις καλύτερες περιόδους της! Για να μεταχειρισθούμε την οικεία ορολογία, οι Έλληνες συγγραφείς έχουν τώρα πολύ ισχυρότερα κίνητρα προκειμένου να ασχοληθούν με το πλέον πρόσφορο για την απόδοση της τρέχουσας πραγματικότητας λογοτεχνικό είδος –ή, καλύτερα, με την οικεία ορολογία: προκειμένου να χρησιμοποιήσουν το πλέον πρόσφορο όπλο κατά της τρέχουσας πραγματικότητας, η οποία κανοναρχείται σε πλανητικό επίπεδο από το έγκλημα, τη βία και την εξαπάτηση, τα κατεξοχήν θέματα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Η ποσοτική αύξηση των βιβλίων, των συγγραφέων που γράφουν αστυνομικά, των εκδοτών που τα εκδίδουν και των αναγνωστών που τα διαβάζουν, με δυο λόγια: η αύξηση και της προσφοράς και της ζήτησης, οσυναγωνισμός μεταξύ των συγγραφέων, έχει φέρει, μοιραία, και την άνοδο του επιπέδου των κειμένων –ήδη, έχουν δημοσιευθεί βιβλία τα οποία αξίζει να καταταχθούν στα αριστουργήματα– καθώς και των βιβλίων ως αντικειμένων.
Τούτου δοθέντος, το να αναρωτιόμαστε αν η άνθιση της αστυνομικής λογοτεχνίας στη χώρα μας είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη καταξίωση του είδους στη συνείδηση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού (συμπεριλαμβανομένων και των ειδημόνων, ακαδημαϊκών, κριτικών λογοτεχνίας κ.λπ.) ή εάν προηγήθηκε η αναγνώριση και ακολούθησε η εκτόξευση, είναι σαν να ρωτάμε αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα.
Το βέβαιο είναι ότι η αστυνομική λογοτεχνία μετέχει πλέον ισότιμα στον Κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Το πιστοποιεί, πέρα από τις θετικές βιβλιοκρισίες, τις όποιες βραβεύσεις και την καθολική εκτίμηση που απολαμβάνει ως σύνολο –η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, μεταφράζεται σε πωλήσεις, καθόσον, πόσοι διαθέτουν χρόνο και χρήμα σε κάτι που δεν πιστεύουν ότι αξίζει;– η κατάργηση, στην πράξη, οποιουδήποτε διαχωρισμού λόγω είδους, όπερ σημαίνει ότι εκδότες, κριτικοί και αναγνώστες, άπαντες αντιμετωπίζουν πλέον το αστυνομικό αφήγημα όπως και οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό κείμενο.
Αλλά, το επαναλαμβάνω, το αντίθετο θα ήταν αδύνατον να συμβαίνει. Η αστυνομική λογοτεχνία βγήκε από το περιθώριο, γιατί είναι επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων. Παραλογοτεχνία εθεωρείτο όταν το έγκλημα εθεωρείτο παρέκκλιση από το κανονικό, το σύνηθες. Δεν είχε και τόσο σχέση με την αληθινή ζωή, ήταν μια (παρα)λογοτεχνία φυγής, με την οποία ένας σοβαρός συγγραφέας δεν θα ήθελε να τον συσχετίσουν, εξού και όλα εκείνα τα εξωπραγματικά στοιχεία της, από τα σκηνικά: ποταμόπλοια, βαγκόν-λι, σκοτεινά σοκάκια στη ζούγκλα της μεγαλούπολης, κακόφημα μπαρ, μέχρι τους πρωταγωνιστές της: τους ατρόμητους ντετέκτιβ που πυροβολούν με το ουίσκυ στο άλλο χέρι πετώντας συγχρόνως και μια αξέχαστη ατάκα, τις μοιραίες γυναίκες με το αψεγάδιαστο μακιγιάζ στις 6.45, κ.λπ. κ.λπ. Αφ’ ότου η εγκληματικότητα έγινε κανονικότητα, έγινε και το αστυνομικό Λογοτεχνία.
Τα δε εγκλήματα στα οποία θα επικεντρώνεται, φρονώ, όλο και περισσότερο, δεν θα έχουν καμία σχέση με τα καθαρώς ιδιωτικά εγκλήματα των προπατόρων συναδέλφων, του τύπου «δίγαμος τραπεζίτης σκοτώνει φίλη της πρώτης συζύγου του για να μην τον ξεσκεπάσει» ή «κουνιάδα φονεύει τον γαμβρό της όταν αυτός αποκρούει την ερωτική της επίθεση» ή ακόμη και «serial killer ντυμένος Τσουμπάκα τρομοκρατεί ειρηνική αμερικανική κωμόπολη». Το βάρος πλέον θα πέφτει σε εγκλήματα, όχι κατ’ ανάγκην αιματηρά, αλλά πάντως οργανωμένα –από συμμορίες, μαφίες, από το κράτος δικαίου, από εταιρείες ιδιωτικού δικαίου, από τον Χρόνο, το Χρήμα, την Εξουσία, την Ανθρώπινη Φύση, την Τεχνολογία, για να το πούμε απλά: από υπέρτερα συμφέροντα. Προβλέπω, για το κοντινό μέλλον τουλάχιστον, ότι η αστυνομική λογοτεχνία θα αμαυρωθεί έτι περαιτέρω, δηλαδή η τάση που θα επικρατήσει –ποσοτικά μιλώντας πάντα– θα είναι το νουάρ με την κυριολεκτική έννοια, ένα μαύρο αφήγημα, μια δυστοπική ιστορία με πρωταγωνιστή έναν απλό άνθρωπο ο οποίος, προσπαθώντας να εξιχνιάσει ένα έγκλημα, θα διαπιστώνει πως είναι παγιδευμένος σ’ έναν κόσμο έτοιμο να τον συντρίψει αν υπερβεί κάποια όρια –και θα το διαπιστώνει ακριβώς όταν τα υπερβεί! Η τάξη θα αποκαθίσταται, βέβαια, αλλά αυτό θα γίνεται μόλις λείψει εκείνος που την διατάραξε, δηλαδή ο πρωταγωνιστής! Και δικαιοσύνη θα αποδίδεται, ασφαλώς, αφού έτσι θα πουν στις ειδήσεις. Το happy end θα γίνει μια μακρινή ανάμνηση από το παρελθόν της αστυνομικής λογοτεχνίας, από τα χρόνια που μικρή και αθώα (σχεδόν) έπαιζε με γρίφους και αινιγματάκια. Κοντολογίς, το αστυνομικό θα μοιάζει όλο και περισσότερο με ιστορία τρόμου, με τα εγκληματικά συμφέροντα στον ρόλο του ανίκητου τέρατος από τα Βουνά της Τρέλας. Το μόνο αισιόδοξο που έχω να πω, είναι ότι αν συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση, η οποία, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν πρόκειται να βελτιωθεί σύντομα, το μέλλον της αστυνομικής λογοτεχνίας προμηνύεται λαμπρό (διάβαζε ζοφερό).
Για κάποιον που γαλουχήθηκε στην αστυνομική λογοτεχνία εξ απαλών ονύχων, με detective stories της βρετανικής Σχολής, δηλαδή Άρθουρ Κόναν Ντόυλ και Άγκαθα Κρίστι, Σέρλοκ Χολμς και Ηρακλή Πουαρό, αντίστοιχα, και αγάπησε πρώτα το πρωτότοκο υποείδος: αστυνομικός γρίφος με τις χαρακτηριστικές συμβάσεις του: ιδιοφυής ντετέκτιβ και περιορισμένος αριθμός υπόπτων και τις διάφορες παραλλαγές του: φόνος σε κλειδωμένο δωμάτιο, whodunit (=βρείτε τον δολοφόνο), howdunit (=πώς το ’κανε, μάγος είναι;),και κατόπιν τα υπόλοιπα αδελφά υποείδη, είναι, ίσως, δύσκολο, ακόμη και δυσάρεστο, να παραδεχθεί ότι η αστυνομική λογοτεχνία έχει πάρει την κατεύθυνση που επισήμανα προηγουμένως, αλλά αν δεν το παραδεχόμουν θα ήταν σαν να έκλεινα τα μάτια στην πραγματικότητα –όχι ότι δεν το κάνω όταν γράφω, αλλά με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας τα τελευταία χρόνια, γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Μιλώντας για πρότυπα, θα ήταν έγκλημα να μην αναφέρω, πάνω από τα ούτως ή άλλως απομακρυσμένα στον χώρο, στον χρόνο και στη γλώσσα, ονόματα των Βρετανών κλασικών, την απείρως εγγύτερή μου ψυχικά συγγραφέα Τιτίνα Δανέλλη, η οποία, δυστυχώς, έφυγε πρόσφατα και πρόωρα, από κοντά μας. Μπορεί οι δύο προαναφερθέντες εκπρόσωποι της κλασικής ιστορίας μυστηρίου να κέντρισαν τη φαντασία μου και να κέρδισαν την καρδιά μου όταν έκανα τα πρώτα αναγνωστικά μου βήματα στο φιλόξενο βασίλειο της αστυνομικής λογοτεχνίας, εκείνη όμως που μου έδειξε τον δρόμο για το παλάτι ήταν η Τιτίνα Δανέλλη. Θέλω να πω, ήταν η πρώτη που μου έδειξε, με το έργο της, ότι μία τυπική ιστορία αστυνομικού μυστηρίου, ένα απλό και ταπεινό whodunit, φερ’ ειπείν, μπορεί να συνδυασθεί περίφημα με την Τέχνη του λόγου. Το ελληνικό αστυνομικό είχε φθάσει ήδη στο ύψος των καλύτερων λογοτεχνικών κειμένων. Ήταν για μένα σαν μια αποκάλυψη, σαν να ήμουν μέχρι τότε μονόφθαλμος και κάποιος να μου είχε ανοίξει, ξαφνικά, και το άλλο μάτι, που δεν ήξερα ότι μπορούσε να γιατρευθεί! Τίποτα δεν ήταν ίδιο μετά από εκείνη την πρώτη φορά, ούτε ο τρόπος της ανάγνωσης ούτε ο τρόπος της συγγραφής. Δεν μου χρειάστηκε, δε, ποτέ καμία άλλη απόδειξη για να πειστώ ότι τα αστυνομικά δενείναι παραλογοτεχνικά προϊόντα: όπως όλα τα προϊόντα της διάνοιας και των χειρών του ανθρώπου, κρίνονται καθ’ έκαστον, όχι βάσει του είδους στο οποίο η ήσσων προσπάθεια τα τσουβαλιάζει.
⸙⸙⸙
Ο Νεοκλής Γαλανόπουλος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Εργάζεται ως δικηγόρος. Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα, ένα βιβλίο με νουβέλες, καθώς και διηγήματα ενταγμένα σε συλλογικούς τόμους με αστυνομικές και νουάρ ιστορίες. Ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ). Το μυθιστόρημά του με τίτλο Βάσει Σχεδίου είναι προγραμματισμένο να εκδοθεί σύντομα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.