Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Aimez-vous roman policier?

Οι ηρωικοί καιροί που το «αστυνομικό» ήταν για τη Λογοτεχνία μια αμελητέα ποσότητα και κατώτερης ποιότητας γραφή, «διαμάντια μέσα στις στάχτες», έχουν παρέλθει οριστικά και αμετάκλητα. Το να επιστρέφουμε στην εποχή της Παραλογοτεχνίας, με εξαίρεση την υποδειγματική Συνηγορία της (που ακόμα αντέχει στον χρόνο), από τον Πέτρο Μαρτινίδη, υπενθυμίζοντας πόσο αδικήθηκε το είδος και οι συγγραφείς που το καλλιέργησαν, είναι μάλλον προβλέψιμα ανιαρό, τετριμμένο, και σίγουρα παραβιάζουμε θύρες ανοιχτές, αφού πλέον το «αστυνομικό» έγινε salonfähig, ή επί το ελληνικότερον «και του λιμανιού και του σαλονιού»: λογοτεχνικά, συγγραφικά, εκδοτικά. Όμως, στην Εσπερία, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, όπως εύστοχα διαπιστώνει ο Δημήτρης Τσάκωνας, «ο Μπαλζάκ είχε δώσει τη θέση του στην Άγκαθα Κρίστι».

«Θυμάμαι, ναι θυμάμαι» (για να ανακαλέσω τον τίτλο από το ωραίο βιβλίο του Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι), πως στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, εκείνοι που διάβαζαν Χάμμεττ και Τσάντλερ, αλλά και Μπορίς Βιάν (η Χάισμιθ ακόμα δεν είχε κάνει την εμφάνισή της στα ελληνικά βιβλιοπωλεία, προσωπικά την «πρωτογνώρισα» το 1974 στη Γερμανία, από τις εκδόσεις Diogenes), αποτελούσαν μια «θλιβερή μειοψηφία» απέναντι σ’ εκείνους που θεωρούσαν, για να μην πω πίστευαν ακράδαντα, δηλαδή δογματικά, ότι «όλα είναι πολιτικά», άρα το «αστυνομικό» είναι είδος παρακμιακό και απόσπαση «από τα πραγματικά προβλήματα» (ουσιαστικά η άποψη του Γκόρκι και κατ’ επέκταση του Ζντάνοφ), και πως μέσα στη Χούντα, μαθητές ακόμα, τα αστυνομικά ΒΙΠΕΡ (Τσαίηζ, Γκάρντνερ, Σιμενόν, ακόμα και Άμπλερ και πολλούς άλλους) τα περιμέναμε εναγωνίως να κυκλοφορήσουν κάθε Σάββατο στα περίπτερα, όταν ο Μαρής ήδη από τα μέσα του ’50 έκανε θραύση στις «Εκδόσεις Ατλαντίδος – Αφοί Πεχλιβανίδη», αλλά και στις εφημερίδες και τα περιοδικά.

Σήμερα, στον 21ο αιώνα, δεν ζούμε απλώς την πλήρη αποκατάστασή της –ακόμα και σε κάποια Πανεπιστήμια της Εσπερίας υπάρχουν πλέον Τομείς που ασχολούνται συστηματικά με το είδος–, αλλά και τη θριαμβευτική (υπερπληθωριστική) επιστροφή της: το κρύο πιάτο της εκδίκησης, που ξεκίνησε από τον Βορρά, με το Nordic Noir, τους Σκανδιναβούς, οι οποίοι αφυπνίστηκαν από τη χειμερία τους νάρκη αφήνοντας μεθοδικά τα πρώτα ίχνη αίματος στο χιόνι, καθώς τα ακολούθησε η δεσποινίς Σμίλλα και ο Μανκέλλ. Σήμερα, σκοντάφτουμε πια πάνω σ’ ένα σωρό από «αστυνομικά» κάθε είδους, θρίλερ, ιστορίες με σήριαλ κίλερ ή τρομοκράτες, police procedural με πολυπληθείς ομάδες αστυνομικών (ανδρών και γυναικών), εξαφανίσεις παιδιών και πολύχρονες αναζητήσεις, χάκερ, πολύπλοκες υποθέσεις με κρυπτικά σύμβολα και ιεροτελεστίες φόνων (διαπιστώνουμε πως απουσιάζουν χρόνια ολόκληρα ληστείες και απαγωγές), όλα με την ετικέττα του «νουάρ» –όμως, αν όλα είναι νουάρ, τότε τι ακριβώς είναι, ή, έστω, ήταν το νουάρ;

Ας το παραδεχτούμε: σήμερα πλέον το «αστυνομικό» είναι comme il faut, και κάθε εκδότης και συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του θα πρέπει να έχει κάτι να προσφέρει προς αυτή την κατεύθυνση. Κι αν μάλιστα, αυτό εντάσσεται στα σύγχρονα προβλήματα που απασχολούν την παγκοσμιοποιημένη κοινότητα του πλανήτη, ακόμα καλύτερα, ακόμα πιο πολλές πωλήσεις, ακόμα μεγαλύτερο το κύρος και η αναγνώρισή του(ς): η άλλη μορφή της «στρατευμένης λογοτεχνίας» στις μέρες μας.

Είναι γεγονός, κι αυτός είναι ο αέναος νόμος της ζωής, κάθε «γενιά» να βρίσκει τον δικό της δρόμο στην αναγνωστική αυτογνωσία. Από τις ευτελείς εκδόσεις της pulp fiction και τις περιζήτητες πλέον της Penguin, της Série Noire, του Diogenes και του giallo, στις μαζικές παραγωγές που κατακλύζουν με τα μπεστ-σέλλερ τα βιβλιοπωλεία της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου, του Παρισιού ή της Στοκχόλμης, το εκδοτικό τοπίο και η λογοτεχνική παραγωγή στο «αστυνομικό» έχει πάρει τη μορφή ενός τσουνάμι που παρασέρνει τα πάντα, με βιβλία και τηλεοπτικές σειρές στη θέση των κινηματογραφικών ταινιών, επιβεβαιώνοντας, με λαμπρές πάντως εξαιρέσεις, τον «σιδηρούν κανόνα» που χαρακτηρίζει το είδος: το «αστυνομικό» παράγεται μαζικά για να καταναλωθεί γρήγορα και να ξεχαστεί λίγο μετά εξ ίσου μαζικά. Όμως, το γράψιμό του συχνά είναι μια «τέχνη ταπεινή». Και πάντως αρκούντως δύσκολη σε αρκετές περιπτώσεις.

Το γιατί μάς αρέσει το «αστυνομικό» είναι μια ερώτηση-Λερναία Ύδρα: κόβεις (και ράβεις) μιαν απάντηση κι αμέσως ξεφυτρώνουν άλλες, πανομοιότυπες, συμβατικές, αφοπλιστικές ή ανατρεπτικές –με αποκορύφωση την άποψη του Ντελέζ για τη Série Noire. Κάτι ανάλογο συμβαίνει, όταν ρωτάνε τους αστυνομικούς συγγραφείς «γιατί γράφουν “αστυνομικά;”». Όλα συνδέονται με το θεμελιώδες (και μάλλον τελικά αναπάντητο σαρτρικό) ερώτημα: «τι είναι λογοτεχνία»; Άρα, και την φυσιολογική προέκτασή του «τι είναι αστυνομική λογοτεχνία;». Ο Γ. Σώμερσετ Μωμ, συγγραφέας του κατασκοπικού μυθιστορήματος Ashenden or The British Agent (1928), αλλά και κάποιων αστυνομικών διηγημάτων, γράφει στην Εισαγωγή του Introduction to Modern English and American Literature (1943): «Υπάρχουν φορές που θα προτιμούσα να διαβάσω ιστορίες του Κόναν Ντόυλ παρά το Πόλεμος και Ειρήνη, του Τόλστοϊ», εκτείνοντας έτσι το «εκκρεμές της λογοτεχνίας» στα άκρα του: ευτελής λογοτεχνία (entertainment) vs. υψηλής λογοτεχνίας. Παράλληλα, είναι ο πρώτος ή, πάντως από τους ελάχιστους εκείνη την εποχή (κάπου έξι χρόνια πριν γραφτεί Ο τρίτος άνθρωπος από τον Γκρ. Γκρην), που συμπεριλαμβάνει στη συλλογή του δύο αστυνομικούς συγγραφείς, τον Κάρτερ Ντίκσον (Τζων Ντίκσον Καρρ) και τον Ντάσιελ Χάμμεττ! Οι αρμοί έχουν ήδη συνδεθεί, τα στερεότυπα κιόλας παραμεριστεί. Θα χρειαστεί όμως ακόμα μισός αιώνας για την πλήρη αποκατάσταση των (αν)ισορροπιών.

Σ’ αυτή την προσπάθεια, δηλαδή της εξιχνίασης του μυστηρίου που αφορά τα «αστυνομικά μυστήρια», όπως εμφανίζονται και μετασχηματίζονται «στο πέρασμα του χρόνου», ισχύουν δύο, κατά τη γνώμη μου, δεδομένα, που δεν μπορούμε να τα προσπεράσουμε: πρώτον, η ριζωματικότητα του είδους, ένα γιγαντιαίο Romanbaum που παράγει και αναπαράγει διαρκώς διαφορετικά υποείδη, κυρίως όμως έχει ριζώσει βαθιά στην «αιώνια επιστροφή του Ίδιου», που απαρτίζεται από τα δίπολα έρως-θάνατος, έγκλημα-τιμωρία, ηθική-ανηθικότητα, άντρας-γυναίκα, δίκαιο-άδικο. Το δεύτερο, εξ ίσου ουσιαστικό χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι το «αστυνομικό αφήγημα» είναι το μόνο είδος που θα το αγκαλιάσει έγκαιρα η έβδομη τέχνη, για να δημιουργήσει τη δική της «εκδοχή», αυτόνομη ή «δάνεια» από μεγάλα αστυνομικά μυθιστορήματα, το δικό της «υποείδος», από τα «κλασικά» μέχρι τα εξ ίσου σημαντικά B-movies: από την «απόλαυση του κειμένου» στην «απόλαυση της εικόνας», με ή χωρίς μπαρτικές εξαρτήσεις.

Είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να προσδιορίσουμε επακριβώς το είδος, όπως και τους λόγους που προσφεύγουμε σε αυτό, συγγραφικούς και αναγνωστικούς. Στην πορεία της αστυνομικής λογοτεχνίας, πιο σωστά του αστυνομικού αφηγήματος, που σε δυο δεκαετίες περίπου θα συμπληρώσει τα 200 χρόνια ζωής, είναι ανθρωπίνως αδύνατο να έχουμε την απόλυτη εποπτεία αυτής της εξελικτικής ιστορίας, κάτι που ακόμα και ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι που εντρυφούν στο είδος με τον βιβλιογραφικό και θεωρητικό εξοπλισμό τους δεν μπορούν να καταφέρουν, με μόνες ίσως εξαιρέσεις τον Ουμπέρτο Έκο και τον Ερνέστ Μαντέλ.

Ας πάμε όμως σε περισσότερο πρακτικά ζητήματα, σε σχέση με τα κάποια ερωτήματα του Αφιερώματος. Η «αρκετά υψηλή αποδοχή» αφορά κυρίως το «σκανδιναβικό» (Nordic noir, ήγουν nesbomania, αλλά όχι mankellmania!)· σχετικά εύκολη πρόσβαση στην έκδοση, χάρις πλέον και στις «αυτοεκδόσεις»· οι ευκολίες και δυσκολίες αφορούν πρωτίστως τον ίδιο τον συγγραφέα, την παιδεία, τα κίνητρα και τα κριτήριά του (ο Μαρής έγραφε «εύκολα», συνήθως δεν έβαζε «δύσκολα» στον αναγνώστη, πλην των πρώτων μυθιστορημάτων του, είναι όμως μεγάλος storyteller και pageturner κατά Βασίλη Βασιλικό), κι όσο για την κριτική, κι αυτή εγχώρια αποκατέστησε πλέον τις διαταραγμένες σχέσεις και έχει ασχοληθεί πρόσφατα με το είδος σε τρία βιβλία εκ των σημαντικότερων κριτικών λογοτεχνίας (Β. Χατζηβασιλείου, Ελ. Κοτζιά, Δ. Κούρτοβικ, ο τελευταίος μάλιστα έχει δώσει ο ίδιος δύο εξαιρετικά δείγματα αστυνομικής πλοκής).

Στα προαναφερθέντα ερωτήματα όμως, υπάρχει ένα ερώτημα-παγίδα: πόσο εύκολο ή πόσο δύσκολο είναι να γράψει κάποιος «αστυνομικό»; Η απάντηση εδώ είναι μάλλον απλή, σαν το αυγό του Κολόμβου: είναι μάλλον εύκολο να γράψει κανείς ένα «αστυνομικό», είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να γράψει κανείς ένα καλό αστυνομικό.

Τέλος, ορισμένες διασαφηνίσεις, καθαρά προσωπικές, απαραίτητες πάντως «για να μπουν κάποια πράγματα στη θέση τους»: πρώτον, υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στον αστυνομικό συγγραφέα και στον συγγραφέα που έχει γράψει και «αστυνομικό». Δεύτερον, ο χαρακτηρισμός «αστυνομικός συγγραφέας» σε πολλές περιπτώσεις αδικεί τους/τις μυθιστοριογράφους (romaciers), αν θυμηθούμε, ενδεικτικά έστω, τον Γκρ. Γκρην, τον Ζ. Σιμενόν, την Π. Χάισμιθ, ακόμα και τον «δικό μας» Γιάννη Μαρή, κι από την άλλη πλευρά, τον Μπ. Βιαν, τον Τσ. Μπουκόβσκι, τον Ά. Νταίμπλιν, τον Γ. Ροτ και πολλούς άλλους. Τέταρτον, ήδη από τον προηγούμενο αιώνα είναι πολύ δύσκολο πλέον να διαχωρίσουμε τα αστυνομικά αφηγήματα από τις αστυνομικές ταινίες: η όσμωση λόγου και εικόνας είναι αναπόδραστη και διαχρονική, και πλέον πιο εντατική στις σύγχρονες τηλεοπτικές σειρές που προβάλλονται πρωτίστως στις πλατφόρμες. Πέμπτον, το ότι το «αστυνομικό» αντανακλά την κοινωνία της εποχής του δεν το κάνει αυτόματα και επίκαιρο «κοινωνικό μυθιστόρημα» ούτε οπωσδήποτε «καλό»· ο Μανσέττ ξέρει κάτι παραπάνω επ’ αυτού. Έκτον, στο «αστυνομικό» δεν υπάρχει «γυναικεία και ανδρική γραφή», υπάρχει όμως γυναικεία και ανδρική ματιά (κυρίως, πάνω στη γυναίκα), με άλλα λόγια μία έμφυλη (συνειδητή; υποσυνείδητη;)πρόσληψη της πραγματικότητας και η μετα-γραφή της, μέσα από τη συγγραφική εμπειρία και διαδικασία. Τέλος, το «κλασσικό αστυνομικό αφήγημα» δεν (μπορεί να) είναι τίποτα άλλο, στον πυρήνα του, από ένα αιματηρό μελόδραμα (αλλά όχι μελό!), ένα ερωτικό-φονικό πάθος που βρίσκει το πολύτιμο καταφύγιό του και το τραγικό τέλος μόνο στο κλασικό νουάρ: η μοιραία γυναίκα (femme fatale) δεν είναι τίποτα άλλο από την επιβεβαίωση ότι «η Μοίρα είναι γυναίκα».

Η δική μου, εγκωμιαστική, πεποίθηση για το είδος λέει πως «το Αστυνομικό είναι το αντεστραμμένο είδωλο της Λογοτεχνίας. Συχνά και το ρεβόλβερ της».

⸙⸙⸙

Ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Διετέλεσε εξωτερικός συνεργάτης στο ημερήσιο και κυριακάτικο φύλλο της Καθημερινής και αρθρογραφεί στο The BooksJournal. Έχει εκδώσει, μεταξύ άλλων, τρεις αστυνομικές νουβέλες (η μία μαζί με τον Α. Αποστολίδη), μια συλλογή διηγημάτων και δύο δοκίμια για το φλίππερ και το «αστυνομικό». Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφόρησε το Μικρό εγκώμιο του Αστυνομικού (2021).

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή