Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Θάνος Λίποβατς

Η κρίση της μετανεωτερικότητας

1. Η άποψη ότι οι ταυτότητες σχηματίζονται μέσα από συνειδητές ταυτίσεις μέσω διαλόγου με τον Άλλο, οδήγησε στην πολιτική και στην ηθική ορθότητα, η οποία με τον κοσμοπολιτισμό και τον ατομικισμό της δεν διευκρινίζει ποιοτικά ποιες πτυχές της «ταυτότητας» αφορά και τις ισοπεδώνει με αφηρημένο τρόπο. Η ιδεολογία της «αυθεντικότητας» και της «αυτοπραγμάτωσης» αποδέχεται στο κοινωνικό επίπεδο ως κυρίαρχη αρχή την «fairness», την κατά αναλογίαν αναγνώριση των επιδόσεων και των επιτυχιών σε μία ατομικιστική, καπιταλιστική οικονομία (Charles Taylor, Das Unbehagen an der Moderne, Frankfurt a. M. 1997, σ. 60 κ.ε.). Πρόκειται για την ισότητα ευκαιριών στην αγορά, την αναγνώριση των εμπειρικών διαφορών σε όλα τα επίπεδα, δίχως ποιοτικά κριτήρια, στα πλαίσια των μέσων και των διαδικτύων. Το Συμβολικό και η υπαρξιακή διαφορά αγνοούνται και κυριαρχεί ο εργαλειακός Λόγος, που είναι κάτι το διαφορετικό από τον ορθό κριτικό Λόγο.

Η τρέχουσα ιδεολογία θεωρεί ότι τα υποκείμενα κατασκευάζουν συνειδητά και αυθαίρετα ταυτότητες, όπως τους «ρόλους» στο πλαίσιο του αλλοτριωτικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Πρόκειται για φαντασιακού τύπου κατασκευές, οι οποίες ενέχουν μία σχέση ανταγωνισμού και εξουσίας με τον Άλλο και συνεπάγονται τη ρηχότητα και το εφήμερο της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, των ονομάτων και των καταναλωτικών αγαθών. Εδώ λείπει η ασυνείδητη, συμβολική διάσταση της σχέσης με τον Άλλο, επέκεινα των παιγνίων εξουσίας. Ο Άλλος είναι παρών μέσα από την απουσία του.

Η διαλεκτική της αμοιβαίας αναγνώρισης και της επιθυμίας καταλήγει στον σχηματισμό μίας «ταυτότητας», μίας ταυτότητας επέκεινα των κοινωνικών κατασκευών, αλλά συνυπάρχοντας μαζί τους. Δημιουργείται μία αφαιρετικής, μεταφορικής τάξης «απόσταση» και «διαφορά» του υποκειμένου από τον Άλλο, ως τον εαυτό του, ως ένα άλλο πρόσωπο και ως ένα συλλογικό Άλλο. Έτσι υπερβαίνει τις φαντασιώσεις και το άγχος που το συνοδεύουν. Η διαλεκτική της «αλλονομίας» και της «αυτονομίας», ή της ταυτότητας και της μετουσιωτικής επιθυμίας, καταλήγει στην αληθή Ελευθερία.

Η τελευταία αναδύεται όταν το υποκείμενο ξεπερνάει το κλειστό, ναρκισσιστικό εγώ του, καθώς και την υποταγή σε ιδεολογίες (εθνικές κ.τ.λ.) και σε κοινωνικές κατασκευές, οι οποίες περιορίζουν το άτομο ή το οδηγούν στη διάλυση. Η αληθής ελευθερία δεν φέρεται από την ανομία, από μία επιθυμία νευρωτικού ή διαστροφικού τύπου, αλλά προϋποθέτει τη συμβολική έλλειψη, την περατότητα, τη διαφορά και τον ηθικό Νόμο.

Η επιθυμία παραμένει πάντα κάτι το εύθραυστο και –το ζητούμενο– δεν καθηλώνεται νευρωτικά ή διαστροφικά στην ερωτική σχέση, αλλά επεκτείνεται στην ύπαρξη του προσώπου. Η μετουσιωτική επιθυμία επεκτείνεται στην ανιδιοτελή αγάπη του Άλλου, πέραν των ευτελών μορφών «αγάπης», του πληθωρισμού, της κατάχρησης και της κοινοτοπίας της λέξης αυτής στην καθημερινότητα.

Ο εγωκεντρικός και μονοδιάστατος τρόπος ζωής που προϋποθέτει την εργαλειακή σχέση με τον άλλο, δεν επιτρέπει σταθερούς δεσμούς με άλλα υποκείμενα. Ωστόσο ο μετανεωτερικός τρόπος ζωής δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ορισμένες εργαλειακές σχέσεις, μία «τέλεια» κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει, υπάρχει μόνον η ελπίδα της εσχατολογίας του μέλλοντος ερχόμενου, ενάντια στην ιδεολογία της «προόδου» και του εργαλειακού ωφελιμισμού.

2. Η αμοιβαία αναγνώριση των διαφορών και των ταυτοτήτων απαιτεί κάτι το παραπάνω. Ανάμεσά μας πρέπει να υπάρχουν κανόνες με κοινό αξιακό θεμέλιο, αλλιώς η φορμαλιστική ισότητα δεν έχει νόημα. Ο κάθε πολιτισμός εγείρει νόρμες της παιδείας και της αγωγής. Η «άγρια» ελευθερία» των «φυσικών» (αρχαϊκών ή μετανεωτερικών) απολαύσεων, υποχωρεί ή περιορίζεται: το στάδιο της αισθητικής δίνει θέση στο στάδιο της ηθικής και της πνευματικότητας, μπορεί όμως να υπάρχουν μορφές συνύπαρξής τους (S. Kierkegaard, Stadien auf des Lebens Weg, München 1998). Τα υποκείμενα δεν μπορούν ν’ αποφύγουν το τίμημα της «δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό».

Μία κοινότητα αξιών στηρίζει την ισότητα, αλλά όχι την ισοπέδωση της αριστείας και της διαφορετικότητας. Όμως η αναγνώριση των διαφορών απαιτεί την υπέρβαση του διαδικαστικού φορμαλισμού (Alexis de Tocqueville, De la démocratie en Amérique, Paris 1985, τόμος 2, σ. 127, 385). Σε μία κοινωνία στην οποίαν κυριαρχούν ο ατομικισμός, ο ηδονισμός και ο εργαλειακός Λόγος, κάθε αναγνώριση των διαφορών καταλήγει στο δυνάμωμα του ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις διάφορες ομάδες και στα άτομα.

Οι βαθιές διαπροσωπικές σχέσεις δεν μπορούν να είναι κάτι το προσωπικό ή το εργαλειακό, μπορούν όμως να διαλυθούν (S. Kierkegaard, Die Krankheit zum Tode, Frankfurt a. M. 1984. Ch. Taylor, ό.π., σ. 63-64). Η φορμαλιστική ουδετερότητα των αξιών και ο αμοραλισμός απέναντι στο έγκλημα και στη διαστροφή, εμφανίζονται στη μετανεωτερική τέχνη. Η αμφιρροπία και η ταλάντευση των αξιών έχουν επιβληθεί ως ένας κανόνας.

3. Δεν ορίζουμε την ταυτότητα μας ως κάτι εκτός χρόνου, αλλά δίνουμε νόημα στο μέλλον, ενώ η συλλογική και ατομική μνήμη του παρελθόντος μάς υποχρεώνει απέναντι στον Άλλο: οφείλουμε να επωμισθούμε αυτοκριτικά την κληρονομιά και τις ευθύνες των προηγούμενων γενεών, να δικαιώσουμε τα θύματα της ιστορίας και να μεταδώσουμε κριτικά τις θετικές παραδόσεις στις μελλοντικές γενεές. Όμως το ιδεώδες της αυθεντικότητας καταστρέφεται και ευτελίζεται μέσω εγω-κεντρικών και εργαλειακών σχέσεων με τον Άλλο και με τον εαυτό, μέσω κλειστών και ασταθών ταυτοτήτων. Η «αυτοπραγμάτωση» εδώ είναι μία αυταπάτη, όπως και η αυτοεπιλογή, δίχως ένα φόντο καθολικών αξιών.

Η υπέρβαση του ισοπεδωτισμού (Alexis de Tocquevillle, ό.π., σ. 118-120) σημαίνει την ισότητα που αποδέχεται τα όριά της στο πλαίσιο της αναγνώρισης της αριστείας, και τις διαφορές των ικανοτήτων και των επιδόσεων των ατόμων. Οι διαφορές αυτές δεν μπορούν όμως στα πλαίσια του δημοκρατικού κράτους δικαίου, να καταλήγουν σ’ ένα σύστημα από κλειστές κάστες. Πέραν αυτών απαιτείται η ύπαρξη ενός καθολικού δικτύου ικανοποίησης των θεμελιακών αναγκών των πολιτών.           

Η φιλελεύθερη δημοκρατία ενέχει δύο διαστάσεις: την εργαλειακή (οικονομία, τεχνολογία) και τη δικαιακή διάσταση. Η δεύτερη διάσταση κινητοποιεί μέσω της κριτικής (πέραν της ψευδούς πληροφορίας), ασκεί μερικώς επάνω στη εργαλειακή διάσταση, ιδεαλιστικές, ουμανιστικές απόψεις. Όμως η προώθηση της επιτρεπτικότητας, του ηδονισμού, του ανταγωνισμού, του ατομικισμού και του φορμαλισμού οδηγεί στην απώθηση της επίσημης ιδεολογίας περί ελευθερίας, ισότητας και δικαιωμάτων. Έτσι αφήνεται ελεύθερο το πεδίο στην ασυδοσία του κέρδους και της εξουσίας, καθώς και στην ιδεολογική κατάχρηση της ταυτότητας, ως εργαλείο της πολιτικής αντιπαράθεσης και του δικαιωματισμού.

Η ουμανιστική ιδεολογία γίνεται προβληματική όταν απωθεί τις πραγματικές καταστάσεις ανομίας και ακυβερνησίας εξωτερικών κι εσωτερικών απειλών, μέσω ηθικολογικών επιχειρημάτων. Διαδίδεται έτσι η αυταπάτη περί της κυριαρχίας του καλού, και όταν λείπει η θέληση εφαρμογής του Νόμου απέναντι στην ανομία για λόγους «κοινωνικής ευαισθησίας» και υποκαθίσταται από «ωραία λόγια» επικοινωνίας με τον Άλλο, λόγια παραινετικά και κούφια.

Η σύγχυση στα λόγια και στη θέληση δράσης επικρατεί από τη στιγμή που πολυπληθείς ομάδες δεν πιστεύουν πλέον στα ωραία λόγια και στη θέληση των δημοκρατικών πολιτικών και καθηγητών και απαιτούν μέσα από την ανασφάλεια λύσεις που συνεπάγονται βία, απάτη και λαϊκισμό. Οι ακραίες, περιθωριακές σέκτες της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς προσκολλώνται με φανατισμό σε πράξεις και ιδεολογήματα, που αμφισβητούν τα επιτεύγματα της ιστορικής πολιτισμικής κληρονομιάς, της συλλογικής μνήμης και του δημοκρατικού κράτους δικαίου.

Η ηθική των μέσων, των συμφερόντων και των παιγνίων εξουσίας αμφισβητεί τον κριτικό, ορθό Λόγο και τον διάλογο με τον Άλλο. Η ηθική των μέσων απορρίπτεται από την ηθική της πεποίθησης και της αληθούς υπευθυνότητας, που αποδέχεται τον διάλογο. Αυτή αναγνωρίζει, πέραν αυτών, τον διλημματικό χαρακτήρα των κοινωνικών και των πολιτικών αποφάσεων, όπου η ανάγκη σκληρών και επικίνδυνων αποφάσεων βάζει σε δοκιμασία την «καθαρή» και απόλυτη ηθική συνείδηση. (Ηans Jonas, Η αρχή της ευθύνης, μτφρ. Ντίνα Σαμοθράκη, Θεόδωρος Στουφής, Αρμός, Αθήνα 2012).

4. Παράλληλα με αυτά, στο επίπεδο της ύπαρξης είναι ευρύτατα διαδεδομένη η ηδονιστική και υλιστική τάση, που αναγνωρίζει μόνον την απόλαυση και την αναρχική ελευθεριακότητα του ατομικισμού, ενάντια σε κάθε πνευματικότητα, μετουσίωση και κάθε θεσμό. Η αναρχο-φιλελεύθερη ιδεολογία είναι ενάντια στην ηθική και στον πλατωνικό ιδεαλισμό, τονίζοντας τον ασύδοτο ηδονισμό της «σεξουαλικής επανάστασης», την «ηθική» της καταναλωτικής απόλαυσης και «ευτυχίας», την απώθηση του συμβολικού και της υπαρξιακής έλλειψης. Έχουμε έναν συνδυασμό ηθικολογίας και πολιτικής ορθότητας άνευ υπευθυνότητας.

Η εργαλειακή, φαντασιακή και αυτάρεσκη ελευθερία του ατομικιστικού εγώ ταυτίζει τις καθημερινές επιλογές και αποφάσεις με μία μονοδιάστατη, μετανεωτερική, μηδενιστική έννοια της αυθεντικότητας. Η αληθής ελευθερία (Θ. Λίποβατς, Φαντασιακή και αληθής ελευθερία, Πλέθρον, Αθήνα, 2008), όμως, δεν δικαιώνεται με φορμαλιστικές διαδικασίες και μόνο, αλλά βασίζεται επάνω σε μία θεμελιακή εκλογή του εαυτού ως υποκειμένου, που αποδέχεται την εκλογή της αυτοπραγμάτωσής του μέσω της αμοιβαίας αναγνώρισης του με τον Άλλο. Η αποδοχή του ασυνείδητου δίνει δε στο υποκείμενο τη δυνατότητα να υπερβαίνει τις ευτελείς βολικές επιλογές, να μην αποφεύγει τις απαιτητικές αποφάσεις και να μην κολυμπάει μέσα στον κομφορμισμό της μάζας, της μόδας και της ιδεολογίας. Έτσι κατακτά την αυτονομία του ως μία αλλονομία. Εδώ ο Άλλος παρουσιάζεται συλλογικά ως ο φορέας του νόμου, επέκεινα της μάζας.

5. Η νεωτερική ταυτότητα (πριν από, και παράλληλα με την μετανεωτερική ταυτότητα) τονίζει ιδιαίτερα την ατομική αυτονομία, έτσι ώστε συρρικνώνεται η ανάγκη κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών διαμεσολαβήσεων (M. Mazower, Η σκοτεινή Ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2011. Ch. Taylor, ό.π., σ. 267-9). Η νεωτερική κοινωνία δομείται από το λέγειν, το θέλειν και το πράττειν, δηλ. τον κεντρικό ρόλο του ορθού Λόγου, του θέλειν και του κρίνειν. Αλλά υπάρχει και η στάση της ιδιωτικής πραγμάτωσης των υποκειμένων, που συνεπάγεται την τάση για πληρότητα της ύπαρξης, των συναισθημάτων και των επιθυμιών του ατόμου.

Στη μετανεωτερικότητα ο συμβιβασμός ανάμεσα στους Λόγους αυτούς ενέχει τις εντάσεις της διαλεκτικής και της διαμάχης, ως συνέπειες της κριτικής του εργαλειακού Λόγου από τον υπαρξιακό Λόγο. Ο πρώτος Λόγος διατείνεται ότι η επιτυχία στη ζωή των ατόμων είναι μία θετική συνέπεια του ορθολογικού ελέγχου των ανθρώπων και των πραγμάτων. Αυτό γιατί δεν πρόκειται μόνον για την ικανοποίηση των αναγκών, αλλά και για την πραγματοποίηση και την αναγνώριση του στάτους των αυτόνομων, ορθολογικών υποκειμένων.

Όταν επικρατήσει η αυταρέσκεια και η άκριτη συσσώρευση πλούτου, εξουσίας, γνώσης, γοήτρου και αμοραλιστικής σεξουαλικότητας, τότε εμφανίζεται η κρίση εμπιστοσύνης, νομιμοποίησης και αυθεντίας του συστήματος εξουσίας, της παραγωγής και ανταλλαγής, αλλά και της συμβολικής αυθεντίας, εφόσον κυριαρχούν ο υλισμός, η εργαλειακότητα και ο ευτελισμός των αξιών. Όταν πολλοί αποδέχονται μία επιτρεπτική κοινωνία, θεωρούν ότι αυτό συμβιβάζεται με την εγωκεντρική αυτοδιάθεση του ατόμου. Θεωρούν δε ότι ο εργαλειακός Λόγος συνάδει με το ιδεώδες του αγαθού, ως μία διαπλοκή ανάμεσα στη ζωή των ανθρώπων και στη «φύση», και κλίνουν προς την αμφιβολία απέναντι στην αλλοτριωτική εξέλιξη του εργαλειακού Λόγου. Έτσι καταλήγουν στην μηδενιστική κατάργηση της αλήθειας στην ηθική και στην πολιτική.

Η κενή νοήματος εξαρτημένη εργασία, η απερίσκεπτη παραίτηση του κράτους από τον αποτελεσματικό έλεγχο των προτεραιοτήτων αναφορικά με τους στόχους της κοινωνίας, ο φετιχισμός των εμπορευμάτων, η εσκεμμένη σπατάλη των καταναλωτικών αγαθών, και η απορριμματοποίησή τους, όλ’ αυτά αποτελούν μία αμφισβήτηση του αρχικού, ιδεατού μοντέλου της νεωτερικότητας. Είναι χαρακτηριστικά της μετανεωτερικής κοινωνίας, την οποίαν υπονομεύουν.

Υπάρχουν έντονα ίχνη της μείωσης της αυτοπεποίθησης των πολιτών στη Μετανεωτερικότητα. Εκφράζεται ως μία διάχυτη δυσφορία και ως ένα άγχος: ως πίεση της ακατάπαυστης αποτελεσματικότητας των απρόσωπων δομών και λειτουργιών, ως διατύπωση ότι η γοητεία των πραγμάτων είναι μία παραπλάνηση, ως απειλή της ανομίας και της περιφρόνηση του νόμου, ως έλλειψη πίστης στις νόρμες και στις αρχές, που καταλήγουν να είναι μία ιδεολογική νομιμοποίηση του σημερινού τρόπου ζωής πάρα πολλών ανθρώπων. Είναι η κρίση του δεσμού των ατομικιστικών υποκειμένων με την κοινωνία, η έλλειψη ελπίδας για μία βελτίωσή της. Υπάρχει απώλεια της εμπιστοσύνης στη σταθερότητα και στην ασφάλεια της καταναλωτικής ποιότητας των εμπορευμάτων.

6. Όμως ο τρόπος σκέψης και ζωής των περισσότερων ατόμων σε όλα τα κοινωνικά στρώματα δεν τους επιτρέπει να αναγνωρίσουν τη δομή και τη λειτουργία των πραγμάτων. Εξεγείρονται απέναντι στον δημόσιο τομέα, τον οποίο θεωρούν ότι είναι ένα οιονεί φυσικό κακό, ως «κίτρινα γιλέκα», και αρνούνται να αποδεχθούν το αναπόφευκτο κόστος του τρόπου ζωής μέσω μεταρρυθμίσεων. Η δυσφορία (Σ. Φρόυντ, Η δυσφορία μέσα στο πολιτισμό, μτφρ. Βασίλειος Πατσογιάννης, Πλέθρον, Αθήνα 2013) σε όλο τον πλανήτη εμφανίζεται εδώ ως μία ποικιλόμορφη λαϊκίστικη εξέγερση των «αγανακτισμένων», ως φθόνος και μνησικακία. Απορρίπτουν την αλήθεια ως θεμελιακό στοιχείο της πραγματικότητας, και η αλλοτρίωση και η αδιαφάνεια των συλλογικών πράξεων εκδηλώνεται ως μία θεωρία συνωμοσίας, αδυναμίας των ατόμων και των ομάδων να υπερβούν ορθολογικά και δίκαια την ανισότητα, να υπερβούν την υπερσυγκέντρωση των μεγαπόλεων και την κατάρρευση των κοινοτήτων.

Τα συμπτώματα της μετανεωτερικής κρίσης είναι: η ματαίωση των προσδοκιών, η κρίση ταυτοτήτων (ναρκωτικά, κακή διατροφή), η έλλειψη εμπιστοσύνης στις υποσχέσεις κατανάλωσης, ο θρυμματισμός της οικογένειας και η εξέλιξη της ταυτότητας σε μία «αυθεντικότητα» του εγώ δίχως τον Άλλο, η αποξένωση των ατόμων από την κυβέρνηση εξαιτίας της αυξανόμενης συγκέντρωσης στις μεγαπόλεις, η επιτάχυνση του χρόνου της καθημερινότητας, η ανασφάλεια των ατόμων εξαιτίας της ακαμψίας της υπερ-γραφειοκρατίας, ο θρυμματισμός της εργατικής τάξης.

Είναι επίσης η ισοπεδωμένη, εμπορευματοποιημένη, παγκόσμια κουλτούρα του ποπ, η διαιώνιση του ρατσισμού και του αντισημιτισμού, η λαϊκίστικη εξέγερση των φτωχών ενάντια στους φόρους. Η ισοπεδωμένη κοινωνία οδηγεί στη συνεχή πάλη για την κατάκτηση προνομιούχων θέσεων (lobbies). Πριν απ’ όλα όμως υπάρχει μία θεμελιακή φτώχεια και ανεξάλειπτη ανισότητα σε ορισμένα στρώματα του πληθυσμού, που βιώνουν τραυματικά και μειονεκτικά την κατάστασή τους. Βίαιες μορφές διαμαρτυρίας είναι τότε αναπόφευκτες.

Η υπερτροφία της αίσθησης μίας συλλογικής αναποτελεσματικότητας συνεισφέρει στην κρίση νομιμοποίησης του συστήματος και της αυτοκαταστροφής του. Το ρίσκο στο οποίο κατέληξε ο θρίαμβος του εργαλειακού Λόγου, είναι οι κάμερες παρακολούθησης και ελέγχου των ατόμων παντού, οι τεχνικές αναγνώρισης του προσώπου, η ηλεκτρονική και ψηφιακή παρακολούθηση πάντων, η χρησιμοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης ως το μέγα επίτευγμα εις βάρος κάθε πνευματικής μετουσίωσης, όλα αυτά μαρτυρούν ένα αμόκ του εργαλειακού Λόγου εμπρός στον μηδενισμό και στην ενδημική κρίση της μετανεωτερικότητας.                                                            

7. Η διαλεκτική της αμοιβαίας αναγνώρισης και της αμοιβαίας επιθυμίας καταλήγει στον σχηματισμό μίας «ταυτότητας». Δημιουργείται μία συμβολικής, μεταφορικής τάξης «απόσταση» και «διαφορά» του υποκειμένου από τον Άλλο ως τον εαυτό του. Η διαλεκτική της αλλονομίας και της αυτονομίας καταλήγει στην αληθή ελευθερία. Αυτή δεν φέρεται από την ανομία και την αδιαφορία, αλλά προϋποθέτει από το ομιλούν υποκείμενο την αποδοχή της συμβολικής υπαρξιακής έλλειψης, της περατότητας, του συμβολικού Νόμου. Η απόσταση από τον Άλλο είναι η άλλη όψη του διχασμένου υποκειμένου από το απωθημένο, ασυνείδητο κομμάτι του.

Η εργαλειακή, η φαντασιακή και η αυτάρεσκη ελευθερία του ατομικιστικού εγώ, ταυτίζει τις καθημερινές επιλογές και αποφάσεις με μία μονοδιάστατη, μετανεωτερική, μηδενιστική έννοια της αυθεντικότητας. Όμως η αληθής ελευθερία βασίζεται επάνω σε μία θεμελιακή εκλογή του εαυτού του ως υποκειμένου, που αποδέχεται την εκλογή της αυτοπραγμάτωσής του μέσω της αναγνώρισής του από τον Άλλο, και το αντίστροφο. Η αποδοχή του ασυνείδητου από το υποκείμενο, ανοίγει στο τελευταίο τον δρόμο στη συνειδητή αναγνώριση της θέλησης και της ελευθερίας των αποφάσεών του.

Η αρνητική ελευθερία είναι η αφαιρετική, φορμαλιστική ελευθερία της θέλησης του υποκειμένου «από κάτι άλλο» (π.χ. η καθολικότητα απαγορεύσεων του Νόμου), ενώ είναι η συγκεκριμένη ελευθερία της θέλησης «για κάτι άλλο» (π.χ. για ένα πράττειν). Υπάρχει εδώ η διαλεκτική τάση ανάμεσα στη διαφορά και στην ενότητα ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις (Ch. Taylor, Negative Freiheit?, Frankfurt a.M. 1999).

Παράλληλα σ’ αυτά υπάρχει η διαφορά ανάμεσα στην καθολική ισότητα και στην ισοπεδωτική ισότητα. Η ισότητα δεν είναι ισοπέδωση, υπάρχει μία διαλεκτική τάση της αναγνώρισης της ουσιώδους διαφοράς της αριστείας και της ικανότητας των ατόμων. Η αναρχική ισοπέδωση ισοδυναμεί με την απολυταρχική ισοπέδωση όλων ανεξαιρέτως, είναι μία απόλυτη αυθαιρεσία.

Η αφαιρετική ανεκτικότητα δίχως συγκεκριμένη ηθική διάσταση οδηγεί στην ισοπέδωση των Αρχών και των ταυτοτήτων, σε μία αντι-ηθική και στον αμοραλισμό. Προωθείται μία ταλάντευση και μία ταύτιση ανάμεσα στα άκρα: η αντινομική, ελευθεριάζουσα στάση θεωρείται ως η μοναδική άρνηση της καταπιεστικής παράδοσης. Αυτή η πολωτική «χειραφέτηση» απωθεί την δημοκρατική και αξιοκρατική δυνατότητα μίας θετικής απελευθέρωσης και απορρίπτει κάθε Δίκαιο. Πρόκειται για την μηδενιστική ιδεολογία του άκρατου ατομικισμού της μετανεωτερικότητας (Θ. Λίποβατς, Φαντασιακή και αληθής ελευθερία, ό.π.).  

Η πολιτική και ηθική ορθότητα προτάσσει την αφαιρετική ανεκτικότητα δίχως πραγματικά αποτελέσματα, μέσω της ακινδυνοποίησης του αρνητισμού των ακραίων, απόλυτων, πολωτικών δράσεων της άκρας δεξιάς, της άκρας αναρχικής και αριστερίστικης αριστεράς, καθώς και της ισλαμικής, φανατικής πολιτικής δράσης. Η αμφισβήτηση της αφαιρετικής ελευθερίας ισχύει στη Γερμανική Δημοκρατία μέσω της απαγόρευσης της δημόσιας εθνικοσοσιαλιστικής, ρατσιστικής και αντισημιτικής προπαγάνδας και της πολιτικής δράσης.

Τα καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν ένα επίτευγμα του Διαφωτισμού, πρέπει να μην αγνοούνται και να πραγματοποιούνται με πράξεις και όχι μόνο με λόγια. Ο φορμαλισμός τα οδηγεί πολλές φορές, όμως, να είναι αποκλειστικά νομικά αντικείμενα. Τα ατομικά δικαιώματα λειτουργούν τότε ως μία ιδεολογία που συγκαλύπτει συγκρούσεις και ατομικιστικά και συλλογικά συμφέροντα.

8. Η «σεξουαλική επανάσταση» (από το 1964 και έπειτα) συνόδευσε την εξέγερση μεγάλου μέρους των φοιτητών και της νεολαίας των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης. Η θετική πλευρά της έγκειται στην απελευθέρωση από τις παραδοσιακές, καταπιεστικές σχέσεις στη σεξουαλικότητα, στην οικογένεια και στην κοινωνία. Αλλά στη συνέχεια έδωσε την ευκαιρία να εμφανιστούν στα πανεπιστήμια και να ασκήσουν εξουσία ισχυρές, ακραίες σέκτες, που απαιτούσαν την ολοκληρωτική επανάσταση με βιαιότητα και δογματισμό, ενάντια στις αρχές της δημοκρατίας και στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Η αρνητική συνέπεια της «σεξουαλικής επανάστασης» ήταν μία αντι-ηθική. Αυτή η ιδεολογία απορρίπτει την ψυχανάλυση και κάθε κανονικότητα. Κυριαρχεί η θεμελιακή ισοπέδωση της σεξουαλικής διαφοράς των φύλων (αρσενικό, θηλυκό) και των γενεών (πατέρας-άνδρας, μητέρα-γυναίκα). Αυτό αντιστοιχεί στην άκρατη απόρριψη κάθε ιστορικού παρελθόντος και στην τεχνολογική πραγματοποίηση μελλοντικών φαντασιώσεων. Ο αμοραλισμός εδώ νομιμοποιεί κάθε επιτρεπτικότητα ενάντια σε κάθε κανονικότητα. Αλλά η τελευταία δεν είναι ποτέ τέλεια, μπορεί να αναγνωρίσει και να υποστηρίξει τη δημιουργικότητα και την πνευματική μετουσίωση, και δεν ταυτίζεται με την κοινοτοπία της καθημερινότητας

Η αμφισβήτηση της διαφοράς των φύλων δεν αποκλείει την πιθανότητα ενδιάμεσων καταστάσεων, αλλά αυτό δεν διαγράφει την ύπαρξη των δύο φύλων. Η κατάργηση της διαφοράς έχει αρχαϊκές καταβολές και είναι μία συνέπεια της απώθησης της ύπαρξης του ασυνείδητου, της σημασίας του συμβολικού, του ομιλείν /λέγειν και του σκέπτεσθαι. Η σεξουαλική επανάσταση στράφηκε όμως ενάντια στην ψυχανάλυση και οδήγησε στον δικαιωματισμό και στην «ανεκτικότητα» ορισμένων στρωμάτων της αστικής, φιλελεύθερης, πολιτικής και ηθικής ορθότητας. Αλλά οι αναφερθείσες ακραίες σέκτες συγκροτούν ένα σύνολο ιδεολογημάτων και δράσεων ενάντια στον φιλελευθερισμό, ο οποίος προτάσσει ανεπιτυχώς μία πολιτική διστακτικότητα.

(1) Άκρα δεξιά: κυριαρχικός Λόγος (Discours), υποταγή και τάξη οπαδών∙ βολονταρισμός, βιαιότητα, ουσιώδης ανισότητα οπαδών, ασύδοτη ελευθερία κυρίων∙ φασισμός, ολοκληρωτισμός, αντισημιτισμός, εθνικοσοσιαλισμός, ρατσισμός, τρομοκρατία, πόλωση, εθνικισμός, λογοκρισία, αμοραλισμός, κυνισμός, φανατισμός.

(2) Άκρα αριστερά: βολονταρισμός, βιαιότητα, ουσιώδης ισοπέδωση, ολοκληρωτισμός, σταλινισμός, αναρχική ασυδοσία ελευθεριών, σεξουαλική αναρχία, λογοκρισία, αμοραλισμός, αντισημιτισμός, πόλωση, πολιτικός μεσσιανισμός, φανατισμός, δογματισμός, τρομοκρατία. Εδώ τα άκρα 1 και 2 συναντώνται.

(3) Ισλαμικός αντισημιτισμός, πόλωση, βιαιότητα, τρομοκρατία, απόρριψη δημοκρατίας και δημοκρατικών αξιών, θρησκευτικός φανατισμός.

9. Ζούμε στις ευρωπαϊκές χώρες μία Κρίση και διαιωνίζουμε την ανικανότητα και την αδυναμία μας να κρίνουμε ορθολογικά την Κρίση και να πληρώσουμε το τίμημα μίας αναπόφευκτης απόφασης. Πρόκειται για την απόφαση της αναγκαιότητας του κρίνειν, του θέλειν και του πράττειν. Η ικανότητα του κρίνειν δεν υπάρχει πλέον εδώ και σαράντα χρόνια εφησυχασμού. Ένα αληθές κρίνειν (αντικειμενικά και συλλογικά) σημαίνει τη στιγμή όπου μία θεμελιακή απόφαση θα οδηγήσει στην έξοδο από την αδυναμία και τις συγκρούσεις. Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται η ελευθερία μας. Η υπέρβαση της Κρίσης συνεπάγεται την ισχυρή και σώφρονα υπεράσπιση του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου. Σημαίνει επίσης την υπέρβαση του κυνικού και βίαιου ρεαλισμού, καθώς και της ιδεολογικής παραμόρφωσης των δημοκρατικών Αρχών και Αξιών.

10. Βιώνουμε τη φοβερή επαναφορά της αγριότητας των εθνικισμών και της βιαιότητας ανάμεσα στις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αμυνόμενες χώρες, και στις αυταρχικές και ολοκληρωτικές χώρες. Δίπλα στις τελευταίες, ομάδες ασσασσίνων καταδικάζουν στην ομηρία τον ίδιο τον πληθυσμό που θέλουν να αντιπροσωπεύουν. Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει τα όρια της πίστης πολλών στην εξιδανίκευση της δύναμης του κριτικού Λόγου, που τις προηγούμενες δεκαετίες είχε συνεπάρει πολλούς, και ακόμα συνεπαίρνει. Είναι η υπαρξιακή απώθηση της δύναμης του κακού από τα υποκείμενα, ατομικά κα συλλογικά. Οι ουτοπίες του διαφωτισμού, του ρομαντισμού και του χριστιανισμού έχουν από την άλλη ευτελιστεί και εκπίπτουν σε ιδεολογίες. Καταπιεσμένοι πληθυσμοί υποκύπτουν εκβιαστικά στις αγριότητες των εισβολέων και των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Υπάρχουν ωστόσο πολλοί και πολλές που αντιστέκονται στη βαρβαρότητα, και εκδηλώνουν στα λόγια και στις πράξεις, ατομικά και συλλογικά, την αλληλεγγύη τους στους αμυνόμενους και στους καταπιεσμένους.

Κύλιση στην κορυφή