Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Αναστάσης Βιστωνίτης

Κρίνοντας την κρίση

Η κρίση του Τύπου σε όλο τον δυτικό κόσμο τα τελευταία χρόνια πυροδότησε πλήθος εξηγήσεων για τα αίτια και τις συνέπειές της. Όλες σχεδόν κατέληγαν στο ερώτημα: έχουν μέλλον οι εφημερίδες; Στη χώρα μας οι συνέπειες ήταν ακόμη βαρύτερες, εξαιτίας της πτώσης στην κυκλοφορία, των εφημερίδων πρωτίστως αλλά και των περιοδικών, πτώσης πρωτοφανούς για τα μεταπολεμικά δεδομένα. Το φαινόμενο αποδόθηκε σε δύο παράγοντες: στη χρηματοοικονομική κρίση, κυρίως όμως στην καταιγιστική ανάπτυξη του Διαδικτύου. Τα αίτια είναι περισσότερα βέβαια, αλλά τα παραπάνω ήταν τα κυριότερα.

Κι ενώ στις υπόλοιπες δυτικές χώρες τα πράγματα μοιάζουν να έχουν ισορροπήσει, εδώ η κρίση παραμένει. Είναι όμως εντυπωσιακό το ότι ενώ η πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων συνεχίζεται –αν και με αρκετά βραδύτερους ρυθμούς–, δεν συμβαίνει στον ίδιο βαθμό και με τις κυκλοφορίες των βιβλίων, παρ’ όλο που για τα βιβλία τα οποία εκδίδονται κάθε χρόνο δεν υπάρχει ο αναγκαίος χώρος στα ράφια των βιβλιοπωλείων και κάποια από αυτά δεν τα βρίσκει κανείς, ακόμη και στα κυριότερα σημεία πώλησης. Ας μην αναφερθώ στις αυτοεκδόσεις, που δεν έχουν καμιά τύχη. Αλλά σε ό,τι αφορά τις τελευταίες, οι οποίες αυξάνονται συνεχώς, έτσι ήταν και παλαιότερα, μόνο που σήμερα η τεχνολογία έχει περιορίσει το κόστος παραγωγής κατά το ήμισυ.

Είναι όμως νέο φαινόμενο η κρίση; Και άραγε έχουν δοθεί οι αναγκαίες απαντήσεις ώστε να αντιμετωπιστεί; Είναι μεγαλύτερη από εκείνη που παρατηρήθηκε στις ΗΠΑ, για να μείνω στο χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980; Την απάντηση τότε την έδωσε η ναυαρχίδα των αμερικανικών εφημερίδων, οι New York Times. Οι ΗΠΑ ζούσαν την επέλαση της τηλεόρασης που αφαιρούσε από τον Τύπο μεγάλο μέρος του κοινού του. Η τηλεόραση μείωνε στο μισό τον παραγωγικό χρόνο για την καταγραφή της είδησης, σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και για τον σχολιασμό της.

Τότε η εφημερίδα προέβη σε μια ριζοσπαστική, κι όπως αποδείχτηκε αργότερα προφητική επιλογή: Ανέθεσε τη διεύθυνση σ’ ένα στέλεχος του επιτελείου της, τον πολύ Α.Μ. Ρόζενταλ που ανέλαβε ένα ποιοτικό δημοσιογραφικό προϊόν όχι μόνο για να το κάνει καλύτερο, αλλά και ασυναγώνιστο, ξεκινώντας, πρακτικά από το δεύτερο: διαμόρφωσε την εφημερίδα κατά τμήματα –κυρίως το κυριακάτικο φύλλο. Κι αυτό για δύο λόγους: πρώτον για να προσελκύσει αναγνώστες από κάθε κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο και δεύτερον γιατί το φύλλο της Κυριακής διαβαζόταν από πολύ μεγαλύτερο αριθμό αναγνωστών, απλούστατα επειδή την Κυριακή οι τελευταίοι είχαν πολύ περισσότερο αναγνωστικό χρόνο.

Συνέλαβε, επίσης, ο Ρόζενταλ και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: ότι η είδηση είναι μεν προϊόν της στιγμής αλλά αυτή που αξίζει είναι όποια έχει και διάρκεια, δηλαδή ανταποκρίνεται στην αρχή της εφημερίδας, όπως την εκφράζει το πρωτοσέλιδο μότο της: «All the News That’s Fit to Print» («Όλες οι ειδήσεις που αξίζει να τυπωθούν»), που χρονολογείται από το 1896. Παρατηρήθηκε τότε το εντυπωσιακό: όσο ανέβαινε η ποιότητα των δημοσιευμάτων, τόσο ανέβαινε και η κυκλοφορία της εφημερίδας. Το φαινόμενο αποδείκνυε κάτι εξαιρετικά απλό: οι αναγνώστες προμηθεύονταν την εφημερίδα γιατί εκεί εύρισκαν το περιεχόμενο που δεν μπορούσε να τους δώσει η τηλεόραση. Το κυριακάτικο φύλλο παρέμενε στο σπίτι όλη την εβδομάδα και η εφημερίδα, όπως ήταν χτισμένη κατά τμήματα έτσι και διαβαζόταν.

Το παράδειγμα των New York Times δεν το ακολούθησαν, βέβαια, όλες οι μεγάλες εφημερίδες στις ΗΠΑ αλλά, λίγο ως πολύ, κάποιες από τις σημαντικότερες: η Chicago Tribune, η Washington Post, οι Los Angeles Times. Είναι αφελές φυσικά το να προβαίνει κανείς σε αυθαίρετες συγκρίσεις των όσων συμβαίνουν σε χώρες της περιφέρειας, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας, σε σύγκριση με το εκδοτικό τοπίο μιας χώρας όπου εκδίδονται εξήντα χιλιάδες περιοδικά κι εφημερίδες· οι όποιες αναλογίες όμως έχουν τη σημασία τους. Δεν είναι τυχαίο που ο Ρόζενταλ, μαζί με άλλα ένθετα, έδωσε νέα λάμψη και στο εβδομαδιαίο ένθετο του βιβλίου, το New York Times Book Review. Το ένθετο καθιερώθηκε το 1896, από το Άντολφ Σάιμον Οκς, στον οποίον οφείλεται και η πατρότητα τού «Όλες οι ειδήσεις που αξίζει να τυπωθούν». Ο Ρόζενταλ όμως του έδωσε νέα λάμψη διευρύνοντας τη λίστα των συνεργατών του και προσφέροντας την ευκαιρία όχι μόνο στους επαγγελματίες κριτικούς, αλλά και σε νέους συγγραφείς και νεότερους καθηγητές από τα πανεπιστήμια να απευθυνθούν, σε ένα τεράστιο, πραγματικό αλλά και υποθετικό αναγνωστικό κοινό.

Οι New York Times είναι φυσικά πολιτική εφημερίδα, όπως είναι πολιτικές όλες οι μεγάλες εφημερίδες στην Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο, από την Corriere della Sera, τη Republica, τη Frankfurter Allgemeine και τη Guardian, ως τους Financial Times, τη Monde, τη Figaro και άλλες, συμπεριλαμβανομένων και των δικών μας. Γιατί όμως είναι συμβατή η πολιτική με την κουλτούρα; Απλούστατα, επειδή η κουλτούρα περιέχει τεράστια προστιθέμενη αξία, κρατά συνεκτικό τον κορμό μιας κοινωνίας (τη μεσαία τάξη) και είναι ο προμαχώνας της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

Μα, θα αναρωτιόταν κανείς: έτσι δεν ήταν πάντα; Ναι, αλλά κατά το παρελθόν δεν είχε παρατηρηθεί η ασύλληπτη επιτάχυνση του ιστορικού βηματισμού που ζούμε στις μέρες μας. Οι μεγάλες εφημερίδες όμως δεν καταγράφουν απλώς τα γεγονότα αλλά την Ιστορία εν τω γεννάσθαι. Κι αυτό απαιτεί δημοσιογράφους με συγκρότηση, εξαιρετικού μορφωτικού επιπέδου, που όχι μόνο οφείλουν να γνωρίζουν τα όσα συμβαίνουν και να τα καταγράφουν αλλά και να ανοίγουν το πεδίο όπου υπάρχει «η αλήθεια πέρα από τα γεγονότα». Αυτό το τελευταίο είναι το μεγάλο και ασύγκριτο πλεονέκτημα των εφημερίδων, που δεν ακυρώνεται από την κρίση του Τύπου –μολονότι πιστεύω προσωπικά ότι η κρίση αυτή δεν μπορεί να είναι μόνιμη.

Οι απαισιόδοξοι λένε πως εφόσον βρίσκει κανείς τα πάντα σήμερα στο Διαδίκτυο, ο κόσμος των εντύπων ανήκει στο παρελθόν. Το ζήτημα όμως δεν είναι η πληροφορία καθαυτή αλλά η αναγωγή της στο πεδίο της σημασίας, δηλαδή στην τάξη του λόγου που οδηγεί στη συγκρότηση και την κοινωνική συνείδηση, δηλαδή στην ουσία της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά δεν μπορούν να αντιγράφουν το Διαδίκτυο, αλλά και το Διαδίκτυο που στην ουσία την τηλεόραση ανταγωνίζεται, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τον κόσμο των εντύπων, δηλαδή τον εγγράμματο κόσμο ή αλλιώς την κοινωνία των πολιτών. Για να συμβούν όμως αυτά απαιτούνται δημοσιογράφοι που να γνωρίζουν το παρελθόν των εντύπων, να μπορούν να διαβάσουν το παρόν και να σχηματίσουν άποψη για το μέλλον. Όσοι δεν το έχουν αντιληφθεί, δεν καταλαβαίνουν ούτε από πού προέρχονται ούτε πού βρίσκονται ούτε πού θα ήθελαν ή, πιο σωστά, πού θα μπορούσαν να πάνε.

Πιστεύω ακράδαντα στη στενή σχέση ανάμεσα στην εφημερίδα και το περιοδικό αφενός και στο βιβλίο αφετέρου. Είναι άλλωστε κοινός ο ψυχαγωγικός χαρακτήρας αμφοτέρων. Λέγοντας ψυχαγωγία όμως δεν εννοώ απλή διασκέδαση αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο, που το λέει η ίδια η λέξη: ψυχαγωγία ίσον αγωγή της ψυχής.

Για να μείνω σε ένα μόνο παράδειγμα, ίσως το χαρακτηριστικότερο, δεν θα είχε παρατηρηθεί η τεράστια ανάπτυξη του Τύπου στη Γαλλία του 19ου αιώνα αν δεν υπήρχε το θέατρο. Η εφημερίδα όμως έκανε το επαναστατικό: μετέβαλε την πλατεία του θεάτρου σε μιαν νέα, τεράστια πλατεία, που το άλλο της όνομα είναι κόσμος. Έφερε μέσω του ρεπορτάζ τα γεγονότα μέσα στα σπίτια.

Το ρεπορτάζ ήταν η γενεσιουργός αιτία της δημιουργίας του μεγάλου ρεαλιστικού μυθιστορήματος· διότι, σε μιαν άλλη αναγωγή, τι άλλο είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα από ένα ασύγκριτο ρεπορτάζ; Τι είναι στο σύνολό της σχεδόν η τερατωδών διαστάσεων Ανθρώπινη κωμωδία του Μπαλζάκ; Ή η Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ ή το Πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι; Τι άλλο από ένα άλλου είδους ρεπορτάζ, το οποίο αγγίζει το υψηλότερο επίπεδο φόρτισης; Στη δημοσιογραφία, όπως και στη λογοτεχνία, η είδηση που μένει παίρνει τη μορφή της εμπειρίας. Κι εμπειρία δεν είναι μόνο αυτή που εισπράττουμε εμείς μέσω των πέντε αισθήσεών μας, αλλά κι εκείνη που μας μεταβιβάζεται μέσω των κειμένων και των έργων που δημιουργούν οι άλλοι.

Γι’ αυτό και δεν πιστεύω πως η κρίση που διέρχεται ο Τύπος συνεπάγεται το τέλος των εφημερίδων. Ο Έζρα Πάουντ έγραψε στο Αλφάβητο της ανάγνωσης, ανάμεσα σε πολλά δογματικά και αυθαίρετα, και το εξαιρετικά πρωτότυπο για την εποχή του –και σε μεγάλο βαθμό και για σήμερα: πως «η λογοτεχνία είναι ειδήσεις που παραμένουν ειδήσεις».

Αλλά δεν πρέπει επί του προκειμένου να μας διαφεύγει το αυτονόητο: στις εφημερίδες υψηλού επιπέδου, η στιγμή αποκτά τα γνωρίσματα της διάρκειας όταν ο συντάκτης που τη διατυπώνει είναι κι αυτός υψηλού επιπέδου. Ο Ρόζενταλ, λ.χ., ανεβάζοντας το επίπεδο των New York Times ανέβαζε και το επίπεδο των απαιτήσεων, κατά συνέπεια και το επίπεδο των συντακτών. Αξιοποιούσε, επιπλέον, διευρύνοντάς το, ό,τι ριζοσπαστικό είχε επιτύχει πιο μπροστά σε άλλα έντυπα η νέα δημοσιογραφία, όπως την είχαν αναπτύξει οι σημαντικότεροι εκπρόσωποί της: Ο Τρούμαν Καπότε, ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Γκάε Ταλέσε, ο Τομ Γουλφ, η Τζόαν Ντίντιον.

Τον όρο νέα δημοσιογραφία δεν τον ανακάλυψαν βέβαια οι Αμερικανοί, αλλά τον καθιέρωσε από τον 19ο ακόμη αιώνα ένας Βρετανός: ο Μάθιου Άρνολντ. Μπορεί κανείς να φανταστεί τον κόσμο χωρίς όλους αυτούς, όπως και τη μεγάλη σχολή της Βιέννης του Μεσοπολέμου χωρίς τον Καρλ Κράους, τον Άλφρεντ Πόλγκαρ ή τον Γιόζεφ Ροτ; Ή, για να έρθουμε στα δικά μας, μπορεί να φανταστεί την επιφυλλίδα δίχως τον ανεπανάληπτο μετρ του είδους Άγγελο Τερζάκη; Ή την ταξιδιογραφία χωρίς τα ανεπανάληπτα κείμενα του Καζαντζάκη; Το διήγημα χωρίς τον Παπαδιαμάντη; Το χρονογράφημα χωρίς τον Νιρβάνα και τον Παλαιολόγο –για να αναφέρω μερικούς μόνο από τους επιφανέστερους; Κανείς από τους παραπάνω δεν «φοβήθηκε» την τακτή αναμέτρηση με το αναγνωστικό κοινό –κι εκείνο τους διάβαζε με ασίγαστο ενδιαφέρον, σαν να του άνοιγαν την είσοδο στον κάποτε ανεξερεύνητο χώρο της συνείδησής του.

Δεν πιστεύω στον διαχωρισμό «λαϊκή» και «σοβαρή» εφημερίδα. Έχω καλύτερη γνώμη και για τον λαό και για τις εφημερίδες. Υπάρχουν οι καλές εφημερίδες και υπάρχουν και τα σκουπίδια, όπως συμβαίνει σε όλα τα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή. Υπάρχουν οι ευφυείς και οι ταλαντούχοι, όπως και οι υβριστές και οι ψεύτες. Το φυτώριο των ιδεών, του διαλόγου και των ζυμώσεων (για να το επαναλάβω: της ελευθερίας και της δημοκρατίας) ήταν και παραμένει ο Τύπος. Αν αυτό αλλάξει, έρχεται σε πρώτη φάση η καταστολή και σε δεύτερη ο ολοκληρωτισμός. Αλλά η πορεία του κόσμου δεν είναι ούτε ήταν ποτέ άσκηση επί χάρτου. Κι όποτε επιχειρήθηκε, είχαμε ανείπωτες καταστροφές κι εκατομμύρια θυμάτων. Τόσο απλά.

Ας προσθέσω σε τούτο το κείμενο των σποραδικών σκέψεων μια διαπίστωση που δεν θα την έλεγα προσωπική. Λέγεται –και είναι απολύτως σωστό– πως η περιουσία ενός εκδότη είναι ο κατάλογός του. Με την ίδια έννοια η περιουσία μιας εφημερίδας είναι το αρχείο της, που μας παραπέμπει στη μνήμη ενός λαού, η οποία είναι η ίδια του η συνείδηση. Αυτή δεν ακυρώνεται από όσους περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους κυματοδρομώντας στο Διαδίκτυο. Η συνείδηση τούτη συνιστά μέσα στον χρόνο «κοινό κτήμα» κι είναι προορισμένη να διαρκεί εσαεί –για να θυμηθούμε τον Θουκυδίδη.

Πιστεύω, εν κατακλείδι, πως ακόμη και η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί από κοινωνίες που θα εφαρμόσουν την τρίτη από τις καντιανές κριτικές: την κριτική της κριτικής δύναμης ή,όπως την απλουστεύουμε συνήθως,ως κριτική της κρίσης. Και αυτή νομίζω, ανεξαρτήτως του πώς την αντιλαμβάνεται στο ατομικό επίπεδο ο καθένας, ότι είναι το μεγάλο ζητούμενο. Ή, αν θέλετε, η πρόκληση του παρόντος και του μέλλοντος για κάθε κοινωνία και ιδιαίτερα για έναν παλιό πολιτισμό, όπως ο ελληνικός. Από το πώς θα απαντηθεί εξαρτάται το μέλλον μας ή, για να μην αγνοήσουμε και τις ανησυχίες των απαισιόδοξων, αν θα έχουμε πραγματικά μέλλον.

Κύλιση στην κορυφή