Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Μάρκος Καρασαρίνης

Nouvellistes και αλγόριθμοι

Το Παρίσι του Παλαιού Καθεστώτος είναι μια πόλη 600.000 κατοίκων χτισμένη ακόμη στο μεσαιωνικό ύφος των λαβυρινθωδών οδών, πρωτεύουσα μια ισχυρής δύναμης, έδρα μιας αναπτυσσόμενης αστικής τάξης και μιας αναδυόμενης κοινής γνώμης. Όπλο της τελευταίας είναι η τυπογραφία: φυλλάδια, βιβλία, χαρακτικά κυκλοφορούν σε μεγάλους αριθμούς και καταναλώνονται με αδηφαγία. Από την ελίτ των διανοούμενων ως το επίπεδο των υπάλληλων τάξεων ένα οργανωμένο σύστημα διαχέει την πληροφορία είτε αυτή αφορά επιστημονικά ζητήματα είτε πολιτικές εξελίξεις, φήμες για σκάνδαλα, κουτσομπολιά για έρωτες. Υπάρχουν οι επαγγελματίες nouvellistes που συγκεντρώνονται γύρω από το Δέντρο της Κρακοβίας στο Παλαί Ρουαγιάλ προκειμένου να διακηρύξουν προφορικά τα νέα· υπάρχουν οι επαγγελματίες nouvellistes που τα επεξεργάζονται γραπτά και τα διαδίδουν σε 31 γαζέτες· υπάρχει μια φυλλάδα διαφημίσεων και ανακοινώσεων για τοπικά θέματα, η «Annonces, affiches et avis divers»· υπάρχουν 82 επιθεωρήσεις με εξωτερικές ειδήσεις που τυπώνονται στην Ολλανδία και ταχυδρομούνται στη Γαλλία· υπάρχει, γράφει ο αμερικανός ιστορικός Robert Darnton στο πρόσφατο συναρπαστικό βιβλίο του The Revolutionary Temper, το «πρωτόγονο newsroom» της κυρίας Μαρί-Ανν Ντουμπλέ, ένα salon όπου το υπηρετικό προσωπικό είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να προσκομίζει φήμες καταχωρημένες σε δύο στήλες, αξιόπιστες και αναξιόπιστες, τα μέλη της ομήγυρης τις επεξεργάζονται προσθέτοντας τις δικές τους γνώσεις, οι υπηρέτες υπό την επίβλεψή τους συντάσσουν εγκεκριμένες συνόψεις που εν συνεχεία αντιγράφονται και κυκλοφορούν προς πώληση. Οι εφημερίδες, όπως τις γνωρίζουμε, είναι απούσες, η στιγμή τους έπεται, θα έρθει με την Επανάσταση του 1789.

Η κοινωνία που περιγράφει ο Robert Danton είναι μια κοινωνία χωρίς Τύπο. Δεν είναι μια κοινωνία χωρίς δημοσιογραφία. Οι λειτουργοί της ωστόσο δεν είναι ανεξάρτητοι. Όλοι οι παραπάνω nouvellistes δραστηριοποιούνται εκτός νόμου, υπό την αίρεση της λογοκρισίας, επιχειρώντας να διαφύγουν το άγρυπνο βλέμμα της αστυνομίας: τα παράνομα ειδησεογραφικά δελτάρια κυκλοφορούν «sous le manteau», κάτω από τον μανδύα. Πέρα από το να τα κατάσχουν ή να παρεμβάλλονται στη διακίνηση των επιθεωρήσεων που εισάγονται από το εξωτερικό δεσμεύοντάς τις στα ταχυδρομεία, οι αρχές συχνά χρησιμοποιούν το σύστημα για να προβάλουν τη δική τους οπτική των πραγμάτων: τελάληδες ή γραφιάδες εισέρχονται στους διαύλους επικοινωνίας για να διασπείρουν τις συμφέρουσες απόψεις· η επίσημη Gazette de France είναι το όργανο των Βερσαλλιών· η Journal de Paris, εφημερίδα σε εμβρυϊκή μορφή, κυκλοφορεί από το 1777 με τη σφραγίδα των ελεγκτών. Μεταξύ καταστολής και ιδιοποίησης αυτό που λείπει, σε έναν δημόσιο χώρο όπου η διάκριση των εξουσιών αποτελεί ακόμη αίτημα, είναι η άσκηση της δημοσιογραφίας ως Τέταρτης Εξουσίας.

Θα έλεγε κάποιος ότι όλα αυτά βρίσκονται σε έναν διαφορετικό γαλαξία από εκείνον του 21ου αιώνα, έτη φωτός μακριά από οποιαδήποτε συγκριτική χρησιμότητα εκτός ίσως από εκείνη της ανάγνωσης μιας εξωτικής ιστορίας γύρω από το παρελθόν. Αν όμως το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα, δεν παύει να υποδεικνύει ότι εξίσου ξένες χώρες μπορεί να κρύβει και το μέλλον. Εν προκειμένω, το προεπαναστατικό Παρίσι μας επιτρέπει να αναλογιστούμε τον πυρήνα του ρόλου του Τύπου. Η ανάδυσή του εδώ και δυόμιση αιώνες συμπίπτει με εκείνη μιας πλουραλιστικής κοινωνίας, όπου η οργανωμένη εξουσία πηγάζει από τους πολλούς και κατά συνέπεια οφείλει να μετρά την ισχύ της κοινής γνώμης. Συνιστά έναν από τους πυλώνες της πολιτικής κοινωνίας. Εκφράζει πολιτικές παρατάξεις, κοινωνικές ομάδες, ιδιωτικά συμφέροντα, σε κάθε περίπτωση σημαντικές μερίδες του πληθυσμού. Ο καθοριστικός παράγοντας, επομένως, είναι ο θεσμικός ρόλος του Τύπου στη νεωτερική κοινωνία. Παρά τις εσωτερικές κρίσεις και ανατοποθετήσεις, αυτός δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικά κατά τις μεταβολές της μορφής του (έντυπη, ραδιοφωνική, τηλεοπτική) στον 20ό αιώνα. Το ερώτημα είναι αν το διαδίκτυο ή η επερχόμενη τεχνητή νοημοσύνη συνιστούν ποιοτικές ρήξεις ικανές να οδηγήσουν σε αλλαγή παραδείγματος.

Με ασφάλεια μπορεί να μιλήσει κανείς για τη μετάβαση σε ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο, την οποία ήδη έχει υπαγορεύσει ο ψηφιακός μετασχηματισμός. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για την αρχιτεκτονική της σελίδας σε σχέση με εκείνη της οθόνης, για τον κατακερματισμό του κοινού που επιφέρει η προσωποποίηση των ειδήσεων, για την αλληλοπεριχώρηση μέσων ενημέρωσης και κοινωνικών μέσων. Σημαντικότερο πιθανότατα είναι το πέρασμα του Τύπου από ένα πρότυπο μαζικής κυκλοφορίας εντύπων σε ένα υβριδικό μοντέλο που συνδυάζει τη φυσική μορφή ή την τηλεοπτική / ραδιοφωνική εκπομπή με την ανάρτηση του περιεχομένου τους στο διαδίκτυο και την ταυτόχρονη αναβάθμιση της προσέλκυσης των online συνδρομητών. Έπειτα όμως από μια δεκαετία καταβαράθρωσης εσόδων, απώλειας θέσεων εργασίας, εξαφάνισης ιστορικών μέσων ή και ολόκληρων κλάδων (παράδειγμα η δραματική συρρίκνωση των τοπικών / επαρχιακών εντύπων), οι μεγάλοι δυτικοί ενημερωτικοί οργανισμοί φαίνονται να ανακτούν την ισορροπία τους. Το αν η τεχνητή νοημοσύνη προορίζεται να προκαλέσει εκ νέου απώλεια στήριξης παραμένει άδηλο. Γνωρίζουμε ότι οι συνέπειες των ριζοσπαστικών τεχνολογιών δεν μπορούν να προβλεφθούν: η τυπογραφία μετασχημάτισε εκ βάθρων το πολιτικό, θρησκευτικό και κοινωνικό τοπίο της Ευρώπης μέσα σε πενήντα χρόνια. Με τη διαφορά ότι άνοιξε τον δρόμο προς τον καθολικό αλφαβητισμό, την ευχέρεια της δημόσιας διαφωνίας, τη διάδοση της γνώσης –προϋποθέσεις για την απομάγευση του κόσμου, την ελάττωση της επιρροής της Εκκλησίας, την παρακμή της ελέω Θεού μοναρχίας, τη σταδιακή αναβίωση της δημοκρατικής ιδέας και την επανάκαμψη του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Οι όροι, συνεπώς, με τους οποίους τίθεται το ζήτημα ίσως πρέπει να αναδιατυπωθούν. Ο Τύπος στη νεωτερικότητα δεν είναι ανεξάρτητος από τη δημοκρατία, ανήκει στις καταστατικές αρχές της ύπαρξής της. Και εκείνο το οποίο οφείλει να διασφαλιστεί σε έναν κόσμο ραγδαίων τεχνολογικών μετασχηματισμών είναι η δημοκρατική συνθήκη εντός της οποίας αναπτύσσεται ο ρόλος του Τύπου ως θεσμού. Γιατί παρά τις φιλόδοξες εξαγγελίες και τις υψιπετείς διακηρύξεις των πρωτοπόρων του, το διαδίκτυο αποδείχθηκε ότι δεν συνιστά από τη φύση του αναγκαία και ικανή συνθήκη εκδημοκρατισμού ή προάσπισης της ανοικτής κοινωνίας. Τα παραδείγματα της Ρωσίας και της Κίνας είναι χαρακτηριστικά, η αμφιλεγόμενη πολιτεία των Google, Amazon, Apple, Facebook ενδεικτική. Δεν συντρέχει κανένας λόγος να πειστούμε ότι νοήμονες αλγόριθμοι θα μας οδηγήσουν σε μια δημοκρατική ουτοπία.

Το προεπαναστατικό Παρίσι μας επιτρέπει να σκεφτούμε τη δυνητική ύπαρξη μιας σύγχρονης κοινωνίας με δημοσιογραφία, αλλά χωρίς Τύπο. Ως αναγνώσεις επιστημονικής φαντασίας, τέτοια ανοίκεια τοπία έχουν τη γοητεία τους∙ ως νοητικά πειράματα, την αναμφισβήτητη αξία τους. Δεν πιστεύω όμως ότι θα θέλαμε πραγματικά να ζήσουμε σε μια σημερινή εκδοχή τους. Ειδικά από τη στιγμή που δεν επίκειται η επανάληψη της Γαλλικής Επανάστασης.

⸙⸙⸙

Ο Μάρκος Καρασαρίνης είναι διδάκτορας σύγχρονης ιστορίας του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, αρχισυντάκτης των ενθέτων «Βιβλία» και «Νέες Εποχές» του Βήματος της Κυριακής.

Κύλιση στην κορυφή