Στο Κάστρο φτάσαμε νωρίς το απόγευμα, την ώρα που ο δυνατός καλοκαιρινός ήλιος αρχίζει να χαμηλώνει. Ο βράχος έχει κάψει όλη μέρα, και το βραδινό αεράκι που θα δροσίσει αργεί ακόμα. Ευτυχώς η ανάβαση μέσα από τα σκιερά δρομάκια μάς δίνει προσωρινό καταφύγιο. Περπατάμε παράλληλα με το εξωτερικό οχυρωματικό τείχος που αποτελείται από τις μακρόστενες κατοικίες, τη μία κολλητά δίπλα στην άλλη. Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σίφνου βρίσκεται πιο μέσα στον οικισμό, στεγασμένο σε ένα παλιό αρχοντικό. Πρέπει να προσέχουμε τις ταμπέλες, γιατί είναι πολύ εύκολο να χαθεί κανείς σε αυτό τον τρισδιάστατο λαβύρινθο. Και φυσικά για λίγο χανόμαστε, παρασυρμένοι από τη γραφικότητα, τις μικρές αυθόρμητες λεπτομέρειες της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Κοντοστεκόμαστε μπροστά στις αρχαίες κολόνες που έχουν ενσωματωθεί στις τοξωτές βεράντες των παραδοσιακών κατοικιών, μια τεχνική ανακύκλωσης οικοδομικών στοιχείων, πολύ διαδεδομένη σε ένα μακρινό παρελθόν χωρίς αρχαιολογικά μουσεία. Μια φωνή «Από εδώ!» μας επαναφέρει στη διαδρομή μας και σε λίγο συναντάμε την υπόλοιπη παρέα στην εξώπορτα του μουσείου. Είμαστε λίγο νωρίτερα από το προκαθορισμένο μας ραντεβού, όμως ο υπεύθυνος αρχαιολόγος μας περιμένει ήδη και μας καλωσορίζει.
Στο εσωτερικό, ο μικρός εκθεσιακός χώρος μας εκπλήσσει με την απλότητά του. Δύο-τρεις μεγάλες αίθουσες, που παλιότερα ήταν η σάλα και οι κοιτώνες της κατοικίας, συνδέονται με μεγάλες λιθόκτιστες καμάρες. Όλη η έκθεση οργανώνεται με απλό, σχεδόν αρχειακό τρόπο, με παλιές ξύλινες προθήκες. Το ξανθό ξύλο –μάλλον δρυς– με τις λεπτές διατομές, έχει κιτρινίσει από τον καιρό, όμως η απόχρωσή του ζωντανεύει το λευκό εσωτερικό. Σιωπηλοί παρακολουθούμε την εισαγωγή και την ξενάγηση από τον αρχαιολόγο, αλλά συχνά το βλέμμα μας ξεστρατίζει καθώς περιεργάζεται τα πολλά μικρά και μεγάλα εκθέματα. Ακόμα και αν δεν πρόκειται για μεγαλοπρεπή αγάλματα ή «αριστουργήματα» της τέχνης, τα ως επί το πλείστον καθημερινά αντικείμενα, κοσμήματα και αρχιτεκτονικά θραύσματα μαρτυρούν κάτι από την καθημερινότητα των ανθρώπων που έζησαν αιώνες πριν στο ίδιο αυτό νησί στο οποίο βρισκόμαστε. Μου κάνει εντύπωση ο άμεσος, αδιαμεσολάβητος τρόπος που ερχόμαστε σε επαφή με τα εκθέματα: μία απλή χρονολογική επιγραφή με ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με το υλικό, τον τόπο εύρεσης ή την τυπολογία αρκούν. Την εποχή που τα πάντα έχουν γίνει διαδραστικά και διεκδικούν την προσοχή μας, η έλλειψη καθοδήγησης είναι επιτέλους ανακουφιστική. Τα ίδια τα αντικείμενα ανοίκεια και σιωπηλά μας βάζουν στο κλίμα ενός εντελώς διαφορετικού πολιτισμού και τρόπου ζωής, ακόμα και αν αγνοούμε τις λεπτομέρειες της αρχαιολογικής έρευνας.
Αφού περιηγηθούμε σε όλα τα δωμάτια και σταθούμε στα πιο σημαντικά ευρήματα, η ξενάγηση τελειώνει και ο συμπαθής αρχαιολόγος μάς ευχαριστεί για την προσοχή μας. Τον ρωτάμε για την επισκεψιμότητα του μουσείου και μας απαντά ότι προσπαθούν με διάφορες δράσεις, όπως π.χ. συναυλίες, ειδικά το καλοκαίρι να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο. Στο τέλος μας ενημερώνει ότι το μουσείο θα κλείσει σε λίγους μήνες, γιατί πρόκειται να ανακαινιστεί και να επανασχεδιαστεί η έκθεση. «Ωχ», σκέφτομαι. Διακρίνω μια περηφάνεια στον τρόπο που μας το ανακοινώνει, ταυτόχρονα με μια ενοχή για την σημερινή κατάσταση. «Προσπαθήστε να διατηρήσετε τη σημερινή αίσθηση της έκθεσης», του λέω, θυμούμενος κάποιες πρόσφατες εκθέσεις αρχαιοτήτων που δεν μου είχαν αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις. «Μα φυσικά, θα διατηρήσουμε μία από τις ξύλινες προθήκες σαν δείγμα μιας παλαιότερης μουσειολογικής αντίληψης. Όμως τα εκθέματα πρέπει να μιλούν τη γλώσσα των επισκεπτών, αλλιώς δεν θα έρθει κανείς», μου απαντά. Κάτι σιγοψιθυρίζω χαμογελαστά και αλλάζω θέμα, ευχαριστώντας τον για τον χρόνο και την καλή του διάθεση. Άλλο ένα μουσείο, σκέφτομαι, που θα γεμίσει γραφικά, προβολές και εντυπωσιακές αναπαραστάσεις, που θα «ταΐσει» την ιστορία στους επισκέπτες. Και τα εκθέματα; Αυτά θα φωτιστούν θεατρικά, θα τοποθετηθούν μπροστά από εικαστικές επιφάνειες με έντονα γραφικά και –συγγνώμη– θα φαίνονται ψεύτικα, σαν αναπαραστάσεις και αυτά!
Τα γράφω όλα αυτά την ίδια στιγμή που έχει ξεκινήσει η συζήτηση για την επέκταση του Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα. Και όχι μόνο. Διάφοροι χορηγοί και ιδρύματα φαίνεται να θέλουν να βάλουν το όνομα τους όχι μόνο στο πρώτο μουσείο της χώρας, αλλά και σε άλλα μικρότερα, εξίσου σημαντικά όπως το –προσωπικά αγαπημένο μου– μουσείο της Δήλου. Για τις επεκτάσεις ή μετατροπές μουσείων, έχουμε γράψει στο παρελθόν, τα παραδείγματα του ΦΙΞ και της Πινακοθήκης οφείλουν να μας προβληματίσουν. Αλλά είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα μουσεία της χώρας είναι γερασμένα και χρειάζονται φροντίδα. Η συζήτηση προς το παρόν επικεντρώνεται στο αν θα γίνει αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ή όχι, αν θα καλέσουμε ξένους αρχιτέκτονες ή και Έλληνες. Καλώς γίνονται αυτές οι συζητήσεις, αν και κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει σήμερα Έλληνας αρχιτέκτονας με την εμπειρία ενός Αλβάρο Σίζα ή ενός Ντέηβιντ Τσίπερφιλντ. Όμως μια πιο σημαντική συζήτηση που πρέπει να γίνει αφορά την ευκαιρία που μας δίνεται, μέσα από τέτοιες επεμβάσεις, να ξανακοιτάξουμε την ιστορία μας. Ναι, θέλουμε επισκεψιμότητα, θέλουμε καλόγουστα πωλητήρια, θέλουμε εξωστρέφεια. Τα ερωτήματα όμως παραμένουν: πώς διατηρούμε τη διαύγεια των εκθεμάτων, πώς φέρνουμε τους επισκέπτες σε επαφή μαζί τους, πώς αναδεικνύουμε τα παλιά κελύφη όχι μόνο ως κιβωτούς των αρχαιοτήτων, αλλά και μιας εποχής που τα δημιούργησε; Και τελικά πώς φτιάχνουμε μουσεία που δεν μετατρέπουν την ιστορία σε απλή πληροφόρηση, αλλά που αφήνουν τον επισκέπτη να την προσεγγίσει ως κάτι ζωντανό, που στέκει μπροστά μας μέσα από τα ίδια τα ίχνη του υλικού πολιτισμού μας;