Κανένας ρολογάς δεν έχει εμπιστοσύνη στο ρολόι του
Κανένα ρολόι δεν πιστεύει στην ώρα
Αντώνης Φωστιέρης, «Δεν βρίσκω χρόνο να κλάψω»
Προκειμένου ν’ αξιολογήσουμε την υφή και τη λειτουργία [λογοτεχνική και κοινωνική] της αστυνομικής μυθοπλασίας, ίσως θα μας βοηθούσε αν αρχίζαμε με τις κρίσιμες απορίες αβεβαιοτήτων.
Α. Ερωτήσεις κρίσεως
1. Πώς εξηγείται το ότι διαπιστώνεται κρίση στην ενγένει λογοτεχνική κίνηση αλλά όχι τόση στην αστυνομική λογοτεχνία; Στην εποχή του Youtube, ποια μπορεί να είναι η μυθοπλαστική αξία των αστυνομικών ιστοριών; Μήπως το ότι παραμένει [εν πολλοίς] μία λογοτεχνία του φανταστικού ανοίκειου, ενός κόσμου προσομοίωσης του κανονικού ανθρώπου, είναι το στοιχείο που γοητεύει; Οι αμφισημίες, οι οποίες λειτουργούν σαν ένα είδος εθισμού στο αίμα, μήπως προκαλούν ειδικό ενδιαφέρον για ειδικά ενδιαφερόμενους;
2. Κάνει άραγε [χρονικούς και ειδολογικούς] κύκλους η αστυνομική λογοτεχνία; Κινείται από το περιθώριο στο κέντρο κι αντίστροφα, όπως αποδεικνύουν πλείστα αστυνομικά διηγήματα; Εδώ οφείλω να σημειώσω το γεγονός ότι ‘τα περιθωριακά’ αστυνομικά δεν τα διαβάζουν άνθρωποι του [λεγόμενου] περιθωρίου, αλλά οι [μικρο]αστοί.
3. Είναι τα αστυνομικά μυθιστορήματα σε διάλογο με τα υπόλοιπα λογοτεχνικά ρεύματα, τις κοινωνικές αναφορές και τις ιδεολογικές παραδοχές της σημερινής συγκυρίας; Ο μικρόκοσμος του συγγραφέα συναντιέται σε κάποιο σημείο με τον μακρόκοσμο της πραγματικότητας;
4. Υπάρχει άραγε μία γεωγραφική-λαογραφική ανάγνωση της αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως συνέβαινε παλαιότερα με το ληστρικό μυθιστόρημα; Αν ναι, με ποιον λαϊκό λόγο εκφράζονται ή έχουν επιλέξει ν’ απευθύνονται πλέον σε ευρύτερο κοινό; Μήπως επιχειρούν ν’ ακολουθήσουν την παράδοση «των απόκρυφων διηγημάτων», όπου οι λούμπεν παράνομοι αντικαθιστούν τις Αυλές των Θαυμάτων;
Η μυστηριομανία και οι μυστηριογράφοι του 19ου αιώνα, οι οποίοι μετέφεραν (διηγηματογραφικώς και υπογείως) κοινωνικά γεγονότα και πολιτικές ιδέες, μήπως επ(αν)έρχονται με μετανεωτερικό πνεύμα;
Σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα ο πρώτος που οφείλει ν’ απαντήσει είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Β. Απαντήσεις δια-κρίσεως;
1. Ο αστυνομικός συγγραφέας πρέπει ν’ αποφεύγει να αλιεύει ιδέες αποδώ κι αποκεί, ή να «φοράει διάφορα καπέλα» στην ιστορία του. Το κυνήγι της πρωτοτυπίας στον δαιμονικό χώρο της βίας και του εγκλήματος, όπου πολλές φορές οι ρόλοι δράστη-θύματος αντι-στρέφονται, δεν πρέπει να επηρεάζει τον συγγραφέα ώστε να υπερβαίνει τα όρια της δεοντολογίας. Ορισμένοι λεγόμενοι «αντισυστημικοί» συγγραφείς, κάποιοι [αυτο]αναγορευόμενοι ως «επιβλαβείς στο σύστημα», όπως άλλωστε και οι δημοσιογράφοι της «αντίστασης», θέλουν να εμφανίζονται ως «απόκληροι της λογοτεχνίας» και να πιστεύουν –λαθεμένα κατά τη γνώμη μου– ότι έτσι καθίσταται το έργο τους [και οι ίδιοι;] προσφιλές στο κοινό. Όσοι εκμεταλλεύονται λογοτεχνικώς την τραγικότητα της ζωής, ίσως θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι ούτε η ιδεολογία τους, ούτε η ακατανόητη αιτιότητα της πλοκής που τους προσδίδει λογοτεχνική αξία. Η γραμμή ανάμεσα στη μελωδία και την παρωδία συχνά είναι λεπτή και ο deus ex machine [για άλλους crime ex machina] δεν αρκεί πάντοτε για να σώσει την τιμή του συγγραφέα.
Σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει ο αστυνομικός συγγραφέας να καταγραφεί αφ’ εαυτού ως «οιονεί προϊόν της μυθοπλασίας του», γιατί –εκτός των άλλων– μ’ αυτόν τον τρόπο η μυθοπλασία κρύβει την αλήθεια προς χάριν της ευφρόσυνης εξαπάτησης του κοινού, το οποίο συμπάσχει με τα προβλήματα του συγγραφέα [sic] και όχι των ηρώων του.
2. Αν ισχύει η άποψη των υπερρεαλιστών ότι «η τέχνη και η πραγματικότητα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία» κι αν οι μετα-αλήθειες επηρεάζουν και το αστυνομικό μυθιστόρημα, τότε εκτός από το γοητευτικό μαύρο χιούμορ [ως αναπόσπαστο στοιχείο της πλοκής], ο συγγραφέας οφείλει να σέβεται την παράδοση και τη δεοντολογία της αστυνομικής λογοτεχνίας. Προκειμένου να συνυπάρχουν και να συνδιαλέγονται μεταξύ τους το χάος των παθών με το σχήμα/φόρμα του story, αλλά και προκειμένου ν’ αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα της υπόγειας λειτουργίας της «εγκληματικής ψυχής», ακόμα και το docrimentary αστυνομικό διήγημα πρέπει να τηρεί τις ιστορικές προ-δια-γραφές και να μην υποκύπτει στον πειρασμό του πολιτικο-ειδούς κειμένου. Αν θέλει να συμβάλλει ο αστυνομικός συγγραφέας, ως λογοτέχνης, στην καλύτερη κατανόηση του κόσμου και στην περι-γραφή της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης [vie tragique], ακόμα κι όταν αναφέρεται στη σκληρή καθημερινότητα [vie triviale], οφείλει να συνδυάζει το imaginaire στοιχείο με το πραγματο-λογικό κι όχι με το ιδεο-ληπτικό.
3. Τίποτα δεν είναι γραμμικό στο αστυνομικό μυθιστόρημα.Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να εμφανίζονται τα πάντα μ’ έναν χαοτικό τρόπο. Το περιβόητο «γεωτρύπανο μελέτης/διείσδυσης στον σκοτεινό ανθρώπινο ψυχισμό» πρέπει να περι-στρέφεται γύρω από το «γιατί;», καθώς εκείνο το «γιατί» θα φωτίσει και την ηθική του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος συχνά αρέσκεται να αυτοβιογραφείται. Αν πράγματι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για την ηθική [κι όχι την αμιγώς πολιτική] πλευρά των πραγμάτων, πρέπει να δίνει πρωτεύοντα ρόλο στα συναισθήματα κι όχι στις ιδέες. Άλλωστε δεν καλείται να συγγράψει πόνημα περί της θεωρίας των πολιτικών ιδεών, αλλά μιά ιστορία εγκλήματος.
4. Βέβαια οι ηθικές αλληγορίες προκαλούν τον κίνδυνο να παρερμηνευθούν γι’ αυτό δεν πρέπει ο συγγραφέας να δίνει την εντύπωση ότι μόνον εκείνος «γνωρίζει τι εννοεί». Το μυστήριο της ιστορίας δεν συνεπάγεται και το μυστήριο μιας ακατ-ανόητης γραφής υπονοούμενων. Το misterioso διαθέτει μία δική του οριοθετική γραμμή στη γραφή, στην ανάγνωση, στην αληθοφάνεια και στην ερμηνεία, η οποία δεν πρέπει να παραβιάζεται αυθαίρετα.
Γ. Ηθικές απο-κρίσεις
1. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν «σκοτεινές λέξεις και σκοτεινά νοήματα», που εκπηγάζουν από παλαιά βιώματα/τραύματα και αποδίδονται σε σκοτεινές ψυχές. Η απώλεια της μνήμης για το παρελθόν λειτουργεί σαν τα τρωκτικά που ροκανίζουν και μολύνουν τις σχέσεις του παρόντος, με συνέπεια οι [υπερρεαλιστικού χαρακτήρα] περι-γραφές για τις «φονικές έννοιες»να εκλαμβάνονται σαν παιχνίδια της Μοίρας κι όχι σαν επιλογές των ανθρώπων.
2. Η ηθική τάξη της συγκρουσιακής κοινωνίας δεν αποκλείει τα ωφελιμιστικά εγκλήματα, αλλά απεχθάνεται τα ιδεολογικά εγκλήματα. Ο όποιος ψυχρός εγκληματίας, ιδίως εκείνος που επιβαρύνεται με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στο όνομα κάποιου «ηθικού πλουραλισμού»[sic], δεν δικαιολογείται από την κοινή γνώμη, όποιο επιχείρημα κι αν προβάλλει. Τα ηθικά λάθη, για οποιονδήποτε λόγο και με οποιοδήποτε πρόσχημα του τύπου «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»,δεν πρέπει να χαρακτηρίζουν την αστυνομική μυθοπλασία. Το έγκλημα σαν αμαρτία [Ντοστογιέφσκι] ή ως επιτρεπτή [;] αμοραλιστική πραγματικότητα [Χάισμιθ], ίσως να συναντιώνται στην αυτο-τιμωρία [Αγκάθα Κρίστι], η άρνηση όμως από την πλευρά των ηρώων της σωτηρίας/εξιλέωσης για το έγκλημά τους εγείρει αρκετά θεωρητικά ζητήματα. Από τον Οιδίποδα στον Άμλετ κι από εκεί στους Αδελφούς Καραμαζώφ, οι μύθοι υπακούουν στη μοιραία [;] αναγκαιότητα, η οποία δεν έχει πάντοτε σχέση με τις δυνάμεις του υποσυνείδητου αλλά συνδέ[ν]εται και με τους προσωπικούς συνειδητούς πειρασμούς και με μία φιλοσοφία ζωής [και θανάτου]. Η «αθωότητα» του εγκληματία ως προς τα κίνητρά του ή η μοιρολατρική του στάση ως προς τις συνέπειες της πράξης του, συχνά με ταυτόχρονη άρνηση της [ανθρώπινης] Δικαιοσύνης, δεν πρέπει –λογοτεχνική αδεία– να τον «καθαγιάζει». Οι βίαιες κι εγκληματικές επιλογές των πρωταγωνιστών και οι αναλαμβανόμενοι κίνδυνοι, οι διπλές προσωπικότητες και οι αυτο-δικαιολογήσεις του φόνου δεν πρέπει να καταλήγουν σε ψευδαισθήσεις. Το παιχνίδι ή η τέχνη του εγκλήματος συνίσταται στο ν’ ανταλλάσσουν οι αναγνώστες εικασίες ως προς το «γιατί;» του Κακού σε συνδυασμό με την ελευθερία της βούλησης της διάπραξης [από τον εγκληματία-«τέρας»;] της κακής πράξης, με ανοικτό πάντοτε το ερώτημα «αν ο άνθρωπος ή ο σκοπός του είναι τελικά ο κακός».
Δ. Επι-κρίσεις;
1. Τα όρια του αστυ-νομικού μυθ-ιστορήματος [ειδολογική κατάταξη, λαϊκότητα, λογοτεχνικότητα κ.λπ.] χαράζονται κατά περιόδους από τη διεθνή κίνηση/επιρροή κι από τις εθνικές παραδόσεις/εκδοχές. Ακόμα και οι νέες μορφές παρουσίασης λογοτεχνικών έργων [π.χ. graphic novel] ή η λογοτεχνική απόδοση πραγματικών εγκλημάτων ή οι ιστορικές ημι-μυθοπλασίες, τα true crimes που έγιναν ταινίες, τα ιπποτικά μυθιστορήματα, πολλάκις ακροβατούν ανάμεσα σ’ έναν απλοϊκό νατουραλισμό και σε δαιμονικές ή αγγελικές παρεμβάσεις. Ούτε όμως ο βιολογικός, ούτε ο ηθικός, ούτε ο πνευματικός φορμαλισμός αρκούν για να ερμηνεύσουν την εγκληματογένεση. Ο ταλαντούχος κύριος Ριπλέι της Πατρίτσια Χάισμιθ, καθώς και τα πολυφωνικά νουάρ του Πάκο ΙγνάθιοΤαΐμπο ΙΙ, όπου οι πράξεις/επιλογές τους είναι ταυτόγχρονα απλές και αδιανόητες, δεν συμβάλλουν στη δημιουργία κοινής ταυτότητας στη μυθοπλαστική εγκληματογένεση. Η κρίση ταυτότητας παρασύρει και τους συγγραφείς, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουν και οι ίδιοι αν τα έργα τους εντάσσονται στις cultural studies ή αν είναι ένα κρυφό ιστορικοπολιτικό ιχνοστοιχείο της μνήμης που αναφέρεται [χωρίς ν’ αποστρέφεται] στη βία.
2. Μ’ αυτά και μ’ αυτά πολλά μυθιστορήματα εκφεύγουν από το όποιο κοινωνικο-ηθικό πλαίσιο και η μοναδική τους στόχευση είναι η έλξη/απώθηση του αναγνώστη από τη δράση των ηρώων. Τούτο δεν σημαίνει ότι το αστυνομικό συγκαταλέγεται σε μία fun-morality ή ότι υπηρετεί κι εκφράζει κάποια sui generis «ηθική του εγκλήματος», αν και πρέπει πάντοτε να επιβεβαιώνεται ότι δεν στοχεύει στο ν’ αποκοπεί αμετάκλητα από τις πολιτισμικές ρίζες της λογοτεχνίας.
3. Μολονότι οι τεχνικές της συγγραφής αστυνομικών ιστοριών δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητες από τους γενικούς κανόνες των εθνικών παραδόσεων, μολονότι οι διάφορες υποκατηγορίες, ίσως για τη διευκόλυνση της κατανάλωσης, συνεχώς αυξάνονται, ο αναστοχασμός γύρω από τη φιλοσοφία του συγγραφέα, κι όχι απλώς ο σχολιασμός «της περατωμένης μυθοπλασίας μίας ιστορίας», παραμένει επίκαιρος.
Η ιστορική εξέλιξη της αστυ-νομικής λογο-τεχνίας, καθώς και η σύνδεσή της με τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της νέας εποχής, θέτουν ένα κρίσιμο ερώτημα για το μέλλον:
Αν η ultra realism εκδοχή της Cultural Criminοlogy περιλαμβάνει και «τα φαντάσματα των εννοιών»[ghosts of signification] κι αν προβλέπεται ότι θα επικρατήσει το μοντέλο της Scandinavian imagery [με τους ψυχολογικά ασταθείς ήρωες που κριτικάρουν τα πάντα κινούμενοι εκ του ασφαλούς], τότε φοβάμαι ότι θα διαβάζουμε αστυνομικά μυθιστορήματα είτε «για να βγούμε από τη σπηλιά του Πλάτωνα», είτε για να επιβιώσουμε εκ-μαθαίνοντες «την τέχνη του φόνου».
ΥΓ1. Αν αυτός που «πιάνει τους κακούς» είναι αστυνόμος ή ντετέκτιβ, αν οι αστυ-νομικές τακτικές [police technique] και οι επιστημονικές τακτικές [police scientifique] συνδυάζονται τόσο με ποιοτικά στοιχεία [ομοιότητες], όσο και με ποσοτικά [πιθανότητες], τότε οι συν-γραφείς δεν πρέπει να υπο-κύπτουν στον πειρασμό «να βλέπουν όσα κοιτάζουν και να μην κοιτάζουν αυτά που νομίζουν ότι γνωρίζουν». Γι’ αυτό δεν νοείται κάθε συγγραφέας να προβάλλει τη δική του προσωπική άποψη για το «τί είναι» και το «τι πρέπει να περιέχει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα».
ΥΓ2. Επειδή παραμένω ένας απλός εγκληματολόγος, με μεγάλο θαυμασμό για τους φίλους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας της ΕΛΣΑΛ, το κύριο μέλημά μου είναι να συνεχίσω να συνδυάζω και να συνθέτω την επιστήμη της Εγκληματολογίας με την Αστυ-νομική Λογο-τεχνία. Κατά συνέπεια περιορίζομαι σε γενικές απορητικές σκέψεις* κι αποφεύγω τις εξειδικευμένες προ-τάσεις. Όσον αφορά στα προεκτεθέντα ερωτήματα, νομίζω ότι οι απαντήσεις θα προκύψουν μετά από τις τοποθετήσεις όλων των συμμετεχόντων στο Αφιέρωμα.
ΥΓ3. «Οι πεθαμένοι μιλούν μία παράξενη γλώσσα» [Α. Φωστιέρης, «Η γλώσσα των νεκρών».]
*Η σχετική βιβλιογραφία υποστήριξης του κειμένου είναι στη διάθεση των ενδιαφερόμενων αναγνωστών.
⸙⸙⸙
Ο Γιάννης Πανούσης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου του 1949. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Université de Poitiers της Γαλλίας. Είναι πρώην καθηγητής Εγκληματολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θράκης.