[Η Μέμη Κατσώνη σε εγγαστρίμυθο διάλογο με τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και το θέατρο, μετέφρασε και συντόμευσε ένα γράμμα της Λουσία Μπερλίν προς τον Όγκουστ Κλάινζάλερ με τον οποίο αλληλογραφούσε τακτικά από το 1994 ως το 2002, αυτοσχεδίασε την απάντηση, έφερε σε επαφή τον Ρομπέρτο από τον Φανφαρόνο (1962) με τον Μπέντζαμιν του Πρωτάρη (1967) και τον Άμλετ με τα παράπονα του Ηθοποιού του.]
Όλο σε σκέφτομαι όταν γελάω
Καλέ μου Όγκουστ,
Πού βρίσκεσαι; Αποπροσανατολίζομαι όταν ταξιδεύεις από δω κι από κει, Γερμανία, Αυστραλία, ξέρω ’γω. Λυπάμαι που δεν πηγαίνεις πια στο Νιου Τζέρζι. Άνθισαν κιόλας οι ακακίες κι οι δαμασκηνιές; Εδώ δεν έχει χειμωνιάσει ακόμα. Τα ελάφια τα ’χουν χαμένα. Έξι νεαρά αρσενικά τριγυρίζουν στην πίσω αυλή. Κλωτσάνε τα ξερόχορτα, χαζεύουν, καπνίζουν, κοροϊδεύουν τα λαμπραντόρ και τους τζόγκερς, για όλα γκρινιάζουν τα ελαφάκια… Όσο για μένα, νέα δεν έχω. Είμαι μια πληκτική γηραιά κυρία. Προσπαθώ να ελέγξω την τάση μου να μιλάω στον μπακάλη για τα εγγόνια μου ή για το γατί μου.
Μου φαίνεται πως τα πιτσιρίκια παραείναι υγιή στις μέρες μας… εκστασιάζονται με το οδοντικό νήμα, το τζόκινγκ, το γαμήσι και τα ντους. Δεν πνίγει κανείς πια τους λυγμούς του στο μαξιλάρι; Δεν ζαλίζεται κανείς από πόθο σε τηλεφωνικούς θαλάμους; Έγραφα για το σεξ τη δεκαετία του 40 στο διήγημα «Σεξαπίλ». Το σεξ συνόρευε τότε με την τρέλα. Τα γατιά έδειχναν εντελώς τρελαμένα, το ίδιο κι οι σταρ. Η Μπέτι Ντέιβις και η Μπάρμπαρα Στάνγουικ έκαναν σα δαιμονισμένες. Η ξαδέρφη μου η Μπέλα Λιν και οι κολλητοί της άραζαν στο Κορτ Καφέ κι έβγαζαν καπνούς απ’ τα ρουθούνια τους σα λυσσασμένοι δράκοι.
Τότε το σεξ ήταν επικίνδυνο, σατανικό. Ο Πατήρ Χέιλι, Ιησουίτης από τη Χιλή (η πρώτη στύση που είδα ποτέ φορούσε ράσα, αλλά ας μείνω στο θέμα…), έλεγε πως το φιλί στο στόμα ήταν αφέσιμο αλλά το φιλί στο λαιμό ήταν αμαρτία θανάσιμη. Χρειάστηκε να γνωρίσω τον Φρέντι Γκρίνγουελ, σαξοφωνίστα και μάλιστα άλτο, για να καταλάβω τι εννοούσε. Αυτά κάποτε.
Αλλά τώρα…
Μόνο εσύ μπορείς να καταλάβεις μια τέτοια ιστορία, δε θα την έλεγα στις φίλες μου. Πάντως αρρώστησα πολύ άσχημα. Έπαθα πνευμοθώρακα, έφτασα στου χάρου τα δόντια, 12 θρόμβοι στα πνευμόνια, εντατική κ.λπ. Τώρα κουτσαίνω αγκαλιά μ’ ένα μπαστούνι, μάσκα οξυγόνου 24/7 για όσο ζήσω, άσε…
Πολύ ψυχοπλάκωμα αλλά ήταν και μια μέρα που βγήκε μια στιγμή το σωληνάκι εκεί που βούρτσιζα τα μαλλιά μου και μου ήρθε ξαφνικά στο νου ένας αγαπημένος παλιός, ο Τέρι. Μμμμ;;, ρώτησα την εικόνα μου στον καθρέφτη, πώς και τον θυμήθηκα; Ήταν γιατί ο αέρας από τον συμπυκνωτή ανάσαινε στο λαιμό μου σαν φιλί.
Ελπίζω πως το γράμμα μου θα φτάσει στα χέρια σου πριν φύγεις ανατολικά. Μην πιάσεις εκείνη τη δουλειά, σε παρακαλώ, θα σου κόβει τη βδομάδα στη μέση.
Με αγάπη, Λουσία
**
Κυρία Λούσα,
καλά σε λέω κυρία ή δεν κάνει, ξέρω ’γώ; Εδώ να ξέρεις Λουσία σε λένε, εγώ θα σε λέω Λούσα όπως παλιά, με το σίγμα το παχύ. Βρήκα το γράμμα σου εκεί που άνοιγα τις κούτες, σε θυμάμαι που μου ’δινες κάνα χεράκι, και γέλαγες με το τίποτα κι ας πόναγες. Ο φίλος σου ο Αύγουστος όλο λείπει, πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, στους Ανώνυμους Υπερφάγους, εσύ αυτούς τους ήξερες; Έχουν και δικό τους θεό που τους λέει πώς να τρώνε. Ο Υπερφάγος είναι που δεν τον αφήνει να κατεβάσει μπουκιά στο σπίτι και μεγάλη η χάρη του, τέρμα το μαγείρεμα, μου ’λυσε τα χέρια. Τελείωσα με την κουζίνα στο άψε-σβήσε κι είπα να σου γράψω πώς τα περνάμε. Θυμάσαι που όλο σπίτια αλλάζαμε και του ’λεγες πώς και δε ζαλίζεται με τα σούρτα φέρτα; Ε, πάλι μετακομίσαμε, αυτή τη φορά στη Νέα Σμύρνη[1], κάπου στη Φλόριντα είμαστε λέει, εγώ ταξίδι δεν κατάλαβα, με το που τα μάζεψα όλα και τα ’κλεισα, άρχισα να τα βγάζω και να τα αραδιάζω στα ράφια. Να δεις όμως ο Αύγουστος πώς άλλαξε χούγια, άλλος άνθρωπος έγινε, μόνο ρε παιδί μου από ανώνυμους σ’ ανώνυμους, έκοψε το πιοτί και το ’ριξε στις πίτσες, γι’ αυτό ήρθαμε δω, να ʼναι κοντά στην παραλία, να λιάζεται, να κολυμπάει και να μην τρώει όλη μέρα ό,τι να ʼναι.
Μαζί μας μένει κι εκείνος ο Μπάζιλ[2], τον ήξερε από παλιά, αλλά τώρα στα πίσω-πίσω γίνανε κολλητάρια, μας κουβαλήθηκε και μια μυστήρια, εσένα θα σ’ άρεσε, εγώ τη σκιάζομαι, τη λένε HD[3] σαν τις οθόνες. Του έκανα του δικού σου παράπονα γιατί μαγαρίσανε τον καναπέ με τις κάφτρες, δεν καπνίζουνε λέει, αποκλείεται. Και μου είπε αν δε μ’ αρέσει να φύγω, πού να πάω; Μήπως ξέρω πού βρισκόμαστε; Είναι κομμάτι περίεργα εδώ, μπερδεύομαι, η HD λέει πως πέσαμε σε μαύρη τρύπα κι ο δικός σου γελάει με τον άλλον. Κι εκείνη η HD, ωραίο κορίτσι άμα τη βρίσκεις με τ’ αλλοπαρμένα, λέει πάλι πως οι μαύρες τρύπες φτιάχνονται από χρόνο και χώρο σε περιδίνηση και μ’ έμαθε να το λέω κι εγώ αλλά δεν λέει ποιος της το ’πε. Κι εγώ τώρα που το ’μαθα το λέω και σε σένα μήπως καταλάβεις τι γίνεται. Γιατί κόσμος πάει κι έρχεται αλλά το πάτωμα δεν το λερώνουνε. Σφουγγαρίζω και το νερό είναι να το πιείς στο ποτήρι, όμως οι κάφτρες, κάφτρες, κι ο καναπές κόσκινο. Ο Αύγουστος που λες είχε γίνει βαρέλι, κι ο γιατρός είπε το ράβεις ή τελείωσες. Και τώρα άρχισε και τζόκινγκ κι από βαρέλι έγινε μπαλόνι. Χοντρός αλλά ελάφρυνε, κάθεται και δεν τρίζει ο σομιές. Κι ούτε βουλιάζει η πολυθρόνα, πολύ γέλιο.
Όλο σε σκέφτομαι όταν γελάω, δε σε ρώτησα τόση ώρα για τα δικά σου, τι να ρωτήσω, τα ’μαθα και για τις εντατικές, όλα τα ʼμαθα, άτυχη ήσουνα κοπέλα μου, αλλά πες και γέλα, πρόθυμη, τώρα λέω θα ησύχασες.
Σε θυμούνται να ξέρεις, σε κουβεντιάζουνε, έμαθα βγάζεις και λεφτά αλλά πού ’σαι τώρα να τα χαρείς. Όμως σε βλέπουνε πού και πού λέει, είπα να σε δω κι εγώ, δε γίνεται λένε, δεν ξέρω περιδίνηση. Και λέω θα πάω από πίσω της να τη φυσήξω λίγο στο σβέρκο να θυμηθεί, κι αν δεν είμαστε αέρας σκέτος να σκύψω να της δώσω ένα φιλί, που μού ’δινε ένα χέρι κι έπιανε τόπο, δεν έμενε στα λόγια μόνο.
Δεν ξέρω πού σε βρίσκει αυτό το γράμμα, αλλά όπου να ’σαι ρώτα μήπως. Δηλαδή γι’ αυτό είπα να σου γράψω, για να μου πεις, έχει κάπου να πάω να μάθω περιδίνηση;
περιμένω οδηγίες
Η βοηθός
❧
Η άλλη πλευρά
Ο Τάκος ο καμπούρης, εμφανίζεται μια μέρα στην πλατεία με πλάτη αλφάδι και όλο το χωριό τα χάνει. Μαζεύονται γύρω του για να μάθουν πώς έγινε. Με τα πολλά εκείνος τους εξηγεί:
Χθες τη νύχτα που ’χε πανσέληνο καθόμουνα στον τάφο του Κοτρώνη και δώδεκα νταν που χτύπησε η καμπάνα η πλάκα έτριξε κι ακούστηκε από πίσω μου μια φωνή:
«Τιιιι είν’ αυτό που ’χεις στην πλάτη;»
Πάγωσε το αίμα μου.
«Μια καμπούρα», λέω.
«Φέρ’ την εδώ», μου κάνει.
Και την πήρε.
Χαμός σ’ όλο το χωρίο, παίρνουν σειρά οι σακάτηδες, κληρώθηκε ο Νάσος ο κουτσός, και με την πρώτη πανσέληνο να ʼτον στον τάφο του Κοτρώνη. Δώδεκα νταν που χτύπησε η καμπάνα η πλάκα έτριξε κι ακούστηκε από πίσω του μια φωνή:
«Τιιιι είν’ αυτό που ’χεις στην πλάτη;»
«Τίποτα», λέει αυτός.
«Ε, πάρε μια καμπούρα.»
Γιατί τα φαντάσματα επεμβαίνουν στοχευμένα, επισκευάζουν πολύ συγκεκριμένες αναπηρίες. Όμως εμείς θα παρακολουθήσουμε δυο πρωταγωνιστές αναπηρίας αόριστης, δυο επίλεκτους της αμηχανίας που μίλησαν στο κοινό πέρα και πάνω απ’ την επιρροή και τη δικαιοδοσία των φαντασμάτων. Τον Ρομπέρτο από την ταινία του 1962 Ο Φανφαρόνος[4] και τον Μπέντζαμιν από την ταινία του 1967 Ο Πρωτάρης[5].
Ξεκινάει ο Ρομπέρτο:
Σε έλεγαν Μπρούνο όταν σε γνώρισα. Είδα από το παράθυρο το αμάξι σου, με είδες κι εσύ πριν προλάβω να τραβηχτώ και μου ζήτησες να τηλεφωνήσω στους φίλους σου. Είχες αργήσει βέβαια αλλά πώς θα ήταν δυνατόν να φύγουν χωρίς εσένα; Μου ζήτησες να τηλεφωνήσω, να ενημερώσω για τη δική σου καθυστέρηση, να επικοινωνήσω με το άγνωστο, εγώ που τρέμω το κουδούνισμα, που μισώ τη συσκευή. Φυσικά αποδιοργανώθηκα, φυσικά ανέβηκες εσύ στον δικό μου όροφο, στο δικό μου επίπεδο, εκεί που ζει ή έστω ζούσε, ο πιο επίπεδος φοιτητής, για να τους τηλεφωνήσεις. Όλα έγιναν πολύ, μα πάρα πολύ φυσικά. Αυτό το πάρα πολύ να το προσέξεις. Γιατί φυσικά οι φίλοι σου δεν σε περίμεναν, τους έστησες πάνω από μια ώρα και φυσικά έφυγαν. Δεν είσαι απ’ αυτούς που τους περιμένουν, κανείς δε στήνεται για χάρη σου, κι έτσι έμεινες για λίγο χωρίς κοινό. Τότε ήταν που ζήτησες να μάθεις το όνομά μου. Και σου απάντησα πως με έλεγαν Ρομπέρτο. Ήθελες παρέα, κι εγώ δεν ήξερα πώς να πω όχι. Ή εγώ ήθελα παρέα και δεν ήξερα πώς να πω ναι. Και μπήκαμε στο ορθάνοιχτο αμάξι σου για να προσπεράσουμε όλα τα αμάξια του κόσμου από τότε που άρχισε η οδόστρωση. Έτσι αρχίσαμε κι έτσι στο τέλος χωρίσαμε.
Δεν το πιστεύω πως θα σε πάω να γνωρίσεις τους συγγενείς μου, πως θα τολμήσω να σου μιλήσω για τη θεία Λίντια, για κείνη τη φορά που τη ζήτησα σε γάμο, δέκα χρονών πιτσιρίκι. Κι όταν εκείνη γέλασε, κρύφτηκα στο ντουλάπι και μετά μύριζα ναφθαλίνη για μέρες. Και δεν το πιστεύω πως αντί να μελετάω δικονομικό δίκαιο (δίκαιο του διαστήματος αντιπρότεινες, επεκτατισμός, κι αυτό να το προσέξεις) βρίσκομαι κλειδωμένος σε μια δημόσια τουαλέτα. Αν και κατά νόμο δεν είναι δημόσια, είναι όμως έστω κοινόχρηστη; Δηλαδή μπορώ να κάνω χρήση ακόμα κι αν δεν είμαι πελάτης; Εδώ έχουμε νομική ασάφεια, αντιφατικές αποφάσεις. Εγώ πάντως πιστεύω πως η τουαλέτα στους χώρους εστίασης θα έπρεπε να διατίθεται και στους περαστικούς, και πως δεν πρέπει να λέγεται τουαλέτα αλλά αποχωρητήριο, γιατί εγώ, είτε πελάτης που θα πληρώσω όπως πάντα τον λογαριασμό είτε περαστικός, στο τέλος θα αποχωρήσω. Κι αυτό είναι τώρα το πρόβλημα. Πώς θα αποχωρήσω; Δεν το πιστεύω πως μου έμεινε το χερούλι στο χέρι, πως έξω από την πόρτα κραυγάζουν οι ξένες ανάγκες, πως δυσφορεί, σφίγγεται κι ιδρώνει τώρα κάποιος που οι άλλοι τον αποκαλούν Εξοχότατο. Δεν βγάζω λέξη, σωπαίνω σαν τα παιδιά που κλείνουν τα μάτια τους για να μην τα βλέπουν. Κρατάω ακόμα και την ανάσα μου για να ξεχάσουν πως υπάρχω, κι όμως αυτές οι φωνές είναι τώρα η μόνη μου συντροφιά, η μόνη πιστοποίηση του δικού μου σώματος πίσω από την πόρτα. Τους εμποδίζω άρα υπάρχω. Γίνομαι λιγότερο επίπεδος, περισσότερο απτός. Και το πιο απτό πράγμα στον κόσμο μου είναι ένα χερούλι τουαλέτας. Αποχωρητηρίου για την ακρίβεια.
Αργότερα θα με ελευθερώσεις με μια σου κίνηση, θα με κάνεις πάλι δισδιάστατο, αχνό. Αναρωτιέμαι συχνά αν κατάλαβες ποτέ πως σ’ εκείνη τη σκηνή στο εστιατόριο τρώω σούπα που δεν μ’ αρέσει και μ’ αρέσει που δεν μ’ αρέσει. Αν κατάλαβες πως δεν χρησιμοποιώ καν λέξεις, για πρόσεξε εδώ που σου λέω ιστορίες για τη Βαλέρια, δες τα χείλια μου, δεν είναι ξεκάθαρο πως δεν αρθρώνω, μόνο μιμούμαι; Κατάλαβες άραγε πως δεν μιλήσαμε ούτε στιγμή την ίδια γλώσσα; Γιατί εγώ δε μίλησα ποτέ. Τώρα όμως σου μιλάω, μ’ ακούς; Μπρούνο; Μπρούυυυνο! Βιτόριο;;;;
Επεμβαίνει ο Μπέντζαμιν:
-Δεν σ’ ακούει, δεν θα σ’ ακούσει, κατάλαβέ το. Μια φορά μόνο σε άκουσε και είδες τι έπαθες.
-Τι έπαθα; Τελείωσε η ταινία.
-Κι η δική μου ταινία τελείωσε, έτσι είναι, κάποτε πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Εσύ πέθανες κι εγώ παντρεύτηκα. Αλήθεια, γιατί το συνάφι μας παντρεύεται τόσο συχνά; Με συγχωρείς, προτρέχω. Τώρα είσαι ακόμα πίσω από μια πόρτα με το χερούλι στο χέρι. Και κρατάς την ανάσα σου.
– Κι εσύ πώς μ’ ακούς; Αυτό τώρα πώς γίνεται;
– Λαμβάνω συχνότητα από τα βάθη της πισίνας, απ’ τον αναπνευστήρα. Πάμε λίγο πίσω όμως: Αεροπλάνο, προσγείωση. Περπατάω προς την έξοδο, για δες με, δεν είμαι σαν περιφερόμενος πονόδοντος; Και μετά στο σπίτι, κοντινό πλάνο μπροστά στο ενυδρείο, ψάρι έξω απ’ το νερό.
– Να σου πω γιατί οι καλόγριες δεν ταξιδεύουν ποτέ μόνες;
-Γιατί είναι μοναχές, αυτά τα λέμε κι αργότερα, άκουσέ με λίγο. Με έλεγαν Μπέντζαμιν, την έλεγαν Κυρία Ρ. Δυσφορούσα και δυσφορούσε. Όπως εσύ κι ο Μπρούνο. Λες κι όλοι μπήκαμε στο σώμα μας χθες και μόλις καταλάβαμε πως το παιχνίδι έχει νόμους και ρόλους.
-Ήμουν δέκα χρονών μπόμπιρας όταν ζήτησα τη θεία Λίντια σε γάμο.
-Πόσο θα ήθελα να είμαι στη θέση σου.
-Μα εγώ δε μιλάω με τη δική μου φωνή, δεν είμαι πουθενά.
-Τότε ίσως και να μπορέσω να έρθω στη θέση σου. Τώρα είμαι στο σπίτι της Κυρίας Ρ και αργότερα θα βρεθώ σε ένα δοχείο ξένων.
– Μέσα στην πισίνα είσαι.
-Πες το κι έτσι. Και μετά στο ξενοδοχείο.
-Κι άλλο δοχείο των ξένων;
-Το άλλο δοχείο των ξένων λεγόταν Κυρία Ρ. Μου ζήτησε να τη γεμίσω με το κενό μου. Έλεγα και έκανα ό,τι μου ζητούσαν. Εσύ όμως δεν έλεγες αυτά που σου έβαζαν στο στόμα.
-Γιατί δεν ήξερα Ιταλικά, Μπέντζαμιν. Αλλά εσύ τουλάχιστον είσαι πια ψάρι μέσα στο νερό, εγώ ακόμα να αποχωρήσω από το αποχωρητήριο.
-Γι’ αυτό σου λέω, θα ήθελα να είμαι στη θέση σου. Τι ήθελαν οι δικοί μου; Ποιο ήταν το όνειρό τους; Ένας γιος αριστούχος που θα παντρευτεί την Ελέιν Ρόμπινσον.
-Μύριζα ναφθαλίνη για μέρες.
-Νόμιζα πως έβγαινα απ’ τον λαβύρινθο, αλλά το μόνο που έκανα ήταν να φτάσω στον οικογενειακό στόχο από άλλο δρόμο.
-Από τη ντουλάπα με τα χειμωνιάτικα στην τουαλέτα του καφέ.
-Στο αποχωρητήριο.
-Με τον Εξοχότατο να σφίγγεται και να ιδρώνει.
-Ασ’ τον να περιμένει, κράτα χαρακτήρα.
-Μα θέλω να βγω.
-Κι εγώ αλλά είναι όλοι εκεί έξω. Με συμβουλές, προτάσεις και συγχαρητήρια.
-Γιατί έκανες ό,τι ήθελαν. Κι συ ήθελες την Ελέιν.
-Ναι, ήθελα ό,τι ήθελαν. Άλλαξα μόνο διαδρομή.
-Κι εγώ. Αλλά στη Βαλέρια δε μίλησα. Δεν πρόλαβα.
-Απογειώθηκες από τη Βία Αουρέλια.
– Με Λάντσια Αουρέλια. Αστειάκι του σκηνοθέτη, ας το συγχωρήσουμε. Κι ο Μπρούνο δεν θυμόταν το επίθετό μου. Λες και δεν το είχε ακούσει ποτέ. Ρομπέρτο Μαριάνι, άφωνος σα μαριονέτα. Μόνο τα χείλη να κινούνται.
-Μπέντζαμιν Μπράντοκ. Στραβοκατάπινα. Έβγαζα ήχους λαστιχένιου παιχνιδιού.
– Οι καλόγριες μας κοιτούσαν με μάτια σαν τα δικά σου.
– Γιατί είναι μοναχές.
– Τις ρώτησα για το τάγμα τους. Η ψηλή απάντησε με τη φωνή τη δική σου.
-Μα ναι, φυσικά, αυτό είναι μέρος του ρόλου σου, να μας ρωτάς σε ποιο τάγμα ανήκουμε. Τελειώνουν όλα τόσο γρήγορα, Ρομπέρτο, αλλάζει η εικόνα, ξαναγράφεται ο γρίφος γιατί το ζητάς εσύ. Εσύ είσαι ο ταχυδακτυλουργός, εσύ ο λαγός, εσύ και το καπέλο. Εσύ απογειώνεσαι, εγώ νοικοκυρεύομαι κι ο σκηνοθέτης μου αφιονίζει το κοινό του για να μη δει την παγίδα, για να μην προσέξει ο θεατής, να μη ζουμάρει σ’ εμένα μετά από λίγα χρόνια στημένο στο αεροδρόμιο να περιμένω τον δικό μου κανακάρη, τη δική μου κανακάρισσα με τις ακαδημαϊκές διακρίσεις. Σα να τους βλέπω κιόλας να ταξιδεύουν – εμπορεύματα στον κυλιόμενο τάπητα, αλώσιμοι νέοι με βλέμμα ψαριού σε συσκευασία δώρου. Ο δικός μας δάσκαλος είναι ο σκηνοθέτης, Ρομπέρτο, κι εμείς οι αριστούχοι μαθητές του μπροστά στο κενό, εσύ απογειώνεσαι και εγώ βαλτώνω. Τα πόδια μου σιγά σιγά βυθίζονται, στέκομαι ακίνητος και σηκώνω το βλέμμα.
Βλέποντας τον δάσκαλο στην απέναντι όχθη, φωνάζω: «Δάσκαλε, δάσκαλε, πώς μπορώ να φτάσω στην άλλη πλευρά;»
Κι ο δάσκαλος απαντάει χαμογελώντας: «Μα είσαι στην άλλη πλευρά».
❧
Ηθοποιός
Ο πατέρας σου πεθαίνει.
Ναι.
Εσύ είσαι ενήλικος.
Ναι.
Ο θείος σου τον διαδέχεται στο θρόνο.
Ναι.
Περίεργο.[6]
Α: Ζωντανά να μιλάς, αλλά αν είναι να φωνάζεις, γιατί να μην τα πει τα λόγια σου ο τελάλης; Μην πριονίζεις τον αέρα με τα χέρια, οι κινήσεις σου να είναι ελαφρές, ήσυχες, ακόμα κι o τυφώνας μέτρο θέλει και καταλλαγή. Μην κουρελιάζεις το πάθος, μην ξεκουφαίνεις το κοινό σου, μην τους λούζεις με το σάλιο σου, τα λόγια σου μη σφάζεις όπως μακέλεψε ο Ηρώδης τα μωρά.
Η: Μάλιστα.
Α: Και βρες το μέτρο. Λόγια και πράξεις να ταιριάζουν, υπερβολή και αιδώς είναι κι οι δυο εχθροί σου, τη φύση καθρεφτίζεις να θυμάσαι, δείξε μας πού ζούμε και ποιοι είμαστε. Αν υπέρ ή υπό τονίσεις, τότε γελούν τα κωθώνια και ανατριχιάζουν οι γνωστικοί.
Η: Μα ναι, το ελέγχω αρκετά το παίξιμό μου.
Α: Απόλυτα να το ελέγξεις. Και πες στους καραγκιόζηδες να μην αυτοσχεδιάζουν, γιατί τα κουτορνίθια χαχανίζουν και χάνεται η κρίσιμη στιγμή. Τρέχα τώρα να ετοιμαστείς.
Η: Ηθοποιός. Τι το ’θελα; Ρούχα και λόγια ξένα, μια μέρα δω, μια μέρα κει, ποιο πάθος άνθρωπέ μου, ποια αντάρα; Να ζεις ή να μη ζεις στο κάτεργο του παλατιού; Να καλοβλέπεις ή να παρατάς τις πριγκηπέσσες; Εμένα πού ’χει ψύλλους η περούκα μου με σκέφτεσαι; Που κάθε δεύτερη μέρα φοράω κορσέδες και βυζιά και άκουσα χτες ένα κρακ και πάει το πλευρό, πώς να μη σφάζω τα λόγια μου με τέτοιον σφάχτη; Ξέρεις πού κοιμόμαστε; Γιατί εμείς δεν ξέρουμε. Προχτές μας κλέψαν κι εκείνα που μας έδωσες, ό,τι δεν χώσεις στο βρακί σου χάνεται. Και να σου πω και κάτι, τα λόγια που μου φόρεσες δεν μιλιούνται, δεν μας πάει το έργο, κατάλαβες;
«Τριάντα ολόκληρες φορές τα άρματα του Φοίβου έχουν κυκλώσει τα αλμυρά τα κύματα του Ποσειδώνα και τη γη. Και τριάντα δωδεκάδες φεγγάρια και η λάμψη τους έχουν φωτίσει τον ουρανό δώδεκα φορές τριάντα από τότε που η αγάπη γέμισε τις καρδιές μας και τα χέρια μας ενώθηκαν στα ιερά δεσμά». Θα το πω. Τελεία. Ως εκεί. Τη δουλειά μου θα κάνω, τα λεφτά μου θα πάρω, αν προλάβω θα τα πιώ, και το άλλο βράδυ θα είμαι η βασίλισσα του κορσέ. Δουλειά είναι. Τελεία. Έχει και τα καλά της. Γνωρίζεις κόσμο. Πώς θα ’μπαινε η αφεντιά μου στα παλάτια; Όπως προχτές που τα πίναμε στις κουζίνες. Μετά βγήκα έξω και κατούρησα. Ήρθαν κι άλλοι μαζί, της παρέας είμαστε, του τσούρμου. Είχε και φεγγάρι, ένα όχι δώδεκα, κάναμε μια λίμνη κάτουρο και βλέπαμε τα μούτρα μας. Έτσι καθρεφτίζεται η φύση άρχοντααα. Καιέτσι καθρεφτίζεται δηλαδή. Θα ’χεις και συ τα δίκια σου, ξέρω γω; Αλλά εγώ δε σου λέω πώς να αρχοντεύεις, δεν ανακατεύομαι στα πόδια σου, γιατί ανακατεύεσαι εσύ στα δικά μου; Μη λίγο. Μη πολύ, μέτρο εδώ, φύση εκεί, ποια φύση, δεν καθρεφτίζω καμιά φύση, πρίγκιπα. Τα λόγια που ’γραψες εσύ λέω, η φύση δεν έχει τριάντα δωδεκάδες φεγγάρια, ναι, ναι, ξέρω, μπορεί και να ’χει, ναι ξέρω, άλλα εννοείς, εμένα όμως με τρώει το κεφάλι μου, αυγά από ψείρες, κι από τους ψύλλους δαγκωνιές, αίμα και ιδρώτα κάθε βράδυ, βαμμένος κοιμάμαι, βρεμένος κοιμάμαι, με ιδρώτα ξεπλένω τις μπογιές, και με τις μπότες κοιμάμαι μην τις κλέψουνε, κι εσύ να μου λες πως δεν ξεχωρίζουμε πια τους ζωντανούς απ’ τα φαντάσματα, τη ζωή απ’ τη φαντασία μας. Άμα βγάλω τις μπότες, τότε θα καταλάβεις πόσα υπάρχουν πέρα απ’ τη φαντασία μας.
Και μετά τις ξαναβάζω, κι ανασαίνουμε, και γυρίζω εδώ, στη δικιά σου τη ζωή, στη δικιά σου τη φαντασία, ό,τι πεις, για μένα πια το ίδιο είναι, γίνομαι ρόλος, γίνομαι άλλος, γίνομαι τα λόγια των ξένων, αυτό είναι το νόμισμά μου, εσύ δεν ξέρω τι νομίζεις για μας, με τι νομίζεις πως πληρώνουμε φαΐ και πιοτί; Με τα λόγια των άλλων για τους άλλους. Χωρίς τους άλλους, χωρίς το κοινό, το κοινό μουυυ, χωρίς τα κωθώνια και τους γνωστικούς, τα κουτορνίθια και τους διαβασμένους, τι να τα κάνω τα λόγια σου, τι να τον κάνω το ρόλο, βασιλιάς, βασίλισσα, φονιάς, θύμα, το δικό μου το νόμισμα το ανταλλάσσω μόνο με τον οβολό του θεατή.
Σσσσς. Βήματα! Κάτι σα ν’ άκουσα. Έεετσι. Γιατί να πάμε πάντα εμείς προς το κοινό, ας έρθει μια φορά και το κοινό σε μας. Τέρμα το κυνήγι του πελάτη, η άμοιρη η πορνεία. Λες να παράκουσα; Όοοχιιιι, μακραίνουν, σβήνουν, έφυγαν, κοινόοοο μουυυυ. Έλα καλό μου, έλα πάλι κατά δω, έλα μου, μη με φοβάσαι, όχι, όχι, λάθος, λάθος, λάαααθος, έλα να με φοβηθείς, έλα να με γιουχάρεις, απ’ όλα σου ’χω, διάλεξε, και τρόμο έχω, και κλάμα έχω, και αίμα και γέλιο, και ξύλο, κι έρωτες και πάθη, κι αστεία λάθη, γυρίστε πίσω, μη μ’ αφήνετε, χωρίς εσάς ποιος είμαι, χωρίς εσάς τι κάνω, χωρίς περούκες, χωρίς κορσέ, χωρίς σπαθί και πανοπλία, φοράω τα ρούχα τα δικά μου, ποια είναι τα ρούχα τα δικά μου;
Χωρίς εσάς ξαναγίνομαι άνθρωπος σαν κι εσάς. Ψώνια, κωθώνια, κουτορνίθια, σωστά τα λέει ο άρχοντας, αέρα πριονίζουμε, αλλιώς εσείς, αλλιώς εγώ, άλλα παιχνίδια παίζουμε, αλλού σμίγουν τα χνώτα μας, αλλιώς ηχεί η κλάκα μας, έχετε ακούσει θεατρίνο θεατή σε φίλου του παράσταση να σπαράζει, να ξεκαρδίζεται, να λιώνει; Έτσι είναι το σινάφι μας, ή έτσι κάποτε θα γίνει, εγώ είμαι ακόμα σαλτιμπάγκος, δεν είμαι ο Άμλετ, ο πρίγκιπας ούτε ήταν γραφτό να γίνω, είμαι ένας που θα χαλάσει καναδυό δύο σκηνές …[7] πώς πάει αυτό; Πάλι έχασα τα λόγια μου, όλα τ’ αλλάζω, τα πριν και τα μετά, τα πάρε και τα δώσε. Των κατεργαρέων η μοίρα μάς δένει, άρχοντα, εσύ κι αν είσαι απάτη, αγάπη μου δε σ’ αγαπώ, αχ πόσο σ’ αγαπούσα, φίλοι μου καρδιακοί, στα ευχαριστώ μου τα φτωχά πάλι ζητιάνος είμαι, καλά τους πλήρωσες τους φίλους σου κι είναι όλοι ξοφλημένοι, τους φίλους που σε λούζουν με το σάλιο τους τους στέλνεις στην κρεμάλα, κρεμάλα που άλλοι στήσανε στα μέτρα σου. Κι όποιος σας έφερε όλους ως εδώ, όποιος πένα κρατούσε, στο τέλος σας μακέλεψε όπως ο Ηρώδης τα μωρά.
Αλλά όλα αυτά πρώτος εσύ μας τα ’χες πει. Και πιο καλά μας τα ’πες. Εσύ είσαι ανάμεσά μας και ο πρώτος κωμικός κι ο πρώτος θεατρίνος.
Κι όλος ο κόσμος φυλακή και η σκηνή κελί μας.
[6] Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι, νεκροί, Τομ Στόπαρντ.
[7] Προύφροκ, Τ.Σ. Έλιοτ.