Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, Το Νυχτόραμα. Μια πλατωνική ανάγνωση, Περισπωμένη, Αθήνα 2022.
Ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος εισέρχεται στην ερμηνευτική της Πολιτείας του Πλάτωνος μέσα από τη «στενή πύλη ενός εφιάλτη» (σ. 126), επικεντρώνοντας σε φαινομενικά ασήμαντα μικροσυμβάντα και μικροδιαλόγους, που διαυγάζουν, ωστόσο, καίρια την κυρίαρχη σκηνή του έργου. Παρακολουθούμε τη σκηνοθεσία της πλατωνικής Πολιτείας με το πρώτο βιβλίο της να διαδραματίζεται τη νύχτα στον Πειραιά, καθώς ο Σωκράτης συγκρατείται από το να επιστρέψει στην Αθήνα λόγω του χεριού ενός δούλου που τον σταματά. Ο δούλος παραμένει αόρατος και ως προς αυτό η δυναμική απτική του περίδραξη έχει προτεραιότητα έναντι της οράσεως. Η σκέψη του Σωκράτους στο εφεξής θα λάβει χώρα σε έναν χρόνο αεργίας, όπου ο Αθηναίος σοφός έχει ξεμείνει στον Πειραιά άυπνος, συγχέοντας τα όρια της μέρας με τη νύχτα. Στην οικία του Πολεμάρχου, όπου φιλοξενείται ο Σωκράτης, κεντρικό πρόσωπο είναι ο πατέρας του οικοδεσπότη, ο Κέφαλος, ο οποίος ομιλεί περί του νοήματος της ζωής από το κατώφλι των γηρατειών, ενώ ο Σωκράτης είναι μεσόκοπος. Η συζήτηση για την ιδανική πολιτεία αφορμάται έτσι από μία μνήμη θανάτου και από έναν στοχασμό για το νόημα της ζωής που ξετυλίγεται, καθώς πλησιάζουν τα γηρατειά. Ο Παπαγιαννόπουλος επικεντρώνει κυρίως στη μορφή του ανώνυμου δούλου, ο οποίος προσκάλεσε τον Σωκράτη να επιστρέψει στο μυστηριώδες αυτό μεσοδιάστημα, σε φωνές οι οποίες έρχονται από το μέλλον και αποσταθεροποιούν τη φαινομενική αυτάρκεια του υποκειμένου. Είναι, λοιπόν, μέσα σε ένα τέτοιο πνευματικό τοπίο που αναδύεται το αίτημα της δικαιοσύνης, το οποίο θα απασχολήσει τον πλατωνικό διάλογο.

Με αυτές τις εμβριθείς σκηνικές παρατηρήσεις ο Παπαγιαννόπουλος μας καλεί να μεταβούμε στον διάλογο Τίμαιος, όπου γίνεται λόγος για την χώραν, η οποία υποδέχεται το είναι ακριβώς επειδή η ίδια δεν υπάρχει, κειμένη εκτός της αρχής της μη αντίφασης. Ο Παπαγιαννόπουλος θα διαβάσει τον Τίμαιο μέσα από την Πολιτεία και θα επιμείνει στην πολιτική σημασία που έχει η χώρα ως υποκείμενη σε ένα αναδιατασσόμενο ένδοθεν σώμα της πόλεως. Στον Τίμαιο, η συνθήκη των ομιλητών είναι αυτή μιας παιδικότητας, η οποία όμως συνομιλεί προνομιακά με το γήρας. Η πλέον χαρακτηριστική τοπολογία, όμως, είναι η Ατλαντίδα που μετά τη βύθισή της έχει μετατραπεί σε έναν βαλτότοπο που μοιάζει με πηλό. Η απωθημένη αυτή πόλις προϋποτίθεται κατά τον Παπαγιαννόπουλο στη συζήτηση της Πολιτείας.
To αίτημα της τελευταίας είναι να εννοηθεί η δικαιοσύνη ως κάτι ανεξάρτητο από την πραγματιστική λειτουργικότητα της ειρήνης, εντέλει ως μια σκιά της ειρήνης που έρχεται όπισθεν και την αιφνιδιάζει, όπως ο δούλος τον Σωκράτη. Το ερώτημα της δικαιοσύνης γίνεται τότε το ερώτημα της ειρήνης περί του εαυτού της, διότι στην ειρήνη λανθάνει ένας κρυφός πόλεμος όλων με όλους, ο οποίος ρυθμίζεται με συμβάσεις του θετικού δικαίου για τα συμβόλαια κ.ο.κ. Ο πόλεμος αυτός βασίζεται στην ισχύ, την οποία ο Σωκράτης θεωρεί ως αντίθετη της αλήθειας του εαυτού και της ελευθερίας του. Με αυτήν την έννοια, ο Παπαγιαννόπουλος αναδεικνύει την αρχική μορφή του δούλου ως την κατεξοχήν ετερότητα, η οποία ματαιώνει την ισχύ του υποκειμένου και έτσι αποτελεί την καταγωγική αρχή του. Ενάντια στους σοφιστές που τονίζουν την ισχύ, ο Σωκράτης επιμένει στην απογύμνωση από τα πάντα πλην της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη διακρίνεται από το θετό δίκαιο, όπως και στον Ζακ Ντεριντά, και γι’ αυτό ο Σωκράτης, κατά τον Παπαγιαννόπουλο, ξεχωρίζει τον εαυτό του από τον κανόνα της πόλεως, επικαλούμενος μια δικαιοσύνη που αναδύεται ακριβώς ως εξαίρεση του δικαίου. Με την αναφορά του στο αρχαίο παιχνίδι «οστρακίνδα», κατά το οποίο τα παιδιά χωρίζονταν σε δύο ομάδες, ημέρας και νύχτας, ο Σωκράτης τίθεται, όπως πριν από αυτόν ο Σόλων, σε ένα μεταιχμιακό πεδίο μεταξύ ημέρας και νύχτας, εκφεύγοντας από τη λογική της κυριαρχίας. Ο σοφός ανακύπτει έτσι ως μια ασθενής δύναμη που φωτίζει το πεδίο της Ιστορίας με μια δεκτική ενεργητικότητα. Για τον Παπαγιαννόπουλο, ο Σωκράτης είναι ένα νιτσεϊκό υποκείμενο που κολυμπά αντίθετα στα κύματα της Ιστορίας ως ένας ανεπίκαιρος μοναχικός στοχαστής που παραπέμπει σε μια αλλιώτικη κοινότητα ξένων παιδιών και απόκληρων γιων. Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή ερμηνευτική ανάγνωση πλαισιώνεται από τα εικαστικά στολίδια του Βασίλη Κουτσογιάννη σε μια πολύ καλαίσθητη έκδοση.