Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Ρούλα Γεωργακοπούλου

Ο θάνατος του αναγνώστη

Δεν νοσταλγώ τον εφημεριδοπώλη των δρόμων ούτε τα περίπτερα και τους πάγκους των Κυριακάτικων εφημερίδων. Ο ρομαντισμός έχει και τα όριά του. Η μαύρη αλήθεια είναι ότι τα σημεία πώλησης Τύπου έχουν εξαφανιστεί. Έπαψαν πια να αποτελούν τοπόσημα κοινωνικοποίησης για τη γειτονιά και τις πλατείες του κέντρου, η διασπορά όμως της “είδησης” θα εξακολουθεί να νοιάζει και να κόφτει τους παραγωγούς ενημέρωσης και την εξουσία. Το αθώο όσο και κοινωνικό τζάμπα που άλλοτε το εξυπηρετούσε ο καφετζής λιτανεύοντας ένα και μόνον σώμα εφημερίδων σε εκατοντάδες πρεφαδόρους μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο, αυτού του είδους η παροχή μάς τελείωσε. Το καφενείον η Ελλάς έχει μεταφερθεί σε οθόνες και πρωινάδικα. Εντωμεταξύ άυλοι τίτλοι παλιών εφημερίδων αγοράζονται με το βάρος της ιστορίας τους σε χρυσάφι. Κάπως δυσανάλογο μού φαίνεται αυτό το οικονομικό ρίσκο με την γύρω τριγύρω απρόθυμη πραγματικότητα, αλλά πού ξέρω εγώ;

Δεν γίνεται να μπει κανείς σ’ αυτή τη συζήτηση χωρίς να μελαγχολήσει. Ακόμα και οι πολλοί, εκείνοι που έχουν πάψει προ πολλού να διαβάζουν εφημερίδες, ακόμα κι αυτοί έχουν ισχυρές απόψεις για το πώς πρέπει να είναι μια εφημερίδα που δεν πρόκειται να αγοράσουν ποτέ. Έτσι η εφημερίδα απόκτησε σιγά σιγά μια μεταφυσική διάσταση, ενώ κατά τη γνώμη μου έπρεπε να έχει μετατραπεί σε item ή προϊόν γκουρμέ. Να έχει τελειοποιήσει δηλαδή τα πλεονεκτήματά της έναντι του διαδικτυακού “τζάμπα”, ώστε να γίνει αντικείμενο συνήθειας, ελκυστικό και ταυτοτικό για τους λίγους αναγνώστες της πριν να την εγκαταλείψουν κι εκείνοι, στρεφόμενοι προς εύκολες και αμφιβόλου εγκυρότητας μαζικότερες λύσεις.

Οι παραγωγοί του Τύπου στην Ελλάδα δεν έχουν μετρήσει καλά, μού φαίνεται, τις διαφορές μεταξύ άυλης και χάρτινης ενημέρωσης και δεν έχουν εκμεταλλευτεί σωστά τα διαφορετικά τους χαρακτηριστικά και προτερήματα. Στον πανικό τους απάνω, στάθηκαν αμυντικά απέναντι στην διαδικτυακή επέλαση, αντί να αντιτάξουν μια ειρηνική διείσδυση που μάλλον θα πρόσθετε και νεότερους σε ηλικία αναγνώστες. Και για να μη μιλάω άλλο με γρίφους, μού είναι αδιανόητο το γεγονός ότι τα προχείρως στημένα σάιτ των εφημερίδων λειτουργούν κάπως σαν αποθηκευτικός χώρος για το χαμηλότερο σε κύρος και γλωσσική δυνατότητα συντακτικό δυναμικό, ενώ θα έπρεπε να γίνει το ακριβώς αντίθετο. Επενδύοντας στη διαδικτυακή σου πλευρά με συντάκτες κύρους που έχουν την αίσθηση της ταχύτητας και της αξιολόγησης των γεγονότων, δεν χάνεις αναγνώστες αλλά κερδίζεις έδαφος, καθώς και τον νέο τύπο πελάτη που δεν είναι άλλος από τον συνδρομητή. Αυτή η ιστορία, όμως, έχει λήξει προ πολλού στην Ελλάδα, γιατί απλούστατα δεν άρχισε ποτέ.

Κύλιση στην κορυφή