«Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί κάθε ταινία είναι ταινία… σταθμός»! Αυτό το αστείο του φεστιβαλικού κοινού (της Θεσσαλονίκης) που ξεκίνησε να λέγεται κάπου στη δεκαετία του 1980, μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας το φρεσκομεταφρασμένο στα ελληνικά πόνημα του Βρασίδα Καραλή Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου» (εκδόσεις Δώμα, σε εξαιρετική μετάφραση και επιμέλεια του Αχιλλέα Ντελλή). Μόνο που ο εκ Σίδνεϋ ορμώμενος καθηγητής Βρασίδας Καραλής έχει κάνει κάτι αξιοθαύμαστο: έχει όντως καταγράψει όλες τις ταινίες «σταθμούς» του ελληνικού κινηματογράφου και τις έχει συνδέσει σαν κρίκους μεταξύ τους και με το περιβάλλον που τις γέννησε! Αποδεικνύοντας ότι τελικά ο ελληνικός κινηματογράφος (εφεξής ΕΚ) από το 1910 περίπου ως το 2021 προχώρησε και προχωράει καταφέρνοντας «να διαμορφώσει και να εδραιώσει ένα εικονοπλαστικό ιδίωμα ικανό να αποτυπώσει την ελληνική εμπειρία, με όλη της την αντιφατικότητα και πολυσχιδία, σε μια συνεκτική οπτική γλώσσα», όπως γράφει και στο οπισθόφυλλο ο συγγραφέας.
Η πρώτη λέξη του τίτλου προδιαθέτει για το τι ακολουθεί: είναι «μια» ιστορία του ΕΚ. Τα γεγονότα είναι εκεί έξω αλλά η ανάγνωσή τους είναι υποκειμενική, με βάση τη γωνία θέασης του συγγραφέα, αλλά και των ίδιων των κινηματογραφιστών, η οποία δεν διεκδικεί το αλάθητο. Και μόνο αυτό το στοιχείο να κόμιζε στην ελληνική βιβλιογραφία η «μια» Ιστορία του Καραλή θα αρκούσε για να αναδείξει τη ριζοσπαστικότητά της σε σχέση με τις άλλες Ιστορίες του ΕΚ. Με το βιβλίο αυτό ξεπερνάμε την Ιστορία των σκηνοθετών προσωπικοτήτων της Μητροπούλου και την Ιστορία τύπου «δημοσιογραφικό χρονικό» με αναλυτική καταγραφή και πικάντικες λεπτομέρειες του Ηλιάδη, του Κουσουμίδη αλλά και του Σολδάτου (πλην του πρώτου μέρους που αφορά τα πριν το 1967 γεγονότα). Ξεχνάμε επίσης και τις σινεφιλικές Ιστορίες με έμφαση στους σταρ ηθοποιούς.
Στο βιβλίο αυτό ξεχνάμε τη «μεγάλη» προσέγγιση στα πεπραγμένα, στην οποία αρέσκονταν οι Έλληνες κριτικοί εδώ και 50 χρόνια. Δεν υπάρχουν ούτε καν οι πεπατημένες όπως ο «καλός» ΕΚ της τέχνης, δηλαδή οι ταινίες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (εφεξής ΝΕΚ) με ολίγη από Κούνδουρο, Κακογιάννη, Πλυτά και Τζαβέλα, σε αντιδιαστολή με τον «κακό» εμπορικό Παλαιό Ελληνικό Κινηματογράφο (εφεξής ΠΕΚ) των Δαλιανίδη, Φίνου, Καραγιάννη και πολλών άλλων. Δεν υπάρχει ο καλός σκηνοθέτης ή σκηνοθέτης-παραγωγός (που επιχορηγείται από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, αλλά κάνει ταινία με ελάχιστα στο όνομα της τέχνης), σε αντιδιαστολή με τους κακούς παραγωγούς και τα τηλεοπτικά κανάλια, που στόχο έχουν μόνο το κέρδος και την κολακεία των χαμηλότερων ενστίκτων του κοινού.
Τέλος (δυστυχώς), ξεχνάμε εν μέρει και τις Ιστορίες του ΕΚ με βάση κοινωνικές μεθόδους, στατιστικά στοιχεία κ.λπ., όπως οι προσπάθειες της Χρυσάνθης Σωτηροπούλου και του Πάνου Κουάνη, που οδηγούν σε επιστημονικά στέρεα συμπεράσματα. Κοντολογίς, δεν έχουμε ούτε σε αυτό το βιβλίο μια πλήρη «Ιστορία της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής» παρά αποσπασματικά στοιχεία της.
Σε αντιδιαστολή με όλες τις προαναφερόμενες Ιστορίες, στο βιβλίο του Καραλή έχουμε κάτι πολύ σημαντικό: τις ελληνικές ταινίες! Τις ταινίες που σημάδεψαν από αισθητική, οικονομική, κοινωνική ή ευρύτερη πολιτισμική άποψη την εξέλιξη του ΕΚ, αναδεικνύοντας την ετερογένεια της κινηματογραφικής δημιουργίας και οδηγώντας τον Καραλή να μιλάει τελικά για «μια Ιστορία του κινηματογράφου στην Ελλάδα» και όχι για «μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου» (σ.20).
Και επειδή έχουμε ταινίες, έχουμε και το «απόσταγμα» όπως το λέει ο Καραλής: αυτό που ξεχωρίζει και που «καθίσταται σύμβολο μιας γενικής τάσης, ψηφίδα μιας συλλογικής απάντησης με στόχο να αναδειχθούν τα ίδια τα κινηματογραφικά έργα, οι προσωπικότητες πίσω από αυτά, το ιστορικό πλαίσιο και η συνάφεια με τις διεθνείς τάσεις» (σ. 18).
Το απόσταγμα ενός αιώνα κινηματογράφου είναι περίπου 900 συντελεστές και περίπου 1100 ταινίες με βάση το ευρετήριο (από τις συνολικά 4000) που μνημονεύονται σε μόλις 410 σελίδες με τον τρόπο κριτικής ενός… κρασιού – προφανώς λόγω χώρου: άρωμα, χρώμα, γεύση, επίγευση της ταινίας, όλα σε μια δυο προτάσεις ή μια παράγραφο! Η εξαίρεση φυλάσσεται μόνο για… εξαίρετες ταινίες όπως η ταινία Ζορμπάς (τέσσερις σελίδες), Θίασος (έξι σελίδες), Από την άκρη της πόλης (δύο σελίδες) και άλλες. Επίσης, για εξαίρετους σκηνοθέτες όπως ο Κανελλόπουλος (τεσσεράμιση σελίδες), αλλά και ο Δαλιανίδης (τριάμιση σελίδες και πολλές σκόρπιες). Και ανάμεσα σε αυτές, δεκάδες άλλες σελίδες που αφηγούνται την παράλληλη πολιτικοκοινωνική ιστορία της Ελλάδας σε κάθε εποχή του ΕΚ, η οποία προφανώς βγαίνει πάνω στις εικόνες των ταινιών της εποχής.
Η περιοδολόγηση είναι μια πολύ σοβαρή διαδικασία σε μια ιστορία κινηματογράφου. Ο Καραλής επιλέγει τη χρονολογική σειρά ανά δεκαετία για λόγους αφηγηματικούς, αλλά αποδέχεται (σ. 19) και την πιο κλασική ταξινόμηση α) προπολεμική περίοδος ως 1944, β) 1945 ως 1970 και την Αναπαράσταση, γ) 1970 ως 1995 και Το Βλέμμα του Οδυσσέα, και δ) 1995 ως 2011 με την εμφάνιση του Greek Weird Wave. Ωστόσο, η γενική προσέγγιση του βιβλίου που προτάσσει την «πολιτισμική ανάγνωση» με ιστορική αναπλαισίωση σε ολόκληρο το σώμα των ταινιών του ΕΚ, δεν του επιτρέπει, κατά τη γνώμη μου, να διαγνώσει υποπεριόδους, όπως για παράδειγμα ότι το Greek Weird Wave είναι απλώς μια μικρή υποκατηγορία περίπου 10-15 ταινιών σε μια περίοδο εκατοντάδων ταινιών του Σύγχρονου ή Μεταμοντέρνου ΕΚ, ο οποίος ξεκίνησε το 1993 (και όχι το 1995) και πάει ως σήμερα.
Η μεγάλη δύναμη του βιβλίου του Καραλή σήμερα στα ελληνικά, πέρα από όσα προαναφέρθηκαν είναι, κατά τη γνώμη μου, τρεις βασικές επενέργειες του:
Πρώτον, βάζει τον αναγνώστη να ξανακοιτάξει και να στοχαστεί πάνω σε όλες τις σημαντικές ταινίες-σταθμούς του ΕΚ και μάλιστα σε σχέση με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν. Προφανώς ως βιβλίο που γράφτηκε πρώτα στα αγγλικά για το διεθνές κοινό, αυτές οι εκτεταμένες αναφορές ήταν αναπόφευκτες γιατί εξηγούν σε αυτό το κοινό τα ελληνικά θέματα. Αλλά και το ελληνικό κοινό, ειδικά κάτω των 30 ετών, θα τις απολαύσει πλήρως –σκέφτομαι με χαρά να το διαβάζουν σαν λογοτεχνικό αφήγημα οι εικοσάχρονοι φοιτητές μου που με ρωτάνε συνεχώς «τι έγινε κύριε το 1981 που δεν είχαμε γεννηθεί;»
Δεύτερον, σχετικοποιεί πλήρως και οριστικά (για την ελληνική βιβλιογραφία) τη διάκριση που κυριάρχησε επί δεκαετίες μεταξύ εμπορικού και κινηματογράφου τέχνης και μεταξύ σκηνοθετών-τεχνιτών και «δημιουργών», αναγνωρίζοντας εξ ίσου την ανάγκη για κριτική αξιολόγηση στις ταινίες του Αγγελόπουλου, του Τζέιμς Πάρις, του Φίνου, του Νικολαΐδη και του Δαλιανίδη, ανάλογα με το πολιτιστικό τους βάρος (των ταινιών όχι των προσωπικοτήτων) στην εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου.
Τρίτο και πολύ σημαντικό, εισάγει πλήρως στην ελληνική βιβλιογραφία (που, θυμίζω, είναι η μόνη που διδάσκεται σε προπτυχιακό επίπεδο στα πανεπιστήμια και τεχνικές σχολές) την οπτική των αγγλόφωνων θεωρητικών της διασποράς, Ελλήνων και αλλοδαπών (Georgakas, Constantinidis, Schuster, Horton, Papadimitriou κ.ά) που κατά βάση αντιμετωπίζουν τις ταινίες ως πολιτισμικά δημιουργήματα με έμφαση στην ιδιαίτερη ταυτότητά τους λόγω της παραγωγής τους στην Ελλάδα (σε έμμεση αντιδιαστολή με τις πολιτιστικές βιομηχανίες των χωρών των θεωρητικών). Κοντολογίς, αν και είναι παράπλευρος στόχος (σ. 20), αυτή η Ιστορία θέτει συνεχή ερωτήματα για θέματα ελληνικότητας και «εθνικού κινηματογράφου»: όχι σε σχέση με το αρχαιοελληνικό και οθωμανικό παρελθόν, όπως έκαναν οι εγχώριοι στοχαστές ως και το 1990, αλλά με την κινηματογραφική ευρωπαϊκή και Χολιγουντιανή (αμερικανική) παράδοση που πρακτικά κυριαρχεί σήμερα.
Πολύτιμες συμβολές όλα αυτά, ενός ευκολοανάγνωστου, αλλά πυκνού ως προς την πληροφορία τόμου «μιας» Ιστορίας ελληνικού κινηματογράφου.
⸙⸙⸙
[Ο Γιάννης Σκοπετέας είναι αναπλ. καθηγητής σκηνοθεσίας στο ΕΚΠΑ, τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου.]

