Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Βασίλης Τσιμπούκης

Το παλιό και το καινούργιο – Έξι ενσταντανέ

1.
Το παλιό σκύβει πάνω από το κεφάλι του καινούργιου και ωρύεται ξεστομίζοντας ακατάληπτα λόγια. Το καινούργιο κοιτάει με απάθεια μπροστά του και ετοιμάζεται να πει την ατάκα που πρέπει ακολουθώντας τις οδηγίες του σκηνοθέτη. Παίζουν το εξαντλημένο από την συμβίωση ζευγάρι και αυτή είναι μια από τις σκηνές έντασης που θα οδηγήσει στο τραγικό φινάλε του έργου. Η ασφαλής εξέλιξη – όλα κύλησαν ομαλά μέχρι αυτό το σημείο – η συμμετοχή του κοινού που παρακολουθεί με ήρεμη και καθησυχαστική αγωνία την προβλεπόμενη κατάληξη, ο συγγραφέας που έχει πεθάνει πριν χρόνια σε μια χώρα με περισσότερους συγγραφείς από θυρωρούς και μηχανικούς αυτοκινήτων, ο σκηνοθέτης που προβάρει κάπου στα παρασκήνια τα λόγια της συνέντευξης που θα δώσει σε λίγο, μα κυρίως ο ιδιοκτήτης της υπερχρεωμένης μπυραρίας που βρίσκεται απέναντι στο κτίριο του φωταγωγημένου θεάτρου και σκέφτεται τι άλλο του απομένει από την αυτοκτονία, όλα αυτά μόνο τυχαία δεν είναι και πιστοποιούν την θλιβερή αποτυχία της θεατρικής τέχνης σαν κλειδί ανάγνωσης, ερμηνείας και ανατροπής. Το δυνατό χειροκρότημα θα είναι το ηχητικό χαλί και η ταφόπλακα άλλης μιας αναμενόμενης εξόδου.

2.
Το παλιό σαν πρόεδρος μιας από τις ισχυρές Α.Ε. της χώρας υπαγορεύει στο καινούργιο, τον πιστό γραμματέα και σύμβουλό του περπατώντας νευρικά πάνω-κάτω στο γραφείο του έχοντας τόσα στο μυαλό του: ανικανότητα πληρωμής εισφορών και δόσεων δανείου, καταπατήσεις όρων συμβολαίων, αποτυχία εξαγοράς από το πολλά υποσχόμενο τραστ. Έχοντας ακόμη πίστη στις ικανότητες του και την ευελιξία του χρηματομεσιτικού συστήματος ο πρόεδρος υπαγορεύει μια ευχαριστήρια επιστολή προς την Κεντρική Τράπεζα. Ο γραμματέας με περισσότερες προσληπτικές και αφομοιωτικές ικανότητες και κατά τρεις δεκαετίες νεώτερος από τον προϊστάμενο του – σε Σας χρωστώ όσα έχω μάθει, η ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο σας μου δίνει δύναμη να συνεχίσω να σας υπηρετώ – σημειώνει με απόλυτη συγκέντρωση τα λόγια που οφείλει να καταγράψει, μεταφέρει και διασώσει στο αρχειακό σύστημα της εταιρείας. Δεν παραλείπει να τσεκάρει αστραπιαία στο μυαλό του το σχέδιο που για μήνες ακολουθεί με μικρές αλλά σημαντικές αλλαγές αφού η μάθηση είναι μια δια βίου διαδικασία, δηλαδή την υπονόμευση και τον αφανισμό μιας απόλυτα παρωχημένης αντίληψης του διοικείν και εκμεταλλεύεσθαι. Το τελειωτικό χτύπημα πλησιάζει και κάθε λεπτομέρεια έχει τη σημασία της.

3.
Το καινούργιο χαϊδεύεται μπροστά στο καθρέφτη του και φαντασιώνεται το παλιό να το κοιτάει με λατρεία απλώνοντας τα τρεμάμενα χέρια του αλλά μέχρι εκεί, ερεθίζοντας ακόμα περισσότερο το καινούργιο που σκιρτά και τρέμει από ηδονή.

4.
Το καινούργιο σαν καλοβαλμένη τριαντάρα με αρκετά πετυχημένες ανταύγειες και φαντεζί βαμμένα νύχια σε μια απροσδιόριστη απόχρωση του βεραμάν τακτοποιεί τα ρούχα της στην βαλίτσα που είναι ανοιχτή στο διπλό μεγάλο κρεβάτι. Κάθε τόσο στήνει αυτί ή κοιτά τη σιωπηλή μαύρη οθόνη του κινητού. Το παλιό σαν ώριμος και υπομονετικός εραστής γράφει, σβήνει και ξαναγράφει τα επόμενο μήνυμα στην ερωμένη του που για μια ακόμα φορά απειλεί να τον εγκαταλείψει. Η λήψη αποφάσεων και η εκτέλεσή τους αποτελεί για κάθε ζευγάρι, πόσο μάλλον για αυτό, την απόδειξη της δυσκολίας των ανθρώπινων σχέσεων και την μηδαμινή επίπτωση που έχουν στην τελική έκβαση.

5.
Το παλιό σαν άπιαστος κατ’ επανάληψη δολοφόνος αρχίζει συνειδητά να αφήνει τα ίχνη του βοηθώντας το καινούργιο, τον ανακριτή με το θεληματικό πηγούνι και τα παγερά, ανέκφραστα μάτια σε όλες τις οθόνες της πόλης – πόσο περισσότερο θα υπέφεραν τα θύματα του δολοφόνου στα χέρια του ανακριτή – σκέφτεται μελαγχολικά ξεπλένοντας τα χέρια του από τα αίματα μιας ακόμη νεαρής που τόσο εύκολα ξελογιάστηκε.

6.
Το καινούργιο σαν δωδεκάχρονος μαθητής γυμνασίου αρκετά υπέρβαρος για την ηλικία του και φορτωμένος με την σχολική του τσάντα στην πλάτη βοηθάει το παλιό, έναν ηλικιωμένο ογδοντάρη με τραγιάσκα και αραιά μακριά μαλλιά που ανεμίζουν στο ανοιξιάτικο αεράκι να περάσει μια πολυσύχναστη διάβαση πεζών. Φτάνοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, χαμογελάνε ο ένας στον άλλον και φεύγουν προς αντίθετη κατεύθυνση ο καθένας. Δεν είναι γραφτό να συναντηθούν ξανά. Ο ηλικιωμένος καταρρέει βγαίνοντας από το ασανσέρ και αφήνει την τελευταία του πνοή στο χαλάκι του διαμερίσματός του. Ο μαθητής έχοντας ξεχάσει άλλη μια φορά τα κλειδιά του σπιτιού του, περιμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας νιώθοντας όλο και πιο έντονα την ανάγκη να κατουρήσει, να φάει ένα ζουμερό μπέργκερ και να αυνανιστεί. Αν αυτή η συνάντηση μας λέει κάτι για το μέλλον, είναι μια πολυκύμαντη, πολυπρισματική αισιοδοξία – αν υπάρχει κάτι τέτοιο – καταδικασμένη να ξεχαστεί από την επαναληπτικότητα και την αφλογιστία της ανθρώπινης συνθήκης.

28.1.2024

Κύλιση στην κορυφή