Εισαγωγή-Μετάφραση: Χρίστος Αγγελακόπουλος
Ο Neeli Cherkovski γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1945 και το πραγματικό του όνομα ήταν Nelson Innis Cherry. Μεγάλωσε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια και μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο το 1974, όπου αμέσως αποτέλεσε μέλος της επιδραστικής λογοτεχνικής κοινότητας του Νορθ Μπιτς. Από το 1983 συζούσε με τον Jesse Cabrera. Έχει εκδώσει πάνω από είκοσι βιβλία ποίησης αλλά και δύο βιογραφίες για τον Lawrence Ferlinghetti και τον Charles Bukowski αντίστοιχα, ενώ το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Είχε τιμηθεί με το «American Book Award», το «Josephine Miles National Literary Award» κι έχει αποσπάσει αρκετά ακόμα βραβεία. Πέθανε στις 19 Μαρτίου 2024, από ανακοπή καρδιάς. Πρόσφατα ανακοινώθηκε η πρώτη ανθολογία ποιημάτων του από τις εκδόσεις «Lithic Press» με τίτλο Selected Poems, 1959-2022, ενώ ετοίμαζε ένα βιβλίο με απομνημονεύματα και ένα ακόμα δοκιμίων, που θα δημοσιευτούν το 2025.
Η τετραμερής σύνθεση με τίτλο «Εβραίος» προέρχεται από το ποιητικό βιβλίο του Animal (Pantograph Press, 1996). Στη συχνή επικοινωνία που διατηρούσα μαζί του, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, μου είχε πολλάκις τονίσει πως το θεωρούσε ως ένα από τα πιο αγαπημένα, αν όχι καλύτερα, ποιήματά του, καθώς εδώ βρήκε εντέλει τη δύναμη και το θάρρος –όπως έλεγε– να ξετυλίξει το νήμα της εβραϊκής καταγωγής της οικογένειάς του αλλά και να μιλήσει για την επώδυνη ασθένεια που αντιμετώπισε η μητέρα του, η οποία τελικά την οδήγησε στον θάνατο. Ο ίδιος ήθελε οπωσδήποτε να μεταφραστεί στα ελληνικά και να παρουσιαστεί στην ανθολογία ποιημάτων του που αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2024 σε μετάφραση του υποφαινόμενου, από κοινού με το ποίημα «Ιώβ Πάσχων», που επίσης περιλαμβάνεται στην ίδια συλλογή.
⸙⸙⸙
ΕΒΡΑΙΟΣ
Για τον Ιβάν Αργουέγες[1]
I
ιδού τα λευκά της μαλλιά, το πρόσωπό της το ρυτιδιασμένο,
ονόματα σκαμμένα στο σώμα της, ένας ζωηρός και εύθυμος στα γίντις ρυθμός,
Σημιτικοί κώδικες μνήμης, το αλφάβητο του Τολστόι
εκχυνότανε από τα χείλη της, ένα όνειρο φυλετικό –Χαμπίρου[2]–
από τα κύματα αναδύεται, εξόντωσης πεδίο, τα μάτια της, Ισραηλίτικα,
μία εκδοχή του εβραϊσμού, της εξορίας, της επιβίωσης,
τον έμαθε να απαγγέλλει προσευχές, να τοποθετεί ετούτο το σάλι
πάνω από τις τηλεοπτικές παραστάσεις βαριετέ των Σιου[3] και των Αμερικανών,
σταματήσαμε δίπλα από τον αυτοκινητόδρομο Χάρμπορ, φώτα στον διάδρομο τροχοδρόμησης,
να τοποθετεί ένα ποτάμι σε ωραία αγκαλιά, λίγο χιόνι να προσφέρει, ο γιος της ο καλλιτέχνης,
καταλαμβάνει εκβολές αυτοκινητοδρόμων, πλήθος φωνών,
Ο Εβραϊκός λαός μου καθώς η νύχτα πλησιάζει, φίλος,
φθινόπωρο, προχωράμε προς τον χειμώνα, μοτίβα
κατακτήσεων αποκαλύπτουν μία περίπλοκη γραμμή φωτιάς, πρώτη λέξη των πραγμάτων
η αρχή, κέρδισε της χιλιετίας το έδαφος με όπλο
από καουτσούκ, μαχητής, από τη νοημοσύνη του, διατράνωσε τον εαυτό σου
στης μνήμης την αιχμή, ο ήχος κάποιου αεροσκάφους – φάντασμα επάνω από
την Ιουδαία, συλλογιζόμενος έναν γάμο γραμμάτων, τη Γιαγιά, την επιθυμία
ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΜΙΑ ΦΛΟΓΑ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ, να δεις πώς
αναλίσκεται, απλές καταδίκες, ασυνείδητες, στραμμένη
ενάντια στη γλώσσα σου η Ντέμπορα η γλυκιά, τέτοια αγάπη σάμπως οργωμένη
σε χωράφι (άσφαλτος, αγριόχορτα) γνωστή μέσα από τις φωτογραφίες
του πατριάρχη και της μητριάρχη, ούτε Κυριλλικός
ούτε ναυτικός, αλλά εκείνης που μεγάλωσε πέρα από τη ματαιοδοξία, ικανή
να μπερδεύει τα ονόματα των παιδιών της στον κήπο,
χωρίς σέλα στην επικράτεια του καλοκαιριού, τέλος του 19ου αιώνα
ανεβαίνοντας σε τείχη μεσαιωνικά που ψιθυρίζουν…
κινήσου προς το σκοτάδι, Γιαγιά φασματική, μέσα
από τη νύχτα την εκστατική, η φωτιά που δίνεις στον άλλον
κοκκινωπή, νομίζω ότι τα πλούσια μαλλιά της
σηκώνονται με μια χειρονομία στοχαστική,
απόσπασε τη μοναξιά σου από περιπλανώμενα σύννεφα,
τα δάχτυλά μου, γράμματα μεμονωμένα, λαμπερά,
η απώλεια η βαθιά μία παρουσία διαρκής,
καθώς τα δέντρα της γειτονιάς μάς χαιρετούν
με άκρα έτοιμα να τσακιστούν, σκέφτομαι την οροσειρά Σιέρα
και έναν άνδρα σαν κι εμένα, πολλαπλώς κομματιασμένο,
σε μια σπασμένη πέτρα στην πατρίδα του ξαπλωμένο,
παίρνεις το αίμα από τη μορφή της ομορφιάς
για μία στέγη πάνω απ’ το κεφάλι σου, υγρό
πέρασμα στενό, η γειτονιά μας,
περισσότερο σκοτάδι, μία αψίδα, μηδέν,
γράμματα καυτά (ιδού το επάγγελμά σου)
διαμορφωμένα για τις σκιές ενός παραδρόμου
αυτό γίνεσαι, Εβραίος γεννιέσαι,
χώροι κενοί, ένας ηλικιωμένος Εβραίος –φτωχός ποιητής–
με μια στικτή γκρίζα γενειάδα, Aleph, Beth, Gimel[4],
περιμένοντας στη σκοτεινή γωνιά σου να φωτιστείς, είσαι
το χέρι της φωτιάς, τη φωτιά ετούτη
νιώθεις, μία φλόγα που κοιμάσαι και αγκαλιάζεις, το χέρι
της οργής αγγίζεις
το πρωί, μία φλεγόμενη βάτος,
θραύσμα αλφαβήτου, γλώσσα –πάλλουσα, ανάγλυφη, με παράθυρα–
που εκρήγνυται, τα φλεγόμενα της Γενέσεως μάτια
γλυκιά θλίψη που σφίγγεις
όπως το μίσος του κενού, Zayin, Ayin…
μοιάζεις με εμένα, ακούς τον τρόμο των αγροτών
καθώς γεμίζει το κενό,
ένας Εβραίος έρχεται προς το μέρος σου,
από του μάγου το καπέλο
Εβραίος βγήκες, σκιά μέσα σε γυάλινο
σώμα σκοταδιού, του Εβραίου
την ταυτότητα σου προσέδωσαν,
σε ξάπλωσαν στο κρεβάτι
και σου χάραξαν το κορμί, shin, sin, samekh
απαράγραπτο, ανείπωτο
τραγούδι του λαούτου, το χέρι που μετατράπηκε σε λευκή λωρίδα
φωτός και σημάδεψε το χέρι μου,
ο μοναχικός σου καρκίνος, η φρικτή σου από-
σύνθεση σε μία αποδόμησης εποχή,
αμίμητο αηδόνι ενός ποιήματος που καταφτάνει
ώστε σε Εβραίο να μεταμφιεστεί, φτερά
Εβραίου, οι θείοι και οι θείες μου,
η κοινωνία των μητριαρχών μου, τριάντα έξι
το ένα τμήμα ενός εβραϊκού κεφαλιού στον τοίχο
θα στερεώσω, το άλλο, μπροστά στον γάμο
της θνητότητας και της επιθυμίας,
ατρόμητο θα υποκλιθεί
II
η μητέρα του έλεος βρήκε σε ένα ξέσπασμα φωνών
επιστρέφοντας από τον ξύλινο διάδρομο, θα περπατούσε
μόνη της στην αγορά, εκείνες τις ημέρες
τα ψάρια τοποθετούνταν σε ξύλινα βαρέλια,
οι υπάλληλοι στον γκισέ είχανε χαρακτήρα, τη διασκέδαζαν
με σχόλια για την ακίνητη περιουσία, την τιμή
του κοτόπουλου, με ώμους εξωφρενικούς,
φάνταζαν ανθεκτικοί στην αλλαγή, σάπια παραθαλάσσια τούβλα,
όμως οι περισσότεροι από αυτούς νεκροί, με σανίδες
στα ράφια στοιβάζονταν νιφάδες καλαμποκιού
και φασόλια σε κονσέρβες, διέθεταν γαλάζια πλαστικά δοχεία
για να ξεπληρώσουνε τη γη στους πάγκους, «Για
τους Αγίους Τόπους», θα έλεγαν και θα χειρονομούσαν
στην κίτρινη λάμπα που τρεμόπαιζε και κρεμόταν πάνω
από ένα καλάθι ξέχειλο από αβγά, εποχή της Κορέας
που τα κουρεία ήταν γεμάτα, οι άνδρες φορούσανε
ρούχα κομψά και στέκονταν να σου κουρέψουν τα μαλλιά,
να σε στριφογυρίσουνε σε έναν εφιάλτη καρεκλών,
χαμένοι πλέον, το στόματά τους
τρέχουν σε ασύνορες περιοχές
αναζητώντας λέξεις, τα μυώδη χέρια τους
δεν κρατάνε πια χασαπομάχαιρα ή σπάγκο
για το τύλιγμα, τα μάτια τους δεν κοιτάζουνε
τις ζυγαριές, ούτε μπορούνε να σου πουν αν ο καπνιστός σολομός
σήμερα καλύτερος απ’ τον ιππόγλωσσο, απίστευτο
το πώς συγχωρούμε τους εαυτούς μας, πώς σταδιακά εκλείπουνε
οι μάγοι και οι ναυτικοί, κραυγάζουν και ουρλιάζουν, μετατρεπόμενοι
σε αναμνήσεις ή κάτι λιγότερο ακόμα· παραδίπλα
οι ραβίνοι της αμερικανικής Δύσης
αναδιφούν την ομορφιά, οι συναγωγές
ομοιάζουν με διαστημικούς σταθμούς, οι άνθρωποι
δεν ταλαιπωρούνται από χιόνι βαθύ ή καυτές
ανακλήσεις, λιακάδα στη Χρυσή Πολιτεία,
σας φωνάζω από την άλλη πλευρά
του πλανήτη, καλή τύχη! φαίνεται
ξεκάθαρα η απίθανη είδησή μας,
πάρε έναν άνθρωπο ή ένα τμήμα κάποιου ανθρώπου και βρες τον
σε μία χώρα όπου αγκάθια και γαϊδουράγκαθα αφθονούν,
έναν άνθρωπο σαν και τον Σαμ που με τα χέρια του μοχθούσε
ταξιδεύοντας, μακάρι τα φτερά του να υψώνονται εσαεί,
η ματιά του να σαρώνει αλάνθαστα και πλατιά, τα μάτια του
σ’ εγρήγορση να παραμένουνε ακαταπαύστως,
δεν θα μελετούσε στο σχολείο, ούτε θα έπαιρνε
την πόζα ενός ραβίνου, δεν θα τηρούσε το κοσέρ[5] ούτε εντός του
θα ενστάλαζε τον φόβο του Θεού, δεν θα έσκυβε
το κεφάλι του για να προσευχηθεί όταν άγγελοι του ύπνου θα
επισκέπτονταν τη σύζυγό του, δεν θα σκεφτόταν να ανάψει
ένα κερί για να το δει να τρεμοπαίζει, τη φλόγα του να ανεβαίνει εντέλει και να πεθαίνει,
ποτέ δεν έψαλλε τη Χαφτορά[6], όμως ουκ ολίγες φορές
ανέχθηκε το Καντίς[7], ουδέποτε δοκίμασε τη σκληρότητα του Θεού
δίχως προκομένα χέρια, μάτι εργατικό,
της απουσίας του τον καιρό, ρυτιδιασμένος, σαν προφήτης
που ξυπνά από την ίδια τη στιγμή της απολεσμένης αγάπης
πενήντα τρία χρόνια δεσμευμένος, στην ουσία ανακαλεσμένος,
η δυστυχία απτή, η αγωνία απροειδοποίητα
εισβάλλει, ο φίλος μου,
η ομίχλη απηνής, τα γκρίζα μάτια κοροϊδεύουν,
μη όντας πλέον ασφαλής, τα τελευταία χρόνια του διάγει
ανάμεσα σε ορθόδοξους Εβραίους, κουνάνε
το κεφάλι τους συχνά, δίπλα τους προχωρά, αρλεκίνος
της ηλικίας, έχουν μία γοητευτική πραγματικότητα
υποδουλωμένη σε τελετουργίες, εντούτοις πλήρως ικανή
για επιβίωση, το συγκεκριμένο τρεμάμενο φως
μεταμορφωμένο σε κάσμπα[8], τα στενά
περάσματα οδηγούν σε διαπληκτισμούς
και οικογενειακή αφοσίωση, προσπερνούν,
παρατηρεί πώς ατενίζουν
μία γυναίκα με ρούχα προκλητικά ή
προσποιούνται ότι στοχάζονται τον Θεό
καθώς η κίνηση βρυχάται στην άσφαλτο,
η ζέστη τα γένια τους γαργαλά, αρθρώνει
για τον εαυτό του δράματα μεσαιωνικά
αποσπασμένα από τον χρόνο, πλαισιώνει
έναν παράδεισο ανθέων περικλεισμένων
απ’ την πέτρα σε κάποιο ξένο χωριό,
καπνός αναδύεται από βρεγμένους δρόμους,
της μητέρας του η επιθυμία χρυσάνθεμο να καταστεί
ή έστω κύμα απλό
ή μία ηλικιωμένη γυναίκα
σε ένα πράσινο παγκάκι στο τέλος του μονοπατιού,
το κουτσομπολιό στα γίντις κορυφώνεται, μειώνεται, ανακατεύεται
με ρουμάνικα, ουγγρικά, ρωσικά,
όλα σαπισμένα τώρα, η βουβή συναγωγή
μπροστά στην παραλία, η κούφια γη που καταπίνει
τη φυλή των γκρίζων κυριών, ο λεπτεπίλεπτος τρόπος
που ο Σαμ έτρεχε κατά μήκος των γραμμών, πηδώντας
σε μια επίπεδη φορτάμαξα στο Αϊντάχο, χρησιμοποιώντας ως εικόνα
τους κορμούς όπως γλιστρούσαν για να ερμηνεύσει στη συνέχεια
την αιφνίδια επίθεση στις βεβαιότητές του, ένας κόσμος χαμένος
και ο ίδιος αβοήθητος,
ψυχρό πρωινό, δροσερό δειλινό, κατασκηνώνοντας
σε ένα μέρος που μπορεί να ήταν ινδιανικό,
άκουσε μουσική από μία άρπα, γύρισε
για ν’ αντικρίσει έναν φαφούτη αμερικανό να του χαμογελά,
ένα είδος άγριου ανθρώπου, το πόδι του στην πέτρα
να χτυπά, η φωτιά τους έτοιμη για το στιφάδο…
ένας προφήτης της πέτρας, ένας άνθρωπος που την οργή του μεταποίησε
σε αδιαπέραστη σιωπή, ένα βήμα από νεκροταφείο
σε νεκροταφείο, γράμματα χρυσά, το καθένα ένα θηρίο,
νιώθω ότι ετούτη η προσευχή μου, οι λέξεις βαραίνουν σάμπως
γράμματα εβραϊκά, τα χείλη μου συσπώνται, τα σύνορα
παραμερίζονται, οι γκρεμοί ριγούν για να τους αισθανθούν,
Αμερικανέ μου φίλε, ανόητο να σκέφτομαι
ότι όλα αυτά μία μεταμοντέρνα ρουτίνα, όταν γνωρίζω
τι συνεπάγεται στην προβλήτα να περπατάς
καθώς ο άνεμος αρμενίζει πάνω απ’ το γαλάζιο νερό
προς ένα μέρος με γαλάζιο νερό που η γη το αφανίζει,
ένα ταξίδι ανελέητων διαστάσεων, υπέροχο,
άγνωστο, μέχρι σήμερα μη καταγεγραμμένο,
στα χρόνια της Ύφεσης λησμονημένο, καβαλώντας τα φορτηγά,
ένας μικρός Εβραίος στην Άτσισον[9], την Τοπέκα[10] και τη Σάντα Φε,
μοναξιά σαν λωρίδα δέντρων
σε ερημοτόπι ή μοναδική σκιά πάνω από μία πόλη
που λαμπυρίζει στον μακρινό ουρανό, αέρας σαν γροθιά
στην οποία επιφυλάσσει κανείς έναν κύκλο φαντασμάτων,
δυσοίωνη τελετή, γραπώνοντας το σίδερο
και φεύγοντας μ’ ένα κινούμενο φορτίο,
μία τυχαία κάρτα στο σπίτι, Αγαπητή μητέρα, σε παρακαλώ
μην ανησυχείς, ωστόσο γιε μου, τι θα απογίνεις
στην Αμερική; εκείνη που ίππευσε ένα λευκό αλογάκι
στον Κόσμο τον Παλαιό, μαραζώνοντας ενόσω εκείνος απών,
σκηνή από την κρεβατοκάμαρα σε ασημένια οθόνη, χαλιά τόσο χοντρά,
ζωή σε μια τραπεζαρία παγωμένη,
σκέφτηκα να γίνω σιδηροδρομική γραμμή, μία σπίθα
ενέργειας από ατσάλινες ρόδες, ο ήχος από
τις κλαγγές όπως τα τρένα περνούν με ταχύτητες ιλιγγιώδεις και
πηγαίνουν πέρα δώθε, δελεασμένος από τον καπνό των Σαγιέν[11],
στο Γουαϊόμινγκ αργά το πρωί σκληροτράχηλοι σιδηροδρομικοί
που έπιναν ουίσκι με σπρώχνουνε να φύγω,
χιόνι σαν εβραϊκή προσευχή συσσωρευμένο στους φράχτες
της απέραντης σιδηροδρομικής μάντρας, με χτύπησαν,
με κλότσησαν και με ξαπόστειλαν
στη ζούγκλα έξω από την πόλη, ξύπνησα
και είδα μάτια αμερικανικά, γιε μου, γιε μου, τι έκαναν
και γιατί; Συνάντησα έναν άνθρωπο που έπαιζε οργάνιστρο[12]
ντυμένος ως συνηθιζότανε κατά της Ύφεσης την εποχή, μετά, πάνω σε μία εμπορευματική μεταφορά, ένας
άνδρας παραλίγο να μου μπήξει ένα μαχαίρι στον λαιμό, κατάφερα και τον απέκρουσα,
το εκτυφλωτικό σκοτάδι έσταξε αίμα, τον σκότωσα ευθύς,
στ’ αριστερά ένα λιβάδι με περιστέρια, στα δεξιά μία εξέδρα άντλησης πετρελαίου
ιδού η περιβόητη αμερικανική ερημιά,
γιος του Ισραήλ, μητέρα σε τι συνοικίες κατοικούμε
στην άκρη της ζοφερής μητρόπολης, η σκληρή δουλειά σου
τίποτα δεν σήμαινε, τα πάντα, θα μεταστοιχειωθώ
σε ατμομηχανή, λοιπόν, πολλάκις διασωσμένη από τις
ιεραποστολές κατά μήκος του δρόμου, που προσέφεραν σούπα και ψωμί,
χιόνι στους φράχτες, οι μπάσταρδοι, παραμύθια έμπλεα
πεύκων και αλητών, ο Ρούζβελτ ζωντανός,
ή για να κόψεις τις άκρες του γκαζόν σου
μια γαλήνια αυγή το καλοκαίρι, τα φύλλα
γίνονται γυαλί, θα σπάσουν,
ο πρωταγωνιστής, για δαύτον αδιαφορείς,
στην οθόνη ένας άνθρωπος χωρίς ηθική,
ως μία κίνηση το εκλαμβάνεις προς την κατεύθυνση τη σωστή,
ορμητική βροχή, ένα σεντόνι μεταφερμένο από την πλαγιά
κατέφτασε στην πόρτα σου, του Σαββάτου τα κεριά,
φόρεσες δάκρυα για μια στιγμή ενστερνιζόμενη ένα ψέμα
III
είσαι ο πρωταγωνιστής, ένα μοναδικό καρέ,
κάνεις ένα ενιαίο μοντάζ, γρήγορη αλλαγή γωνίας,
ο Εβραίος άνδρας που σε τιμώρησε, έβαψε τα μάτια σου
και σε ανάγκασε μπροστά στην κάμερα να περπατήσεις με μία ήπειρο
στα χέρια σου, η πύρινη λαίλαπα στο ξέφωτο εκεί,
κατευθείαν στο κορμί σου οδηγημένη…
Δεν υποχωρώ από ετούτο το φωτισμένο πρωινό
που σπρώχνεται στο σώμα μου, το μάτι μία πλώρη, μάτι κυματιστό
στο νερό, βάρκες θηλαστικών, ίχνη ψυχής, θλίψη ζωική
ή ένα κουρασμένο τριαντάφυλλο σε καρέκλα, τεράστιο κερί
στη μνήμη μιας ζωής, αρχαίες πόρτες σφραγισμένες
αφήνοντας την κίνηση απ’ έξω, ήρθα, δεν έφυγα ποτέ, έμεινα ανάμεσα
στα γόνατά του, χόρτασα, η ώρα μία κουκουβάγια, μάτια
ορθάνοιχτα, πλώρη της Γενέσεως, η στοιχειωμένη της επωδός,
κατέστησα τον λαό μου καράβι και τον έστειλα να σαλπάρει
διαφορετικά θα με κάρφωνε με το βλέμμα της, ουδέποτε με έκρινε,
ένας μύλος τού ανήκε, του προπάππου σου, η λευκή του
γενειάδα και το σκουφάκι του σε μια ντουλάπα πίσω απ’ τα φορέματά της,
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΚΕΙ, ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝΕ
ΤΑ ΖΩΑ, ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΑΣ, ΟΙ ΘΥΡΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΡΚΕΤΑ ΠΛΑΤΙΕΣ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΑ ΣΑΣ ΣΤΕΓΑΣΤΡΑ, ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΑΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΞ, ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ, ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΨΩΜΙΟΥ,
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΣΟΥ ΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΒΡΟΝΤΟΦΩΝΑΖΕΙ ΟΡΜΗΤΙΚΗ
ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ ΜΙΑΣ ΜΠΡΟΥΤΖΙΝΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ
ΠΑΡΕ ΤΑ ΕΒΡΑΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΚΡΕΜΑΣΕ ΤΑ
ΨΗΛΑ, ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ
ΚΑΘΑΡΙΣΕΙ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΣ ΦΩΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
ως Εβραίο χωρίς εβραϊκότητα ο θείος μου προσδιόριζε τον εαυτό του,
ο αφηρημένος εξπρεσιονιστής θυμάται το σκληρό λουρί ακονίσματος
του πατέρα μέχρι που η αναπνοή σου
βγαίνει από τα δάχτυλά σου ίσαμε τα μάτια
να υπακούσουν, επιζώ μιας ιστορίας που με κομμάτιασε,
ένας ζωγράφος του χρώματος, χαράκτης, το βλέπεις
από το πώς απλώνεται η μπογιά
στον καμβά, κυκλοθυμικός, βίαιος πατέρας που
αυτοκτόνησε στον ποταμό Φιλαδέλφεια, το ένα χέρι
την αλήθεια αναζητά, το άλλο σφίγγει την ακατανόητη
σιωπή, ο Θείος μου ζωγράφισε τον Θεό ως δημιουργό χωρίς Θεό,
εκείνο τον Θεό που ακτινοβολεί,
τον τεράστιο εγκατεστημένο στον ουρανό, αλλά ποιος μπορεί να πει;
ο Θεός ό,τι δεν συνειδητοποιούμε και έτσι
η άγνοια επεκτείνεται κι απογειώνεται
καθώς ξυπνάω σε χιονισμένα χωράφια από μπετόν.
φοράω χιονοπέδιλα από καουτσούκ,
τις παρανοήσεις σου για τους Εβραίους τις κρατάω σαν δηλητήριο
σε ένα κύπελλο με παραλλαγές ονομάτων του Θεού
που αναβοσβήνουν, του κόσμου δημιουργός, ζωγράφος
αφηρημένων εννοιών, ποτάμι αίματος σε στρώσεις απανωτές και
βουνό, χαράκτης, κάποιος που με ένα αποτύπωμα
το κεφάλι μου σαγηνεύει, σκαλιστός
Εβραίος σε γυαλί, ένας που δεν μπορεί να κοιμηθεί, εκείνοι
οι θείοι που έπαιζαν με αυτοκίνητα και οι υπηρέτες οι οικογενειακοί, ο καπνός
του Θείου Τσάρλι, υπόλειμμα ανθρώπου, τα παχιά πούρα
του Θείου Αλ, του δικηγόρου από το Σικάγο,
ιδιομορφίες του εβραϊσμού στον ξύλινο διάδρομο,
είμαστε άγγελοι, άσπρες πέτρες, κόκαλα νεκρά, περπάτημα
με βήματα μικρά, το όργανο ατμού του θείου Τζιμ
στο γκαράζ, φάντασμα ενός γάμου, φάντασμα ενός μπαρ μίτσβα, το
φάντασμα μίας κηδείας, η κηδεία ενός γάμου, ο γάμος
ενός θανάτου, η γέννηση ενός φαντάσματος, η επιλογή ενός φερέτρου,
η πληρωμή με αίμα στον ραβίνο της θλίψης, παλαιοί ρωσικοί
σωροί από χιόνι καθώς σε μια βουνοπλαγιά η Φάνι μία χιονόμπαλα εκτοξεύει
πέρα από τα μάτια του Νεκρού, μέσα στον πάπυρο που τοποθετώ μπροστά από τη Ρόουζ
σε ενός μήλου την καρδιά, κι εκείνη επιστρέφει
στου θανάτου την αγκαλιά πλάι σε έναν αυτοκινητόδρομο, παρακολουθώ με ένα μηχάνημα
να τη σηκώνουν και να την αρχειοθετούν,
έτσι που έκτοτε αδυνατώ τον δρόμο να ξανάβρω για το σπίτι,
να πώς λάμπει, σκουλήκι
στο μήλο, φλούδα πορτοκαλιού,
τα όρια ξεπερνώντας, αφήνοντας ένα πληγωμένο γράμμα
σε κάποιο ξεχασμένο μέρος, ο τρόπος με τον οποίο προωθούμαστε
μέσα από τον χρόνο σ’ ένα κάστρο ή μία καλύβα σε μια χώρα
με σιτάρι, σε ένα σπίτι με βιβλία ξεφτισμένα, οι γιαγιάδες μου αντικρίζουν
ένα κερί το βράδυ της Παρασκευής, καλύπτοντας
τα πρόσωπά τους, αυτό προσπάθησε η μητέρα μου, αλλά δεν κατόρθωσε
να το πράξει στην Αμερική πειστικά πριν από της συγχώρεσης τη μέρα
IV
παρατήρησε
εκείνο το ταξίδι, πόσα ονόματα,
τι απόσταση εκκρεμεί να διανυθεί
πεζοπορώντας σε ακατοίκητες χώρες
και ποιος μοιάζει
με Εβραίο; Ποιος ετούτο
το έδαφος κατέχει
σε ένα πιάτο με διαμάντια
ή μπιχλιμπίδια;
ΜΟΙΑΣΕ ΜΕ ΕΜΕΝΑ, Ω ΕΣΥ ΞΑΝΘΕ ΕΒΡΑΙΕ,
ΞΑΝΘΕ ΛΕΞΕΩΝ ΚΥΚΛΕ, ΠΡΟΤΟΥ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ
ΕΙΣΧΩΡΗΣΕΙ, ΕΝΑ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ, ΒΓΑΛΕ ΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΥ,
ΑΠΟΔΟΜΙΣΤΗ, ΒΟΑ ΣΥΣΦΙΓΚΤΗΡΑ, ΦΟΒΕΡΕ
ΑΛΗΘΙΝΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕ, ΑΠΟ ΠΟΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ; ΟΠΩΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙΣ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
ΜΕ ΤΑ ΣΟΒΑΤΙΣΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ, ΤΟΙΧΟΙ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΕΣ ΚΑΙ
ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ, ΣΙΩΠΗΛΟ ΕΠΩΔΥΝΟ ΝΤΟΥΒΑΡΙ ΔΙΑΤΥΠΩΜΕΝΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΟΥ, ΠΟΥ ΑΠΟΚΤΑΕΙ ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΟΣΤΑ…
πρόσεξε επομένως πόσοι
εξαφανίζονται σε δάσος
απροσπέλαστο, κουτσουρεμένο
άλσος, εύσχημη υπαίθρια φωτιά,
το χέρι
του Εβραίου
στο σώμα σου
ένας μύθος συλλογικός
που λάμπει
σαν τα κάρβουνα
αέρας ηρωικός, μάτι ήσυχο, κενό
«κρίμα που πρέπει να δουλεύει τόσο σκληρά, κρίμα
το πώς δουλεύει»,
αλλά
εσύ απελευθερώνεις
τον εαυτό σου
από τις λέξεις
τις βασανιστικές,
χρόνια αργότερα η γεύση
παραμένει, βραστό κοτόπουλο
σ’ ένα πιρούνι,
το πεντακάθαρο σαλόνι της, τόση τύχη
μέσα στην ατυχία,
κοίταξε μονάχα πόσοι
φεύγουνε για το κολέγιο όταν η σιωπή μου
βάλθηκε να σε αναζητήσει
όπως κειτόσουνα θαμμένη
σε ένα σάβανο λαχτάρας
[1] Ivan Argüelles (1939): Αμερικανός ποιητής από τη Μινεσότα των Ηνωμένων Πολιτειών, σαφέστατα επηρεασμένος στα γραπτά του από την Μπιτ γενιά και τον υπερρεαλισμό.
[2] Επρόκειτο για μικρές πληθυσμιακές ομάδες που ζούσαν στην Αρχαία Ανατολή, κυρίως κατά την Εποχή του Χαλκού. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε διάφορα αρχαία κείμενα για να αναφερθεί σε ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων που συχνά περιγράφονταν ως νομάδες και οι οποίοι ασχολούνταν με διάφορα επαγγέλματα, όπως η βοσκή, η γεωργία ή ως μισθοφόροι.
[3] Ομάδες ιθαγενών της βόρειας Αμερικής.
[4] Τα τρία πρώτα γράμματα του Εβραϊκού αλφαβήτου.
[5] Ο όρος «κοσέρ» χρησιμοποιείται στον Ιουδαϊσμό για να περιγράψει τα τρόφιμα που θεωρούνται «κατάλληλα» ή «ορθά» για κατανάλωση σύμφωνα με τους εβραϊκούς διατροφικούς νόμους που βασίζονται στην Τορά.
[6] Εβραϊκός όρος που αναφέρεται στην ανάγνωση από τα βιβλία των Προφητών ύστερα από την Τορά, κατά τη διάρκεια των εβραϊκών θρησκευτικών τελετών. Διαβάζεται κάθε Σάββατο δημοσίως στις λειτουργίες της συναγωγής, καθώς και σε γιορτές και ειδικές περιστάσεις.
[7] Εβραϊκή προσευχή που απαγγέλλεται στις λειτουργίες της συναγωγής και σε άλλες περιστάσεις για να δοξάσει τον Θεό. Διαβάζεται παραδοσιακά στα αραμαϊκά, τη γλώσσα που μιλούσαν συνήθως οι Εβραίοι κατά την εποχή του Ταλμούδ.
[8] Το παλαιό, οχυρωμένο τμήμα μίας πόλης. Επρόκειτο, ιστορικά, για το κέντρο του εμπορίου και του πολιτισμού της και συχνά χρησίμευε ως προπύργιο για την άρχουσα τάξη.
[9] Πόλη στον Κάνσας.
[10] H πρωτεύουσα του Κάνσας.
[11] Ιθαγενής λαός που αρχικά ζούσε στην περιοχή των Μεγάλων Πεδιάδων της Βόρειας Αμερικής, στη σημερινή Μοντάνα, το Γουαϊόμινγκ, το Κολοράντο και την Οκλαχόμα.
[12] Έγχορδο όργανο που παίζεται περιστρέφοντας μια μανιβέλα, η οποία γυρίζει έναν τροχό που τρίβεται στις χορδές, δημιουργώντας έναν ήχο παρόμοιο με του βιολιού ή της γκάιντας.

