«The eyes of this dead lady, speak to me»
Ezra Pound (Εικόνα, 1912)
Οι ξεχασμένες γυναίκες κοιμούνται μέσα μας. Τις κυοφορούμε δίχως να το ξέρουμε. Αραιά και πού έχουμε τα συμπτώματα αυτής της εγκυμοσύνης. Περίεργες ζαλάδες, αστάθεια, καμιά φορά εμέτους, μέχρι και λιποθυμίες. Αλλά εμείς τα αγνοούμε. Είμαστε αρσενικά, οι άντρες δεν εγκυμονούν, τέτοια έγνοια δεν μας περνάει από το νου. Δεν γεννάνε οι άντρες στους εννιά μήνες.
Ο χρόνος όμως είναι χαιρέκακος όταν πλήττει. Αυτός γονιμοποιεί τον κοιμισμένο έρωτα, αυτός αποφασίζει μετά τη μέρα της επώδυνης γέννησής του και αυτός καθορίζει εκ νέου τότε το φύλο μας. Οπότε κι εμείς γεννάμε. Φέρουμε πίσω στη ζωή την ξεχασμένη γυναίκα, παρόλο που δε θυμόμαστε τη μέρα που εκείνη παραδόθηκε στα χέρια μας χωρίς να μπορέσουμε να το καταλάβουμε, χωρίς να το υποψιαστούμε.
Γιατί ο χρόνος έχει τρύπες, ίδιες με τους κρατήρες των ηφαιστείων. Από αυτές αναδύονται κι επανέρχονται στη ζωή, κι ας είναι πεθαμένες χρόνια τώρα, οι γυναίκες που μας αγάπησαν, όταν εμείς δεν ξέραμε τίποτε από έρωτα, όταν εμείς, ανίδεοι, φεύγαμε κυνηγημένοι από φόβο μην τυχόν και πληρώσουμε. Κλέφτες που άρπαξαν χρυσαφικά, αλλά δεν βρήκαν ποτέ τον αργυραμοιβό για να τους τα ανταλλάξει.
Ο ξεχασμένος έρωτας επιστρέφει εκεί που δεν το περιμένεις και απαιτεί να τον αναστήσουμε, να ξεπληρώσουμε το παλιό χρέος. Ο ξεχασμένος έρωτας πασχίζει ακόμα να μας σώσει. Όταν είναι όμως πολύ αργά για μας. Η αφύπνισή του αυτή και η αναπάντεχη κατόπιν συνάντηση με τον εαυτό μας έχει να κάνει –όσο κι αν φαίνεται απίστευτο– με τις καιρικές συνθήκες, με έναν συγκεκριμένο πάντα τόπο, ή μπορεί να οφείλεται και σε κάποιο λυπημένο τραγούδι, στη δηλητηριώδη σκέψη που το ακολουθεί. Ό,τι ακριβώς συνέβη σε έναν πολύ δικό μου άνθρωπο. Ο οποίος δεν κατόρθωσε να διαχειριστεί μια τέτοια όψιμη αφύπνιση.
Είναι αλήθεια δύσκολο να σκοτώσεις τον παλιό εαυτό σου, να απαλλαγείς από αυτόν και τις έγνοιες του και να ησυχάσεις, αλλά πολύ πιο δύσκολο είναι να γυρίσεις πίσω και να τον αναστήσεις, όταν έχουν περάσει αμέτρητα χρόνια που τον είχες για πεθαμένο, όταν πίστευες πως είχες ξεμπερδέψει οριστικά, πως είχες κλείσει τους λογαριασμούς μαζί του. Αυτό που μπορείς να κάνεις, είναι να του ξεφύγεις πάλι, να βρεις ένα νέο τρόπο, δεν έχεις καμιά άλλη δυνατότητα να ξεκινήσεις τώρα ένα καινούργιο παιχνίδι. Το παιχνίδι που δεν αξιώθηκες τότε να παίξεις.
Οφείλεις να καταπνίξεις την απροσδόκητη ανταρσία της μνήμης, αν θέλεις να γλιτώσεις με ελάχιστες απώλειες. Εξάλλου, το ξέρεις καλά πως κι αυτή τη φορά, την ίδια πανικόβλητη φυγή θα επιλέξεις, γιατί έτσι είναι η φύση σου. Σε διαφορετική περίπτωση, σκληρή και δίκαιη θα είναι η τιμωρία σου από την παράτολμη εμπλοκή σου στον ξεχασμένο έρωτα.
Η μόνη περίπτωση, επομένως, για να σωθείς, να μην επαναλάβεις τα δικά του λάθη, είναι να αναπλάσεις τώρα εσύ, εικόνα την εικόνα, την κακιά στιγμή, τη στιγμή που αυτός, ο δικός σου άνθρωπος, άκουσε, εκείνο το βροχερό βράδυ, το λυπημένο τραγούδι κι αμέσως έπεσε στη νοσταλγία, να περπατήσεις πλάι του και να τον παρακολουθείς προσεκτικά. –Σαν ψάρι πιάστηκε στο αγκίστρι μιας γυναίκας, η οποία είχε φύγει από τη ζωή αρκετά χρόνια πριν αλλά επέστρεψε, πέρα από κάθε πρόβλεψη, και του ζητούσε μια νέα ευκαιρία και απαιτούσε πάλι από αυτόν να του μάθει τον έρωτα, να τον μυήσει από την αρχή στα μυστικά του και να τον πείσει να της παραδοθεί. Να κάνει δηλαδή ό,τι δεν μπόρεσε να κάνει όσο εκείνη ήταν ζωντανή.– Θα πρέπει να ανακαλέσεις τον εαυτό σου στην τάξη και να μηχανευτείς μαζί του τον καινούργιο τρόπο που θα την εξαπατήσεις, δεύτερη φορά, την ξεχασμένη γυναίκα, για να μην πάθεις κι εσύ τα ίδια, για να σωθείς. Να επιστρέψει αυτή στον κόσμο της λήθης και ο ίδιος στη γνώριμή σου ησυχία. Όμως, φρόνιμο είναι, να έχεις πάντοτε κατά νου πως οι ξεχασμένες γυναίκες κοιμούνται μέσα μας, αλλά ξυπνούν εκεί που δεν το περιμένουμε.
Δύο ασυνήθιστες εικόνες:
Παραλιακή κωμόπολη της Δυτικής Ελλάδας. Ένα στενό δρομάκι στην άκρη της έρημης πόλης, στα τελευταία σπίτια. Η ώρα είναι γύρω στις έντεκα το βράδυ. Καλοκαίρι. Από το βάθος του δρομίσκου ακούγεται κάποιο κλαρίνο, να παίζει αδιάκοπα τον ίδιο σκοπό. Πρόκειται για παλιό και ιδιόμορφο δημοτικό τραγούδι.
Στην άλλη εικόνα, ένας άντρας παίρνει αργό, νυχτερινό περίπατο, πλησιάζοντας προς το μέρος από όπου ακούγεται η μουσική. Έχει μακριά γενειάδα και μια επιτηδευμένη μελαγχολία στο ύφος του, θυμίζει τυπικό διανοούμενο.
Ακούγοντας τον ήχο του κλαρίνου, στέκεται κεραυνόπληκτος, ύστερα, με αποφασιστικά βήματα παρεκκλίνει από την πορεία του, εγκαταλείπει τον κεντρικό δρόμο και φτάνει μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι.
Τώρα έχουμε πλέον μία μόνο εικόνα. Ενός γέρου, μάλλον άρρωστου ανθρώπου, ο οποίος παίζει τον ίδιο πάντα σκοπό με το κλαρίνο του, διακόπτοντας κάθε τόσο και πιάνοντάς τον ξανά από την αρχή, και τον άλλον άντρα, εκείνον που στέκεται κάτω ακριβώς από το παράθυρό του. Αυτός, ο δεύτερος άντρας, είναι σίγουρα κάτοικος της πρωτεύουσας –Κύριος οίδε γιατί ξέπεσε να παραθερίζει στην ερημική πολίχνη του τόπου καταγωγής του, μετά από τριάντα χρόνια απουσίας– και δεν μπορεί να δει αυτό που εμείς βλέπουμε μέσα στο σπίτι. Τον άρρωστο γέρο να παίζει ασθμαίνοντας, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και ακουμπισμένος σε τέσσερα υπερμεγέθη μαξιλάρια. Ούτε και ο γέρος όμως, φαντάζομαι, βλέπει τον άγνωστο επισκέπτη που καραδοκεί νυχτιάτικα κάτω από το παραθύρι του.
Είναι καθοριστικό, και γι’ αυτό πρέπει να αναφερθεί εδώ, πως το τραγούδι μιλάει για μια κόρη «κίτρινη», τη Διαμαντούλα. Ο τραγουδιστής αγωνιά να μάθει πού οφείλεται η χλωμάδα της και παίρνει από την ίδια την άμεση απάντηση.
Ότι η αιτία βρίσκεται στην ανελλιπή επίσκεψη «παλληκαριού» σ’ αυτήν, την κάθε νύχτα. Δεν ευθύνονται, ούτε οι ίσκιοι, ούτε τα φαντάσματα, όπως διατείνονται όσοι δεν γνώρισαν τα πάθη του έρωτα. Η απάντηση μάλιστα της νεκρής κόρης συνοδεύεται κάθε φορά από τον απελπισμένο αναστεναγμό των τραγουδιστών, και στο κλαρίνο αποδίδεται ακόμα πιο σπαραχτικά.
«Διαμαντούλα μ’ τι είσαι τέτοια, τέτοια κίτρινη;
Μήπως ίσκιος σε πατάει, μήπως φάντασμα;
Ούτε ίσκιος με πατάει, ούτε φάντασμα.
Με πατάει το παλληκάρι τα μεσάνυχτα».
Ο άντρας που σύρθηκε βάναυσα από τον σκοπό του κλαρίνου και στέκεται παγωμένος κάτω από το χαμόσπιτο –ένα κατάλευκο άγαλμα μέσα στη μαύρη νύχτα– δεν γνωρίζει τη σχετική βιβλιογραφία του τραγουδιού, όπως εύλογα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ούτε έχει ασχοληθεί με τις πολλαπλές ερμηνείες της νεκροφιλίας και της μεταφυσικής ερωτικής φαντασίωσης, από κάποιο λαογραφικό ενδιαφέρον, ή και από ποιητική-αισθητική, ίσως, ανησυχία. Άλλες ανάγκες τον ταλανίζουν τώρα και τον τυραννούν, αυτή τη στιγμή που αφουγκράζεται το τραγούδι. Ανάγκες, τις οποίες δεν τόλμησε ποτέ να παραδεχτεί.
Η εικόνα κλείνει, εν πάση περιπτώσει, εντυπωσιακά, καθώς ακούγονται δυνατές βροντές, κεραυνοί και αστραπές. Χωρίζεται στα δύο η νύχτα. Άγρια έρχεται μπόρα. Ο κρυμμένος, σε απόλυτο πανικό, σαν να έχει αφυπνιστεί και να αναδύεται ξαφνικά μπρος στα μάτια του φοβερό πρόσωπο, που τον αναστατώνει, φεύγει περπατώντας πολύ βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας κάτω από τη βροχή, ενώ από μακριά τον φτάνει, όλο και πιο δυνατός, ο σκοπός του κλαρίνου, δίχως να πτοείται από τους θορύβους της καλοκαιρινής καταιγίδας. Τον φτάνει, τον προλαβαίνει το τραγούδι, και τον περιτυλίγει ολόκληρο.
Ας φανταστούμε τον τρομαγμένο άντρα, όταν, την άλλη μέρα, βλέπει μια κηδεία να περνάει κάτω από το μπαλκόνι του κι αστόχαστα ζητάει να μάθει ποιος έχει πεθάνει.
Ανακαλύπτει πως ήταν ο κλαριντζής της προηγούμενης νύχτας. Και τούτο γιατί εκείνος που έτυχε να απευθυνθεί ήταν ένας ευφάνταστος και φλύαρος ταυτόχρονα χωριάτης.
– Τίνος είναι η κηδεία; τον ρώτησε αδιάφορα.
– Έπαιζε όλη τη νύχτα απόψε, ως το πρωί, του απάντησε, σχεδόν ψιθυριστά. «Τον αμαύλισε το Χάρο.» Κι επειδή νόμισε ότι ο Αθηναίος δεν καταλάβαινε καλά το νόημα της λέξης, το διευκρίνισε: «Ο Χάρος είναι άγριος πολύ. Υπάρχουν, ωστόσο, λιγοστοί που ’χουνε τον τρόπο να τον ημερώνουν, να τον καλούν κοντά τους όταν τον χρειάζονται, όταν είναι η τελευταία τους ελπίδα. Και τότε ο Χάρος, πονόψυχος, έρχεται, αλλά δεν έρχεται μόνος, έτσι λέει ο κόσμος. Φέρνει μαζί του κι ένα πεθαμένο πρόσωπο, αυτό που ο άλλος έχει αγαπήσει πιο πολύ στη ζωή του.
– Το κλαρίνο δηλαδή; τον ρώτησε τρέμοντας. Το κλαρίνο του; τον ξαναρώτησε.
– Το κλαρίνο, επιβεβαίωσε εκείνος σκυθρωπός κι έτρεξε να προλάβει την πομπή που ξεμάκρυνε.
Μεγάλη χάρη θα του κάναμε, του άτυχου ωτακουστή του τραγουδιού της Διαμαντούλας, αν, για λόγους ευγένειας, αποδεχόμασταν ως τυχαία σύμπτωση τον θάνατο του γέρου κλαριντζή το ίδιο εκείνο βροχερό βράδυ, ότι δεν είχε να κάνει με κάποιας λογής παραφυσικό φαινόμενο.
Αν όμως γνωρίζαμε ότι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος θέλει να παριστάνει τον ποιητή, πήγε κι αγόρασε την άλλη κιόλας μέρα ένα κλαρίνο για να ξεκουφαίνει τους περιοίκους και γείτονές του στην Αθήνα όσο να μάθει τα μυστικά και τα τεχνάσματα του οργάνου, ότι θα εγκατέλειπε το κλεινόν άστυ και με την απληστία του ερασιτέχνη ψαρά που εφοδιάζεται όλα τα πολύπλοκα σύνεργά του και πάει για να αλιεύσει τα ασύλληπτα χρυσά ψάρια, θα γύριζε πίσω, να ζήσει εδώ, στη γενέθλια πόλη του, μετά από τόσα χρόνια απουσίας, για να περιφέρεται χωρίς ελπίδα μέσα στους έρημους δρόμους της, θα καταλαβαίναμε πως μια τέτοια ευγένεια από μέρους μας, καθόλου δεν θα τον ανακούφιζε, ότι θα τον εξόργιζε, κι άλλες, κακές σκέψεις, θα μας δηλητηρίαζαν τότε το μυαλό.
Απελπισμένοι άνθρωποι του είδους του, λυμαίνονται τα παλιά, τα βασανισμένα τοπία, σκυλεύουν τους αδικαίωτους έρωτες. Αναζητούν προφάσεις για να αθωωθούν.
Γι’ αυτό έρχονται.
Γι’ αυτό γυρίζουν πάλι πίσω. Και πάντα κατόπιν εορτής.
Και πάντα όταν είναι πολύ αργά γι’ αυτούς.
Δεν έρχεται όμως ο θάνατος όταν εσύ τον προσκαλείς. Όταν θέλεις να τον χρησιμοποιήσεις για τιμωρία σου. Δεν σου κάνει τότε το χατίρι.
Μάταια λοιπόν επιστρέφουν. Δεν θα μπορέσουν αυτοί ποτέ να πιάσουν χαμηλόφωνη κουβέντα με πεθαμένο πρόσωπο, με μια γυναίκα που πλανήθηκε κάποτε και τους αγάπησε. Την κουβέντα που δεν στάθηκαν ικανοί ν’ ανοίξουν μαζί της, όσο εκείνη ήταν ζωντανή, ακόμα και σήμερα, ενώ έχουν πέσει και περιτυλιχτεί και ασφυκτιούν μέσα στα δίχτυα της νοσταλγίας της. Δεν μπορούν να ακούσουν τον αναστεναγμό της, να ξεκινήσουν απ’ αρχής μια νέα σχέση μαζί της, να της ζητήσουν τώρα, τώρα που εκείνη είναι πεθαμένη, έναν καινούργιον έρωτα. Γιατί είναι λειψοί, γιατί είναι χάρτινοι.
Και, προπαντός, δεν πρόκειται να καταλάβουν ότι δεν είναι γι’ αυτούς το κλαρίνο. Πως δεν πρόκειται να τους χρησιμεύσει, ότι φέρνει τους αναστεναγμούς του πεθαμένου προσώπου μόνον σ’ όποιον έχει και ο ίδιος αναστενάξει μαζί του, όσο αυτό το πρόσωπο ήταν εδώ κάτω, στη γη, στην πραγματική ζωή. Κοινούς καημούς ξυπνά το κλαρίνο. Μ’ αυτούς «αμαυλίζει», μ’ αυτούς σαγηνεύει τον Χάρο.
Γι’ αυτό δεν πρέπει εμείς, με κανέναν τρόπο, να τον εμπιστευτούμε και να τον λυπηθούμε για την αργοπορημένη μετάνοια του, τον άθλιο ωτακουστή, ούτε να νιώσουμε κανέναν οίκτο γι’ αυτόν, όσο απελπισμένα κι αν επιθύμησε τον θάνατό του απ’ τη στιγμή που αφυπνίστηκε, κοιμισμένο ηφαίστειο μέσα του, ο έρωτάς της. Όταν είναι αργά, είναι αργά. Και δεν παίρνει καμία μετάνοια.
Δίκαιη ήταν επομένως η τιμωρία του.
Να βρεθεί το επόμενο καλοκαίρι ολομόναχος σε δωμάτιο του τοπικού ξενοδοχείου, να τους ξυπνήσει όλους, άγρια χαράματα, με τους σπαραχτικούς ήχους του κλαρίνου του και να καταλήξει δέσμιος στο διαβόητο ψυχιατρείο της Αθήνας, περιτυλιγμένος με την ανάμνηση μιας γυναίκας που του πήρε τριάντα χρόνια για να καταλάβει ότι την είχε ερωτευτεί, όταν άκουσε, εκείνη τη βροχερή νύχτα, το γενναίο τραγούδι της Διαμαντούλας, και να επιχειρήσει μετά να αφουγκραστεί τον αναστεναγμό της, να τη φέρει κοντά του πεθαμένη, ενώ δεν το ’χε αποτολμήσει όσο εκείνη ήταν ζωντανή.
Μεγάλο έρωτα θα πρέπει να αναβίωσε για να αποζητήσει έτσι απεγνωσμένα να πεθάνει και ο ίδιος, από τη νοσταλγία της, για να θελήσει να τιμωρηθεί με τη θανατική ποινή, που πέρασε τη ζωή του όλη τυχαία και ασυνείδητα, και να εναποθέσει πάνω σ’ ένα κλαρίνο τις ελπίδες του, να του τη φέρει πίσω.
Εκτός κι αν έπαιζε όμως πάλι. Ακόμα κι αυτή τη φορά. Αν έδινε μια παράσταση, καθώς το συνήθιζε, αφού με τόσο υποκριτικό, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, με τέτοιο γελοίο τρόπο, σκέφτηκε να δελεάσει και να εξαπατήσει το Χάρο.
Όποιον τρόπο πάντως και να διάλεγε αυτός, για να βρεθεί κοντά της, δεν μπορεί παρά γελοίος να ’τανε, όπως γελοία υπήρξε κι η ζωή του όλη. Και δεν έχει κανένα δικαίωμα σήμερα να τη ζηλεύει, εκείνη τη Διαμαντούλα, που τώρα του απιστεί, που τώρα τον προδίδει και αφήνει το «παλληκάρι» να την «πατάει» κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα. Να κυκλοφορεί με το κλαρίνο στο στόμα, το μόνο όπλο που του ’χει απομείνει, μέσα στους απέραντους χώρους του Δημόσιου Θεραπευτηρίου για να στενοχωρεί τον κόσμο που περπατάει γύρω του.
Επίτηδες μπορεί να μην έπαιζε όλη τη νύχτα, ο οιστρήλατος γέρος, για να του ξυπνήσει την πεθαμένη γυναίκα, τον ξεχασμένο του έρωτα, όμως αυτό ελάχιστη σημασία έχει.
Το κακό είχε γίνει. Δεν υπήρχε, από εκείνο το βροχερό βράδυ και μετά, καμιά ελπίδα να αποφύγει τη φριχτή τιμωρία.
Εγώ, αν ήμουν στη θέση του, θα τον σκότωνα τον επαρμένο κλαριντζή, που νόμισε πως μπορεί να συναλλάσσεται με τον Χάρο, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες για τους άλλους.
Αυτό θα ’κανα. Αυτό και τίποτε άλλο.
Ίδια με τον Αχιλλέα, όταν μετά τον θάνατο του Έκτορα, μονομάχησε με τη βασίλισσα των Αμαζόνων, την Πενθεσίλεια, κι αφού τη σκότωσε και της αφαίρεσε τη μάσκα, την ίδια στιγμή την ερωτεύτηκε, νεκρή, τη θεόμορφη γυναίκα, αλλά τον αθυρόστομο Θερσίτη, που τόλμησε να το υπαινιχθεί, να τον ειρωνευτεί κατά πρόσωπο, μην τυχόν και δεν το ’χε καταλάβει, τον σκότωσε.

