Η αστυνομική λογοτεχνία παρουσιάζει μία άνθηση την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία στη χώρα μας, όπως και παγκοσμίως άλλωστε, τόσο ως προς την εκδοτική παραγωγή όσο και ως προς τη συγγραφική δραστηριότητα. Η αύξηση των μεταφρασμένων τίτλων συνοδεύεται και από αύξηση του αριθμού των Ελλήνων συγγραφέων που δοκιμάζονται μπροστά στην πρόκληση των κανόνων του είδους. Με το αναγνωστικό κοινό να ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα και την παλαιότερη καχυποψία να παραχωρεί τη θέση της στον θαυμασμό. Η άρνηση «δεν διαβάζω αστυνομικά» που ακουγόταν παλαιότερα, έχει αντικατασταθεί πλέον από την ερώτηση «είναι αστυνομικό;». Το ερώτημα είναι τι περιμένει κανείς διαβάζοντας ένα αστυνομικό και τι συγκινεί έναν συγγραφέα πριν καταπιαστεί με το είδος.
Η κυρίαρχη τάση στις μέρες μας είναι η επικράτηση του όρου «νουάρ» στην αστυνομική λογοτεχνία, κάτι που συνάδει με μία γενικότερη τάση να διαχέονται τα όρια του κάθε είδους, με αποτέλεσμα να μιλάμε για υβριδικές αφηγήσεις, ενώ η σύνδεση με το κοινωνικό στοιχείο τείνει να μετατρέψει σε πολλές περιπτώσεις το αστυνομικό σε κοινωνικό μυθιστόρημα.
Η εξέλιξη αυτή βέβαια δικαιολογείται τόσο από την ίδια τη φύση και την ιστορία του νουάρ ως υποείδους του αστυνομικού όσο και από τις κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες που βιώνουμε. Οι ιστορίες νουάρ συνδέονται θεματολογικά με τον υπόκοσμο και τη διαφθορά και κατά συνέπεια σε εποχές κρίσης όπως η δική μας, όπου το έγκλημα έχει εξαπλωθεί ως κοινωνικό φαινόμενο, ήταν μοιραία η σύνδεση του νουάρ με το κοινωνικό μυθιστόρημα. Βέβαια, υπάρχει και μία άλλη παράμετρος στην ιστορία του νουάρ, η σύνδεσή του με την ψυχανάλυση και την ανάδειξη της τραγικότητας της ανθρώπινης κατάστασης, κάτι που με έκανε προσωπικά να αγαπήσω το είδος, και που δυστυχώς τείνει να ξεχαστεί. Όπως τείνει να ξεχαστεί και η οικονομία στην αφήγηση και το μυστήριο που, αντικειμενικά, αποτελούν βασικούς παράγοντες διαφοροποίησης του αστυνομικού είδους από τις άλλες αφηγηματικές προσεγγίσεις.
Αρκεί να θυμηθούμε τον Τζαίημς Καίην ή τον Ρος Μακ Ντόναλντ μεταξύ των κλασικών συγγραφέων νουάρ για να καταλάβουμε πώς το έγκλημα συνδέεται με την ανθρώπινη μοίρα. Ή τον Χένρι Κάτνερ, ο οποίος εισάγει τον ψυχαναλυτή Μάικλ Γκρέυ σε άτυπο ρόλο ντετέκτιβ που προσπαθεί να λύσει το μυστήριο με βασικό εργαλείο τις επιστημονικές μεθόδους του.
Ταυτόχρονα, η άλλη τάση είναι η οριοθέτηση του αστυνομικού με βάση κάποιες γεωγραφικές συντεταγμένες, με αποτέλεσμα να μιλάμε για Nordic Noir, Latin Noir ή Μεσογειακό Νουάρ, το οποίο προσωπικά με εκφράζει και περισσότερο μέσα από τις ιστορίες του Αντρέα Καμιλλέρι. Όμως και αυτός, αν και έχει για ήρωα έναν αστυνομικό, τον περιβόητο αστυνόμο Μονταλμπάνο που δανείζεται το όνομά του από τον Ισπανό εκπρόσωπο του μεσογειακού νουάρ, έχει σαφείς αναφορές στον Ζορζ Σιμενόν, ενώ καταφέρνει μέσα από τη λιτή αφήγηση να καταδείξει το άτομο και την οικογένεια στον πυρήνα ενός άλλου κύκλου αίματος πέρα από την κλασική σύνδεση της βίας με το οργανωμένο έγκλημα. Χαρακτηριστικά που δικαίως εντάσσουν το έργο του Καμιλλέρι στο νουάρ.
Γενικότερα θα έλεγα πως η σύγχρονη τάση στην παγκόσμια αστυνομική λογοτεχνία, η οποία μοιάζει να έχει επηρεάσει και την εγχώρια παραγωγή, εστιάζει στην εξιχνίαση ενός εγκλήματος με πρωταγωνιστή έναν χαρακτηριστικό τύπο αστυνομικού ντετέκτιβ ή μία ομάδα που υπηρετεί στο ίδιο αστυνομικό τμήμα, εξ ου και ο όρος police procedural, μέσα από ιστορίες που στοχεύουν συχνά στη μεταφορά τους σε τηλεοπτική σειρά. Μία τάση που λειτούργησε συχνά εις βάρος της λογοτεχνικότητας της γραφής και που ήρθε να υποσκελίσει το έργο συγγραφέων περισσότερο δημοφιλών σε προηγούμενες δεκαετίες, όπως η Ρουθ Ρέντελ, η Τζόις Κάρολ Όουτς ή η Μινέτ Γουόλτερς, όπου το ψυχολογικό στοιχείο κυριαρχούσε.
Ο κινηματογράφος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη γνωριμία μου με το αστυνομικό. Σκηνοθέτες όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ συνέβαλαν κατά πολύ στη συνάντησή μου με συγγραφείς όπως οι Μπουαλό Ναρσεζάκ που με το έργο τους, είτε πρόκειται για το D’ entre les morts, το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία Vertigo είτε για το Diaboliques που το γνωρίσαμε ως Διαβολογυναίκες από την ταινία του Ανρί Ζορζ Κλουζό, όπως και πολλά άλλα μυθιστορήματά τους μού έδειξαν πώς η εμμονή συνδέεται με τον έρωτα ή η επιθυμία με την ταυτότητα. Αντίστοιχα συγγραφείς όπως ο Φρέντρικ Μπράουν, ο Σιμενόν ή η Μάργκαρετ Μίλλαρ, η Μίλντρεντ Ντέιβις, η Πατρίτσια Χάισμιθ μου αποκάλυψαν πως το έγκλημα και το μυστήριο δεν χρειάζονται πάντα την αστυνομία και τις μεθόδους της για να το λύσουν, αρκεί η καταβύθιση στην ανθρώπινη ψυχή. Όπως επίσης είναι αποκαλυπτικό μέσα από την ανάγνωση του έργου τους ότι το σασπένς και το ύφος της γραφής συνδέονται άμεσα μεταξύ τους και πως η αστυνομική λογοτεχνία είναι πάνω από όλα λογοτεχνία.
Καθοριστικό ρόλο στην ουσιαστική γνωριμία μου με το αστυνομικό, και ιδιαίτερα με το ψυχολογικό θρίλερ και το νουάρ έπαιξε επίσης ο Αριστοτέλης με το έργο του Περί Ποιητικής. Μία νέα ανάγνωση της ανάλυσης της αρχαίας τραγωδίας οριοθέτησε στο νου μου τις ανάγκες του αστυνομικού είδους και με έφερε κοντά με την έννοια του τραγικού όπως μπορεί να κρύβεται σε ιστορίες μυστηρίου, αποσαφηνίζοντας το μέγεθος του ανθρώπινου λάθους και της τραγικής μοίρας.
Στο ερώτημα αν υπάρχει γυναικεία οπτική στην αστυνομική λογοτεχνία, χωρίς να θέλω να διαχωρίσω τη γραφή με γνώμονα το φύλο, θα έλεγα ότι υπάρχουν γυναίκες συγγραφείς, όπως αυτές που προανέφερα, ή όπως η Βέρα Κάσπαρι ή η Ντόροθι Χιουζ, που στο έργο τους με γοητεύει ο τρόπος που προσεγγίζουν τη διαστροφή, που διερευνούν τα αίτια του εγκλήματος, που αναλύουν τη νοητική και συναισθηματική κατάσταση ενός δολοφόνου, που αναδεικνύουν τη μοναξιά του γυναικείου φύλου στην πάλη του να ξεφύγει από ορισμένα στερεότυπα. Και που πιστεύω ότι η ανάγνωσή τους θα αποτελούσε ενδιαφέρουσα εμπειρία για νεότερους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας.
Το νέο μου μυθιστόρημα με τίτλο Μαύρη Άσφαλτος, το οποίο δεν έχει ακόμη εκδοθεί, είναι νουάρ με ήρωα έναν ιδιωτικό ερευνητή αντιμέτωπο με τον θάνατο στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα ο χώρος στις ιστορίες μου, όπου συχνά κρατά έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, ανταγωνιστικό πολλές φορές προς τα πρόσωπα. Εδώ η μνήμη της πόλης ανταγωνίζεται την προσωπική μνήμη, η ομορφιά παλεύει ενάντια στη φθορά, σε μία εντέλει ερωτική ιστορία, όπου το έγκλημα μοιάζει προσωπική υπόθεση, στην οποία το σύστημα και η αστυνομική έρευνα δεν έχουν θέση. Άλλωστε, πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για τον Έρωτα και τον Θάνατο αν όχι μέσα από μία ιστορία νουάρ;
⸙⸙⸙
Η Βίκυ Χασάνδρα γεννήθηκε στη Χαλκίδα. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι επαγγελματίας σεναριογράφος από το 1998. Έχει γράψει σενάρια για ταινίες μεγάλου μήκους (Η τρίτη νύχτα, Ξένες σε ξένη χώρα κ.ά.), τηλεταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Απόφοιτος του Centre de Traduction Litteraire (Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, IFA), έχει μεταφέρει στην ελληνική γλώσσα έργα κλασικών και σύγχρονων Γάλλων συγγραφέων (Mme de Sevigne, Anatole France, Alfred de Musset κ.ά.). Από το 2006 διδάσκει σενάριο στο New York College, στο τμήμα Κινηματογραφικών Σπουδών (Film Studies), ενώ είναι συνεργάτης του Πανεπιστημίου Greenwich του Λονδίνου. Mέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδας, είναι επίσης ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Το πρώτο της μυθιστόρημα, “Αόρατες φωνές”, (Τόπος 2015) ήταν ανάμεσα στα δέκα καλύτερα στις προτιμήσεις κοινού στα βραβεία Public 2016. Η “Άμμος στο βυθό” είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της.