Τα τελευταία χρόνια πολλοί Έλληνες συγγραφείς έχουν στραφεί στην αστυνομική λογοτεχνία, πιθανόν επειδή το είδος έχει μεγάλη επιτυχία σε άλλες χώρες, ιδιαιτέρως στις Σκανδιναβικές. Παρατηρείται, ωστόσο, και αλλαγή στάσης των αναγνωστών προς αυτό και άρα η συνεχώς διογκούμενη προσφορά εξαρτάται από την αυξανόμενη ζήτηση. Ίσως, εξάλλου, και οι κινηματογραφικές ταινίες, αλλά και τα διάφορα CSI να επηρέασαν ορισμένους συγγραφείς, όπως και τους αναγνώστες, και να τους ώθησαν να αναζητήσουν το είδος. Υπάρχει και η εσφαλμένη αντίληψη ότι είναι πιο εύκολο να γράφει κανείς αστυνομικές ιστορίες. Επειδή είναι λαϊκό είδος; Πιθανόν. Πάντως, η ποσότητα δεν εγγυάται την ποιότητα. Και η αστυνομική λογοτεχνία έχει τα ίδια υπέρ και κατά που παρουσιάζουν, στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, το μυθιστόρημα και το διήγημα.
Έχει ξεπεραστεί πια, θέλω να πιστεύω, η αντίληψη ότι το αστυνομικό είδος είναι «παρακατιανό», δευτέρας κατηγορίας είδος, αντίληψη η οποία κυριαρχούσε κυρίως από τη δεκαετία του ’70 και εξής. Εξάλλου, στη χώρα μας, οι συγγραφείς και οι αναγνώστες ενδιαφέρονταν, ιδιαιτέρως τη δεκαετία του ’70 και στις αρχές του ’80, για το κοινωνικό ή το πολιτικό μυθιστόρημα. Ήταν η τάση της εποχής. Μόλις από τη δεκαετία του ’90 άρχισαν δειλά δειλά να αλλάζουν τα πράγματα.
Οι όποιες ομοιότητες στη θεματολογία ανάμεσα στο αστυνομικό είδος και το κοινωνικό δεν δημιουργούν ταυτίσεις, ή, καλύτερα, δεν απορροφά το ένα το άλλο, κι αυτό γιατί μπορεί το αστυνομικό να έχει αντλήσει στοιχεία από το δεύτερο, ωστόσο είναι κάτι άλλο, έχει τις δικές του τεχνικές. Πρόκειται για δύο περιπτώσεις που πορεύονται παράλληλα, καθώς απευθύνονται και σε διαφορετικό κοινό, χωρίς αυτό, όμως, να αποκλείει την παραδοχή ότι υπάρχουν για το καθένα κοινοί αναγνώστες. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά είδη, ενώ έκαστο, για τους δικούς του λόγους, καθιστά το άλλο αναγκαίο. Υπάρχουν κοινωνικά μυθιστορήματα στην ιστορία των οποίων διαπράττονται φόνοι, χωρίς αυτό να τα καθιστά αστυνομικά, και αστυνομικά με κοινωνικό προβληματισμό, ο οποίος όμως δεν καθορίζει το είδος.
Το αστυνομικό είδος, που είναι λαϊκό, δεν αναπτύχθηκε όπως αλλού, αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του Γιάννη Μαρή, επειδή στη χώρα μας δεν άνθισε το αστικό μυθιστόρημα και κατ’ επέκταση το αστυνομικό είδος όπως σε άλλες χώρες, στο Η.Β., τις Η.Π.Α., ή τη Γαλλία τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού. Ας θυμηθούμε τα έργα του Τσαρλς Ντίκενς ή του Βίκτωρος Ουγκώ και τα θέματά τους· τις συγκρούσεις στους δρόμους των αστικών κέντρων, τις αντιθέσεις των κοινωνικών τάξεων, την παρουσίαση των επιθεωρητών της αστυνομίας, όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημα του Ντίκενς Ο ζοφερός οίκος (The Bleak House). Το αστυνομικό είδος αναπτύχθηκε σε αυτές τις χώρες γιατί το ευνόησαν και οι κοινωνικές συνθήκες, αλλά και η πλούσια λογοτεχνική παράδοση στο μυθιστόρημα. Έχοντας έναν Ντίκενς είναι πιο εύκολο να δημιουργηθούν συγγραφείς σαν τον Άρθρουρ Κόναν Ντόυλ, τον E.C. Bentley, γνωστό για το έργο Trent’s Last Case (1913), τον Wilkie Collins, που ήταν φίλος του Ντίκενς, την Αγκάθα Κρίστι, μολονότι μερικοί από αυτούς είναι πια ξεπερασμένοι και βαρετοί.
Σε άλλες χώρες (Γαλλία, Σκανδιναβικές, Γερμανία, Ιταλία), οι συγγραφείς καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, από αυτά που σχολιάζουν την κοινωνική και πολιτική ζωή έως και εκείνες τις περιγραφές που αναδεικνύουν τις ψυχολογικές συγκρούσεις των ηρώων, τις ατομικές αναζητήσεις και επιλογές. Είναι μεγάλες χώρες οι περισσότερες και η θεματική ποικιλία έχει ενδιαφέρον. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ, τηρουμένων των αναλογιών, μολονότι την πρωτοκαθεδρία εξακολουθεί να την έχει αυτή η κατηγορία η οποία προσεγγίζει τα κοινωνικά και κατ’ επέκταση τα πολιτικά γεγονότα, τις πολιτικές αδικίες που επηρεάζουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαμορφώνονται κοινωνικές ομάδες, που εκπροσωπούν το καλό και το κακό, και καταγράφονται συγκρούσεις του διπόλου. Παρατηρώ, όμως, ότι εκδίδονται και βιβλία τα οποία απηχούν τη σκανδιναβική θεματολογία, αλλά και προβάλλουν υπερβολικά βίαιες σκηνές ή πρωταγωνιστές παρηκμασμένους, με εξαρτήσεις, κάτι που δεν αντανακλά την ελληνική πραγματικότητα. Ακόμα και οι Σκανδιναβοί συγγραφείς, όμως, ξεπερνούν με τις ιστορίες τους την ατμόσφαιρα των δικών τους κοινωνιών. Η επιλογή, ωστόσο, της βίας και της υπερβολής είναι δικό τους «επίτευγμα».
Το είδος έχει μερικούς φανατικούς αναγνώστες, αλλά η ελληνική αναγνωστική αγορά είναι περιορισμένη. Θα επαναλάβω την κοινοτοπία ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουν, και αυτό οφείλεται στην ποιότητα της παιδείας που παρέχεται. Στα σχολεία δεν γίνεται συστηματική διδασκαλία ολόκληρων λογοτεχνικών έργων, η φιλαναγνωσία δεν καλλιεργήθηκε και δεν καλλιεργείται οργανωμένα. Όσο για την έκδοση των ιστοριών του είδους ή για το πώς αντιμετωπίζουν οι εκδότες τις αστυνομικές ιστορίες, τα πράγματα δεν διαφέρουν από τις ευκολίες ή τις δυσκολίες που συναντούν και οι συγγραφείς άλλων ειδών.
Στις μέρες μας, ωστόσο, οι εκδότες δεν διστάζουν να συμπεριλάβουν στον κατάλογό τους βιβλία μυστηρίου και αναζητούν καλά μυθιστορήματα, γιατί βλέπουν ότι υπάρχει κοινό, υπάρχει ζήτηση. Το διήγημα έχει τις δυσκολίες του, εφόσον, ιδιαιτέρως στη χώρα μας, δεν προτιμάται από τους αναγνώστες, κάτι που κάνει τους εκδότες διστακτικούς να το επιλέξουν και να το εντάξουν στο εκδοτικό τους πρόγραμμα.
Τι συμβαίνει όμως με τη βιβλιοκριτική και ποια η θέση της απέναντι στο είδος; Στις μέρες μας η κριτική έχει υποχωρήσει και έχει δώσει τη θέση της στη βιβλιοπαρουσίαση. Κι αυτό δεν αφορά μόνο το αστυνομικό. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά θα περιοριστώ να αναφέρω τη συρρίκνωση των εξειδικευμένων δημοσιογράφων ή βιβλιοκριτικών. Εξάλλου, είναι απαραίτητη η αποτίμηση, η οποία πρέπει να πραγματοποιείται καλοπροαίρετα και πάντως όχι με κριτήρια τις ιδεολογικές τάσεις ή σε σχέση με τις προσωπικές επαφές. Παρατηρείται, ωστόσο, ότι οι κριτικοί στη χώρα μας ανακαλύπτουν την αξία του έργου κάποιου Έλληνα συγγραφέα αφού η δουλειά του έχει ήδη γίνει γνωστή και αποδεκτή στο εξωτερικό.
Παρ’ όλο που πολλές γυναίκες ασχολούνται με την αστυνομική λογοτεχνία, αυτή η πραγματικότητα δεν αποτελεί και παραδοχή ότι υπάρχει γυναικεία ματιά ή γραφή, όπως συμβαίνει και σε κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος. Ας δούμε πώς περιγράφεται, άλλωστε, η βία, σε ορισμένα μυθιστορήματα της Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ. Είναι επιλογή της, είναι μια «ανθρώπινη» επιλογή, να παρουσιάσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα θέματά της. Διαβάζοντας κανείς τα μυθιστορήματα της Καμίλα Λέκμπεργ, καταλαβαίνει ότι συγκεκριμένες περιγραφές ηρωίδων της μόνο από γυναίκα θα μπορούσαν να έχουν γίνει, δεδομένο που δεν συνιστά γυναικεία γραφή. Δεν συμβαίνει το ίδιο, αν και όχι πάντα, όταν διαβάζουμε μυθιστορήματα της Π. Ντ. Τζαίημς. Ακόμα, εξάλλου, και η προτίμηση του μέσου δολοφονίας πιθανόν να προδίδει το φύλο του συγγραφέα, αλλά δεν έχουν και τόση σημασία αυτές οι διαφοροποιήσεις. Μερικά αγαπημένα εργαλεία ορισμένων θεμάτων δεν συνιστούν κατατάξεις ή γενικεύσεις για τον χαρακτηρισμό της ματιάς ή της γραφής αναλόγως του φύλου του συγγραφέα. Αυτό που έχει σημασία, άλλωστε, είναι η ψυχολογική προσέγγιση και το στέρεο στήσιμο των τεχνικών, της ιστορίας.
Δύσκολο να εξηγηθεί για ποιο λόγο επέλεξα το αστυνομικό είδος, γιατί δεν τον γνωρίζω. Πάντως, όταν ξεκίνησα να γράφω, ασυνείδητα στράφηκα προς αυτό. Τα πρώτα μου βιβλία θα τα χαρακτήριζα ψυχοθρίλερ, αργότερα η τεχνική πήρε πιο ξεκάθαρη μορφή. Ίσως επειδή τη δεκαετία του ’80 διάβαζα επίμονα τα έργα της Πατρίσια Χάισμιθ, τα οποία έβρισκα στο πρωτότυπο στα βιβλιοπωλεία της Ατλαντίδος και της Φωλιάς του Βιβλίου, και πιθανόν να είχα επηρεαστεί από τους ήρωές της, αλλά και την ατμόσφαιρα των μυθιστορημάτων της κυρίως. Διάβαζα όμως, από πολύ νωρίς, Αγκάθα Κρίστι, Π. Ντ. Τζαίημς και Ρουθ Ρέντελ, όπως και πολλούς άλλους.
Μόλις κυκλοφόρησε μια συλλογή διηγημάτων μου με τον τίτλο Έγκλημα στον Γαλατά και άλλες μαύρες ιστορίες από τον εκδοτικό οίκο Λέμβος και τον Μάιο θα κυκλοφορήσει το καινούργιο μου μυθιστόρημα Η ακολουθία του κακού, από το Μεταίχμιο, μια ιστορία που γράφτηκε κατά την περίοδο του πρώτου εγκλεισμού εξαιτίας της πανδημίας. Πού και πού, όμως, γράφω σύντομα διηγήματα με τον τίτλο Μαγειρικά εγκλήματα, μερικά από τα οποία δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες, όπως στα Νέα και την Εστία.
⸙⸙⸙
Η πρώτη αστυνομική ιστορία της Χρύσας Σπυροπούλου, με τον τίτλο Ομίχλη στη λίμνη, κυκλοφόρησε το 1998 από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Πρόσφατα εξεδόθη η συλλογή διηγημάτων της Έγκλημα στον Γαλατά και άλλες μαύρες ιστορίες (εκδόσεις Λέμβος, 2021) και πρόκειται να κυκλοφορήσει στις αρχές Μαΐου το μυθιστόρημά της Η ακολουθία του κακού, στις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ασχολείται με τη βιβλιοκριτική και συνεργάζεται με την εφημερίδα Η Καθημερινή.