Καμία καλή πράξη…
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Λερούνης
O Έντμουντ (Μάικ) Κήλυ (Edmund Keeley) πέθανε στις 23 του περασμένου Φεβρουαρίου.
Οφείλω να ομολογήσω πως νιώθω τύψεις που δεν κράτησα επαφή μαζί του τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα τώρα που γνωρίζω ότι ένας φίλος φίλου μίλησε μαζί του στο τηλέφωνο στις 22 και ο Μάικ του είπε ότι ήταν ετοιμοθάνατος. Ένας άλλος φίλος μού έγραψε ότι ο ίδιος και η σύζυγός του είχαν προσπαθήσει να επισκεφθούν τον Μάικ στο νοσοκομείο πριν κάμποσες εβδομάδες, αλλά εξαιτίας του κορωνοϊού αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν με ένα τηλεφώνημα. Στο τηλέφωνο ο Μάικ είπε πως αισθανόταν μοναξιά. Πέθανε 94 ετών.
Τον πρωτογνώρισα ως Έντμουντ Κήλυ, τον καινοτόμο μεταφραστή της σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας. Αφού ταξίδεψα στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ήταν στις δικές του μεταφράσεις του Καβάφη, του Σεφέρη και των άλλων Ελλήνων ποιητών που στράφηκα, έργα τα οποία με ενέπνευσαν τόσο βαθιά ως νέο συγγραφέα που αυτoξεριζώθηκα και μεταφυτεύθηκα σε τούτη τη χώρα. «Μόνο για λίγο», έτσι έλεγα τότε στον εαυτό μου.
Τον ξαναγνώρισα ως Μάικ, εδώ στην Ελλάδα. Όταν ερχόταν για την ετήσια επίσκεψή του, συναντιόμασταν στου «Φιλίππου» στο Κολωνάκι ή στο διαμέρισμά του, στην Οδό Λουκιανού.
Συχνά ένιωθα μικρόσωμος μπροστά του, σαν ένα νεαρό αγόρι. Ψηλός, βαθύστερνος, με γέλιο εγκάρδιο –έτσι τον θυμάμαι όταν πρωτογίναμε φίλοι.
Κάνα-δυο φορές με προσκάλεσε να τον επισκεφθώ στην Αίγινα όπου έμενε με τη γυναίκα του. Θυμάμαι κάποιο δειλινό του Ιουλίου που έπινα κρασί στην πλακόστρωτη αυλή του νησιωτικού σπιτιού τους. Ξεχείλιζα από ενθουσιασμό για κάποιον ποιητή που μόλις είχα ανακαλύψει, τον Τάκη Σινόπουλο˙ τότε η Μαίρη έσκυψε πάνω από τον Μάικ και είπε με την πλέον γλυκύτατη φωνή: «Θα μπορούσε να είναι γιος μας».
Το 2002 με πρότεινε ως Εταίρο στο Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον. Τους δύο μήνες που έμεινα εκεί έβλεπα συχνά τον ίδιο και τη γυναίκα του, συνήθως στο σπίτι τους στην Οδό Littlebrook. Κάποιο βραδινό ήρθε να μας βρει ένας πολύ γνωστός Έλληνας ποιητής. Καθόμασταν στο σαλόνι, οι μισοί τοίχοι του καλυμμένοι με βιβλία, και μιλούσαμε για τον Γιάννη Ρίτσο. Ο άλλος επισκέπτης αρνιόταν να παραδεχτεί ότι ο Ρίτσος ήταν καλός ποιητής. Τότε ο Μάικ σηκώθηκε, έπιασε έναν σκληρόδετο τόμο από κάποιο κοντινό ράφι, και αφού μας διάβασε την Απόγνωση της Πηνελόπης, πρώτα στα ελληνικά και μετά στα αγγλικά, ανέπτυξε μία εξαίσια επιχειρηματολογία για το πόσο εξαιρετικό ήταν το ποίημα και η ποίηση του Ρίτσου γενικότερα.
Αργότερα, όταν έγινα Διευθυντής Σπουδών του προγράμματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, ο Μάικ και εγώ προσθέσαμε μια νέα διάσταση στη σχέση μας. Ως Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Γεωργικής Σχολής, στάθηκε πολύτιμος σύμβουλος. Κατά τις επισκέψεις του στη Σχολή για τις ετήσιες συνελεύσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, τρώγαμε μαζί στο οίκημα «Cincinnati», όπου βρίσκονταν οι ξενώνες για τους επισκέπτες της Σχολής. Καθόμασταν στο ευρύχωρο σαλόνι, η μικτή διακόσμηση του οποίου παρέπεμπε τόσο στην Ελλάδα όσο και στις μεσοδυτικές Πολιτείες και συμπεριλάμβανε ένα μεγάλο μαξιλάρι καναπέ με την επιγραφή «δεν υπάρχει καλή πράξη πού να μην τιμωρείται».
Με τη συνοδεία κρασιού και μικρών εδεσμάτων συζητούσαμε για την ποίηση αλλά και την κατάσταση της Γεωργικής Σχολής. Ήταν τόσο ωραία όταν κατάφερνα να τον κάνω να μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια στη Σχολή, τη δεκαετία του 1930. Ακολουθούσε η περιγραφή του καιρού του πολέμου στην Ελλάδα, της περιόδου της χούντας αλλά και πιο προσφάτων ιστορικών γεγονότων της χώρας που ποτέ δεν έπαψε να τον απασχολεί και να τον αγγίζει.
Είδα τον Μάικ για τελευταία φορά το 2015, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο της Μαίρης και την εγκατάστασή του σε μονάδα υποβοηθούμενης διαβίωσης. Αν και είχε αποχωρήσει από το Διοικητικό Συμβούλιο, συνέχιζε να επισκέπτεται τακτικά τη Γεωργική Σχολή, φιλοξενούμενος πάντοτε στο οίκημα «Cincinnati». Αυτή τη φορά ήρθε με την Αννίτα, τη νέα του σύντροφο, η οποία διέμενε κι εκείνη στην ίδια μονάδα. Κάθισε για μία φορά ακόμη δίπλα σε εκείνο το μεγάλο μαξιλάρι με το κεντημένο ρητό και με ρώτησε αν μπορούσα να του κάνω μία χάρη.
Πιθανόν ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν για ταξίδι στη Χαλκιδική, αλλά δεν είχαν καταφέρει να ρυθμίσουν το τιμόνι του αυτοκινήτου. Ήταν ευχαρίστησή μου να βοηθήσω, όποια κι αν ήταν η τιμωρία. Έτσι, αφού γονάτισα στο σκληρό οδόστρωμα απέξω από το «Cincinnati», άρχισα, με το κεφάλι μου κυρτωμένο κάτω από τη στήλη του τιμονιού, να σκαλίζω διάφορα κουμπιά προσπαθώντας να ανακαλύψω με ποιο απ’ όλα θα κατάφερνα να ανεβάσω τη στήλη του τιμονιού ώστε να δημιουργήσω χώρο για το ογκώδες σώμα του Μάικ. Καθ’ όλη τη διάρκεια των προσπαθειών μου, στεκόταν δίπλα μου διηγούμενος στην πολυαγαπημένη του πόσο συχνά έπαιζε τένις, ακόμη και όταν είχε προ πολλού περάσει τα 70˙ ενώ τώρα, που ήταν 80 και κάτι, δεν μπορούσε καν να μπει σε ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο.
Σύντομα όμως ξεκίνησαν το ταξίδι τους.
Καθώς το ξανασκέφτομαι τώρα, σαν να μου φαίνεται ότι αυτή ήταν η τιμωρία μου: δεν κράτησα επαφή με τον φίλο μου γιατί προτιμούσα να τον θυμάμαι όπως ήταν την τελευταία φορά που τον είδα: να φεύγει με τη νέα του σύντροφο στο αυτοκίνητο˙ δύο ερωτευμένοι που εξερευνούσαν την Ελλάδα.
17 Απριλίου 2022
Έντμουντ «Μάικ» Κήλυ (Edmund “Mike” Keeley)
5 Φεβρουαρίου 1928- 23 Φεβρουαρίου 2022
Μετάφραση: Σωκράτης Καμπουρόπουλος
Έχοντας ξοδέψει τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ο τρίγλωσσος (μιλούσε Αγγλικά, Ελληνικά και Γερμανικά) Έντμουντ Κήλυ, ο «Μάικ» για την οικογένειά του και γι’ αυτό το δοκίμιο, σε ηλικία 11 χρόνων βρέθηκε στην Αθήνα καθ’ οδόν προς τις ΗΠΑ. Η χρονιά ήταν το 1939 και ο Μάικ, τ’ αδέλφια του και η μητέρα τους έκαναν έναν περίπατο στα αρχαία της πόλης. Η μαμά του άφησε τα παιδιά με τη συνοδό τους να πάρουν ένα αναψυκτικό στον Κήπο του Ζαππείου και απομακρύνθηκε λίγο. Επειδή αργούσε να γυρίσει, η συντροφιά, σηκώθηκε να την ψάξει. Την βρήκαν να κάθεται μπροστά στην Πύλη του Αδριανού με το κεφάλι σκυμμένο και να κλαίει. Ήξερε ότι ο πόλεμος ερχόταν και ότι η Ελλάδα δεν θα ήταν ξανά η ίδια. Το 1939 ήταν πάλι η χρονιά που σύστησαν τον Γιώργο Σεφέρη στον Χένρι Μίλλερ, που με τη σειρά του τον γνώρισε στον αγγλόφωνο κόσμο με το βιβλίο του Ο Κολοσσός του Μαρουσιού, το 1941. Ο Μίλλερ λάτρευε τον Κήπο του Ζαππείου. Και ήταν η μετάφραση του Μάικ των ποιημάτων του Σεφέρη στα αγγλικά που συνέβαλε στο να πάρει το βραβείο Νόμπελ, το 1962.
Τελειώνοντας το λύκειο και μετά το κολέγιο στις ΗΠΑ, ο Μάικ ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1947 για να προσφέρει ανθρωπιστικό έργο στη Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο και για να προετοιμαστεί για τη διπλωματική σταδιοδρομία του πατέρα του. Αλλά στον δρόμο για το χωριό Καπουτζήδα (σημερινή Πυλαία), όπου η παράδοση λέει ότι ο Απόστολος Παύλος λιθοβολήθηκε, ο Μάικ είχε μια «Παύλεια» αποκάλυψη: «Αναρωτήθηκα πώς ένας σοβαρός συγγραφέας μπορούσε να περιορίσει το ελεύθερο συγγραφικό πνεύμα του, τα ανθρωπιστικά του ιδεώδη και την ειρωνική ματιά του πάνω στη ζωή, ξοδεύοντας τον χρόνο του σε αφηρημένες θεωρίες και στην πολιτική των –πολιτικών– κομμάτων».
Τόσο το απόσπασμα αυτό όσο και το περιστατικό στην Πύλη του Αδριανού περιλαμβάνονται στο βιβλίο αναμνήσεων του Μάικ, Γραμμές συνόρων (Borderlines). Στην αφιέρωσή του στο αντίτυπο του βιβλίου μού έγραψε: «Ελπίζω το βιβλίο αυτό να σε εμπνεύσει να συνεχίσεις τον ωραίο αγώνα για όλα τα ελληνικά πράγματα –να συνεχίσεις το έργο που άρχισες». Πρωτογνώρισα το έργο του στην τελευταία τάξη του δημοτικού σχολείου στο Οχάιο, όταν ο πατέρας μου έφερε σπίτι ένα αντίτυπο της μετάφρασής του των ποιημάτων του Σεφέρη. Ήταν ένα σκληρόδετο βιβλίο, όμορφα τυπωμένο από τις εκδόσεις Princeton University Press, με την κουβερτούρα του στο χρώμα του παριανού μαρμάρου και με τον τίτλο του, George Seferis: Collected Poems 1924-1955, γραμμένο με κεφαλαία γράμματα. Θυμάμαι να το κρατάω στα χέρια μου, να προσπαθώ να διαβάσω μια στροφή και ν’ αναρωτιέμαι αν θα γίνω ποτέ αρκετά έξυπνος ώστε να μπορέσω να καταλάβω τα ποιήματα. Το 2003 είχα την αναπάντεχη τύχη να μάθω ότι ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου, Δημήτριος Γολέμης, ήταν ένας αναγνωρισμένος ποιητής του μεσοπολέμου. Μετέφρασα στα αγγλικά μια συλλογή ποιημάτων του και τότε πήρα το θάρρος να ζητήσω από τον Μάικ, που δεν τον είχα συναντήσει ποτέ μου, να τους ρίξει μια ματιά. Προς μεγάλη μου έκπληξη δέχτηκε. Συναντηθήκαμε κοντά στο σπίτι του στο Κολωνάκι και από εκείνη τη μέρα γίναμε φίλοι.
Ο Μάικ αφιέρωνε γενναιόδωρα τον χρόνο του σε όλους τους Αμερικανούς συγγραφείς που ζούσαν στην Ελλάδα και σε αντάλλαγμα, εγώ τουλάχιστον, τον έβλεπα σαν νονό μου –κάπως σαν πατριάρχη. Με καλούσε στο σπίτι του στο Πρίνστον όταν ταξίδευα στην Αμερική. Σε μια τέτοια επίσκεψη παρακολουθήσαμε, μια φορά, έναν αγώνα φούτμπολ του Ντάρτμουθ εναντίον του Πρίνστον. Αγαπούσαμε και οι δυο μας τα σπορ και ο Μάικ, όπως κι εγώ, έπαιζε μπάσκετ.
Η τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν έναν μήνα περίπου πριν από τον θάνατό του. Η διάθεσή του ήταν πεσμένη γιατί το συγκρότημα για άτομα τρίτης ηλικίας στο οποίο ζούσε βρισκόταν σε λοκντάουν, εξαιτίας του Covid-19. Δεν του άρεσε να είναι όμηρος της επιδημίας.
Η λογοτεχνική επίδραση του Μάικ, ενώ επιφανειακά μπορεί να φαίνεται αμελητέα, είναι –ιδίως όσον αφορά τη διάδοση των σύγχρονων νεοελλήνων συγγραφέων–, αξιοσημείωτη. Το ότι κάποιος μπόρεσε να πετύχει τόσα πολλά με κάτι που μοιάζει η δευτεροκλασάτη δουλειά ενός μεταφραστή, είναι εντυπωσιακό. Παρ’ όλο που είχαν προηγηθεί άλλες μεταφράσεις του Κ.Π. Καβάφη, η δική του μετάφραση αποτελεί το χρυσό πρότυπο, βάζοντας τον Καβάφη στην ψηλότερη κλίμακα στο ποιητικό πάνθεον. Η μετάφρασή του του πιο «δύσκολου», ελιοτικού Σεφέρη έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ. Υπήρξε ένας από τους λίγους μεταφραστές της αλληγορικής και μεταφυσικής ποίησης του Άγγελου Σικελιανού, που επίσης προτάθηκε πολλές φορές για το βραβείο Νόμπελ. Η ποίηση του Σικελιανού ήταν η πιο δύσκολη απ’ όλες. Ενώ ο Καβάφης και ο Σεφέρης ήταν ποιητές της διασποράς, η ποίηση του Σικελιανού είναι βαθιά ριζωμένη στην Ελλάδα. Ο επικήδειος που εκφώνησε στην κηδεία του Κωστή Παλαμά, μέσα στη γερμανική Κατοχή, υπήρξε μια ηρωική πράξη αντίστασης. Χωρίς τον Μάικ, οι τρεις αυτοί σπουδαίοι νεοέλληνες ποιητές δεν θα είχαν αποκτήσει ποτέ τη διεθνή τους απήχηση. Ο Μάικ μετέφρασε επίσης ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, του Νίκου Γκάτσου και του Γιάννη Ρίτσου. Με την εξαίρεση του Ρίτσου, συνεργάστηκε με τον Άγγλο ποιητή και φιλόσοφο Phillip Sherrard (Φίλιπ Σέραρντ). Η Ελλάδα ήταν πολύ τυχερή που είχε έχει έναν τέτοιο Φιλέλληνα φίλο. Ο Βύρων έγραψε πανέμορφα ποιήματα για την Ελλάδα στα αγγλικά. Ο Μάικ μετέφρασε πανέμορφα ποιήματα, γραμμένα από Έλληνες ποιητές, στον αγγλόφωνο κόσμο. Ίσως με όρους νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Έντμουντ «Μάικ» Κήλυ να υπήρξε ο πιο σημαντικός Φιλέλληνας του 20ού αιώνα. Αιωνία του η μνήμη.