Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Δημήτρης Αγγελής

Η αγωνία της Ευρώπης

Η πρόσφατη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία φαίνεται ότι αφύπνισε την επαναπαυμένη μας συνείδηση κι έφερε πάλι στο επίκεντρο το αγωνιώδες ζήτημα της κοινής ευρωπαϊκής μας μοίρας. Το ερώτημα τι χρειάζεται μια Ευρωπαϊκή Ένωση αν δεν υπάρχει καμία δυνατότητα αντίδρασης σε μια κρίση που συμβαίνει ακριβώς δίπλα της δημιουργεί εύλογα μια ρωγμή στην ήδη πληγωμένη αυτοπεποίθησή της, φέρνει στο προσκήνιο για ακόμα μία φορά το πρόβλημα της ταυτότητάς της. Ζούμε εδώ και καιρό, λόγω της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας και τώρα του κλιμακούμενου πολέμου, τον παρατεταμένο επίλογο των ευρωπαϊκών θεσμών, τη μεγάλη νύχτα της ευρωπαϊκής συνείδησης. «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις», λέει ένας βιβλικός ψαλμός (29), όμως αυτή η πολυαναμενόμενη παρηγοριά του πρωινού καθυστερεί ή φτάνει αγκομαχώντας: οι λύσεις σε όλα τα πρόσφατα προβλήματα έφτασαν πάντοτε αργοπορημένες, οι υπερβάσεις των εγωιστικών εθνικών επιθυμιών και οι συναινέσεις προέκυψαν επώδυνα, μετά από δραματικές αμφιταλαντεύσεις. Κοιμηθήκαμε ήσυχοι μέσα στην καταναλωτική ευδαιμονία της ήσυχης δεκαετίας που ξεκίνησε το 1989, της δικής μας Μπελ Επόκ κατά την οποία μας απασχολούσαν μόνο οι δείκτες ανάπτυξης της οικονομίας, και ξυπνήσαμε απότομα στα τέλη της δεκαετίας του 2000 για ν’ αντιμετωπίσουμε εκ νέου τον αγνωστικισμό ενός μέλλοντος που νομίζαμε ότι, σχεδιάζοντάς το, το είχαμε τιθασεύσει. Δεν ξέρουμε πλέον τι μας ξημερώνει, κι αυτή η νεορομαντική μοραλιστική θλίψη έναντι της Ιστορίας που μας αντιστέκεται, αντιστέκεται δηλαδή στην παιδιάστικη απληστία μας για περισσότερη ελευθερία και ηδονιστική πληρότητα, μας καταβάλλει καθημερινά. Όσο οι τεχνοκρατικές-γραφειοκρατικές ηγεσίες αλλά και εμείς οι ίδιοι δεν κατανοούμε ότι η αγωνία της Ευρώπης είναι πρωτίστως αγωνία για περισσότερο νόημα και όχι απλώς για οικονομική ευημερία, τόσο αυτή θα μετατρέπεται σε επιθανάτιο ρόγχο, με ολοένα περισσότερες κρίσεις και πολέμους να συσσωρεύονται στην αυλή μας. Αν η Ιστορία είναι η εξομολόγηση των λαών, εμείς οι Ευρωπαίοι, που η ιδιοπροσωπία μας σε αλλοτινούς καιρούς αποτυπωνόταν χαρακτηριστικά σε έργα του Πάμπλο Πικάσο, του Αλμπέρ Καμύ, του Τόμας Μαν ή στις φωτογραφίες του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσσόν, τι μαρτυρία δίνουμε σήμερα για την εποχή μας; Ποιοι είναι οι ιστορικοί στόχοι και τα ιδεώδη ζωής που μας συνέχουν πολιτισμικά ως Ευρωπαίους και συνιστούν μια δική μας, κανονιστικού χαρακτήρα, φιλοσοφικο-πολιτική ομολογία πίστεως;

Από την άλλη μεριά, βέβαια, το γεγονός ότι μας απασχολεί το κοινό ευρωπαϊκό πεπρωμένο, ότι οραματιζόμαστε ακόμα μια αληθινή ένωση σε σχέση με τον σημερινό ταχύτατα συρρικνούμενο συνεταιρισμό, είναι από μόνο του αισιόδοξο. Φαίνεται πως η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής και η συγχώνευσή της με την οικονομία μετά το τέλος των ιδεολογιών, μπορεί να έφερε αυτήν τη μερική επιστροφή στο ζωικό βασίλειο του λατρευτικού αυτοθαυμασμού και της καταναλωτικής χυδαιότητας που προέβλεπε ο Παναγιώτης Κονδύλης, αλλά δεν εξάλειψε κάθε πυρήνα αντίστασης. Η Ευρώπη ως κοινός χώρος πολιτισμικών αξιών υπάρχει ακόμα. Ήδη ο Τζωρτζ Στάινερ, μιλώντας το 2003 για την ιδέα της Ευρώπης, είχε ορίσει πέντε σημεία που μας διακρίνουν ως ανθρώπους αυτής της ηπείρου: τα καφενεία ως τόπος ανταλλαγής ιδεών, δηλαδή ως συνέχεια της αρχαίας αγοράςˑ η ανθρώπινη κλίμακα ενός τοπίου που περπατιέται, δηλαδή είναι προσιτό σωματικάˑ η κυριαρχική παρουσία του παρελθόντος και της μνήμηςˑ ο διάλογος των δύο καταγωγικών μας πόλεων, της Αθήνας και της Ιερουσαλήμˑ η αναγνώριση της τραγικότητας της ανθρώπινης συνθήκης. Αν πρόσφατα πολλοί Ευρωπαίοι λαοί, με αποκορύφωμα τους Πολωνούς, έδειξαν μια μεροληπτική ευαισθησία απέναντι στους Ουκρανούς πρόσφυγες, ευαισθησία που δεν είχαν επιδείξει σε ανάλογα κύματα προσφύγων από χώρες της Ασίας ή της Αφρικής, αυτό συνέβη επειδή αισθάνονται ότι με αυτούς τους ανθρώπους υπάρχει μια κοινότητα τρόπου ζωής, του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής.

Οι αγωνίες της Ευρώπης

Φαίνεται ότι ήδη από τη δεκαετία του 1960 αρχίζουν σταδιακά οι λεγόμενες «μεγάλες αφηγήσεις» να χάνουν τη δύναμή τους. Οι νέες αξίες, τις οποίες φέρνει η επαναστατική γενιά που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και διαδίδει με ιλιγγιώδη ταχύτητα η ροκ-ποπ μουσική, δεν έχουν σχέση με το εκπαιδευτικό μοντέλο που κυριαρχούσε ως τότε, δεν περιλαμβάνουν τις χριστιανικές αξίες ούτε αποτελούν, όπως συνέβαινε με τις κομμουνιστικές ιδέες, εκκοσμικευμένα κανονιστικά χριστιανικά πρότυπα. Ένας άλλος κόσμος, που χειραφετήθηκε από τα βιώματα των προγενέστερων και δεν σχετίζεται με κανενός είδους προπατορικό αμάρτημα, γεννιέται και βασίζεται πλέον στην ανυπόμονη επιθυμία, το συναίσθημα πριμοδοτείται έναντι της γνώσης, ενώ ο παλιός κόσμος διατηρείται εν ζωή μόνο για όσον καιρό κρίνεται χρήσιμος στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα βρει τις κλασικές σπουδές στην Ευρώπη σε παρακμή λόγω της αδυναμίας τους να φανούν χρήσιμες στην αγορά, τα κραταιά άλλοτε χριστιανοδημοκρατικά κόμματα σε αναζήτηση ταυτότητας (προφητικό το ποίημα  του Πούσκιν από το μακρινό 1823 «Παραβολή του μετριοπαθούς δημοκράτη Ιησού Χριστού») και τις αριστερές ιδέες στα αζήτητα. Η έλλειψη ιστορικής προοπτικής στη σημερινή Ευρώπη οφείλεται στο ότι επιβιώνουν σπαράγματα συμπεριφορών και ηθικών στάσεων που έχουν αποσπασθεί από προγενέστερες μορφές βίου, οι οποίες όμως έχουν απωλέσει τη θεωρητική τους πλαισίωση, άρα δεν σημαίνουν τίποτα πια για εμάς (πολυθεϊσμός αξιών). Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της νιώθει αποξενωμένο και αδιάφορο για την ευρωπαϊκή ταυτότητα, δεν έχει συνείδηση ότι συμμετέχει σε μια κοινή ιστορία. Ο καινούργιος ψηφιακός «κοσμοπολιτισμός» δεν παράγει νόημα, είναι απλώς ωφελιμιστικός και ατομικιστικός: ο πολιτισμικός κοσμοπολιτισμός της κλασικής αρχαιότητας αποκηρύσσεται ως ελιτιστικός, ο χριστιανικός κοσμοπολιτισμός συνδέεται με τις αμαρτίες της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας και αρτηριοσκληρωτικές αγκυλώσεις, ενώ ο σοσιαλιστικός κοσμοπολιτισμός ως εργαλειακός διεθνισμός έχει αποδειχθεί προθάλαμος ολοκληρωτισμού. Ας τα δούμε όμως ξεχωριστά.

Η αγωνία της Ευρώπης είναι η αγωνία των ανθρωπιστικών της σπουδών. Η Ευρώπη δεν γέννησε μεγάλες θρησκείες, αλλά γέννησε φαντασμαγορικές μυθολογίες: τα ομηρικά έπη, οι αρχαίες τραγωδίες, τα έργα του Σαίξπηρ και του Θερβάντες, τα μυθιστορήματα του Ντίκενς και του Ντοστογιέφσκι, η ποίηση του Ρίλκε, του Έλιοτ και του Σεφέρη, η ζωγραφική του Ντα Βίντσι, του Γκρέκο, του Ματίς και του Σεζάν, ο κινηματογράφος του Φελίνι, του Τρυφώ ή του Ταρκόφσκι είναι λαμπρά επιτεύγματα ενός ανήσυχου, αναστοχαστικού πολιτισμού που μετράει τον κόσμο, την ανθρώπινη τρωτότητα απέναντι στον έρωτα, την αρρώστια και τον θάνατο όχι απλώς καθρεφτίζοντάς τα, αλλά δημιουργώντας πρότυπα για τη συμφιλίωσή του μαζί τους. Ο προβληματισμός πάνω στην έννοια της μίμησης, η ιστορία του γούστου και των κάθε λογής αξιολογήσεων, η έννοια της τραγωδίας (ως φαντασίωση της καταστροφής και δικαίωση της Κασσάνδρας)ˑ η αναστοχαστική δύναμη με βάση το ένδοξο παρελθόν που φέρνει την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, η ρομαντική αίσθηση ότι αποτελούμε μια μεθόριο μεταξύ της ασιατικής βαρβαρότητας και της αμερικανικής αισθητικής της ασημαντότητας, όλα αυτά βασίζονται στο αποτύπωμα ενός πολιτισμού γραμμάτων και τεχνών που σήμερα αφήνει την πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών αμέτοχη και ασυγκίνητη. Μια επίσκεψη σε οποιοδήποτε σχολείο της Ευρώπης δείχνει ότι ο τεχνολογικός πολιτισμός και η προσανατολισμένη στην ευζωία επαγγελματική αποκατάσταση έχουν παραμερίσει κάθε ενδιαφέρον για τις ανθρωπιστικές σπουδές και τον κριτικό τους ρόλο. Η παιδεία δεν εκτιμάται ως μορφωτικό αγαθό που οδηγεί σε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, αλλά η σημασία της εξαρτάται από την αποδοτικότητά της όσον αφορά τα κέρδη που μπορεί  να προσκομίσει. Αντίστοιχα, η διεστραμμένη συζήτηση της εποχής για την αποϋλοποίηση των έργων τέχνης (και η συναφής συζήτηση για τα πνευματικά δικαιώματα των ψηφιακών τους αντιτύπων που φέρνει τη διαρκή επιτήρηση του τι διακινείται στο διαδίκτυο άρα και την παραβίαση της ιδιωτικότητας στο προσκήνιο), δηλώνει την κατάργηση της ενατένισης υπέρ μιας οικονομικού χαρακτήρα κατοχής του έργου τέχνης, χωρίς μάλιστα αυτό να έχει πλέον υλική υπόσταση. Παρατηρούμε τον ταχύτατο εξαμερικανισμό της ηπείρου μας, ουσιαστικά ζούμε την επίθεση της Ευρώπης ενάντια στο ίδιο της το παρελθόν.

Υπάρχει μια λανθασμένη κατανόηση των ανθρωπιστικών σπουδών ότι πρόκειται για επιστήμες του αρχείου, που απλώς καταγράφουν και διακινούν τα κατάλοιπα του ένδοξου παρελθόντος, την παράδοση. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες, όμως, και οι κλασικές σπουδές ειδικότερα, θα πρέπει να είναι εξίσου, και σήμερα ειδικά να είναι περισσότερο, επιστήμες της μαρτυρίας της ανθρώπινης παρουσίας, των παθημάτων και των μαθημάτων της ύπαρξής μας. Κι αυτή η μαρτυρία, σε μια εποχή όπου ο ψηφιακός μετα-άνθρωπος ελέγχεται από τις αλγορυθμικές επιλογές του πανοπτικού διαδικτύου, είναι περισσότερο από ποτέ απαραίτητη για μια ουσιαστική επιμέλεια εαυτού.  

Η αγωνία της Ευρώπης είναι η αγωνία του χριστιανισμού της. Η αγάπη, η φιλανθρωπία, απ’ την οποία προκύπτει το σύγχρονο κράτος πρόνοιας, η έννοια της προφητείας απ’ όπου προκύπτει η ιδέα της ουτοπίαςˑ η εσχατολογία απ’ όπου προκύπτει η έννοια της αποκαλυπτικής κρίσης (όλη η fin de siècle απολογιστική ρητορική λ.χ. και οι αποκαλυψιακές κινηματογραφικές ταινίες)ˑ η ιστορική συνείδηση και η έννοια της προόδου που μας διακρίνουν απ’ τις ανατολικές ιδέες του παντοδύναμου πεπρωμένου και των πολλαπλών ζωών λόγω μετενσαρκώσεωνˑ η ίδια η ιδέα του υπαρξιακού νοήματος και η υποχρέωση για την αναζήτηση του απόλυτου σε αντιδιαστολή με τον μηδενισμό («Είμαστε σκέψεις μηδενιστικές, σκέψεις αυτοκτονίας που αναδύονται στο κεφάλι του Θεού» λέει ο Κάφκα στον Μαξ Μπροντ), όλα αυτά προέρχονται από την επιρροή των χριστιανικών ιδεών. Η σημασία της πνευματικότητας ως ζωοποιού δύναμης και ελευθερίας εν προόδω (spiritus, geist γερμανικά) σχετίζεται με τη δράση του Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο κατά τον τρόπο της αποκάλυψης του Θεού μέσα στον κόσμο: ο αυστηρός Θεός-Πατέρας που, παρακολουθώντας στενά κάθε του βήμα, κατευθύνει τον εκλεκτό του λαό στην Ιστορία, παραχωρεί τη θέση του στον Θεό-Υιό που ζει προσιτός διδάσκοντας την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους, για να παραδώσει μετά τον κόσμο στον άυλο Θεό-Πνεύμα, που αποσύρεται διακριτικά από το προσκήνιο, αφήνοντας όλο τον χώρο ελεύθερο στον άνθρωπο.

Αντίστοιχα και η ίδια η ιδέα της σύγχρονης ευρωπαϊκής πνευματικότητας, η οποία βασίζεται στο παλίμψηστο των κάθε είδους κειμένων, θα μπορούσαμε να πούμε, όχι χωρίς κάποια δόση αυθαιρεσίας, ότι θεμελιώνεται πάνω σε δύο εκκλησιαστικές μορφές: στον Αμβρόσιο Μεδιολάνων, ο οποίος, κατά τον μαθητή του Αυγουστίνο, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που διάβαζε σιωπηλά, δηλαδή όχι μεγαλόφωνα όπως συνηθιζόταν έως τότεˑ στην ουσία ήταν ο πρώτος διανοούμενος σπουδαστηρίου των νεότερων χρόνων. Και στον Ρωμανό τον Μελωδό για έναν ειδικό λόγο που βρίσκεται πέρα από την πολυπολιτισμική του καταγωγή (γίνεται χριστιανός αν και κατάγεται από εβραϊκή οικογένεια της Δαμασκού) και την ανυπέρβλητη ποίησή του, και σχετίζεται επίσης με τον πολιτισμό του βιβλίου. Η αναγνώρισή του ως «μελωδού» προκύπτει όταν, σύμφωνα με την παράδοση, απογοητευμένος από τους χλευασμούς των υπολοίπων ψαλτών για την παραφωνία του, αποκοιμιέται μέσα στην εκκλησία της Βλαχέρνας και στον ύπνο του εμφανίζεται η Παναγία που τον υποχρεώνει να καταπιεί μία περγαμηνή. Όταν ξυπνάει, ανεβαίνει στο ψαλτήριο και ψέλνει για πρώτη φορά το κοντάκιο «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει» προκαλώντας την κατάπληξη όλων τόσο για τη θεολογία του ύμνου που έχει συνθέσει όσο και για τη μεταμορφωμένη μελωδική του φωνή. Ο πολιτισμός του βιβλίου, των παραπομπών και των αναγνωστηρίων έχει μόλις γεννηθεί. 

Και να μην ξεχνάμε, ακόμα, την χριστιανική αρετή της συγχώρεσης: ο Τόνι Τζαντ υποστηρίζει ότι η Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω σε μια σχεδιασμένα λανθασμένη μνήμη, πάνω στη λήθη ως τρόπο ζωής. Είναι λογικό πως, μετά από πάμπολλες συρράξεις, με αποκορύφωμα τους δύο ευρωπαϊκούς πολέμους που ονομάστηκαν παγκόσμιοι (και όχι εμφύλιοι), μετά το τέλος του ανθρώπου (Πρίμο Λέβι), της ποίησης (Τέοντορ Αντόρνο) και της θείας παντοδυναμίας (Χανς Γιόνας) στο Άουσβιτς, υπήρχαν πολλά που έπρεπε να ξεχαστούν. Για να επιβιώσει όμως η Ενωμένη Ευρώπη σήμερα και να μην αποδειχτεί ένα μεγαλεπήβολο φαουστικό εγχείρημα, το οποίο πάσχει εν τη γενέσει του από το σημαντικότερο, την έλλειψη αγάπης, θα πρέπει να στηριχθεί όχι μόνο στην αμοιβαιότητα της λήθης αλλά κυρίως πάνω στη συν-χώρεση, σε μια πολιτική θεραπεία συμφιλίωσης που επιτρέπει να ζήσουμε όλοι μαζί. Και με αυτή την έννοια, η Ευρώπη ως γιγάντιο project αγάπης, παραμένει στα θεμέλιά της –έστω εκκοσμικευμένα, έστω με τις Εκκλησίες αμήχανες και χωρίς αντανακλαστικά μπροστά στις προκλήσεις της μεταπαραδοσιακής μας εποχής– χριστιανική.  

Η αγωνία της Ευρώπης είναι η αγωνία των ελευθεριακών ιδεών της. Αν οι αναρχικές ιδέες του Προυντόν, του Κροπότκιν ή του Μπακούνιν συνετρίβησαν συμβολικά στον ισπανικό εμφύλιο από τις κομμουνιστικές (όπως δείχνει και η ταινία του Κεν Λόουτς Ψωμί και τριαντάφυλλα), το 1989 η συντριβή του υπαρκτού σοσιαλισμού και η επαλήθευση του πόσο ανελεύθεροι, καταπιεσμένοι και ενδεείς ζούσαν οι υπήκοοι του Παραπετάσματος εξάλειψε κάθε ίχνος ηθικής αξιοπιστίας από τη μεσσιανική υπόσχεση του εγκόσμιου, γραφειοκρατικά οργανωμένου, κομμουνιστικού οράματος. Το φωτεινό αταξικό μέλλον που υποσχόταν ο κομμουνισμός αποδείχτηκε απατηλό (ο υπαρκτός σοσιαλισμός είναι ο μόνος σοσιαλισμός που μπορεί ιστορικά να υπάρξει) και, το χειρότερο, έφερε την «ιδιωτικοποίηση της ουτοπίας» (Πήτερ Τόμπσον), όπως τη ζήσαμε στα χρόνια του ατομικιστικής καταναλωτικής φρενίτιδας. Η απαξίωση μαζί του όλων των ελευθεριακών ιδεών που μπορούσαν να λειτουργούν σαν μια ανθρωπολογική πράξη πίστης, κατήργησε τον οραματισμό στην πολιτική και έφερε στο προσκήνιο τους χρήσιμους διαχειριστές, οδήγησε σ’ έναν κοινωνικό νεοσυντηρητισμό και επέτρεψε τη δυναμική επανεμφάνιση λαϊκιστικών ακροδεξιών κομμάτων, την ώρα που τη θέση των παλιών ερμηνευτικών της ουτοπίας έπαιρναν τα κάθε λογής συνωμοσιολογικά σενάρια εξήγησης της επικαιρότητας.

Σ’ ένα ασταθές περιβάλλον απο-παγκοσμιοποίησης μετά την πανδημία και νέων διακινδυνεύσεων, έχουμε ανάγκη από ένα αντιστασιακό πνεύμα ως αντίδοτο στην επανάπαυση και τη χειραγώγηση. Μας χρειάζεται ένας νέος πολιτικός αντικομφορμισμός που θα προσφέρει εναλλακτικό ορίζοντα νοήματος, μια υπαρξιακή δέσμευση στην πλευρά των κάθε λογής καταπιεσμένων που θα ασκεί κριτική στον νεοπαγανιστικό οικονομισμό και τις ψυχολογικές-υπαρξιακές του συνέπειες. Η ριζοσπαστική σκέψη δεν γίνεται να εξαντλείται στις εφηβικές ονειρώξεις επαναστατικότητας των αυτοαποκαλούμενων αναρχικών, που εκ των προτέρων γνωρίζεις ότι τα όνειρά  τους υλοποιούνται μόνο μέσω της αστικής τρομοκρατίας οδηγώντας σ’ έναν ακόμα κτηνώδη ολοκληρωτισμό.

Ένας νέος πολιτικός ιδεαλισμός θα πρέπει επειγόντως να επινοηθείˑ ένας ρομαντικός αντιαυταρχισμός που δεν θα συνδέεται πια με τον απαξιωμένο στις συνειδήσεις κομμουνιστικό μεσσιανισμό και ούτε θα έχει εξουσιαστικές βλέψεις –μόνο έναν χαρακτήρα άγρυπνης ηθικής δέσμευσης στην υπόθεση του ανθρώπου. Θα έχει, ασφαλώς, να αντιμετωπίσει τον αδίστακτο καπιταλισμό που ευχαρίστως καταβροχθίζει ελευθεριακές ιδέες για να τις μετατρέψει ανέξοδα σε καταναλωτικά προϊόντα μέσα σε πολυτελή συσκευασία, αλλά και την καχυποψία λόγω των όχι απλώς ματαιωμένων, αλλά συντετριμμένων προσδοκιών στο πρόσφατο παρελθόν. (Γράφοντας έχω συνείδηση ότι το λεξιλόγιο που χρησιμοποιώ είναι το απαρχαιωμένο λεξιλόγιο της ουτοπίας του περασμένου αιώνα –αν δεν επινοηθεί ένα νέο δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή). Σκοπός, πάντως, δεν μπορεί να είναι άλλος από την οικοδόμηση μιας κοινότητας αρετής εν διαφορά, κοινότητας δηλαδή μέσα στην οποία το άτομο αναγνωρίζεται για τον κοινωνικό του ρόλο και αυτός του προσδίδει ηθική ταυτότητα, αλλά συγχρόνως κοινότητας που δεν καταπιέζει αλλά διασφαλίζει την αυτονομία τού εκάστοτε υποκειμένου και το απαραβίαστο του προσώπου. Εδώ βρίσκεται το στοίχημα του μέλλοντος.

Ευρώπη ή βαρβαρότητα

Ο ευρωπαϊκός χώρος ήταν ανέκαθεν ένας χώρος σύγκρουσης ιδεών. Η στόμωση της κριτικής μας επαγρύπνησης και η εφησυχαστική εγκατάλειψή μας στη ροή των εξελίξεων φέρνει βαρβαρότητα –το αντίθετό της ίσως να είναι μια ισχυρή ευρωπαϊκή συνείδηση. Η άποψη μπορεί να φαντάζει σήμερα αφελής έως και δονκιχωτική, όλοι εξάλλου γνωρίζουμε ότι η ΕΕ οικοδομήθηκε ανισοβαρώςˑ ίσως την εποχή που διαμορφωνόταν η ιδέα μιας ευρωπαϊκής συμπόρευσης να υπήρχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο πνευματικό της απόθεμα, το οποίο μοιάζει τώρα –και για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω– να έχει εξανεμισθεί. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο φόβος εξάπλωσής του, δηλαδή η συνειδητοποίηση της ασιανικής απειλής (ο Στάινερ τοποθετεί την Αγία Πετρούπολη στην Ευρώπη, ενώ τη Μόσχα στην Ασία), δίνει έναν χαρακτήρα κατεπείγοντος στο ερώτημα «Ευρώπη ή βαρβαρότητα».

Η εμπειρία λέει πως όποτε τέθηκαν ανάλογα διλήμματα, το δεύτερο σκέλος κέρδισε. Παλεύει κανείς όμως με ό,τι έχει στα χέρια του. Έχουμε κουραστεί από τις απαισιόδοξες προοπτικές, τις περισπούδαστες (και κατά βάση ορθές) γεωπολιτικές αναλύσεις που παρουσιάζουν την Ευρώπη μονίμως ηττημένη στο διεθνές στρατηγικό παιχνίδι. Στην πολιτική σκηνή, θα αντιτείνει κάποιος, υπερτερεί πάντοτε ο κυνισμός της ισχύος και όχι οι αξίες, σαν αυτές που προβάλαμε παραπάνω. Η ουκρανική αντίσταση στην ισχύ ίσως δείχνει ότι οι αξίες δημιουργούν μια αίσθηση ανήκειν, την οποία οι τρομοκρατημένοι Ευρωπαίοι έχουμε περισσότερο ανάγκη από ποτέ. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από κάπου. Ας ξεκινήσουμε από τις αξίες.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή