Τα τελευταία χρόνια τα ρεκόρ ζέστης καταρρίπτονται το ένα μετά το άλλο. Ενδεικτικά, φέτος για πρώτη φορά στην Αγγλία ο υδράργυρος ξεπέρασε τους 40 βαθμούς Κελσίου. Μερικές μέρες αργότερα, η Μεγάλη Βρετανία κηρύχθηκε σε κατάσταση ξηρασίας. Γενικά, η Ευρώπη αντιμετώπισε τη χειρότερη λειψυδρία των τελευταίων ετών, με μεγάλα ποτάμια να μένουν χωρίς νερό: ο Λίγηρας σε ορισμένα σημεία του ήταν εντελώς ξερός, ενώ η στάθμη του Δούναβη έπεσε τόσο πολύ που αποκαλύφθηκαν ναυάγια γερμανικών πολεμικών πλοίων από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επιπτώσεις στο εμπόριο και την οικονομία είναι προφανείς.
Το Κοινό Κέντρο Ερευνών, η εσωτερική επιστημονική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε ανακοίνωσή του τόνισε ότι η φετινή ξηρασία μπορεί να είναι η χειρότερη των τελευταίων 500 χρόνων[1]. Φυσικά δεν πρέπει να ξεχάσουμε τις φονικές μεγα-πυρκαγιές στην Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, οι οποίες κατέκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους. Το 2022 είδε και καύσωνα στη θάλασσα, με τη θερμοκρασία σε κάποιες περιοχές της Μεσογείου να είναι 5 βαθμούς πάνω από το κανονικό[2], με ό,τι αυτό συνεπάγεται (π.χ. αυξημένος κίνδυνος για τυφώνες). Οι καλοκαιρινοί καύσωνες διαρκούν περισσότερο, με αυξημένες ελάχιστες θερμοκρασίες –στην πραγματικότητα, δηλαδή, δεν δροσίζει ούτε τη νύχτα. Φέτος στην Ελλάδα η πιο δροσερή περιοχή της χώρας ήταν οι Κυκλάδες, οι οποίες όμως βίωσαν πάνω από έναν μήνα ισχυρούς ανέμους που επηρέασαν τις ακτογραμμές τους, με τη θάλασσα να ανεβαίνει στα παράλια.[3]
Όλα αυτά τα κλιματικά γεγονότα πολλές φορές συνοψίζονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στο «ο καιρός τρελάθηκε», δίνοντας την εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι έκτακτο που πιθανά δεν θα επαναληφθεί ή απλώς με μια περαστική διαταραχή. Γνωρίζουμε όμως από τα σχετικά στοιχεία ότι πλέον η «τρέλα του καιρού» εμφανίζεται όλο και συχνότερα και τείνει να παγιωθεί. Οι αλλαγές αυτές είναι μέρος της κλιματικής αλλαγής και οι επιστήμονες όλο και πιο συχνά καλούν τα κράτη να επιταχύνουν τις διαδικασίες για την προσαρμογή σε αυτήν.
Βέβαια, ειδικά φέτος δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την πολεμική σύρραξη στην Ευρώπη: η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει ήδη προκαλέσει τεράστια ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας, ειδικά στην ΕΕ, και υπάρχουν σκέψεις (που σε μερικές περιπτώσεις έχουν γίνει πραγματικότητα) για επιστροφή στο πετρέλαιο, το κάρβουνο και τον λιγνίτη, βάζοντας σε κίνδυνο τη διαδικασία προσαρμογής και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Η κλιματική κρίση δρα ως καταλύτης σε μια πολύ μεγάλη ενεργειακή κρίση, με συνέπειες που δεν έχουν ακόμη εκδηλωθεί πλήρως.
Βρισκόμαστε, έτσι, μπροστά σε μια επείγουσα κατάσταση αλλά και σε ένα πολιτικό παράδοξο. Η κλιματική κρίση είναι πια παγκοσμίως μία από τις σημαντικότερες ανησυχίες των πολιτών. Την ίδια στιγμή, η οικολογία ως πολιτικό ζήτημα δεν φαίνεται να κατέχει εξίσου κεντρική θέση στην ατζέντα και στη δημόσια συζήτηση, τουλάχιστον στη χώρα μας. Ενώ αγγίζει κοινωνικές ευαισθησίες, ιδίως στις νεότερες γενιές, δεν φαίνεται να τροφοδοτεί μια νέα πολιτικοποίηση του προβλήματος της περιβαλλοντικής προστασίας, όπως είχε συμβεί στις δεκαετίες του 1960-1970, όταν το οικολογικό ζήτημα αναδειχθηκε σε βασική διάσταση της πολιτικής ταυτότητας των ανθρώπων μαζί με τα λεγόμενα μετα-υλιστικα ζητήματα (ποιότητα ζωής, ισότητα των φύλων, διακρίσεις και δικαιώματα κ.ο.κ.), εμπλουτίζοντας, τότε, το πολιτικό τοπίο των δυτικών δημοκρατιών.
Σε ό,τι ακολουθεί, υποστηρίζουμε ότι η οικολογία δεν μπορεί να είναι απλώς ένα «συμπλήρωμα» της πολιτικής ατζέντας, αλλά θα πρέπει να αποτελεί κεντρικό πρίσμα μέσα από το οποίο (δεν μπορεί παρά να) αντιλαμβανομαστε το παρόν και να σκεφτόμαστε το μέλλον των κοινωνιών μας. Και αυτό σημαίνει να αναγνωρίσουμε την καθοριστική της θέση στα πολιτικά διακυβεύματα του καιρού μας, αλλά και να σχεδιάσουμε συλλογικά πολιτικές που θα μπορούσαν να απαντούν στα επείγοντα ερωτήματα που μας θέτει η κλιματική κρίση.
Το οικολογικό και το πολιτικό
Όλα αυτά τα κλιματικά γεγονότα είναι μια εξαιρετικά μικρή αποτύπωση του τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Η επιστημονική κοινότητα έχει εντείνει τις προειδοποιήσεις για μια ανεπανόρθωτη καταστροφή εάν δεν παρθούν άμεσα μέτρα για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και την επιβράδυνση της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας της γης. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια με τέτοιες προειδοποιήσεις, οπότε το ερώτημα είναι πλέον πότε θα περάσουμε το σημείο χωρίς επιστροφή.
Το θέμα της κλιματικής αλλαγής κινητοποιεί την κοινωνία και ιδιαίτερα τις νεότερες γενιές, οι οποίες αντιλαμβάνονται ότι το μέλλον τους είναι σε κίνδυνο και θα κληθούν να λάβουν κάποια στιγμή πολύ επώδυνες αποφάσεις. Δεν ισχύει το ίδιο για τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς, που καλούνται να πάρουν άμεσα αποφάσεις ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή για την οποία μιλούν οι επιστήμονες.
Γίνονται μεν πολλές προσπάθειες πολιτικής συνεννόησης, με πρωτοβουλίες παγκόσμιου συντονισμού (όπως η Συμφωνία των Παρισίων και οι COP), ενώ και σε περιφερειακό επίπεδο αναπτύσσονται πολιτικές πρωτοβουλίες με στόχο την προσαρμογή και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, λ.χ. τo Green Deal της ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά, όταν έρχεται η ώρα της πολιτικής εφαρμογής των μέτρων, αρχίζει το «ξήλωμα» των συμφωνιών, αφού οι εξαιρέσεις και τα ειδικά καθεστώτα προσαρμογής γίνονται ο κανόνας και οι μεγάλες πρωτοβουλίες μένουν χωρίς αποτέλεσμα.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της οικονομικής προσπάθειας που πρέπει να καταβληθεί ώστε οι πολιτικές αποφάσεις για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή να έχουν αποτέλεσμα, ας δούμε τι αναφέρει το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του ΟΗΕ (UNEP). Στην ετήσια έκθεση αναφοράς του για το 2021[4] τονίζεται ότι παρότι οι ανεπτυγμένες χώρες αυξάνουν την ετήσια οικονομική τους δέσμευση, αυτή υπολείπεται δραματικά από το αναγκαίο ποσό. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι μέχρι το 2030 τα κράτη θα πρέπει να διαθέτουν ετησίως από 140 έως 300 δις δολάρια και από το 2050 από 280 έως 500 δις δολάρια προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της προσαρμογής.[5] Είναι σαφές ότι όσο καθυστερούμε, τόσο αυξάνονται τα απαιτούμενα ποσά. Είναι επίσης κατανοητό ότι η δαπάνη τέτοιων πόρων, ειδικά σε συνθήκες κρίσης, απαιτεί σημαντική πολιτική δέσμευση και στήριξη. Όταν ακόμη συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό αφορά τα ανεπτυγμένα κράτη, τη μειοψηφία δηλαδή των κρατών, γίνεται αντιληπτό ότι τα ποσά τα οποία αναφέρθηκαν είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερα (υπολείπονται κατά 5 με 10 φορές, σύμφωνα με την έκθεση).
Είναι ενδεικτικό ότι κατά την περίοδο της πανδημίας, όταν η βιομηχανική και οικονομική δραστηριότητα μειώθηκε, οι δείκτες της κλιματικής αλλαγής βελτιώθηκαν για να επανέλθουν ταχύτατα στα προηγούμενα επίπεδα. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η παγκόσμια οικονομική στήριξη για την ανάκαμψη μετά την πανδημία ήταν 16,7 τρις δολάρια. Δυστυχώς, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος αφορούσε την ενίσχυση των πολιτικών προσαρμογής. Και αυτή η ευκαιρία χάθηκε.
Ανάμεσα στον φαύλο κύκλο του πολέμου, των πολλαπλών κρίσεων (οικονομική, κοινωνική, επισιτιστική, ενεργειακή, μεταναστευτική) και την επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής, την οποία τεκμηριώνουν οι επιστήμονες,[6] είναι προφανές ότι απαιτείται μια νέα πολιτική ατζέντα με διαφορετικές προτεραιότητες – και θα πρέπει να δούμε με σοβαρότητα πώς η πολιτική οικολογία μπορεί να επιτελέσει αυτόν τον σκοπό.
Μοιάζει εντελώς παράλογο και αντιφατικό ότι ενώ η αλλαγή του κλίματος έχει ήδη τεράστιο κόστος, οικονομικό, κοινωνικό και ανθρωπιστικό –και είναι δεδομένο ότι στο μέλλον, και όσο δεν παίρνουμε μέτρα, αυτό το κόστος θα μεγαλώνει–, η ανθρωπότητα δεν μπορεί να το αποδεχτεί. Οδηγείται, έτσι, προς μια καταστροφή άνευ προηγουμένου, και πιθανόν άνευ επομένου. Το ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι τι θα μπορούσε να γίνει σε πολιτικό επίπεδο ώστε αυτό το ζήτημα να αντιμετωπιστεί ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα: ένας άμεσος κίνδυνος για την ανθρωπότητα. Όσο περνάει ο καιρός και δεν λαμβάνουμε τα μέτρα που απαιτούνται, τόσο πιο κοντά έρχεται η καταστροφή.
Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η πολιτική οικολογία. Όχι όμως ως μια επιμέρους διάσταση της πολιτικής ατζέντας, αλλά στην καρδιά της. Είναι πλέον αναγκαίο να στραφούμε σε επιλογές που θα έχουν την οικολογική οπτική ως κύριο γνώμονα για τη διαμόρφωση οικονομικών, κοινωνικών και αναπτυξιακών πολιτικών. Αυτό προφανώς ακούγεται δύσκολο και περίπλοκο, αφού είμαστε εγκλωβισμένοι σε σχήματα τα οποία για την ώρα παράγουν αδιέξοδα ή είναι πια ξεπερασμένα από την πραγματικότητα –λ.χ. μπορεί να συμβαδίσει η προστασία του περιβάλλοντος με την ανάπτυξη; Γνωρίζουμε ότι το ερώτημα έχει απαντηθεί και αρνητικά και θετικά, αφού σε πολλές περιπτώσεις η προστασία του περιβάλλοντος έχει θυσιαστεί στη λογική της ανάπτυξης (με συγκεκριμένους όρους), ενώ σε άλλες επιτεύχθηκε οικονομική ανάπτυξη λόγω ή σε συνδυασμό με την προστασία του περιβάλλοντος.
Εάν θεωρήσουμε ότι η «μάχη» για την προστασία του περιβάλλοντος έχει πλέον χαθεί, αφού η κλιματική κρίση είναι σε πλήρη εξέλιξη, η βιοποικιλότητα έχει απωλέσει σημαντικά στοιχεία της και οι αλλαγές στο κλίμα τείνουν να γίνουν κανόνας και όχι εξαίρεση, τότε μια πραγματική οικολογική πολιτική πρέπει να είναι κεντρική επιλογή, ώστε να καταφέρουμε να αποτρέψουμε περαιτέρω καταστροφές. Οι συνέπειες μιας πιθανής αποτυχίας στο στοίχημα της κλιματικής αλλαγής είναι τόσο ολέθριες που ενδέχεται να οδηγούν τις κοινωνίες σε μια ασυνείδητη «παράδοση άνευ όρων», με την αίσθηση της αδυναμίας αντίδρασης να κυριαρχεί και να λειτουργεί σαν καταλύτης για την επιτάχυνση της καταστροφής.
Το παγκόσμιο και το τοπικό
Υπάρχουν όμως οι προϋποθέσεις η οικολογία να καταστεί κεντρικό ζήτημα στην πολιτική ατζέντα; Θα ήταν ενδεχομένως περιττό να επαναλάβουμε πόσο σημαντικό θεωρείται σήμερα από τις κοινωνίες το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Ας περιοριστούμε σε ορισμένα ενδεικτικά μόνο στοιχεία. Όπως έδειξε πρόσφατα μια ειδική έκδοση του Ευρωβαρόμετρου, για τους ευρωπαίους πολίτες η κλιματική αλλαγή αποτελεί το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης (18%), περισσότερο από τη φτώχεια (17%), την οικονομική κατάσταση (14%) ή τα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου (7%)[7]. Δεν θεωρείται όμως απλώς εξαιρετικά σοβαρό από μόνο του, αλλά φαίνεται να αποτελεί και προτεραιότητα όταν τίθεται ως δίλημμα σχεδιασμού πολιτικής ή κατανομής πόρων. Έτσι, στην ίδια έρευνα, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών σε όλες τις χώρες της ΕΕ θεωρούν ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα πρέπει να κατευθυνθούν πρωτίστως στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και όχι στα παραδοσιακά ορυκτά καύσιμα. Σε άλλη έρευνα, του ινστιτούτου Ipsos, σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία) αλλά επίσης στην Ιαπωνία, τη Βραζιλία και την Κίνα, οι πολίτες δεν συντάσσονται με την άποψη ότι η μετά την πανδημία πολιτική ανάκαμψης θα πρέπει να δίνει προτεραιότητα στην οικονομία ακόμη και σε βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος[8].
Αλλά και στη μικρή μας χώρα, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή θεωρούνται οι πιο σοβαρές απειλές που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα (αντίστοιχα: 17% και 13,1%), περισσότερο από τις δυστυχώς επίκαιρες πολεμικές συγκρούσεις (13,6%), την ακρίβεια (11,1%) ή τη φτώχεια και τις ανισότητες (8%)[9]. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η ευαισθησία για θέματα που άπτονται της κλιματικής αλλαγής εμφανίζεται οξυμένη και (ή ιδίως) στις νεότερες γενιές, όπως έδειξε μια άλλη πρόσφατη έρευνα εστιασμένη στα ζητήματα που απασχολούν την gen Z.[10] Την ίδια στιγμή, όμως, ενώ η κλιματική αλλαγή και τα ζητήματα περιβάλλοντος εν γένει θεωρούνται εξαιρετικά επείγοντα για τον πλανήτη, στη μικροκλίμακα της Ελλάδας τοποθετούνται, από τους ίδιους ανθρώπους, σε πολύ χαμηλότερη προτεραιότητα[11] –ένδειξη ότι ένα από τα μείζονα πλανητικά προβλήματα δεν έχει ακόμη «θεματοποιηθεί» στην τοπική του διάσταση. Για να το πούμε με άλλα λόγια, δεν έχει διαμεσολαβηθεί πολιτικά με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδειχθεί η κρισιμότητά του όχι ως ένα μακρινό πρόβλημα, αλλά ως κάτι που μας αφορά εδώ και τώρα, τόσο στην οικουμενική όσο και στην πιο «μικρή», αλλά και πιο κοντινή, ελληνική του διάσταση.
Μπορεί η οικολογία να είναι «μονοθεματική»;
Όταν μιλάμε για πολιτική οικολογία, ο νους μας πάει σχεδόν αυτόματα στα πράσινα κόμματα. Εάν στην Ελλάδα οι Πράσινοι εμφανίστηκαν μόνο σποραδικά και σπάνια κατάφεραν να έχουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, δεν ισχύει το ίδιο για την Ευρώπη. Από τη δεκαετία του 1970, πράσινα κόμματα αναδύθηκαν σε πολλές χώρες, αφού κατάφεραν να θεσμοποιήσουν νέες συγκρούσεις και επίδικα που προέκυψαν στο πλαίσιο των «New Politics» της μετα-υλιστικής αξιακής επανάστασης. Και ενώ πολλοί προέβλεπαν την εξαφάνισή τους, ωστόσο τα κόμματα αυτά, παρότι κατά κανόνα δεν ξεπερνούν το 10% στις εθνικές εκλογές, συνεχίζουν να είναι σημαντικοί παίκτες στα πολιτικά συστήματα, συμμετέχοντας και σε κυβερνήσεις συνεργασίας σε χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Φινλανδία, η Γαλλία και βέβαια η Γερμανία –αν και σε άλλες παραμένουν περιθωριακοί παίκτες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη Νορβηγία, την Ισπανία ή την Πολωνία.
Οι παράγοντες που ευνοούν την εγκαθίδρυση ενός πράσινου κόμματος φαίνεται να είναι τα υψηλά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης αλλά και η σημαντική παρουσία των περιβαλλοντικών ζητημάτων στη δημόσια συζήτηση. Όπως δείχνει η εμβληματική περίπτωση των γερμανών Πρασίνων, τα κόμματα αυτά καταφέρνουν να ανανεωθούν και να σταθεροποιήσουν την παρουσία τους όταν υπερβαίνουν τη «μονοθεματική» οικολογική ατζέντα και ενσωματώνουν ζητήματα δικαιωμάτων, φεμινισμού, πολυπολιτισμικότητας κ.ο.κ.[12] Σε γενικές γραμμές, έχουν κατακτήσει ή διαμορφώσει ένα πολιτικό κοινό που αποτελείται κυρίως από δυναμικά μεσοστρώματα, νεανικές μερίδες του πληθυσμού, υψηλής μόρφωσης, που κατοικούν κυρίως στα αστικά κέντρα και δεν έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με την εκκλησία. Αυτό το κοινωνιολογικό προφίλ τους τοποθετεί, όπως και τα πράσινα κόμματα, στη μετριοπαθή Αριστερά, ας πούμε όμορη της σοσιαλδημοκρατίας, ωστόσο δεν τους προσδίδει και μια γνήσια ταυτότητα ομάδας, δηλαδή κοινωνική και πολιτική συνοχή.[13]
Παρά την ανανέωσή της, αυτή η «πράσινη» ταυτότητα αποτελεί ενδεχομένως και το βασικό όριο των πράσινων κομμάτων. Δηλαδή, η αντιμετώπιση της οικολογίας ως ένα ζήτημα αυτοτελές, πέραν των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων της εποχής μας. Ωστόσο, αυτές είναι παρούσες, και μάλιστα όλο και πιο οξυμένες.
Η οικολογία έχει έναν παράδοξο χαρακτήρα. Είναι προ-πολιτική, αφού η διάσωση του περιβάλλοντος και του πλανήτη είναι αναγκαία προϋπόθεση για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, και άρα να τσακωνόμαστε πολιτικά. Ταυτόχρονα, είναι και απολύτως συνυφασμένη με τις αμιγώς πολιτικές συγκρούσεις, είτε αυτές αφορούν υλικά ζητήματα όπως το μοντέλο ανάπτυξης ή οι ανισότητες, είτε μετα-υλιστικά και θεσμικά, όπως οι αξίες, οι ταυτότητες, τα δικαιώματα. Υπό αυτήν την έννοια, καμία οικολογική ατζέντα δεν μπορεί να μείνει απρόσβλητη από (ή αδιάφορη προς) τις μεγάλες πολώσεις της εποχής.
Έτσι, εάν η εικόνα που έχουμε για την πολιτική οικολογία είναι ως επί το πλείστον μια πολιτική διάσταση της μετριοπαθούς Αριστεράς, σήμερα αναπτύσσονται επίσης εξαιρετικά δυναμικές και «μοντέρνες» ακροδεξιές εκδοχές της. Όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος Leigh Phillips,[14] η ριζοσπαστική Δεξιά δεν είναι πάντοτε μια πολιτική δύναμη που αρνείται την κλιματική αλλαγή ή τα περιβαλλοντικά ζητήματα εν γένει (όπως στην περίπτωση του τραμπισμού). Σε πολλές εκδοχές της συναντιέται η καχυποψία απέναντι στη νεωτερικότητα, ο μαλθουσιανισμός, ο εθνικισμός-κοινοτισμός, με μια ρομαντική αλλά επικαιροποιημένη αντίληψη της «φύσης» σε μια ιδεαλιστική, «αγνή» και «αυθεντική» εικόνα της. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν επιχειρεί να συγκροτήσει ένα κίνημα «Νέας Οικολογίας», που θεωρεί ότι η μετανάστευση επιβαρύνει την περιβαλλοντική κρίση καθώς απαιτεί διαρκώς νέους και περισσότερους πόρους. Στη Γερμανία, οι λεγόμενοι «καφέ οικολόγοι» (brown ecologists) αντιτίθενται στην εκβιομηχάνιση με το σκεπτικό ότι καταστρέφει μια εξιδανικευμένη εκδοχή του ιερού εδάφους και της φύσης της γερμανικής πατρίδας, του «Heimat» –παραπέμποντας στη ρομαντική αντίληψη μιας «Αρκαδίας» όπου ο λαός συνδέεται άρρηκτα με τη γη του, με δεσμούς αίματος και φυλής, σε μια αρμονική συνύπαρξη την οποία απειλεί η νεωτερική εκβιομηχάνιση (δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς μια τέτοια αντίληψη μπορεί να θεωρεί τους ξένους ως απειλητικό είδος-εισβολέα).
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η οικολογία δεν μπορεί να είναι ούτε μονοθεματική, ούτε απλώς μία διάσταση ανάμεσα σε άλλες της συνήθους πολιτικής ατζέντας. Δεν μπορεί να είναι αδιάφορη προς τις πολιτικές και αξιακές συγκρούσεις και ταυτότητες, ούτε πολύ περισσότερο ένα τεχνοκρατικό εγχείρημα στα χέρια των «ειδικών», μια new age φιλοσοφία περί ευ ζην, μια «ηθική της φύσης» ή μια αφελής φυσιολατρική στάση. Ακριβώς επειδή αποτελεί ένα από τα μείζονα επίδικα της εποχής μας, επειδή εμπλέκεται σε σχέσεις ανισότητας, κυριαρχίας, εκμετάλλευσης, κατανομής πόρων, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, μέσα σε ένα φάσμα αντιλήψεων που κυμαίνονται από τον ακραίο (και εθνικιστικό συχνά) παραγωγισμό μέχρι την άρνηση της παραγωγής και της τεχνολογίας (μαθουσιανισμός), η οικολογία δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόχρονα ένα αμιγώς πολιτικό ζήτημα και ένα θεμελιώδες πρίσμα μέσα από το οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε και να μετασχηματίσουμε τις κρίσεις, τις πολώσεις και τις ανάγκες της εποχής.
Με άλλα λόγια, η πολιτική οικολογία τότε μόνο μπορεί να είναι δραστική, όταν τοποθετείται μέσα στις μεγάλες πολιτικές διαιρέσεις και συγκρούσεις του σημερινού κόσμου, σε ένα πλαίσιο σαν αυτό που υποστηρίζει ο γάλλος φιλόσοφος Serge Audier: ενός οικο-ρεπουμπλικανισμού που θα τοποθετεί την οικολογία στο επίκεντρο της πολιτικής σύγκρουσης, συναρθώνοντάς την όμως ταυτόχρονα με τη δημοκρατική διαβούλευση και τη μέριμνα για το γενικό συμφέρον που υπερβαίνει τις επιμέρους ταυτότητες –για το κοινό καλό, της κοινότητας, της χώρας, του πλανήτη με την ευρύτερη δυνατή έννοια (συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή όλα τα έμβια όντα που τον κατοικούν).[15] Ιδού η πρόκληση, ειδικά για τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που τάσσονται με τις ιδέες της προόδου.
[1] Thomas Blade, «Europe’s drought could be the worst in 500 years, warns researcher», Euronews, 10-8-2022, διαθέσιμο εδώ.
[2] «High temperatures unleash marine heatwave in Mediterranean Sea», Reuters, 30-7-2022, διαθέσιμο εδώ.
[3] «Αιγαίο Πέλαγος: η πιο δροσερή περιοχή της Μεσογείου τον Ιούλιο του 2022», Meteo, διαθέσιμο εδώ.
[4] Adaptation Gap Report, διαθέσιμη εδώ.
[6] Βλ. τη νέα έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή – IPCC, διαθέσιμη εδώ.
[7] Special Eurobarometer 513, Climate Change, Μάιος 2021.
[8] Jessica Long, Lizzie Gordon, Ruth Townend, «Now What? Cliamte Change & Corona Virus», Ipsos Global Trends, Ιούνιος 2021.
[9] «Κλιματική Αλλαγή Στην Ελλάδα», έρευνα της Metron Analysis διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του ινστιτούτου Διανέοσις.
[10] «Gen Z Voice ON», έρευνα της About People για το ινστιτούτο Eteron, διαθέσιμη εδώ.
[11] Βλ. την προαναφερθείσα έρευνα «Κλιματική Αλλαγή Στην Ελλάδα».
[12] Zack P. Grant & James Tilley, «Fertile soil: explaining variation in the success of Green parties», West European Politics, 2018, DOI: 10.1080/01402382.2018.1521673.
[13] Martin Dolezal, «Exploring the Stabilization of a Political Force: The Social and Attitudinal Basis of Green Parties in the Age of Globalization», West European Politics, 20101, 33:3, σελ. 534-552.
[14] Leigh Phillips, «Brown Shirts, Green Dreams», 23 Ιουνίου 2022, Noema, διαθέσιμο στο: https://www.noemamag.com/brown-shirts-green-dreams/.
[15] Serge Audier, Γιια μια πολιτική οικολογία, Πόλις, 2021.
