Ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση – Μανουσάκη
Τὶς λίγες φορὲς ποὺ συναντήθηκα προσωπικὰ μὲ τὸν Μηνᾶ Δημάκη σχημάτισα τὴν ἐντύπωση ἑνὸς ἀνθρώπου κοινωνικοῦ, προσηνοῦς, μ’ ἕναν εὐρὺ κύκλο γνωριμιῶν, μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ ὅλα τὰ θέματα καί, βέβαια, πάντα καλὰ πληροφορημένου γιὰ κάθε τὶ ποὺ εἶχε σχέση μὲ τὴν τέχνη. Συγκρίνοντάς τον μὲ τὸ ποιητικό του ἔργο ἔβρισκα ἀναντιστοιχία μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου Μηνᾶ Δημάκη καὶ τοῦ ποιητῆ μὲ τὸ ἴδιο ὀνοματεπώνυμο.
Τὰ ποιήματά του ἐξέφραζαν μιὰν ἀγωνία, μιὰ βαθειὰ θλίψη, ἕνα ψυχικὸ ἄγχος, μιὰν ἀνικανοποίηση καὶ μιὰ διαρκῆ ἀναζήτηση ποὺ δὲν ὁδηγοῦσε σὲ λύτρωση ἀλλ’ ἀντίθετα ἔφτανε σ’ ἀδιέξοδο. Ἀργότερα εἶδα σὲ κάποιο μελέτημα πὼς κι ἄλλοι ἀντιμετώπιζαν τὸ ἴδιο μ’ ἐμένα ἐρώτημα: «Εἶναι αὐτὰ τὰ αἰσθήματα γνήσια; Μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς κάτι ἄλλο στὴν ποίησή του ἀπὸ τὴ ζωή του;[1]
Στὸ ποίημα «Ars Poetica» ποὺ περιλαμβάνεται στὰ Τελευταῖα ποιήματα διαβάζομε:
Ποίημα εἶναι τῆς ψυχῆς σκοτάδι
Εἶναι ἀπὸ τὰ ἔγκατα κραυγὴ
Εἶναι νύχτα ποὺ δὲν ξημερώνει
[…]
Τὸ ποίημα
Εἶναι ὁ τρόμος μου
Ἔντρομος καθὼς μοῦ ζητᾶ τὴν ἀλήθεια
Νὰ πεῖς ὅλα
Νὰ τὰ πεῖς
Μὴν τρομάζεις
Μὴν ὑποχωρεῖς
Οἱ ἄλλοι θὰ σὲ ἐννοήσουν
(«Ars Poetica», σ. 47‒48)
Στὴν ποίηση, λοιπόν, τοῦ Δημάκη θὰ βροῦμε τὰ «ἔγκατά» του, τὸ σκοτάδι καὶ τὸν τρόμο τῆς ψυχῆς του, δηλαδὴ τὸν γνήσιο ἑαυτό του, ὅ,τι βγαίνει στὴν ἐπιφάνεια στὶς στιγμὲς ποὺ εἶναι μόνος, χωρὶς τὸ προσωπεῖο ποὺ ὅλοι φοροῦμε στὶς κοινωνικὲς κι ἐπαγγελματικὲς σχέσεις μας. Ἡ ποίηση ἔτσι γίνεται μιὰ ἐξομολόγηση ἐκ βαθέων («νὰ τὰ πεῖς ὅλα» παροτρύνει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του) μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς «οἱ ἄλλοι θὰ σε ἐννοήσουν».
Ἀλλὰ στὴν περίπτωση τοῦ Δημάκη, ὅπως καὶ σ’ ἐκείνη τοῦ Καρυωτάκη, δὲν ἔχομε ἀνάγκη τῶν στίχων του γιὰ νὰ βεβαιωθοῦμε πὼς ὁ ποιητὴς δὲν παίρνει φιλολογικὲς πόζες στὰ γραφτά του, δὲν ὑποδύεται ἕναν ρόλο, ὅτι ἡ θλίψη κι ὁ πόνος, ἀκόμη κι ἡ ἀπελπισία του, εἶναι γνήσια. Ὁ ἐγκυρότερος μάρτυρας εἶναι τὸ ἑκούσιο τέλος του.
Στὰ νεανικά του ποιήματα ποὺ δημοσίευσε ὁ Δημάκης στὰ Φύλλα Τέχνης, ποὺ ἐξέδιδε ὁ ἴδιος στὸ Ἡράκλειο ἀπὸ τὸ 1935 ὣς τὸ 1937, μὲ στίχους πρωτότυπους καὶ μεταφράσεις, βρίσκομε μιὰ ραφιναρισμένη εὐαισθησία, μιὰ μουσικότητα καὶ μιὰν ἄψογη ποιητικὴ φόρμα ποὺ ἐδῶ κι ἐκεῖ θυμίζουν Χατζόπουλο καὶ Τέλλο Ἄγρα. Ὁ ποιητὴς κινεῖται στὸ κλίμα τοῦ συμβολισμοῦ. Ἡ χαρὰ τοῦ ἔρωτα ἐναλλάσσεται μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ μοιάζει μὲ θάνατο, μὲ τὰ ξεραμένα λουλούδια, τὴν ἄρρωστη ψυχή, τὰ φθινόπωρα καὶ τὰ θλιμμένα βράδια. Ὅσο προχωροῦμε πλεονάζουν οἱ σκοῦροι τόνοι, ὥστε νὰ κυριαρχεῖ μιὰ ρευστὴ μελαγχολικὴ διάθεση ‒ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ συμβολισμοῦ:
Ἥσκιε τῆς νύχτας τί ἦρθες πάλι
νὰ μοῦ ταράξεις τὴ γαλήνη,
καθὼς στὴν ἄρρωστή μου κλίνη,
τὸ ἀνήμπορο γέρνω κεφάλι;
(«Ἥσκιε τῆς νύχτας», τόμ. Α΄, σ. 31)[2]
Στὰ τρία ποιήματα ποὺ κλείνουν τὸ πρῶτο μέρος τῶν Φύλλων Τέχνης («De profundis», «Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος», «Κύριε, ἕνας στίχος κάμε ν’ ἀπομείνει») ἡ θλιμμένη ἐγκατάλειψη γίνεται θυμωμένη, ἐπαναστατημένη κραυγή. Ὁ ποιητὴς ἀντιμετωπίζει τὸν Δημιουργό του μ’ ἕνα κράμα ὀδύνης, μοναξιᾶς, ἀπόγνωσης καὶ μπωντλερικῆς ἑωσφορικῆς ἔπαρσης:
Κύριε, ποὺ δὲ σὲ πίστεψα ποτέ, Κύριέ μου, ποὺ τὸ ξέρω
σὰν τὴ ζωή μου εἶσαι καὶ Σὺ ἕνα ψέμα,
[…]
(«De profundis», Α΄, σ. 38)
Ἡ ρήξη μὲ τὸ θεῖο ἔχει ἐπέλθει. Ἡ ἀγωνία εἰσέρχεται στὴν τραυματισμένη καὶ δίχως μεταφυσικὸ ἔρεισμα ψυχὴ τοῦ νέου ποιητῆ. Στὸ «Κύριε, ἕνας στίχος κάμε ν’ ἀπομείνει» ἡ δίψα γιὰ ὑπέρβαση τοῦ χρόνου, γιὰ μιὰ ζωὴ «πέρ’ ἀπ’ ὅλους τοὺς θανάτους» (Α΄, σ. 40) ἀποκαλύπτει τὴ νοσταλγία τοῦ Ἀπόλυτου.
Μὲ τὰ τρία ποιήματα τοῦ τρίτου μέρους τῶν Φύλλων Τέχνης ὁ Δημάκης ἐγκαταλείπει τὸ μέτρο καὶ τὴν ὁμοιοκαταληξία καὶ υἱοθετεῖ μιὰν ἐλεύθερη ροὴ τοῦ στίχου, ποὺ θὰ γίνει ἀκόμη πιὸ ἐλεύθερη στὶς ἑπόμενες συλλογὲς μὲ τὴν κατάργηση τῶν σημείων στίξης, ἐκτὸς τῆς τελείας. Μιᾶς τελείας (κι αὐτὴ θὰ καταργηθεῖ ἀργότερα) ποὺ διακόπτει προσωρινὰ ἕναν λόγο συχνὰ χειμαρρώδη, γιὰ μιὰν ἀναγκαία ἀνάσα, πρὶν συνεχίσει τὴν ὁρμητικὴ πορεία του.
Στὴ Χαμένη γῆ (1939) καὶ στὸ Κάψαμε τὰ καράβια μας (1946), παρὰ τὴν κατάργηση τοῦ παραδοσιακοῦ στίχου διατηροῦνται στοιχεῖα τοῦ συμβολισμοῦ, ὅπως τὸ ρευστὸ καὶ ὀνειρικό, τὰ ἀσαφῆ ὅρια τῶν πραγμάτων καὶ τῶν καταστάσεων, ἡ ὑποβολή, ποὺ συνδυάζονται ὅμως μὲ μιὰ πρωτοποριακή, γιὰ τὴν ἐποχή τους, ἔκφραση, μιὰ νοηματικὴ ἀποσπασματικότητα, μιὰ συνεχῆ κίνηση, λεκτικὰ εὑρήματα, πρωτότυπες μεταφορὲς καὶ παρομοιώσεις, πλοῦτο διαδοχικῶν εἰκόνων. Τὰ ποιήματα τῶν δυὸ παραπάνω συλλογῶν συνήθως ἁπλώνονται σὲ μάκρος περισσότερο ἀπ’ ὅσο θά ’πρεπε, ἐνῶ γίνεται κατάχρηση τῆς παράθεσης ἀλλεπάλληλων στίχων μὲ ὅμοια φραστικὴ διάρθρωση κι ἐπανάληψη τῆς ἀρχικῆς, κάποτε καὶ τῆς τελευταίας λέξης:
Μακρυὰ ἀπὸ μένα
Μακρυὰ ἀπὸ σένα
Μακρυὰ κι ἀπ’ τὸ χρόνο ποὺ μᾶς περικλείει
(«Ultima Thule» Α΄, σ. 106)
Ἂν ἔρθει ὁ ἄνεμος θὰ μᾶς πονέσει ‒
ἂν πέσει μιὰ στάλα βροχῆς θὰ μᾶς πονέσει ‒
ἂν ἀγγίσει κι ἕνα χνούδι φτεροῦ θὰ μᾶς πονέσει ‒
(«Τοπίο», Α΄ σ. 78)
Παρὰ τὴν ἔκταση τῶν ποιημάτων ὁ λόγος εἶναι δουλεμένος, μὲ λέξεις ἐπιλεγμένες γιὰ τὸ νοηματικὸ βάρος καὶ τὴν αἰσθητική τους ἀξία.
Ἡ φύση κατέχει σημαντικὴ θέση στὴ Χαμένη γῆ καὶ στὸ Κάψαμε τὰ καράβια μας, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση σὲ στοιχεῖα ὅπως τὸ χῶμα, ὁ ἄνεμος, ἡ θάλασσα, τὰ σύννεφα καὶ τὰ φύλλα, ἡ νύχτα, ὁ οὐρανός. Δὲν πρόκειται γιὰ σκηνογραφικὸ διάκοσμο ἀλλὰ γιὰ καίρια παρουσία, ποὺ σ’ ὁρισμένα ποιήματα παίρνει τὸν χαρακτήρα συμβόλων, ὅπως στὰ «Ὀνειρευόμαστε ἄνεμε ὀνειρευόμαστε», «Ἡ ἄλλη γῆ» καὶ «Ἀδερφικὸ χῶμα». Ὁ ποιητὴς ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μὲ τὴ φύση κάποτε μ’ ἕναν τρόπο, θὰ λέγαμε, μυστικό, ἀπευθύνεται σ’ αὐτὴν σὰν σὲ κάτι ζωντανό, ζητᾶ τὴ βοήθειά της καὶ δέχεται τὰ μηνύματά της. Ὁ γήινος κόσμος εἶναι ἡ μόνη βεβαιότητα:
Δὲν ὑπάρχει ἄλλη γῆ δὲν ὑπάρχει
ἄλλοι οὐρανοὶ δὲν ὑπάρχουν
(«Ὀνειρευόμαστε ἄνεμε ὀνειρευόμαστε», Α΄, σ. 79)
Ἡ συνεχὴς ἐπαφὴ μὲ τὴ φύση τὸν ἔχει πλουτίσει σὲ γνώση:
Ξέρω τὴν ψυχὴ τῶν πραγμάτων
[…]
Τὰ βουνὰ ποὺ ἀποσαθρώνονται στάχτη ξέρω τὴν πίκρα τους
Ζῶ τὴ ζωή καὶ σ’ ἕνα φύλλο δέντρου
Μὲ ζουζούνια ποὺ δὲ σημαδεύουν ἄλλο πέρασμα
[…]
Τὸ χῶμα σπιθοβολεῖ μικρὲς ἀστραπὲς
Τὸ ἀεράκι ταξιδεύει ἀρώματα
[…]
Ἀστέρια σφύζουν στὴν καρδιά μου
(«Ἐδῶ μὲ σκέπη σύννεφα καὶ φύλλα», Α΄, σ. 92)
Ὁ ποιητὴς ἀδελφώνεται μ’ ἕναν κόσμο ζωντανὸ καὶ λαμπρὸ μὲ μιὰ πληρότητα εὐδαιμονική.
Ἐξὸν ἀπὸ τὴ φύση ποὺ μοιάζει νὰ στηρίζει τὸν Δημάκη, μιὰ δεύτερη πηγὴ σταθερότητας εἶναι ἡ παιδική του ἡλικία ‒χρόνια ἀθωότητας κι ἀγάπης. Ἡ ζωὴ ὡστόσο ἐκείνων τῶν χρόνων ἔχει πάρει πιὰ τὴ μορφὴ ἀναμνήσεων ποὺ τὶς ἀνακαλεῖ ὁ ποιητής, προπάντων στὸ ποίημα «Ἡ ἀνάμνηση τῆς ἡμέρας». Ἡ μνήμη ὅμως δὲν τὸν ἀνακουφίζει πάντα καὶ πολὺ περισσότερο δὲν τόνε λυτρώνει. Αὐτὰ ποὺ φέρνει ἀπὸ τὸ παρελθὸν εἶναι «σβησμένα χρώματα καὶ ἦχοι σβησμένα θάμπη σκοτάδια» (Α΄, σ. 69). Οἱ ἀναμνήσεις ἔχουν καταντήσει «σκιὲς ὀνείρων» (Α΄, σ. 68). Ὁ ποιητὴς εἶναι ἤδη γεμάτος πληγὲς καὶ δάκρυα. Τὸ παρελθὸν φαίνεται πὼς δὲν ἦταν ὁ παράδεισος, ὅπως τὸν ἐξωραΐζει τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ. «Ἔρχομαι ἀπὸ βαθύτερα σκοτάδια» (Α΄, σ. 67) μᾶς λέει ὁ Δημάκης.
Μαζὶ μὲ τὶς ἀναμνήσεις ὁ ποιητὴς φέρνει μέσα του καὶ τὰ φαντάσματα νεκρῶν ποὺ «περιμένουν τὴ σάλπιγγα τοῦ τρόμου νὰ ξυπνήσουν» (Α΄, σ. 83). Οἱ νεκροί, ἀκόμη κι οἱ ἀγαπημένοι, ταράζουν τὴ γαλήνη τῶν ζωντανῶν. Εἶναι φορεῖς μνήμης ὀδυνηρῆς, ἀπὸ τὴν ὁποία θέλουν ν’ ἀπαλλαγοῦν ὅσο ἐξακολουθοῦν νὰ βλέπουν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου:
Ὦ σῶστε μας ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν περασμένων
Σῶστε μας πιὰ ἀπὸ τὶς φωνὲς τῆς ἀνάμνησης
(«Οἱ νεκροί», Α΄, σ. 102)
παρακαλεῖ τὶς σκιές τους ὁ ποιητής.
Ἡ ἀνθρώπινη εὐαισθησία εἶναι κι αὐτὴ ἕνας πρόξενος πόνου καὶ θλίψης. Ὁ Δημάκης ὀνειρεύεται τὸ ξεπέρασμά της, ἐπιθυμεῖ τὴ μεταμόρφωση σὲ κάτι δυνατὸ καὶ σκληρό, κάτι ἀνθεκτικὸ κι ἄτρωτο:
Νὰ γίνουμε πέτρες ἀσήκωτες βράχοι βουνὰ
νὰ μᾶς μαστιγώνεις καὶ νὰ πονεῖς
ἡ βροχὴ νὰ μᾶς δέρνει καὶ νὰ πονεῖ
νὰ πονεῖ ἡ καταιγίδα
νὰ γίνουμε πυρκαγιὲς ποὺ τρομάζουν
νὰ γίνουμε κύματα ποὺ σέρνουν ναυάγια
ὀνειρευόμαστε ἄνεμε
ὀνειρευόμαστε.
(«Ὀνειρευόμαστε ἄνεμε ὀνειρευόμαστε», Α΄, σ. 79)
Δὲν εἶναι λίγες οἱ κραυγὲς ἀπόγνωσης ποὺ συναντοῦμε στὶς δυὸ συλλογὲς, στὶς ὁποῖες ἀναφερόμαστε:
ὅλα εἶναι μιὰ καταστροφὴ
καὶ μᾶς καρτερεῖ ἡ πιὸ μεγάλη.
(«Ἡ ἄλλη γῆ», Α΄, σ. 85)
‒ πεθάναμε πιὰ τί περιμένουμε;
Τώρα θὰ ξαναρχίσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή…
(«Ἡ ἄλλη ὄχθη», Α΄ σ. 73)
δὲν ὑπάρχει τίποτα τίποτα
χαμένοι χαμένοι χαμένοι
(«Ὀνειρευόμαστε ἄνεμε ὀνειρευόμαστε», Α΄, σ. 79)
Ἀκόμη ὅμως κι αὐτὴ ἡ αἴσθηση τοῦ θανάτου δίνει τὴν ἐλπίδα γιὰ ἕνα νέο ξεκίνημα ζωῆς κι ἡ τόσο ἐμφαντικὰ διατυπωμένη ἐκμηδένιση θὰ ξεπεραστεῖ στὴ συνέχεια. Ὑπάρχει στὸν Μηνᾶ Δημάκη μιά, θὰ λέγαμε, διαρκὴς δίψα οὐρανοῦ, μιὰ λαχτάρα μεταφυσική, ποὺ ὅμως παραμένει ἀνικανοποίητη:
ἐψαύσαμε τὸν οὐρανὸ ἁπλώνοντας τὰ χέρια
μὰ δὲν μπερδεύτηκαν τ’ ἀστέρια στὰ δάχτυλά μας
(«Ἡ ἄλλη ὄχθη», Α΄ σ. 72)
Ἀλλοῦ θὰ ὀνομάσει τὸν χῶρο τῆς μεταφυσικῆς λύτρωσης «πατρίδα» καὶ θὰ ἐκφράσει τὴν ἀνυπομονησία του γιὰ τὸ ξεκίνημα πρὸς αὐτόν. Εἶναι στὸ ποίημα τὸ ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν «Πέμπτη σφραγίδα τῆς Ἀποκάλυψης» τοῦ Γκρέκο, ὅπου ἡ ἕλξη τοῦ ὑπερβατικοῦ φτάνει σ’ ἕνα σημεῖο κορύφωσης κι ὁ ἴδιος μοιάζει νὰ μπαίνει στὸν πίνακα καὶ νὰ παίρνει θέση πλάι στοὺς «σεσωσμένους»:
Κι ἐμεῖς λευκὰ ντυμένοι ἁγνοὶ ὡσὰν κρίνοι
κι ἂν πατημένοι χάμου καὶ σπασμένοι
μ’ ἐλπίδα στέρεη θὰ προσμένουμε ὅλο
μέσ’ ἀπ’ τοὺς χαλασμοὺς καὶ τὰ συντρίμια
ὁλόρθοι θριαμβικοὶ ν’ ἀναστηθοῦμε…
(«Ἡ Πέμπτη σφραγίδα τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Γκρέκο», Α΄, σ. 82)
Εἶναι ἡ μοναδικὴ στιγμὴ στὴν ποίηση τοῦ Δημάκη ποὺ συναντοῦμε τὴν ἔννοια τῆς ἀνάστασης. Πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴν ἕλξη τ’ οὐρανοῦ μοιάζει νά ’ναι ἡ ἕλξη τῆς γῆς. Κάποτε τὴ νιώθει τούτη τὴν ἕλξη σὰν ἐμπόδιο στὴν ἀνάταση καὶ λαχταρᾶ: «εἴμαστε αἰχμάλωτοι στὸ χῶμα» (Α΄, σ. 72). Στὸ δεύτερο ὅμως ποίημα τῆς συλλογῆς Κάψαμε τὰ καράβια μας θὰ ἐπιδοθεῖ σὲ μιὰ δοξολόγηση τοῦ γήινου στοιχείου. Τὸ χῶμα, ποὺ μισήσαμε ὅταν ἔκλεισε μέσα του τοὺς γονεῖς καὶ τ’ ἀδέρφια μας, τώρα μεταβλήθηκε σὲ κλίνη ποὺ μᾶς καρτερεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει στοργικά.
Ἀπὸ τὸ χῶμα ξεκίνησε ὁ ἄνθρωπος, περιφρόνησε τὴν «καθάρια οὐσία» του καὶ τὴ δύναμή του στὴ δημιουργία ζωῆς, ἀλλὰ ἡ ἐπιστροφὴ σ’ αὐτὸ εἶναι ἡ μόνη σωτηρία. Ὁ ποιητὴς τοῦ ἀποδίδει μιὰ «μυστικὴ φύση» καὶ προσδοκᾶ ἀπ’ αὐτὸ «μιὰ ἄφθαστη ἡδονή». Δὲν κατέχεται ἀπὸ τὸν «πόθο τοῦ ἀφανισμοῦ», θέλει μόνο νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ «λεηλασία τῆς ζωῆς» (Α΄, σ. 95). Ὡστόσο τὸ ποίημα τελειώνει μὲ μιὰν ἐπιθυμία διάλυσης τοῦ σώματος ποὺ θὰ θρέψει τὰ φυτά, συμπληρώνοντας ἔτσι ἕναν κύκλο ζωῆς:
Τώρα ἐπιθυμοῦμε νὰ βουλιάσουμε
Ν’ ἀναβαπτισθοῦμε στὴν ὑπόγεια ζωή σου
Νά ’ρθοῦν τὰ νερὰ νὰ διαλυθοῦμε στὴ γῆ
Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ σένα
Νὰ θρέψουμε ρίζες
Νὰ φυλάξουμε θησαυροὺς
Δῶσε μας τὴν εὐτυχία ποὺ ἔχουν καὶ τ’ ἀσήμαντα λιθαράκια
Νὰ ζοῦν ἐλεύθερα τὴ μοίρα τους στὴν ἀγκαλιά σου
Τὴν εὐτυχία τοῦ τελευταίου χόρτου ποὺ δοξάζει τὸν ἥλιο
Χῶμα
Ἀδερφικὸ χῶμα
«Ἀδερφικὸ χῶμα», Α΄ σ. 96)
Ὁ Δημάκης μοιάζει νὰ παραμένει ἀναποφάσιστος ἀνάμεσα στὴν ἐλπίδα μιᾶς οὐράνιας πατρίδας καὶ στὴ βεβαιότητα μιᾶς γήινης ζωῆς. Βιώνει ἕναν ψυχικὸ διχασμό. Παραμένοντας μὲ γήινο φρόνημα ἔχει τὴν ἐντύπωση πὼς εἶναι ἕνας ἔγκλειστος. Στὸ ποίημα «Ultima Thule» θὰ μᾶς πεῖ:
Πεῖτε στοὺς ἀνθρώπους πὼς ἔφτιασα
μὲ τὰ χέρια μου τὴ φυλακή μου
(Α΄, σ. 107)
Ἂν γιὰ τὰ τείχη του ὁ Καβάφης αὐτοελέγχεται, γιατὶ δὲν ἐπρόσεξε καὶ δὲν ἀπότρεψε τὸ χτίσιμό τους, ὁ Δημάκης θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὑπεύθυνο γιὰ τὴ δική του φυλακή, χωρὶς ν’ ἀγανακτεῖ γι’ αὐτό. «Αἰσθάνεται», παρατηρεῖ ὁ Μιχάλης Μερακλῆς, «ὅτι ἡ μακροχρόνια κράτηση καὶ ὁ ἐγκλεισμὸς τοῦ γέννησαν καὶ ἕνα συναίσθημα δεσμοῦ καὶ οἰκειότητας μὲ τὰ τείχη: ἡ φυλακὴ ἔγινε, περίπου, τὸ σπίτι του».[3]
Στὸ Χάσαμε τὰ καράβια μας ὑπάρχει ἕνα ποίημα μὲ τὸν τίτλο «Ἀπὸ σήμερα ἐγκαταλείπω τὴν ἀρετή», ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν Λωτρεαμόν. Σ’ αὐτὸ συναντοῦμε καὶ δυὸ στίχους μὲ φανερὴ τὴν καζαντζακικὴ ἀπήχηση:
Καλὸ καὶ κακὸ δὲν ὑπάρχει
Μένει ἡ ἔφεση πρὸς τὸ ἄπειρο καὶ μὲ τὰ πιὸ παράλογα μέσα
(Α΄, σ. 103)
Ὁ Δημάκης ἀποφασιστικὰ αὐτοτοποθετεῖται πέρα ἀπὸ τὰ ἠθικὰ διλήμματα. Τοῦ μένει ἡ «ἔφεση πρὸς τὸ ἄπειρο» (Α΄, σ. 103).
Μὲ τὴ συλλογὴ Στὸ τελευταῖο σύνορο (1950) ὁ Μηνᾶς Δημάκης μπαίνει στὴ φάση τῆς ὡριμότητάς του. Ὁ πλατυασμὸς περιορίζεται, ὁ λόγος γίνεται πιὸ οὐσιαστικός, ἂν καὶ διατηρεῖ ὣς ἕνα σημεῖο τὴν τάση πρὸς τὴ μεγαλοστομία καὶ τὸ σχῆμα τῶν ἐπαναλήψεων. Οἱ εἰκόνες ἀποκτοῦν μεγαλύτερη πυκνότητα καὶ διαύγεια, ἐνῶ βαθαίνει καὶ ὀξύνεται τὸ στοιχεῖο τῆς δραματικότητας. Μιὰ ἐσωτερικὴ δόνηση διατρέχει τὰ ποιήματά του, ποὺ ὁ θεματικὸς κύκλος τους διευρύνεται.
Τὰ τρία πρῶτα ποιήματα τῆς συλλογῆς ἔχουν τὸν τίτλο «Κρητικὴ συμφωνία» καὶ τὸν ὑπότιτλο «Εἰς ἑαυτόν». Εἶναι μιὰ στροφὴ τοῦ ποιητῆ ἀπὸ τὸν ὑποκειμενικὸ κόσμο στὶς φυλετικές του πηγές. Νιώθει τὸν ἑαυτό του δεμένο ὄχι πιὰ μὲ τὴ φύση στὴ γενικότητά της, ἀλλὰ μὲ τὸ συγκεκριμένο τοπίο τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του, ἕνα τοπίο στεγνό, μὲ
Βράχια γλειμμένα ἀπὸ τοὺς χειμάρρους
Ξεροψημένα ἀπὸ τὸν ἥλιο τὸν ἀνελέητο
(Β΄, σ. 11)
Θέλει νὰ μετέχει στὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ τοῦ νησιοῦ του μὲ τοὺς ἀρματωμένους ἄντρες καὶ τὶς γυναῖκες τοῦ ἀργαλειοῦ, μὲ τοὺς ἤχους τῆς κυριακάτικης καμπάνας, τοὺς χοροὺς τῶν «ἀρχαγγελικῶν ἔφηβων» καὶ τῶν «ἀέρινων» κοριτσιῶν, μὲ τὰ «περήφανα τραγούδια» τῶν βουνῶν καὶ τοῦ κάμπου (Β΄, σ. 13‒14). Πιστεύει πὼς ξαναζεῖ τοὺς ἡρωισμοὺς καὶ τὰ πάθη τῶν μεγάλων ἱστορικῶν στιγμῶν τοῦ Ἔθνους του καὶ παίρνει κι αὐτὸς κάτι ἀπὸ τὴν ἀποκοτιά, τὴν παλικαριὰ καὶ τὴ λεβεντοσύνη τῶν προγόνων του. Συνεπαρμένος ἀπὸ τούτη τὴν ταύτιση μὲ τὸ «ριζιμιὸ κόσμο» τῆς Κρήτης δίνει ἐδῶ κι ἐκεῖ στὸν λόγο του τὸ ὕφος καὶ τὸν ρυθμὸ τῆς δημοτικῆς ποίησης μὲ μιὰν ἀπόχρωση καζαντζακική:
Ἐκεὶ πίνουν καὶ μπερμπατεύουν καὶ βλαστημοῦν
Καὶ ξεκινοῦν μεθυσμένοι
Νὰ σφάξουν χίλια πρόβατα χίλιες κοπέλες νὰ φιλήσουν
Νὰ ξεγελάσουν καὶ τὸν Χάροντα μὲ τὸ ρακὶ καὶ τὸ τραγούδι
Ἐκεῖ ζώνονται τ’ ἄρματα καὶ κλέφτες ξενυχοῦνε
Ἂχ! κι ἀπὸ κορφὴ σ’ ἄλλην κορφὴ σὰ σταυραητοὶ πετοῦνε
(«Εἶχες μέσα στὰ μάτια σου μιὰν ἀστραπή, Β΄, σ. 14)
Ὁ Δημάκης δοκίμασε νὰ ζωντανέψει τὴν κρητικὴ φύση, τὴν κρητικὴ ψυχή, τὴν κρητικὴ ἱστορία (μὲ μιὰ διεύρυνση πρὸς τὸ πανελλήνιο), θέλοντας ν’ ἀντλήσει ἀπ’ αὐτὰ δύναμη καὶ σιγουριά. Ὅμως μέσα του κουβαλοῦσε πάντα τὸν διεσπασμένο ἑαυτό του, ποὺ τὸν θρυμματισμό του ἐπέκτεινε τὸ ψυχροπολεμικὸ κλίμα τῆς μεταπολεμικῆς Εὐρώπης. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσπάθειάς του τὸ δίνει στοὺς τελευταίους στίχους τοῦ τρίτου ποιήματος τῆς «Κρητικῆς συμφωνίας»:
Μὲς στὴν καρδιά μας ἡ ἐρημιὰ τοῦ κόσμου
Μὲς στὴν καρδιά μας τοῦ θεοῦ τ’ ἀστέρια
Μὲς στὴν καρδιά μας ἄγριο μεσονύχτι
Μὲς στὴν καρδιά μας φῶς ποὺ δὲν τελειώνει
Μὲς στὴν καρδιά μας πείνα γύμνια φτώχια
Μὲς στὴν καρδιά μας δίψα δικαιοσύνης
(«Μὲς στὴν καρδιά μας», Β΄, σ. 17)
Ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος τοῦ Ἕλληνα καὶ τοῦ Εὐρωπαίου τῶν μέσων τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀποτελεῖται ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἀντιτιθέμενων στοιχείων. Ἀπὸ μιὰν ἀλληλοδιαδοχὴ φωτὸς καὶ σκοταδιοῦ. Τὸ πατρογονικὸ νησὶ δὲν ἔχει πιὰ τὴ δύναμη τῆς στήριξης καὶ τῆς ἐνατένισης τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πνεῦμα του ἀνήκει στὸ παρελθόν.
Ἀκολουθεῖ, στὸ πρῶτο πάντα μέρος τῆς συλλογῆς, μιὰ ὁμάδα ποιημάτων μὲ καθαρὰ λυρικὸ χαρακτήρα, ὅπου δυὸ μοναχικὲς ψυχὲς φτάνουν στὸ Τελευταῖο σύνορο τοῦ τίτλου
Ὅπου ἡ χαρὰ κι ἡ λύπη ὅλα τελειώνουν
Κι οὔτε χαρούμενοι οὔτε ἀπελπισμένοι
Τὸν ἥσκιον ἀγναντεύοντας τοῦ αἰώνιου
(«Θὰ περιμένετε», Β΄, σ. 24)
Ἐκεῖ, ζωσμένοι τὴν «ἄκρα σιγαλιά» (Β΄ σ. 25), περιμένουν, κυκλωμένοι ἀπὸ σκιὲς καὶ φαντάσματα. Ὁ ποιητὴς βρίσκεται στὸ «μυστικὸ ἀκρογιάλι τῆς γαλάζιας πατρίδας» (Β΄, σ. 28), σπρωγμένος ἀπὸ τὴν «ἔφεση πρὸς τὸ ἄπειρο» (Β΄, σ. 28). Ἡ αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς ἐπιτείνεται, γίνεται κραυγὴ κινδύνου:
Στὸ δρόμο τοῦτο
Δὲν ὑπάρχει ἡσυχασμὸς
Σωτηρία δὲν ὑπάρχει
Νὰ ψάχνεις μὲ κεραῖες ἠλεχτρισμένες
Τὸ μυθικὸ λόγο τῆς σιωπῆς
Νὰ καίγεσαι παρανάλωμα τῆς θείας μέθης
Φωτίζοντας σκοτάδια ἀδιαπέραστα
Νὰ λαχταρᾶς νὰ σοῦ φανερωθεῖ ἕνα νόημα
Πιὸ πέρα ἀπ’ τὸν ἔρωτα
Πιὸ πέρα ἀπ’ τὸ θάνατο
Πιὸ πέρα ἀπ’ τὸν πυρετὸ τῆς ζωῆς
(«Ἡ αἰώνια μορφή», Β΄, σ. 29)
«Ἀφήνουμε τὴ φαντασία μας νὰ παρακολουθήσει τὶς ἀνεξάντλητες ἀπόπειρες τοῦ ποιητῆ νὰ φτάσει στὴ χιμαιρικὴ στιγμή», γράφει ὁ Πέτρος Σπανδωνίδης, «ὅπου ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ σωθεῖ πρέπει νὰ ἔχει χαθεῖ. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος. Τὸ ἐγώ, ἡ βαθύτερη ψυχή, ὅταν κερδίσει τὸ στοίχημά της μέσα στὴ μυστικὴ ἔκταση, ὅταν χαθεῖ, θὰ διατηρεῖ μονάχα μιὰ ἀέρινη ἀνάμνηση τῆς παλιᾶς ψυχῆς της, τῆς δεμένης μὲ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο». Ὁ ποιητὴς ζεῖ τὴν ἀγωνία (γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Κίρκεγκωρ) καὶ τὴν προσδοκία τῆς χαρᾶς ἀπὸ τὸ σβήσιμο μέσα στὸ Ἀπόλυτο, δὲν κάνει ὅμως τὸ μεγάλο βῆμα. Παραμένει ἀναποφάσιστος στὸ «τελευταῖο σύνορο». «Εἶναι ὡραῖο», συνεχίζει ὁ Σπανδωνίδης, «ὅτι ὁ Δημάκης δὲν ἐτόλμησε νὰ μᾶς δώσει τὴ γεύση τοῦ Ἀπόλυτου, ἀλλὰ μονάχα τὴν πρόγευση, τὸ προαίσθημα, τὸ ἀνθρώπινο προανάκρουσμά της. Ὁ ποιητὴς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος καὶ ἔμεινε ἄνθρωπος, στὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ, στὴν κορυφὴ τοῦ ψηλοῦ βουνοῦ, ὅπου πέρα κεῖ μόνο ἡ καρδιὰ τοῦ μυστικοῦ μπορεῖ νὰ χαρεῖ, τὸ μάτι ἑνὸς μυστικοῦ μπορεῖ νὰ ἰδεῖ».[4]
Ὁ Δημάκης, λοιπόν, μπροστὰ Στὸ τελευταῖο σύνορο δὲν ἐτόλμησε ἢ δὲν μπόρεσε νὰ ἐπιχειρήσει τὸ λυτρωτικὸ ἅλμα. Ἔμεινε δῶθε, στὸν καθαρὰ γήινο χῶρο, ὅπου τὴν προσδοκία καὶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἀπόλυτου τὴ διαδέχτηκε μιὰ πτώση σ’ ἕναν κόσμο ἐφιαλτικό. Στὸ δεύτερο μέρος τῆς συλλογῆς, ποὺ περιλαμβάνει ἕνα καὶ μόνο ποίημα χωρισμένο σὲ ἕντεκα τμήματα, ποὺ ἔχει τὸν τίτλο «Ἐσὺ δὲν εἶχες πεθάνει;», ἐπικρατεῖ τὸ σκοτάδι μιᾶς νύχτας «πηχτῆς», σ’ ἕνα τέλμα «μὲ βρώμικα νερὰ / Βατράχια ποὔχουν ἀνθρώπινη φωνή» (Β΄, σ. 39), μὲ κολασμένους ἄταφους νεκρούς, σκοτωμένους ποὺ «συγκολλοῦν τὰ μέλη τους οὐρλιάζοντας» (Β΄, σ. 41) καὶ τρομερὰ θηρία ποὺ γλείφουν τὶς πληγὲς καὶ τὶς σαπημένες σάρκες τους. Τὴ μοναξιά του πολιορκεῖ ἕνας νεκρὸς ποὺ τοῦ γνέφει
Μὲ εἰρωνικὸ μειδίαμα βεβαιότητας:
Θὰ σὲ περιμένω ὣς τὸ τέλος
Δὲ θὰ φοβηθεῖς
Οἱ πεθαμένοι δὲ φοβοῦνται τοὺς πεθαμένους
(Β΄ IV, σ. 36)
Ὁ ποιητὴς διαμαρτύρεται στὸν Θάνατο πὼς ἀφήνει τὸν νεκρὸ νὰ καταλύει τοὺς νόμους του, δὲν ἀργεῖ ὅμως νὰ διαπιστώσει πὼς στ’ ἀλήθεια εἶναι κι ὁ ἴδιος νεκρός. Ἡ ψυχή του γεμίζει ἀηδία καθὼς βουλιάζει ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ
Κάτω ἀπὸ πέτρες βαρειὲς κι αἰῶνες ἀπόλυτης σιωπῆς
Σὲ ἀνάκτορα προκατακλυσμιαῖα
ὅπου ὁ βασιλιάς,
Γέρος λεπρὸς μισοφαγωμένος ἀπ’ τὰ σκουλήκια
(Β΄, σ. 42)
σηκώνεται ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ τὸν ἀγκαλιάζει.
Στὸ ποίημα τοῦτο κυριαρχεῖ μιὰ ἐπίμονη τάση πρὸς τὸ ἐφιαλτικό, τὸ μακάβριο καὶ τὸ τερατῶδες, ποὺ δημιουργεῖ ἔντονη ἀντίθεση πρὸς τὴ λαχτάρα τῆς αἰωνιότητας ποὺ ἐκφράζουν τὰ ποιήματα τοῦ προηγούμενου μέρους. Τὸ ἐξπρεσσιονιστικὰ ἰδωμένο βασίλειο τοῦ σκότους καὶ θανάτου «ἀποτελεῖ», παρατηρεῖ ὁ Κώστας Στεργιόπουλος, «ἔκφραση συμβολικὰ εἰκονικὴ μιᾶς βαθειᾶς ἐσωτερικῆς κρίσης».[5] Τὸ Τελευταῖο σύνορο ἔχει γίνει ἕνα «ἄγριο σύνορο» κι ὁ Δημάκης βρίσκεται σὲ μιὰ κατάσταση ἀπελπισίας, χωρὶς δυνατότητα λύτρωσης. Ἡ ζωὴ ἔχει ταυτιστεῖ μὲ τὸν θάνατο κι ὁ ποιητὴς ἔχει φτάσει στὰ ὅρια τοῦ μηδενισμοῦ.
Σὲ μιὰ τέτοια ψυχικὴ κατάσταση ὁ Δημάκης βρίσκει διέξοδο, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, στὸ παρελθὸν μέσῳ τῆς μνήμης. Μιᾶς μνήμης ποὺ συνυφαίνει τώρα τὸ ἀτομικὸ μὲ τὸ γενικό, τὴν προσωπικὴ περιπέτεια μὲ τὴν ἐθνικὴ δοκιμασία.
Τὸ ποίημα μὲ τὸ λατινικὸ ἀριθμὸ V τοῦ τρίτου μέρους τῆς συλλογῆς, ποὺ ἔχει τίτλο Δυτικὸς ἄνεμος, διαδραματίζεται «Στὶς παραλίες τῆς Μάνης», ἄνοιξη τοῦ 1941. Ἐκεῖ ἔχουν φτάσει οἱ κρητικοὶ στρατιῶτες μετὰ τὴν προέλαση τῶν Γερμανῶν κι ἀναζητοῦνε μέσον γιὰ νὰ περάσουν στὴν Κρήτη. Ἀνάμεσά τους κι ὁ ποιητής, ποὺ μᾶς δίνει μιὰν εἰκόνα τοῦ κοπαδιοῦ τῶν κυνηγημένων ἀπὸ τ’ ἀεροπλάνα, ποὺ παραδέρνουνε σ’ ἄγνωστα ἀκρογιάλια μὲ «ἄγρια βράχια μαυρισμένα», προσμένοντας τὰ σωτήρια καράβια. Ἡ εἰκόνα θυμίζει τὴν Ἀποκάλυψη. Τ’ ἀεροπλάνα γίνονται
[…] ἄγριες ἀκρίδες
Μὲ πρόσωπα ἀνθρώπινα
Μὲ θώρακες σιδερένιους
Μὲ φτερὰ ποὺ βουΐζουν σὰν ἄρματα τοῦ πολέμου
(Δυτικὸς ἄνεμος V, Β΄, σ. 51)
Ὁ ποιητὴς μοιράζεται τὸν φόβο, τὴν ἀγωνία, τὴν ἀπειλὴ θανάτου μὲ τοὺς συστρατιῶτες του καὶ μὲ τὸν ἄμαχο πληθυσμὸ κι αὐτὸ τὸ «συμπάσχειν» τὸν ἀλαφρώνει ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ ἄχθος.
Τὸ ἑπόμενο ποίημα μὲ τὸ λατινικὸ ἀριθμὸ VI μᾶς μεταφέρει σ’ ἕνα ἄλλο ἀκρογιάλι, τῆς Κρήτης αὐτὴ τὴ φορά, δυὸ τρεῖς μῆνες ἀργότερα κι ἔχει τὸν ὑπότιτλο «Hier ruht ein unbekannter Soldat» («Ἐνθάδε ἀναπαύεται ἕνας ἄγνωστος στρατιώτης»), ποὺ ἀποτελεῖ ἐπιγραφὴ στὸν τάφο ἑνὸς Γερμανοῦ ἀλεξιπτωτιστῆ. Εἶναι τὸ σημαντικότερο ποίημα ποὺ ἔχει γραφτεῖ γιὰ τὴ μάχη τῆς Κρήτης κι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀξιόλογα ποιήματα ποὺ ἀναφέρονται στὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ἀρχίζοντας ὁ Δημάκης μᾶς δίνει τὴν εἰκόνα μιᾶς τυπικῆς κρητικῆς παραλίας μὲ τὴν ἀμμουδιά, τοὺς καλαμιῶνες καὶ τοὺς μαυροκόκκινους βράχους, τὰ θαλασσοπούλια καὶ τὰ βραχνὰ κοράκια ποὺ ψάχνουνε γιὰ ψοφίμια. Ἡ περιγραφὴ ἔχει ζωντάνια καὶ συγκίνηση, γιατὶ ὁ ποιητὴς βλέπει τὸ τοπίο μέσ’ ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση τῶν παιδικῶν του χρόνων, ὅταν αὐτὸ ἦταν «ὁ δικός μας / ὁ γαλάζιος παράδεισος ὁ παιδικός» (Β΄, σ. 52). Τοῦτο τἀ ἀκρογιάλι τὸ χρωματισμένο μὲ νοσταλγικὴ διάθεση μεταβάλλεται σὲ πεδίο μάχης καὶ στὴ συνέχεια σὲ στρατιωτικὸ νεκροταφεῖο, ὅπου «ἡσυχάζουν παντοτεινὰ»
Ἴσοι πρὸς ἴσους
Κάτω ἀπ’ ἕνα ξύλινο σταυρὸ χωρὶς ὄνομα δίχως δάκρυα:
[…]
Ἕνας λαὸς σκοτωμένοι
Γιὰ τὸ δικό μας τὸ θάνατο
Ἄγνωστοι μὲ τὴν ἄμμο ἀγκαλιασμένοι
Ἄγνωστοι μὲ τὸ κῦμα ἀγκαλιασμένοι
(VI, Β΄, σ. 53)
Τὸ «θαλασσινὸ κοιμητήρι» ἔχει γεμίσει μὲ «ξανθοὺς ἔφηβους ἄγνωστους σκοτωμένους» (VI, Β΄, σ. 53), ποὺ εἴχανε ξεκινήσει ἀπὸ τὴν πατρίδα τους ὅλο ἔπαρση, βέβαιοι πὼς ἡ Γῆ ἦταν «πέρα ὣς πέρα δική τους» (VI, Β΄, σ. 53). Κι ὁ ποιητής, ἀφοῦ εἰρωνεύτηκε πλάγια τὸν ὑπερφίαλο ἐχθρό, μεταβάλλοντας ψυχικὴ διάθεση τόνε βλέπει μὲ οἶκτο στὴν ἀνθρώπινη διάστασή του, γιὰ νὰ καταλήξει σ’ ἕνα σεμνὸ ἐγκώμιο στὴ φιλοπατρία καὶ στὸν ἡρωισμὸ ἐκείνων ποὺ τοῦ στερήσανε τὴ ζωή:
Ποιά μάνα ἀπ’ τὸ Βορρᾶ
καὶ ποιά ἀγαπητικιὰ ἀπ’ τὴ Δύση
Αὔριο θὰ κλάψει τ’ ὄνειρο τοῦ γυρισμοῦ σας
Καὶ πῶς νὰ ξέρει νά ’ρθει ἐδῶ στὴν ἄμμο
Νὰ σκάψει μὲ τὰ χέρια της
νὰ σᾶς ξεπλύνει
Τὰ αἵματα ἀπ’ τὶς πληγὲς
νὰ σᾶς ξαλλάξει
Τὰ φονικά σας χέρια νὰ σταυρώσει
Καὶ νὰ φιλήσει γιὰ στερνὴ φορὰ τὰ δυό σας μάτια
Ποὺ ἤρθετ’ ἐδῶ τὸ δίκαιο θάνατο νὰ βρεῖτε
Ἀπὸ ἀντρειωμένα χέρια ποὺ ἄλλες μάνες
Μὲς ἀπὸ χαλασμοὺς φωτιὲς καὶ δάκρυα
Ἀναστῆσαν τῆς λευτεριᾶς Ἀκρίτες
(VI, Β΄, σ. 54)
Στὰ δυὸ τοῦτα ποιήματα, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ θερμὸ συναίσθημα, ποὺ ὣς τώρα συμπορευόταν συχνὰ μὲ τὸ διανοητικὸ στοιχεῖο, ὁ Δημάκης ξεπερνᾶ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀγωνία καὶ τὰ σκοτεινὰ ὁράματα καὶ ταυτίζεται μὲ τὸν κρητικὸ λαὸ συμμετέχοντας στὰ βάσανα καὶ στὴν ἡρωικὴ περηφάνεια του.
Παραμένοντας στὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς τῶν παθῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ φέρνει στὴ μνήμη του καὶ τὸν χειμώνα τοῦ ’41 μὲ ’42 στὴν Ἀθήνα, ὅταν θερίζει ἡ πείνα καὶ
«Ἀλλοίμονό σας χαμένες ψυχὲς
Μὴν ἐλπίζετε νὰ δεῖτε τὸν οὐρανὸ ποτὲ
Ἔρχομαι νὰ σᾶς πάω στὴν ἄλλη ὄχθη
Στὰ αἰώνια σκοτάδια στὴ φωτιὰ καὶ στὸν πάγο»
(ὅ.π., Β΄, σ. 56)
[…] τὰ σκουλήκια τῆς Ἀττικῆς
ἀποροῦσαν
Γιὰ τὴ μεγάλη σοδειὰ κάτω ἀπ’ τὸ χῶμα
(VII, Β΄, σ., 56)
Γιὰ ν’ ἀποδώσει τὴν εἰκόνα τοῦ πόνου, τοῦ θανάτου καὶ τῆς φρίκης, ὁ Δημάκης καταφεύγει στὴν «Κόλαση» τοῦ Δάντη, ἀπὸ τὴν ὁποία δανείζεται τὴ μορφὴ τοῦ Χάροντα ποὺ περνᾶ μὲ τὴ βάρκα του τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν στὸν Κάτω Κόσμο φωνάζοντας
Ὅλοι, λοιπόν, ἀκόμη κι οἱ ἀθῶοι, ἔχουν γίνει «χαμένες ψυχές»; Ὁ Χάροντας, ὅπως ὅταν βλέπει τὸν Δάντη, ἀναφωνεῖ κι ἐδῶ ἀντικρύζοντας τὸν ποιητή:
«Ἀλλὰ σὺ τί γυρεύεις ζωντανὸς
μὲ τοὺς πεθαμένους;»
(ὅ.π., Β΄, σ. 56)
Ὁ πορθμέας τοῦ Ἅδη δὲν ξέρει πὼς ὁ ποιητὴς «μὲ τὰ ἴδια [τ]σου τὰ χέρια / Εἶχε φτιάσει τὴν Κόλαση τὴ δική [τ]σου» (Β΄, σ. 56). Κι ὁ Δημάκης στὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ Τελευταίου σύνορου ξαναγυρίζει στὸ προσωπικό του ἀδιέξοδο, στὴν ὀδύνη καὶ στὸν ἴλλιγο τοῦ κενοῦ.
Ἡ ἑπόμενη συλλογή, μὲ χρονολογία ἔκδοσης τὸ 1956, εἶναι, ὅπως δηλώνει κι ὁ τίτλος της, ἕνα Σκοτεινὸ πέρασμα. Ὑπάρχουν σ’ αὐτὴν σκόρπιες ἀπόπειρες ν’ ἀνάψει κάποιο φῶς, χωρὶς διάρκεια ὅμως. Ὁ Δημάκης παραμένει στὴν κατάσταση τῆς δραματικῆς ἀγωνίας, τὴν ὁποία τώρα ἀντιμετωπίζει καὶ μὲ πικρὴ εἰρωνεία, δοκιμάζοντας ἔτσι ἕναν ἄλλο τρόπο νὰ τὴν ἀμβλύνει. Ὡστόσο, ὅπως σημειώνει ὁ Ἀλέξ. Ἀργυρίου, ὁ ποιητὴς δὲν ἀπαρνιέται τὴ ζωὴ «μὲ τὴν ὅποια σκοτεινιά της. Ἔτσι κι ἡ ἀπόγνωση δὲν ἔχει δάκρυα ἢ ἄλλες κακομοιριές».[6] Παραμένει ἀξιοπρεπὴς καὶ στὴν ἀπελπισία του.
Μὲ τὴ συλλογὴ Τὸ ταξίδι (1960) ὁ Δημάκης προωθεῖ τόσο τὴν τεχνική του ὅσο καὶ τὴ στάση του ἀπέναντι στὴ ζωή. Σύμφωνα καὶ μὲ τὸν τίτλο τῆς νέας του συλλογῆς ἐπιχειρεῖ, σὰν ἄλλος Ὀδυσσέας, ἕνα ταξίδι, χωρὶς ὅμως νά ’χει ὡς κατάληξη καὶ σκοπό του τὴν Ἰθάκη. Ὁ προορισμός του παραμένει ἄδηλος. Δὲν τοῦ λείπει ἡ τόλμη, ὅπως δηλώνει πρὶν ἀπὸ τὸ ξεκίνημά του:
Στὴ ζωὴ ἀναποφάσιστος δὲ στάθηκα
Τόλμησα καὶ δὲ μετανιώνω
Ἂν ἄλλοι τακτοποιοῦνται καὶ ἡσυχάζουν
Καὶ τελειώνουν κλεισμένοι σὲ σχήματα
Ἐγὼ ἂν ἀρχίζω καὶ ξαναρχίζω
Χωρὶς ὑποταγὴ
Προκαλώντας πάντα τὸ πεπρωμένο
Ἀλλιῶς δὲν μποροῦσε νὰ γίνει
(«Τόλμησα καὶ δὲν μετανιώνω», Γ΄, σ. 30)
Εἶναι, λοιπόν, ἀπὸ τὴ φύση του ἄνθρωπος ποὺ δὲν βολεύεται σὲ προκαθορισμένα σχήματα, γι’ αὐτὸ κάθε τόσο ἐπιχειρεῖ νέα προσπάθεια, ἔστω κι ἂν ἡ προηγούμενη τὸν εἶχε ὁδηγήσει σ’ ἀποτυχία. Ἔχει πάρει τὴν ἀπόφαση:
Φεύγω
Θέλω πάλι νὰ φύγω
Ὅλο ἔφευγα
Ἀπὸ τὴ θάλασσα στὴ στεριὰ
Ἀπὸ τὶς ἄκρες στὴν ἐνδοχώρα
Ἀπὸ τὸ σῶμα διέφευγα
Ἀπὸ τὸ χῶμα
Μὴ γνωρίζοντας ποῦ θὰ βρεθῶ
(«Φεύγω», Γ΄, σ. 31)
Ἡ φυγὴ ἑπομένως δὲν εἶναι κάτι νέο γιὰ τὸν ποιητή. Πάντα ἔφευγε, ἀκόμη κι ἀπὸ τὴ γήινη πραγματικότητα ἀναζητώντας, ὅπως εἴδαμε, τὸ Ἀπόλυτο. Τώρα νιώθει ξένος καὶ μέσα στὸ ἴδιο του τὸ σπίτι. Ἀντιλαμβάνεται πὼς ὅλα γύρω του ἀλλάζουν, μετακινοῦνται καὶ μεταμορφώνονται διαρκῶς. Τοῦ ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ χέρια. «Ταξιδεύουν μέσα στὸ χρόνο» (Γ΄, σ. 34).
Μήπως παρόμοια δὲν ταξιδεύει κι αὐτός; Τί πρέπει νὰ κάνει λοιπόν; Ἐφ’ ὅσον παραμένει σκοτεινὸ κι ἄγνωστο τὸ τέρμα, ἂς ἐπωφεληθεῖ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ συναντᾶ στὸ ταξίδι του, ἂς χαρεῖ τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς, ὅ,τι κλείνει μέσα της ἡ κάθε μέρα. Δὲν εἶναι οὔτε αὐτὸ εὔκολο, ἀπαιτεῖ μιὰ διαρκῆ ἑτοιμότητα, ἕνα ἀδιάκοπο κυνήγημα, ποὺ τὸν λαχανιασμένο ρυθμό του διακρίνομε σὲ στίχους ὅπως οἱ παρακάτω:
Παλεύεις στὸ χῶμα
Ἐπιμηκύνεις τὴ μέρα μὲ τεχνητοὺς ἥλιους
Ἐπιμένεις
Ἀνατρέπεις τὰ σύνορα
Κρατᾶς ἀνοιχτὰ μάτια
Μέλη σὲ κίνηση
Στὸ χρέος ποὺ ὑπηρετεῖς
Ἐνεργεῖς ἀκόμα
Δουλεύεις στὴ δύναμη ποὺ σὲ ἐμψυχώνει
Γιὰ δικό της λογαριασμὸ
Κι ἐσὺ λογαριάζεις τὴ χάρη ποὺ σοῦ ἔχει δοθεῖ
Γνωρίζοντας καὶ μὴ γνωρίζοντας
Πὼς ἐκπληρώνεις τὴν ἀποστολή σου
Νὰ ὑπάρχεις
(Γ΄, σ. 39)
Ἀκόμη κι ὅταν ζεῖς ἐντατικὰ κι ἐξαντλεῖς τὴ ζωή, χωρὶς νὰ τὸ ὑποψιάζεσαι ὑπηρετεῖς μιὰ τυφλὴ δύναμη καὶ δουλεύεις γιὰ λογαριασμό της. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ἡ ἐλευθερία σου, ἀφοῦ, καὶ μόνο μὲ τὸ ποὺ ὑπάρχεις, ἐκπληρώνεις μιὰν ἀποστολὴ ποὺ σοῦ ἀνατέθηκε; Κι ὁ ποιητὴς ἀνακαλύπτει πὼς ὅλα εἶναι «στιγμὲς ἀνεξάρτητες / χωρὶς σκοπὸ ἢ συνέπεια» (Γ΄, σ. 42). «Ὅλα σιγὰ σιγὰ σβήνουν» (Γ΄, σ. 46) καὶ βρίσκεσαι νὰ κρατᾶς στὰ χέρια σου μόνο στάχτες. Ἐν τούτοις ἡ ἐλπίδα δὲν τὸν ἐγκαταλείπει:
Πιὸ πέρα ὅμως δὲν ξέρεις
Ἴσως ἀλλοῦ
Ὑπάρχει κάτι καὶ σὲ περιμένει
(Γ΄, σ. 47)
Ἡ ἀπογοήτευση δὲν ἀργεῖ νὰ γίνει ὁριστική. Οἱ χίλιες δυὸ μέριμνες κι ἀπασχολήσεις ὄχι μόνο δὲ σοῦ δίνουν αὐτὸ ποὺ ἐπιζητεῖς («Ἡ ζωὴ ποὺ ζητήσαμε δὲ μᾶς ἔχει δοθεῖ» εἶχε παραπονεθεῖ στὸ Τελευταῖο σύνορο), ἀλλά «σὲ ἐξουθενώνουν», δὲ σ’ ἀφήνουν «νὰ ζήσεις τὴν ἀληθινὴ ὑπόστασή σου / Τὸ δῶρο ποὺ ἀπολαμβάνει / καὶ τὸ τελευταῖο σπουργίτι» (Γ΄, σ. 49).
Χάνεσαι μέσα στ’ ἀλλεπάλληλα ταξίδια σου
Διαρκῶς τρέχοντας εἶναι σπατάλη καὶ κόρος
Ἡ ἐκμηδένιση τῆς περίσσειας
Ὅταν γίνεσαι χιλιάδες κομμάτια γιὰ νὰ προφτάσεις
[…]
Καὶ χάνεσαι
Χάνεις τὴν ἀκεραιότητα τὴ συνοχή σου
[…]
Ἕνα βῆμα πιὸ πέρα καὶ διαλύεσαι
(Γ΄, σ. 57‒58)
Καὶ τότε τὸ ἔνστικτο σ’ ἐπαναφέρει στὶς ρίζες, σὲ καθηλώνει «σὲ χώματα ζωῆς φυτικῆς» (Γ΄, σ. 59). Γίνεσαι πάλι ἕνα δέντρο καὶ περιορίζεσαι στὴν περισυλλογὴ καὶ στ’ ὄνειρο. Μιὰ ἀκόμη ἀποτυχία στὴν προσπάθεια ἀναζήτησης διεξόδου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Δημάκης κλείνει Τὸ ταξίδι μ’ ἕνα ποίημα ποὺ ἀφιερώνει στὴν ἀμφίσημη ζωή:
Ἀείχρονη
Ἀεικίνητη
Τελειώνοντας καὶ ξαναρχίζοντας
Μὲ ἐκπλήξεις καὶ φαντασμαγορίες
Σοφὰ τεχνάσματα ἔμπειρα
Ἔνστικτα ρίγη
Καθὼς ἡ θάλασσα τῆς τρικυμίας
Ἢ ὁ ἔρωτας κάποτε
Καὶ πάντα ἡ ποίηση («Ἡ ζωή», Γ΄, σ. 61)
Στὸ Ταξίδι ἀφήνει τὰ ἐκτεταμένα ποιήματα (τὰ μεγάλα τὰ χωρίζει σὲ μικρὲς ἑνότητες), γίνεται πιὸ ὀλιγόλογος καὶ πυκνός. Περιορίζει ἐπίσης τὰ «καλολογικὰ στοιχεῖα» κι ὁ λόγος του ἀποκτᾶ μιὰ λιτότητα καὶ μιὰν ἀμεσότητα, μιὰ θέρμη ποὺ μᾶς μεταδίδει ἀπευθείας, χωρὶς συμβολισμοὺς κι ἀλληγορίες, ὅπως παρατήρησε κι ὁ Ἀντρέας Καραντώνης,[7] τὸ ὑπαρξιακό του δράμα.
Ἡ περιπέτεια εἶναι ἡ τελευταία συλλογὴ ποὺ περιλαμβάνεται στὴν τρίτομη ἐπανέκδοση τῶν ποιητικῶν του ἔργων ποὺ ἔκαμε ὁ Μηνᾶς Δημάκης. Ὁ τόνος εἶναι πάντα προσωπικός, ὁ ποιητὴς ἐν τούτοις κατορθώνει συχνὰ νὰ δώσει εὐρύτερη, καθολικότερη διάσταση στὸν ἀτομικό του προβληματισμό. Ἀκόμη ὅμως καὶ τότε, ὅπως σημειώνει ὁ Βάσος Βαρίκας, «στὴν πραγματικότητα δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ «ἀντικειμενοποιήσει» τὶς ἀτομικές του διαθέσεις […] δίνοντας στὴν κοινωνία τὸ σχῆμα τῶν ὑποκειμενικῶν του διαθέσεων».[8]
Ἐδῶ βρίσκομε νὰ ἐπαναλαμβάνονται, συχνὰ μὲ ὀξύτερη διατύπωση, βασικὰ θέματα ποὺ τὰ συναντήσαμε καὶ σὲ προηγούμενες συλλογὲς τοῦ Δημάκη. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ἡ μοναξιὰ ποὺ «ὁλοένα εὐρύνεται» (Γ΄, σ. 73).
Παρὸν εἶναι μόνον ἡ μοναξιὰ
Ἡ μοναξιὰ δὲν ἔχει παρελθὸν
Εἶναι τὸ ἄδειο
Εἶναι ἡ ἐρήμωση
[…]
Ὥσπου νὰ γίνεις σκοτάδι κι ἐσὺ
Νὰ καθηλωθεῖς στὸ λαβύρινθο ἄχρονος
(«Ἡ μακρινὴ μουσική», Γ΄, σ. 73)
Τὸ θέμα τῆς μοναξιᾶς διατρέχει ὅλη σχεδὸν τὴν Περιπέτεια, φτάνοντας στὴν κορύφωσή του στὸ ποίημα «Ὁ ξένος», ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα καὶ πιὸ ὁλοκληρωμένα στὴ διάρθρωσή τους ποιήματα τοῦ Δημάκη, ποὺ δὲν σοῦ δίνει τὴν ἐντύπωση, ὅπως ἀρκετὰ ἄλλα, ὅτι ὁ δημιουργός του δὲν τὸ ὁλοκλήρωσε, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ θέμα του σὲ κάποιο ἄλλο. Στὸν «Ξένο» ὑπάρχει ἕνα σπίτι ποὺ μοιάζει σὰν ἄδειο κι ὅμως «τὰ δωμάτια εἶναι γεμάτα οἱ διάδρομοι οἱ αὐλές» (Γ΄, σ. 74). Ὁ ποιητὴς μπαίνει καὶ τοὺς ἀκούει ὅλους νὰ μονολογοῦν μιλώντας ὁ καθένας σ’ ἄλλη γλώσσα. Μ’ ἕνα κλειδὶ στὸ χέρι προχωρεῖ ἀπὸ δωμάτιο σὲ δωμάτιο, ψάχνοντας γιὰ κάτι ποὺ κι ὁ ἴδιος δὲν ξέρει τί εἶναι, κι ὅλοι τόνε κοιτάζουν «ἀδιάφορα μὲ μάτια νεκρά» (ὅ.π., σ. 75). Εἶναι τὸ σπίτι-Γῆ, ὅπου εἰσέρχεσαι, ὑποχρεωτικά, γιατὶ «μένοντας ἔξω δὲν ὑπάρχεις» (ὅ.π., σ. 75), παραμένεις ὅμως μόνος
[…] ἕνας ξένος ἀπὸ χώρα ξένη σὲ χώρα ξένη
(ὅ.π., Γ΄, σ. 76)
ψάχνοντας γιὰ κάτι ποὺ κι ἐσὺ δὲν ξέρεις τί εἶναι.
Στὰ περισσότερα ποιήματα τῆς Περιπέτειας ὑπονοεῖται ἕνα δεύτερο πρόσωπο στὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται ὁ ποιητής. Μὲ τὸ πρόσωπο αὐτὸ συναντηθήκανε «μέσα στὴ λάμψη γιορτῆς ἀπατηλῆς» (Γ΄, ΙΙΙ, σ. 93), ἀλλὰ «μέσα στὸ συνωστιμὸ» δὲν ἐμείνανε ποτὲ μόνοι γιὰ μιὰ οὐσιαστικὴ ἐπικοινωνία κι ὅταν θελήσανε νὰ φύγουν γιὰ νὰ «σωθοῦν», χωρίσανε στὴ μέση τοῦ δρόμου. «Ὁ χωρισμὸς εἶναι τὸ ἀνέκκλητο τὸ τελεσίδικο» (Γ΄, IV, σ. 94). Ἴσως ξανασυναντήθηκαν ἀλλὰ δὲν ἀναγνωρίστηκαν καθὼς ἐκρύβανε τὰ πρόσωπα μὲ διαφορετικὲς μάσκες.
Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ σημαδεύει ἔντονα τὴν Περιπέτεια εἶναι τὸ τέλος τῆς ζωῆς κι ἡ μεταθανάτια μοίρα τοῦ ἀνθρώπου. Ἤδη στὸν «Ξένο» ὁ Δημάκης μίλησε γιὰ «προσωρινὴ ἐγκατάσταση» στὸ πολυδαίδαλο σπίτι. Στὸ «Milano: Cimitero monumentale», ἕνα ἀκόμη ἐξαίρετο ποίημα, χωρὶς «ἐκχείλιση» τοῦ κύριου θέματος, τ’ ἀγάλματα τῶν νεκρῶν στοὺς τάφους τὸν ὠθοῦν σὲ μεταφυσικὲς σκέψεις ποὺ ξύνουν ἀνεπούλωτες πληγές:
Μέγιστο μάθημα εἶναι τοῦτο τ’ ὅραμα τοῦ τάφου;
Ἢ μιὰ φριχτὴ παγίδα ποὺ ἔχουν στήσει
Ἡ ἀγάπη κι ἡ τέχνη στὸ διαβάτη
Πάντα νὰ σὲ θυμᾶται πάντα ν’ ἀμφιβάλλει
Νὰ μετανιώνει ποὺ ἐδῶ κάτω μένει ἀκόμα
Ποὺ ἡ καθυστέρηση εἶναι μάταιος κόπος
Κι ὅτι ἡ χαρὰ κι ἡ ἐλπίδα ἀλλοῦ τὸν περιμένουν!
(«Cimitero…», Γ΄, σ. 80)
Ὁ ὑποκειμενικὸς ἄνθρωπος εἶναι τὸ συνειδησιακὸ κέντρο τοῦ κόσμου. Ὑπάρχοντας, συνειδητοποιῶ καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ κόσμου. Ὅταν ἐγὼ πεθάνω εἶναι σὰν νὰ χάνεται τὸ σύμπαν. Τούτη ἡ ὀδυνηρὴ ὑπαρξιακὴ αἴσθηση, ποὺ τὴν προβάλλει κι ὁ Καζαντζάκης στὴν Ἀσκητικὴ καὶ στὴν Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο, βασανίζει καὶ τὸν Δημάκη στὴν Περιπέτεια.
Τίποτα ἔξω ἀπὸ μᾶς δὲν ὑπάρχει
Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ ‒ ἔρχεται ἡ νύχτα
Ἂν κλείσεις τὰ μάτια δὲν ὑπάρχει φῶς ἢ σκοτάδι
Ἂν σφραγίσεις τ’ αὐτιὰ δὲν ὑπάρχει ἦχος
Κι ἔτσι ὅλα τὰ καταργεῖς ἂν ἀπ’ ὅλα παραιτηθεῖς
Κάποιος πέρασε πλάι σου δὲν τὸν εἶδες
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν
Ναί! τίποτα ἔξω ἀπὸ μᾶς δὲν ὑπάρχει
Μόνο ἕνα ἀπροσμέτρητο κενὸ ὁ ἄπειρος χρόνος
Ἐμεῖς προχωροῦμε καὶ τοῦ δίνομε νόημα…
(«Παραλλαγὲς σ’ ἕνα θέμα», Γ΄, VI, σ. 97)
Στὴν Περιπέτεια, παρατηρεῖ ὁ Κώστας Στεργιόπουλος, «τὴ σπασμωδικότητα ἔχει διαδεχτεῖ τὸ καταστάλαγμα· τὴν κίνηση τὸ ἀνικανοποίητο, ἕνα βαθύτερο ἐσωτερικὸ μούδιασμα. Εἶναι ἡ εἰσβολὴ τοῦ “ἀόρατου ἐχθροῦ” καὶ μαζὶ ἡ εἰσβολὴ τοῦ παρελθόντος, ποὺ τὸν κάνει νὰ ξαναγυρίζει σὲ μοτίβα τῶν προηγούμενων βιβλίων του, ἀνακεφαλαιώνοντας τὰ θέματα καὶ τοὺς ἐκφραστικοὺς τρόπους, ὅπως διαμορφώθηκαν ἀπ’ τὴ συλλογὴ Στὸ τελευταῖο σύνορο καὶ πέρα, ἀλλὰ κοιταγμένα τώρα μέσα ἀπ’ τὴν ὀπτικὴ γωνία μιᾶς μοίρας “τετελεσμένης” καὶ μιᾶς δραματικῆς κατὰ βάθος παραδοχῆς. Ἡ ἀντίσταση ἔχει πάψει. Ἡ ἐλπίδα “νὰ ξεπεράσει τὴν ἀντοχή του” καὶ “νὰ προχωρήσει πέρα ἀπ’ τὸ σύνορο ποὺ χάραξεν ἡ μοίρα” […], ἔχει ὁριστικὰ διαψευσθεῖ».[9]
Ἡ «κατὰ βάθος παραδοχὴ» τῆς μοίρας του δίνει στὴν Περιπέτεια μιὰ πικρὴ ἠρεμία καὶ μιὰν ἐγκαρτέρηση, ἐνῶ ὁ λόγος γίνεται πιὸ θερμὸς καὶ παλλόμενος, πιὸ χαμηλόφωνος καὶ μαζὶ πιὸ διαφανής. Ἡ οὐσία ψυχῆς πυκνώνει περισσότερο καὶ κατασταλάζει σὲ μιὰ μετρημένη συγκίνηση, σ’ ἕνα ἐλεγχόμενο ἄλγος. Ἔκφραση καὶ περιεχόμενο ἰσορροποῦν πλήρως.
Ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ Δημάκης προσβλέπει πιὰ πρὸς ἕνα τέρμα, ἴσως νὰ αἰσθάνεται κιόλας πὼς ἔχει ἀρχίσει τὴ διαδικασία μιᾶς ἀναχώρησης. Τὸ IV τῶν «Παραλλαγῶν σ’ ἕνα θέμα» εἶναι ἕνας ἀποχωρισμός:
Σᾶς ἀποχαιρετῶ δάση βαθιὰ μαῦροι δρυμοί
σκυθρωπὲς λίμνες
Ἀγάλματατα καὶ πάρκα καὶ δεντροστοιχίες
Σᾶς ἀποχαιρετῶ παλάτια καὶ καθεδρικοὶ ναοὶ
Πόση θλίψη στὸ ἀντίκρυσμα τῆς ὀμορφιᾶς σας
Πόση ὀδύνη στὴν πικρὴ σας περιπλάνηση
Κι οὔτε ἡ ματαιότητα τῆς περηφάνειας σας παρηγορεῖ
Οὔτε ἡ αἰωνιότητά σας ἡ σχετικὴ περισώζει ἀπὸ
τὶς κατεργασίες τοῦ ἐφήμερου
Ποὺ σήμερα αὔριο ‒ ἀλλὰ πόσο μπορεῖ νὰ κρατήσει;
(Γ΄, IV, σ. 94)
Ἀκόμη κι ἡ ποίησή του ‒ ὄχι αὐτὴ καθεαυτή, ἀλλὰ σὰν ἕνα μέσον συνομιλίας μὲ τοὺς ἄλλους ‒ δὲν τὸν ἀνακουφίζει. Γράφει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μικρὰ ποιήματα τοῦ τρίτου μέρους τῆς συλλογῆς:
Παίρνουν τὰ λόγια μου τὰ κάνουν πουλιὰ
Τὰ σκορπίζουν στοὺς τέσσερεις ἀνέμους
Κι ἀγνώριστα ξαναγυρίζουν σὲ μένα
Μὲ τσακισμένα φτερά
Πρέπει νὰ σωπάσω
(«Πρέπει νὰ σωπάσω», Γ΄, σ. 106)
Τὴν ἀπόφαση τῆς σιωπῆς δὲ θὰ τὴν τηρήσει (τὸ πάθος γιὰ ἔκφραση τήνε ξεπερνᾶ). Ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ Γ΄ τόμου τῶν Ποιημάτων του, τὸ 1977, θὰ βγάλει ἕνα ἀκόμη τομίδιο μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ τίτλο Τελευταῖα ποιήματα. Μολονότι ἡ Περιπέτεια ἔκλεινε μ’ ἕνα ποίημα φωτεινὸ κι αἰσιόδοξο, ὅπου ὁ ποιητὴς ἀντίκρυζε μιὰ νέα αὐγὴ ἀπὸ τὸ παράθυρό του καὶ χαιρόταν γιατὶ
Εἶναι ὡραῖο τὸ φῶς
Εἶναι ὡραῖο νὰ βλέπεις τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ
(«Ξημέρωμα στὸ παράθυρό μου», Γ΄, σ. 115)
δὲν ἐπρόκειτο παρὰ μόνο γιὰ μιὰ διαβατικὴ στιγμή, ἀφοῦ στὰ Τελευταῖα ποιήματα ξαναγυρίζομε στὸ γνωστὸ κλίμα τῆς ποίησης τοῦ Δημάκη μὲ στίχους ὅπως «Σὲ γκρεμοὺς καὶ σὲ βάραθρα ταλαντεύομαι» (σ. 24), «Μέλλον δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα» (σ. 32), «Τὰ χρόνια ποὺ διάβηκαν ἥσκιοι / Στιγμὲς τῆς ἀπεραντοσύνης τοῦ Τίποτα» (σ. 37). Μὲ τὰ τέσσερα ποιήματα τοῦ δεύτερου μέρους τοῦ βιβλίου μὲ τὸν τίτλο «Ars Poetica» ὁ ποιητὴς ἀναζητεῖ στήριγμα καὶ παρηγορία στὴν ποίηση:
Τὸ ποίημα
Μὲ τὴ σκέψη ὅλα τὰ κατακτᾶ
Μὲ τὴ σκέψη ὅλα τὰ γκρεμίζει
Τὸ ποίημα κυριαρχεῖ μὲ τὴ σκέψη
Ὁ ποιητὴς ποίημα…
(III, σ. 54)
Ὅμως εἶναι ἀργὰ πιά. Τὸ «ἀκατόρθωτο», τὸ «ἀπραγματοποίητο» (σ. 16) τόνε πιέζει ἀβάσταχτα. Ὥσπου ἐπιχειρεῖ τὸ μεγάλο ἅλμα τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὴ ζωὴ στὶς 13 Ἰουλίου τοῦ 1980, ὥρα 6.30 τὸ πρωί. Τὸ αὐγινὸ φῶς αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν εἶχε τὴ «χάρη τοῦ Θεοῦ».
[*] Σ.τ. ἐ. Στὸ ἀρχεῖο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη, ποὺ φυλάσσεται στὸ σπίτι του στὰ Χανιά, βρέθηκαν δύο πακέτα μὲ χειρόγραφα τῆς ἀδημοσίευτης μελέτης του γιὰ τὸν Μηνᾶ Δημάκη, σὲ «συνεπτυγμένη καὶ ἐκτεταμένη ἐκδοχή» κατὰ τὸν γραπτὸ χαρακτηρισμὸ τοῦ ἴδιου στὸν χαρτοφάκελο φύλαξής τους. Ἡ συνεπτυγμένη ἦταν ὁμιλία, ποὺ ἐκφωνήθηκε σὲ «ἐκδήλωση γιὰ τὸν ποιητὴ Μηνᾶ Δημάκη» στὶς 21 Σεπτεμβρίου 2002 στὴν αἴθουσα ἐκδηλώσεων τοῦ Κέντρου Κρητικῆς Λογοτεχνίας στοὺς Βαρβάρους (Μυρτιὰ) Ἡρακλείου, ὅπου μίλησαν καὶ οἱ ποιητὲς Χριστόφορος Λιοντάκης καὶ Ἀντώνης Σανουδάκης. Ἐπέλεξα γιὰ δημοσίευση τὴν ἐκτεταμένη ἐκδοχή, ὅπως θὰ ἐπιθυμοῦσε ὁ ἴδιος, ὡς πληρέστερη· συγκρίνοντας μεταξύ τους τὶς δύο ἐκδοχές, σὲ ἐλάχιστα μόνο σημεῖα προτίμησα τὴν πρώτη, ἐκείνη τῆς ὁμιλίας δηλαδή, ποὺ δείχνει ὅτι γράφτηκε δεύτερη. Ἀκολούθησε ἔλεγχος τῶν παραθεμάτων τοῦ χειρογράφου μὲ ἀντιπαραβολὴ τῶν πηγῶν καὶ διορθώθηκαν οἱ ἐλάχιστες ἀβλεψίες.
[1] Πέτρος Σπανδωνίδης: «Ἕνας νέος εἰκονισμός. Ἡ ποίηση τοῦ Μηνᾶ Δημάκη» στὸ βιβλίο Τὸ πέρασμα τοῦ Μηνᾶ Δημάκη, Ἐκδ. Ursa Minor/ Εὐθύνη, Ἀθήνα 1983, σ. 9‒36: 17.
[2] Τὰ κεφαλαῖα Α΄, Β΄, Γ΄ δηλώνουν τὸν τόμο στὴν ἔκδοση: Μηνᾶς Δημάκης, Ποιήματα, Ἐκδ. Βάκων, Ἀθήνα 1973, 1974 καὶ 1976 ἀντίστοιχα.
[3] Μ. Γ. Μερακλῆς: «Πορεία μέσα στὴ νύχτα», στὸ βιβλίο Τὸ πέρασμα τοῦ Μηνᾶ Δημάκη, ὅπου στὴν ὑποσημείωση 2, σ. 69‒124: 74.
[4] Πέτρος Σπανδωνίδης, ὅπου στὴν ὑποσημείωση 2, σ. 16‒17.
[5] Κώστας Στεργιόπουλος: «Τὸ καταστάλαγμα μιᾶς πορείας. Μηνᾶ Δημάκη, Ἡ περιπέτεια», στὸ βιβλίο Τὸ πέρασμα τοῦ Μηνᾶ Δημάκη, ὅπου στὴν ὑποσημείωση 2, σ. 170‒178: 177
[6] Ἀλεξ. Ἀργυρίου: Μηνᾶ Δημάκη Σκοτεινὸ πέρασμα. Περιοδ. Καινούρια ἐποχή, Καλοκαίρι 1956, σ. 261‒262: 262.
[7] Ἀντρέας Καραντώνης: Τὸ ταξίδι, στὸ βιβλίο Τὸ πέρασμα τοῦ Μηνᾶ Δημάκη, ὅπου στὴν ὑποσημείωση 2, σ. 148‒153: 149.
[8] Βάσος Βαρίκας: «Μηνᾶ Δημάκη Ἡ περιπέτεια», ἐφημ. Τὸ Βῆμα, 3.12.1967 καὶ στὸ βιβλίο Τὸ πέρασμα τοῦ Μηνᾶ Δημάκη, ὅ.π., σ. 154‒160: 159.
[9] Κώστας Στεργιόπουλος, ὅπου καὶ στὴν ὑποσημείωση 6, σ. 175.

