Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Κατερίνα Σχινά

Τύπος: μεταξύ σφύρας και άκμονος

Έγινα «δημοσιογράφος» τυχαία, σε μια πολύ διαφορετική εποχή από τη σημερινή –και ίσως να είχε ενδιαφέρον η ιστορία μου, αν δεν συγγένευε αρκετά με τις αντίστοιχες ιστορίες νεαρών γραφιάδων που διοχέτευσαν στις σελίδες των εφημερίδων το ταλέντο τους, όποιο κι αν ήταν αυτό, την αγάπη τους για το γράψιμο, την φιλοπερίεργη φύση τους, την κοινωνική ευαισθησία τους, την αίσθηση ότι εντάσσονται σε κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους, σε μια μεγάλη παράδοση με απαιτητικά πρότυπα, κι ακόμη –ύστατο αλλά όχι αμελητέο– την απέχθειά τους προς τη δουλειά με συγκεκριμένο ωράριο. Πιθανόν και τη βεβαιότητά τους (που συχνά θα αποδεικνυόταν ψευδαίσθηση) ότι είχαν διαλέξει ένα επάγγελμα αποκαλυπτικό της αλήθειας, εξηγητικό των κοινωνικών φαινομένων, διαλυτικό της πολιτιστικής παχυδερμίας.

Πέρασα από την Αυγή, υπήρξα μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Το Τέταρτο, και προσγειώθηκα στην Καθημερινή, όταν ακόμη στεγαζόταν στο ιστορικό κτίριο της οδού Σωκράτους, με τα παλιά γραφεία και τα ρολ τοπ, τους γλόμπους ελάχιστων κηρίων πάνω από τα κεφάλια μας και τα απαρχαιωμένα τηλέφωνα από βακελίτη. Πανευτυχής και ορεξάτη. Στις μεσημεριανές συσκέψεις, στις οποίες, αρκετά νωρίς μου δόθηκε το προνόμιο να συμμετέχω, αισθανόμουν ότι παρακολουθούσα να εξελίσσεται ένα είδος σωκρατικού διαλόγου: κάθε γεγονός ετίθετο υπό αμφισβήτηση, κάθε υπόθεση ελεγχόταν, κάθε προκατασκευασμένη αντίληψη επικρινόταν, κάθε αυθεντία απορριπτόταν, με στόχο την πλησιέστερη προσέγγιση της «αλήθειας». Εκεί, σ’ αυτή την αίθουσα, την συχνά πνιγμένη στους καπνούς των τσιγάρων, άνθρωποι με πολύχρονη εμπειρία εργάζονταν για την «ενημέρωση», εμφορούμενοι από τη βεβαιότητα ότι «η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης» (το απόφθεγμα που αποδίδεται στον Μάγερ, ενώ ανήκει στον Τζέρεμι Μπένθαμ και κοσμεί την αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ), ότι, με άλλα λόγια, υπερασπίζονται με τη γραφίδα τους τη δημοκρατία. Πίστευα κι εγώ ότι χωρίς την εφημερίδα να κρατάει τα φώτα αναμμένα, η δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι. Ίσως ήμουν πολύ νέα, ίσως ιδιαζόντως αφελής. Μάλλον αυταπατώμουν παραβλέποντας την εμπειρική πραγματικότητα του επαγγέλματος. Ωστόσο, δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ, εκείνη την εποχή της γενικευμένης ευφορίας, όταν οι εφημερίδες αυξάνονταν συνεχώς σε όγκο προσθέτοντας στην ύλη τους ένθετα επί ενθέτων και το αναγνωστικό κοινό συνωστιζόταν τα σαββατόβραδα στους πάγκους της Ομόνοιας και του Συντάγματος για να αγοράσει μία και δύο και τρεις κυριακάτικες, ότι θα φτάναμε σήμερα όχι απλώς να μιλάμε για κρίση του Τύπου, αλλά να ακούμε πεντακάθαρα τον επιθανάτιο ρόγχο του.

Φυσικά, οι λόγοι είναι πολλοί και έχουν αναλυθεί σε όλους τους τόνους –θρηνητικούς, απαισιόδοξους μέχρις απελπισίας, ψύχραιμους, πραγματιστικούς και όχι, κάποτε ακόμα και θριαμβευτικούς. Κάπου στα μισά, ανάμεσα στο τότε που περιέγραψα και στο τώρα που μας απασχολεί –τώρα που ο Τύπος μοιάζει αναπόδραστα παγιδευμένος μεταξύ οικονομικής δυσπραγίας και ηθικής σύγχυσης– είχε πέσει στα χέρια μου το βιβλίο του κοινωνιολόγου Patrick Champagne Double dependence (Διπλή εξάρτηση), ο οποίος στα πρότυπα του Πιερ Μπουρντιέ, επιχειρούσε να διερευνήσει πώς σχετίζεται το «δημοσιογραφικό πεδίο» με τις οικονομικές και πολιτικές πιέσεις και να ελέγξει τον βαθμό αυτονομίας του. O 20ός αιώνας πλησίαζε στο τέλος του και ο Champagne επισήμαινε, ήδη από τότε, το αδιαμφισβήτητο γεγονός: ότι οι δημοσιογράφοι ανήκουν σε ένα επάγγελμα που ταλανίζεται από την ολοένα και μεγαλύτερη υποταγή των δημοσιογραφικών οργανισμών στις οικονομικές αναγκαιότητες, από τις νέες τεχνολογίες που τους υποχρεώνουν να εργάζονται υπό μεγάλη πίεση και από την ασφυκτική επίδραση των «νέων οπτικοακουστικών μέσων» που αποδυναμώνουν το παραδοσιακό όριο το οποίο διαχωρίζει τον λαϊκό τύπο από τις λεγόμενες «σοβαρές» εφημερίδες. «Η ενημέρωση τείνει να ανατίθεται ολοένα και περισσότερο εν είδει υπεργολαβίας σε επισφαλείς δουλοπάροικους που εργάζονται φασόν και κατασκευάζουν μια ενημέρωση επί παραγγελία», έγραφε. Τι καταγγελτικός τόνος! Και να σκεφτεί, κανείς, ότι ακόμη ήταν νωρίς.

Στα χρόνια που θα ’ρχονταν τα σύννεφα θα πύκνωναν. Η εξαφάνιση του παλιού διπολικού κόσμου και η γεωπολιτική ρευστότητα και αστάθεια, η οικονομική κρίση, η διάδοση νέων διαδραστικών τεχνολογιών που καταργούν τα συμβατικά όρια και τους φραγμούς της ενημέρωσης, κατέστησαν δυσχερέστερη τη διάκριση του ορθού από το λάθος, του γεγονότος από την προπαγάνδα, της παρόρμησης από τον λόγο. Η αίθουσα συσκέψεων αντικαταστάθηκε από το χάος και το παραλήρημα του ψηφιακού κόσμου. Όπως παρατηρεί ο μελετητής των media Andrey Mir στο βιβλίο του Postjournalism and the death of newspapers (Μεταδημοσιογραφία και ο θάνατος των εφημερίδων), «το κοινό καταδιώκεται και κατακλύζεται με ‘ειδησεογραφία’ από παντού. Η ιδέα να προσφεύγεις σε μια καθημερινή εφημερίδα αναζητώντας αυτό που ονομάζεται ειδήσεις είναι γραφική και παρωχημένη». Στην εποχή του ηλεκτρονικού όχλου, γράφει ο Μιρ, «το επιχειρηματικό μοντέλο έχει θρυμματιστεί και, όπως ο Χάμπτι Ντάμπτι, δεν μπορεί να ανασυναρμολογηθεί. Οι μεγάλες ψηφιακές φάλαινες, όπως η Google και το Facebook κατάπιαν όλες τις διαφημίσεις –που δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψουν στα έντυπα μέσα».

Κρίσιμη αυτή η τελευταία φράση. Μας υπενθυμίζει μια αναντίρρητη αλήθεια, που τείνουμε να την ξεχνάμε: Οι «ειδήσεις» είναι μια επιχείρηση που παράγει κέρδη, όχι όμως από τις πωλήσεις των εφημερίδων ή τις ακροαματικότητες σταθμών και καναλιών καθεαυτές, αλλά από την διαφήμιση. Πιθανόν χωρίς να το συνειδητοποιούν, γράφει ο Μιρ, οι δημοσιογράφοι, εδώ και δεκαετίες, δεν γράφουν για να μην πεθάνει η δημοκρατία στο σκοτάδι, αλλά για να προσελκύσουν το κοινό στην κατανάλωση των διαφημιζόμενων προϊόντων. Αυτό εξηγεί μεγάλο μέρος του περιεχομένου των ειδήσεων: πυρκαγιές, πλημμύρες, καταστροφές, εγκλήματα, συγκρούσεις, κουτσομπολιό για κινηματογραφικούς σταρ ή διασημότητες. Εμπρηστικά πρωτοσέλιδα. Κραυγαλέοι τίτλοι. Σκανδαλιστικές «αποκαλύψεις». Νηπιακή γραφή. Το μετα-δημοσιογραφικό ύφος είναι καταγγελτικό και «απογυμνωτικό»: επιδιώκει να εμπορευματοποιήσει την πόλωση, θέλει θυμωμένους πολίτες που απλώς επιζητούν από τις εφημερίδες να επικυρώσουν τις πολιτικές τους απόψεις. Ωστόσο, ο μεγάλος ανταγωνιστής, το διαδίκτυο, πάντα θα τα καταφέρνει καλύτερα.

Ας ρίξουμε μια ματιά στους αριθμούς: στις Ηνωμένες Πολιτείες, από το 2005 ως σήμερα έχουν κλείσει 2200 εφημερίδες, ενώ οι θέσεις εργασίας στον Τύπο έχουν μειωθεί κατά 57% από το 2008. Στην Αγγλία, αυτές που κατέρρευσαν παντελώς ήταν οι τοπικές εφημερίδες (πάνω από 300 έκλεισαν μεταξύ 2009 και 2019), και τα τιράζ όσων απέμειναν μειώθηκαν τουλάχιστον στο μισό. Ο Independent ανέστειλε την έντυπη έκδοσή του το 2016, μόνο ο Guardian μοιάζει να αντέχει. Στη Γαλλία η κυκλοφορία των εφημερίδων μειώθηκε κατά 50% από το 2007 ως το 2018. Στη Γερμανία, από το 1991 ως το 2015 οι εθνικές και τοπικές εφημερίδες σημείωσαν κυκλοφοριακή πτώση της τάξεως του 72%. Όσο για την Ελλάδα, την περίοδο της κρίσης έβαλαν λουκέτο 45 εφημερίδες (ανάμεσά τους, 8 αθλητικές), με προεξάρχουσα, ασφαλώς, την Ελευθεροτυπία, ο κραταιός, ως τότε ΔΟΛ, κλονίστηκε σοβαρά, ενώ όσες εφημερίδες απέμειναν, είδαν τις πωλήσεις τους να καταρρέουν.

Το ψηφιακό τσουνάμι πλήττει κάθε εφημερίδα, κάθε χώρα, κάθε θεσμό. Ο όγκος του είναι πρωτοφανής. Οι πληροφορίες που παρήχθησαν το 2001, για παράδειγμα, ήταν διπλάσιες σε σχέση με όλες τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους, ενώ το 2002 ήταν διπλάσιες από εκείνες της μόλις προηγούμενης χρονιάς. Αλλά ένα επιχειρηματικό μοντέλο που διαμορφώθηκε για να εκμεταλλεύεται τη σπανιότητα της πληροφορίας δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει σε μια εποχή υπερπληθώρας και κορεσμού. Σήμερα, η πληροφορία καθεαυτή έχει μικρή αξία. Ενισχυμένο από τις ψηφιακές πλατφόρμες, το κοινό ελέγχει το πληροφοριακό τοπίο, πολύ θυμωμένο με τις «ελίτ» που διαχειρίζονται ακόμη και σήμερα αυτούς τους ιεραρχικούς θεσμούς του 20ού αιώνα –τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. Καταφεύγει στο διαδίκτυο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στους ηλεκτρονικούς ενημερωτικούς ιστότοπους θεωρώντας ότι προκρίνουν τον ελεύθερο λόγο και ενθαρρύνουν τις υγιείς, «δημοκρατικές» διαμάχες, τις επονομαζόμενες «αδιαμεσολάβητες», μόνο και μόνο επειδή του παρέχουν τη δυνατότητα σχολιασμού μακρόθεν, από την ασφάλεια ενός δωματίου· μέσα σ’ αυτό το απομονωμένο δωμάτιο οι «άλλοι» (παραγωγοί της είδησης, έτεροι σχολιαστές) υποστασιοποιούνται ως φασματικές μορφές μέσω της ιδέας που σχηματίζει αυθαίρετα γι’ αυτούς ο εκάστοτε χρήστης. Να γιατί το λυσσαλέο μίσος ενσκήπτει τόσο εύκολα. Να γιατί το ψεύδος αναφύεται τόσο αβίαστα και διαδίδεται με ταχύτητα αστραπής. Μέσα στο υπερσυνωστισμένο περιβάλλον του διαδικτύου, αν θέλεις να ακουστείς πρέπει να είσαι η πιο δυνατή και επιθετική φωνή –και η αλήθεια συχνά αποτελεί εμπόδιο. Χώρια που δεν είναι ποτέ τόσο ελκυστική, όσο ένα αρκούντως ψιμμυθιωμένο ψεύδος.

Και για να μιλήσω λίγο πιο προσωπικά: αν κάτι με ενοχλεί ή μάλλον με θλίβει στο διαδίκτυο, είναι ο εκπεσμός της εγκυρότητας της κριτικής. Φέρνω στον νου μου το βιβλίο του κριτικού Lee Siegel Against the Machine: Being Human in the Age of the Electronic Mob («Ενάντια στη μηχανή: όντας άνθρωπος στην εποχή του ηλεκτρονικού όχλου»), στο οποίο με είχε εντυπωσιάσει ο παραλληλισμός των κριτικών με τους ταξιδιωτικούς πράκτορες. Και τα δύο επαγγέλματα έχουν πληγεί από το διαδίκτυο, έγραφε ο Σίγκελ. Ωστόσο, όπως ο επιβάτης που αγόρασε βολικότατα το εισιτήριό του online συχνά ανακαλύπτει ότι είναι απροστάτευτος απέναντι στις αυθαιρεσίες των αεροπορικών εταιριών, έτσι και η αμεριμνησία με την οποία η κουλτούρα μας ασπάζεται την ‘κριτική του καθενός’ μάς αποστερεί από τα κριτήρια με τα οποία αποτιμούσαμε την ποιότητα της μουσικής, της τέχνης, της λογοτεχνίας. Οπότε καταντάμε έρμαια της κοινής γνώμης, όπως αυτή καταγράφεται π.χ. στις ιεραρχήσεις της Amazon. Μας κατακλύζουν «αριστουργήματα» που δεν αντέχουν στον σοβαρό έλεγχο, ενώ απορρίπτονται με συνοπτικές διαδικασίες κλασικά έργα, όπως το Κάτω απ’ το ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρι, για παράδειγμα, που μεταφράζω αυτόν τον καιρό, και για το οποίο διάβασα, μπαίνοντας στην ηλεκτρονική σελίδα του βιβλιοπωλείου Barnes & Noble: «Τρομερά πληκτικό και σχολαστικό. Προτάσεις αφηρημένες και ελικοειδείς. Χαρακτήρες που μου έγιναν πολύ αντιπαθείς ώστε να μπω στον κόπο να τελειώσω το βιβλίο. Σπατάλη χρόνου και χρημάτων». Με αρκετούς να συμφωνούν, αυθορμήτως.

Αν απομακρυνθούμε λίγο από την εικόνα που προσφέρει στον καθένα μας το διαδίκτυο, εκ των πραγμάτων περιορισμένη από το πώς και σε ποιο εύρος το χρησιμοποιεί (και φυσικά ποτέ δεν θα το δαιμονοποιούσα, αφού παρότι δεν θα αποτελούσε σε καμιά περίπτωση μέσο «αυτοέκφρασης» για μένα, εντούτοις παραμένει χρησιμότατο εργαλείο), νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε: η ψηφιακή απελευθέρωση μοιάζει με τον Πύργο της Βαβέλ: ένας θόρυβος από αμοιβαία ακατανόητες φωνές. Σ’ ένα τέτοιο χαοτικό περιβάλλον, το κοινό επιζητεί κατανόηση, όχι ειδήσεις –αυτές είναι άπειρες σε αριθμό και ασυνάρτητες σε μοτίβο. Κάποιοι ερευνητές, επικαλούμενοι τον Walter Lippmann και τον ορισμό του περί δημοσιογραφίας («όχι απλώς να φέρνει στο φως τα γεγονότα, αλλά να τα συσχετίζει και να δημιουργεί μια εικόνα της πραγματικότητας πάνω στην οποία μπορούν να δράσουν οι άνθρωποι») επισημαίνουν ότι η ανάγκη για διαμεσολάβηση έχει μετατοπιστεί από το ρεπορτάζ στην ερμηνεία. Και κάποιοι βλέπουν να αναδύεται ένας νέος θεσμός –αυτός του ενημερωμένου, εγγράμματου, εξειδικευμένου διαμεσολαβητή, που θα σταθεί ανάμεσα στο κοινό και το πληροφοριακό πανδαιμόνιο και θα προσπαθήσει να προσδώσει νόημα στην κυρίαρχη κακοφωνία.

Το αν θα παίξουν οι εφημερίδες αυτόν τον ρόλο είναι άδηλο και κατά πολλούς απίθανο. Στο τέλος της δεκαετίας που διανύουμε, προβλέπει ο Mir, θα επιβιώσουν μεν μερικές, περήφανα ιστορικά ονόματα επιδοτούμενα από δισεκατομμυριούχους, «αλλά θα είναι μουμιοποιημένα λείψανα του 20ού αιώνα». Όσο για εμάς που εργαστήκαμε στις εφημερίδες σε μια εποχή που ακόμη αποτελούσαν φύλακες της δημοσιογραφικής φλόγας, αλλά παραμένουμε ενεργοί μέσα στον υπερθερμασμένο τεχνο-ενθουσιασμό της σύγχρονης κουλτούρας, θα επιμένουμε να θυμόμαστε την παρατήρηση του Σπινόζα ότι «όλα τα εξαιρετικά πράγματα είναι και σπάνια και δύσκολα» και να αναλογιζόμαστε τους κινδύνους που διατρέχει ο πολιτισμός μας όταν εναγκαλίζεται «άνευ ορίων και άνευ όρων» μια τεχνολογία που καθιστά τα πάντα εύκολα και κοινά.

Κύλιση στην κορυφή