Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Βρασίδας Καραλής

Νεκυιόμυθοι (σχέδια καφκικῆς ἀνθρωπολογίας)

Οἱ πολλοί περί βόθρον ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος
θεσπεσίη ἰαχῆ· ἐμέ δέ χλωρόν δέος ἥρει.
Ὅμηρος, Οδύσσεια λ, 42-43.

Γιά τόν Ἀντώνη,
πού ἔπεσε πρῶτος στή χλόη τοῦ σκοταδιοῦ

Τό πρῶτο πρόσωπο 

Ἤθελα πάντοτε νά γράψω παραβολές κάπως σάν τούς μύθους τοῦ Πλάτωνα ἤ τοῦ Ἰησοῦ, κάποια χωρία τοῦ Δάντη, μερικές ἱστορίες τοῦ Κάφκα, τοῦ Μπόρχες καί τοῦ Καζαντζάκη. Τό ἐγχείρημα δέν ὁλοκληρωνόταν. Μέ ξεπερνοῦσε τό ὕφος καί τό ὕψος τῶν συνειρμῶν καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, μέ ὑπερέβαινε ἡ συμβολική τους. Ἄλλωστε, παραβολές λέγονται σέ ἐποχές πού δέν θέλγονται ἀπό τό γραφικό ἤ τό παραμυθιακό ἀλλά ἀναγνωρίζουν σέ αὐτά ἕναν ρυθμό ἀνάλογο μέ τόν ρυθμό τῆς ἀτομικῆς ψυχικῆς ἔντασης.

Ἔτσι, ὅ,τι ξεκίνησε να στερεωθεῖ σέ παραμύθι, σέ συγκεφαλαιωτικό μύθο δηλαδή, ἔμεινε τό κομμάτι μιᾶς ἐννοούμενης μεγαλύτερης εἰκόνας στήν ὁποία ὁ συγγραφέας προσπάθησε νά προσδώσει ἀρτιμέλεια ρίγους καί νά σταλάξει ἕνα ὃραμα ζωῆς ἤ ἕνα ὅραμα τέλους, προσφέροντάς τα σέ ἕναν κόσμο που δέν ἔχει πλέον ὁράματα καί προτιμάει νά διασκεδάζει τήν πλήξη του σέ πολυσέλιδα μυθιστορήματα. Ἴσως τέτοιες προσπάθειες νά μοιάζουν παράκαιρες· ἀλλά μέσα ἀπό τήν γενική αἰσιοδοξία, ἄς δοῦμε γιά λίγο τίς χῶρες τοῦ πηχτοῦ σκοταδιοῦ, ἐκεῖ ὅπου το μαῦρο βασιλεύει καί οἱ μορφές εἶναι λεπτές, σχεδόν ἀδιόρατες, μετατοπίσεις του.

Τοῦτες οἱ παραβολές εἶναι οἱ ἄναρθρες φράσεις μιᾶς ἀνθρώπινης συνείδησης προτοῦ ὁλοκληρωθεῖ ὁ ἐξανθρωπισμός της. Ἀνήκουν στόν ἐνδιάμεσο χῶρο, στό «μεταξύ» τοῦ Πλάτωνα, ὅπου τά χέρια ψαύουν τίς ἰδέες ἀλλά δέν μποροῦν νά νιώσουν τό θερμό τους σῶμα καί ὅπου ὁ χρόνος, ἡ ἀτομικότητα καί ὁ τόπος ἔχουν διαλυθεῖ μέσα στήν πρωταρχική συλλογική ταυτότητα πού ἐπαναφέρει ὁ θάνατος. Ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ να διατυπώσει τόν ὠκεανό τοῦ ἀτομικοῦ εἶναι βογγῶντας καί κραυγάζοντας· δέν ξέρει πλέον ἄν μπορεῖ να λέει «ἐγώ», ἀφοῦ ἡ γλώσσα του κατακλύζεται ἀπό τόν λόγο τῶν αἰώνων· καί ἐπειδή νιώθει ὃτι κάποιος τόν ἀναζητάει, ὀρθώνει τίς εἰκόνες των προγόνων γιά νά προφυλαχτεῖ. Ὅμως τά βήματα καί τό λαχανιασμένο κυνηγητό δέν σταματοῦν, γιά τοῦτο καί ἄναυδος ἀρχίζει νά βυθίζεται στήν μαύρη χλόη τοῦ φόβου.

Μέσα στό ἀπέραντο τοπίο, ἐκεῖ ὅπου ἡ ὀσμή τῆς ἀποσύνθεσης ἀποκαλύπτει τό πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, λέγονται αὐτοί οἱ μύθοι ἀπό τούς ἀποδημήσαντες –ὁ καταγραφέας τους ἀφουγκράζεται ἰαχές καί ψελλίζει ξόρκια μέσα σέ χλωρόν δέος.

 Ἡ γεωγραφία τοῦ ἀφηγητῆ

Μέ λένε Φοῖβο καί ζῶ μόνο στό σκοτάδι: στόν ζόφο πού συνθλίβει τή γλώσσα μου ὅταν ἀρνιέμαι, ἀντιφάσκω, ἀποκαλύπτομαι καί ἀκεραιώνω τήν ἀπελπισμένη μου ἀτέλεια. Αὐτό τό σκοτάδι γνωρίζω, τό ἄπειρο καί νοητερό, τό πολύβουλο, τό πολυθεματικό, πού ἀντιστοιχεῖ σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τήν κάμβριο, τή σιλούριο, τήν ὀρδοβίκιο, τήν ἀνθρακοφόρο καί τήν κρητιδική. Γνωρίζω αὐτόν τόν γνόφο, πού εἶναι ἡ καλύπτρα τῶν μεγάλων ἐνοράσεων, θρησκεία τῶν μεγάλων μυστικῶν. Καί ἀναδύομαι σέ ἐκεῖνο τό σκοτάδι, στήν ἀγνωσιμότητα τῆς ὕπαρξης, μέ τά πολλά κεφάλια καί πολυόμματο, σάν τήν ἀρχαιογονική προκάμβριο, πού μόλις τώρα ἡ ἀνθρωπότητα βιώνει, χτύπημα καίριο στή φτέρνα της, ὁδηγημένο ἀπό τόν σκοτεινό θεό, πού ἐφορᾶ καί νοηματώνει καί διαμελίζει: Κρόνος-Χρόνος καί Ἀπολλύων-Ἀπόλλων, θεός ἀνθρωποφάγος, αἰλουρόμορφος, ἀπερίδρακτος. Γιά τοῦτο ὅ,τι καί ἄν πῶ, μέ ξεπερνάει· ἀπό ἡμερολόγιο γίνεται ἀνθρωπολογία καί ἀπό φοβία, λύτρωση –τό σκοτάδι εἶναι ἡ μήτρα κάθε περιπλάνησης, αἵρεσης, ἐκλογῆς. Οἱ ἡμέρες γίνονται ἀμνοί λόγου πού καταβροχθίζονται ἀπό τούς ἀγγέλους τῆς σιωπῆς, οἱ νύχτες κόκκαλα ἀνθρώπων πού γλείφουν οἱ ἅγιοι τῆς μεταθανάτιας Ἐκκλησίας, τά ἀνθρώπινα κορμιά, κομμάτια σκόνης αἰωρούμενα, κρυσταλλικά, ἀνυπόμονα, θερμά, ἀγγίζοντας τό φῶς μέ ἀφή ὑστερικῆς ὑπερευαισθησίας, ὅπου ἀνιχνεύουν τήν πανγαία, τό κοινό ὑπόστρωμα τῆς λογικῆς μας ἀνισοσθένειας –αὐτό πού κρύβει τόν πόνο καί τήν ἀδυναμία καί τήν φθορά κάτω ἀπό τόν χτύπο τῆς καρδιᾶς ὅσων ἀγαπᾶμε.

Μέ λένε Φοῖβο, ἔχω πολλά καταλύματα καί ζῶ ἐκεῖ καί ἐδῶ, ὅπου παλμός ὀδυνηρός ὁσιουργεῖ καί ἀποθεώνει, ὅπου λόγος καί γλώσσα συγκρούονται καί διαμελίζουν τή βεβαιότητα τοῦ Ὀρφέα ἐμπρός σέ ἐκείνο πού συμβολίζει τό ἄσαρκο φάσμα τῆς Εὐρυδίκης. Ἀκούω μέ σεβασμό καί θλίψη τά τραγούδια τῆς ἀνθρωπότητας, τά ξόρκια της κατά τοῦ σαρκοβόρου ἐντόμου πού θρέφει τό ἴδιο της τό σῶμα.

Ἡ Δημιουργία

Γέννηση, φθορά, ἕνας λόγος πού ἀκούγεται σάν προσταγή πάνω ἀπό τήν ἀδιαφοροποίητη θάλασσα ὃσων πρόκειται νά γίνουν, ἤμουν ἐκεῖ καί συγκέντρωνα τίς ἀκτίνες προτοῦ σκορπίσουν στό μεγάλο μηδέν πού ἐμπνέει καί πηδαλιουχεῖ καί ἑρμηνεύει –ἕνας κόσμος πού τρέφει τήν ἀκοσμία του, δημιουργεί τήν ἄρνησή του, κόσμος χωρίς αὐτοσυνειδησία, αὐτοθεολογούμενος, θέατρο ἰαχῶν. Θά ἀκολουθᾶμε, λοιπόν, μιά πορεία πού χαράχτηκε μέ τή θέληση τῶν ὀνείρων καί τῶν μεγάλων ψευδαισθήσεων, ἐκεῖ ὅπου αἰσθανόμαστε τήν ἀλήθεια πού μόνοι ἐκπροσωποῦμε καί ὑλοποιοῦμε καί ὁλοκληρώνουμε ὡς μεταφυσική ἀναφορά, στόν δρόμο πού δημιουργοῦμε γιά τήν θεότητα πού θά ὑπάρξει ἐξ αἰτίας μας, λόγος μέγας παρηγορητικός γιά τήν ἁγιότητα και τήν πολυγλωσία καί τήν πολυωνυμία, ὅλα ὅσα γεννηθοῦν ἀπό τήν ταπεινή εἰκόνα τῆς φθαρτότητάς μας, σάν ἐνέχυρο στοιχείων καί μεθόριο μετάλλων καί κόσμημα αἰώνιο μέσα στήν ἁμαρτία, τήν μόνη οὐσιαστική μας κατάθεση πρός τόν μεγάλο κώδικα τῶν ἀξιῶν πού μᾶς ἀντικρύζει μέσα ἀπό τά ἴδια μας τά μάτια καί νιώθει κάτω ἀπό τό δέρμα τόν πόνο πού πυρακτώνει, πού λιώνει καί συνδέει χορό αἰώνιο, ἁλυσίδα ἐγκατάλειψης μέσα στόν τρόμο καί τήν ἀκινησία, ματιά πού δημιουργεῖ καί ἐξαγιάζει, πού λυτρώνει μέ εὐγνωμοσύνη τό μυστικό ἐκείνο πού περιφρουρήσαμε ἄγρυπνοι πρίν τήν μεταμορφωτική μας ἐπιστροφή.

Τό ἔργο δέν ἐγράφτηκε

Ὅλα τά πουλιά πού ζωγράφισε στούς τοίχους τοῦ σπιτιοῦ του ὁ Ἀντώνης, ὃλα πετάξανε στούς οὐρανούς, σάν εἴδανε τόν θάνατο νά μπαίνει, ἀπρόσκλητος, διαχυτικός, κρατώντας στό χλωμό του στόμα μιάν ὑπόνοια τρυφερότητας, λαλίστατος, μέ κάπως ἄχρωμη φωνή, σάν να σκεφτόταν κάτι ἄλλο, ἴσως τή θάλασσα ὅπου γνώριζε τά ὀνόματα ὅλων τῶν ψαριῶν, ὅπου μποροῦσε νά ξεγεννάει θεές καί ἁλμυρούς ἐλέφαντες ἤ νά ἐπεμβαίνει στίς συζητήσεις τῶν δελφινιῶν, φωνή τόσο ἄχρωμη πού ἡ ἐπίσκεψή του ἔμοιαζε μέ ἀγγαρεία, «θά εἶχε τόσες δουλειές νά κάμει», σκέφτηκε ὁ Ἀντώνης καθώς ἔψηνε καφέ, ἔβλεπε τηλεόραση καί σκεφτότανε τά ψώνια του, ὃταν ξάφνου ἔνιωσε τή μύτη του νά στάζει αἷμα, ἔνιωσε ζάλη, στίγματα στο δέρμα τοῦ ὑπενθύμισαν πώς μπῆκε νωρίς τό καλοκαίρι καί πώς δέν εἶχε πλέον δύναμη νά ἀντιδράσει ἀλλά τό αἷμα δέν σταμάταγε, τό αἷμα του τόν πρόδιδε, ἔτρεχε ἀπό τίς φλέβες τῶν χεριῶν του, γέμισε ὁ καφές μέ πανικό, πράγμα πού ξύπναγε τή μνήμη καί καταργοῦσε τό τώρα, «ἄμυνα μόνη μου», εἶπε, «μνήμη ἄσπιλη τῆς ἀθωότητας πού ξόδεψα, ἐσένα ἐπικαλοῦμαι, Κύριε βοήθει», ἀλλά τό αἷμα ἔβαφε τό πάτωμα καί τούς τοίχους, «κάποιος ἦρθε», σκέφτηκε, «καί ὅλοι λείπουνε ταξίδι καί ἀκόμα δέν διάλεξα τόν θάνατό μου, δέν πρόλαβα νά καταγράψω τόν λόγο μου, μά νά πού ὁ θάνατος μέ διάλεξε, δίχως δισταγμό, τό αἷμα φτερουγίζει γύρω μου, σάν ἕνα ντροπαλό νησάκι στίς παιδικές μου ἀναμνήσεις καί ἔτσι ὀρθώνει πάνω μου ἀπόρθητες πόλεις καί πρωτεύουσες, τά παγωμένα Ἰμαλάια τῆς λήθης».

Ὁ τρόμος ἔρχεται μέ το φῶς

Τό σπίτι ξυπνᾶ μέ τόν ἥλιο κι ἁπλώνει τά νύχια του σάν τίγρης νά ἐπιτεθεῖ. Ἀφήνει σιγανούς γρυλλισμούς καί ἀναγλείφεται μέ λαιμαργία. Πεινάει καί ἡ οὐρά του χτυπάει μέ ὑπουλία, ἡ ἀναπνοή του χαμηλώνει καί ἡ καρδιά του ἴσα πού ἀκούγεται ἀπό τήν ἔνταση τῆς ἀναμονῆς. Σέ λίγο, ἀπ’ ἔξω, ὅπως σωστά ὀσμίστηκε περνᾶν οἱ σκουπιδιάρηδες. Μαζεύουν κουτιά καί, καθώς ἀπομακρύνονται, θαρρῶ ὅτι ἀκούω μιά μισόπνιχτη κραυγή. «Τούς καταβρόχθισε καί αὐτούς», συλλογίζομαι μέσα ἀπό τίς κουβέρτες. «Τί θέλει μέ ὅλες αὐτές τίς ἄσκοπες ἐπιδείξεις νά πετύχει; Ἐγώ προσαρμόστηκα στό σώμα του καί το γνωρίζει». Τότε χτυπᾶ τό ξυπνητήρι. Τό σπίτι γρυλλίζει μέ χορτασμένη ἱκανοποίηση. Σηκώνομαι νά πάω στή δουλειά κι ἐνῶ ὅλα ἡρεμοῦν, ἀκούω κάποιον ποδηλάτη πού περνάει. Το σπίτι ἀναχεντρώνεται καί πάλι. Τρέχω ἔξω γιά νά προφυλάξω τόν περαστικό. «Τί περιπέτεια κάθε πρωί καί ἐτούτη!», μονολογῶ. «Εἶναι σάν μιά συνωμοσία τῶν ἀψύχων, πού ποιός ξέρει ποῦ μπορεῖ νά ὁδηγήσει;».

Ὁ Ἐρμαφρόδιτος ἀγκαλιάζει τόν θάνατο

Ὁλοκληρώθηκε ἡ ἀποστολή καί τά ἀντίθετα ἑνώθηκαν· τραβηγμένος στήν ἄκρη, σάμπως παιδάκι τρομαγμένο, ὁ Ἐρμαφρόδιτος, γεμάτος ἀπό τήν ἐκπλήρωση τῶν στόχων του, ἔκρυψε μέσα στά χέρια του τή σκιά πού τόν κυνηγοῦσε. Σέ ὃλο τό ταξίδι ἦταν μαζί. Σέ ἕνα ποτάμι ἦταν ἡ βάρκα καί ὁ καταρράκτης ἀδιαιρέτως, ἀδιαιρέτως, ναί, καί ἀσυγχύτως. Σέ ἕνα βουνό ἦταν τό χιόνι, ὁ λύκος καί ὁ περαστικός. Ἔτσι πού ἄϋλος τώρα, διάνεμα μέσα σέ καπνό, στεκόταν μέσα στά χέρια του αἰχμάλωτος, παγιδευμένος, σκιά καί πάχνη. Τό σῶμα τοῦ Ἐρμαφρόδιτου κινιόταν μέ λυγμούς, σπασμούς ἐρωτικούς. Καί ὁ μαῦρος συνταξιδιώτης ἔριχνε μόσχο σάν δόκανο στήν ἕκτη αἴσθηση τοῦ ὁραματισμοῦ του. Τότε ὁ μελλοθάνατος κατάλαβε· καί ξαφνιασμένος γύρισε πίσω νά κοιτάξει τήν ὥρα πού γεννήθηκε, τίς ἐποχές τῆς ἄθλησής του, εἶδε τήν μάνα καί ἄκουσε ἕνα τραγούδι στρατιωτικό, εἶδε τό σῶμα διαλυμένο πρίν τήν τελική του ταύτιση, «αὐτό εἶναι λοιπόν τό προπατορικό ἁμάρτημα!», –ἦταν οἱ μόνες ἔννοιες πού μπόρεσε νά διασώσει ἀπό τά πράγματα πού λιώναν. Τότε, ἄφησε τό μαῦρο ἀγκάλιασμα καί σύρθηκε ὁλόθερμος ἀκόμη στόν κῆπο ἀπ’ ὅπου ἀναπήδησαν τά τρωκτικά. Καί ἄρχισε ἕνα κλάμμα, ὅμοιο μέ τό γέλιο τῶν πραγμάτων τίς πρῶτες ὧρες τῆς δημιουργίας, ἕνα κλάμμα γονιμοποιητικό πού ἁπλώθηκε ἄδολο πάνω σέ ὅλες τίς σφαῖρες τοῦ ἐπιστητοῦ καί ἀκούστηκε ἀπ’ ὅλους τούς συναθλητές του, τούς λογογράφους, τούς ἐξερευνητές καί τούς ναυτικούς, θαρραλέα διαμαρτυρία γιά τή μαύρη σκιά πού ἀχόρταστη τόν καταβρόχθιζε.

Αὐτά συνέβησαν στήν Ἐδέμ πρίν τόν χωρισμό τῶν φύλων καί τήν καρποφορία τοῦ δέντρου τῆς γνώσης, ἐνόσω μέσα στίς φυλλωσιές σερνόταν τό πονηρό φίδι τῆς ἱστορίας.

Ἡ γέφυρα κρύβεται

Ἐκεῖ πού πᾶν οἱ ζωντανοί, βρίσκεται ἡ γέφυρα καί ἑνώνει τίς μυρωδιές τοῦ κόσμου μέ τόν θάνατο. Ἀπό αὐτήν περνοῦν νύχτες πολλές ὅταν τά ὄνειρα γκρεμίζονται, περνοῦν σάν ἀστραπή τά ἄπειρα ὀνόματα τῶν ὄντων. Τά ὀνόματα αὐτά εἶναι κλειδιά, γιά ὅσους τά ἀκοῦν· γιά τοῦτο καί θυμοῦνται παλιές καταστροφές ἠπείρων καί ἀνθρώπων καί ἀστεριῶν καί ἀναβιώνουν εἰκόνες τρομερές πού χαραχτήκανε μέ αἷμα σέ σκοτεινές σπηλιές μεγάλων θυσιῶν. Ἐκεῖ κρυμμένοι κρατοῦν βιβλία πού μόνα τους μιλοῦν, διδάσκοντας στούς περαστικούς τά μυστικά τῆς γέφυρας. Λύκοι οὐρλιάζουν τότε καί ἀναγλείφονται. Πάγοι λυώνουν, μιά πόλη ἀνέρχεται ἀπό τον Ἀτλαντικό. Ἀπό ὃλα αὐτά οἱ ἀμύητοι συμπεραίνουν τήν φύση τῶν ἀνέμων καί ἀποφασίζουν νά βγοῦν ἀπό την θλίψη τους. Φωνάζουν τούς μάγους καί τούς ὁραματιστές καί ὀνειρεύονται ὅτι ἡ λύση δόθηκε καί ἔπαψαν να μένουν στό σκοτάδι, ὅτι τά δύο σώματα πού ζευγαρώνουνε στά ἀριστερά τῆς γέφυρας εἶναι παλιές ἐπιθυμίες καί ἐνοχές, τά νιάτα τους πού κρεμαστήκαν σέ ἕνα παρελθόν ἀνέραστο. Ἀφοῦ περάσουν ἔτσι τό δυσβάσταχτο στάδιο τῆς μετάβασης, τούς γεννιοῦνται τά πρῶτα ἐρωτήματα γιά τόν προορισμό.

Ἡ πορεία ἀρχίζει τότε καί ἐκεῖνοι ὅμως ἀπελπισμένοι ἀρνοῦνται νά διαβοῦν τή γέφυρα. «Εἶναι ἀνύπαρκτη γιά ἐμᾶς», μονολογοῦν, κρύβοντας τή δυστυχία τους στή μεταφυσική.

Ἄνοιξα τά μάτια πάνω σέ μιά λάσπη πηχτή

Οἱ νεκροί ὑπόσχονται καί ἐγώ ἀναρωτιέμαι φοβισμένος, μέσα σέ σῶμα νυχτερίδας καί ὄψη σαλαμάνδρας, ἄν δέντρα ἀνθίσανε ποτέ, ἄν τάξη ποτέ τά χώματα λογίκεψε, ἄν, ἄν τότε πού ὅλα βράζαν ἀπό δύναμη, ὁ μαῦρος βασιλιάς ἐπρόβαλε καί ἄρχισε νά ποτίζει μέ γράμματα τίς ψημμένες πέτρες. Γράμματα πού μέσα τους λιωμένα σώματα ζεστά ἀκολουθοῦν ζεστές κινήσεις, μορφασμούς πολύχρωμους. Καί ἀφοῦ ὁ μαῦρος βασιλιάς ἔσπειρε τήν κάμβρια ζωή μέ λόγια γόνιμα, ἀκτινοβόλησαν τά σύμπαντα καί ὁ πόθος τῆς ζωῆς, μυριάδες χέρια ἀγγίχτηκαν αἰώνια βορά στήν ἀδικία καί ὕστερα κάτω ἀπό τό ράσο τοῦ πολιτισμοῦ βασίλεψαν μέ ἄγνοια καί ἀπῆλθαν μέ ἀδιαφορία. Μέσα σέ αὐτά τά λίγα λόγια συμπυκνώνεται μέ τόση σκληρότητα ὁ ἀγώνας καί ἡ ἐσχατολογία μιᾶς ζωῆς. Ἄνοιξα τά μάτια στό ὅραμα καί ἡ λέξη χαράχτηκε δίπλα στίς εἰκόνες. Μιά ἤπειρος κόπηκε σάν δέντρο. Μιά νέα σελήνη πύκνωσε πάνω στό μοναστήρι τῆς δοκιμασίας. Οἱ λειτουργοί τοῦ λόγου ποιμαίνουν τό ἐδῶ μέσα στά κύματα τοῦ ἀνορθολογισμοῦ τῆς ἱστορίας, ἐνῶ ὑπάρχουν καί δολοφονοῦνται στό μεταξύ, καθώς διαβλέπουν τήν ἑπόμενη φάση τῆς σελήνης, ὅταν ὁ φεγγαροθεός ὁρίζει τήν φυλογένεση. Σιγή. Τά τέρατα κατασπαράζουν. Οἱ νεκροί ὑπόσχονται.

Ἡ ζωντανή ὁμίχλη τῆς πραγματικότητας

Τό ζωντανό σῶμα τῆς ὁμίχλης ἁπλωνότανε παντοῦ σάν ἕνα ἀπέραντο χταπόδι σέ σχῆμα ἀκαθόριστο. Ὅσοι βρισκόνταν μέσα του, ἔνιωσαν ἕνα βάρος στήν καρδιά καί ἔβλεπαν τά χρώματα τῶν πόθων τους νά σπιθοβολοῦν. Μαγεμένοι άπό τήν πληρότητα, ξεχνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ἄνθρωποι χρόνια γνωστοί, ξενίσαν, μιλήσαν γλῶσσες ἄγνωστες, ἔσκισαν τά ροῦχα τους σάν τούς ἀλῆτες καί τράβηξαν κατά τό κέντρο τῆς ὁμίχλης, ὅπου μιά μυρωδιά ἀπαίσια μαγνήτιζε τό νοῦ τους. Στόν δρόμο βλέπανε τίς ἀναπάντεχες μεταμορφώσεις. Μιά γυναίκα ἔγινε πέτρα, μιά ἄλλη μαυροφόρεσε, ἄν καί δέν πενθοῦσε, ἕνα μικρό παιδί ἔπλασε με τά χέρια του δυό ζωντανά κοκκόρια. Καί καθώς προχωροῦσαν, οἱ βράχοι λιώναν, οἱ γάτες μαρμάρωναν, τό φεγγάρι ἀναβόσβηνε καί μιά περίεργη, περίεργη μορφή ἀνασηκώθηκε ἀπό τή θάλασσα. Ἀλλά τό κέντρο τῆς ὁμίχλης τούς καλοῦσε. Καί ἔτσι ἀπέβαλαν κάθε ἀπορία στήν ἀρχή καί ὕστερα κάθε προσδοκία καί κάθε μορφή αἰσθήματος ἐντέλει, βαδίζοντας σέ βύθιση ἀμέτρητη. Τό φῶς σπιθοβολοῦσε τρελλαμένο, ἔτσι πού ὅταν κατακάθησε ἡ ὁμίχλη, μερικοί ἀπό αὐτούς εἶπαν πώς εἶδαν ἕναν γίγαντα ἀποκρουστικό πού γρύλλιζε καί βογγοῦσε καί τούς καλοῦσε νά θυσιαστοῦν στόν βωμό του. Ἄλλοι πιστέψαν πώς ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ἦταν ἡ εἴσοδος στόν ἀπαγορευμένο κόσμο καί πώς τό σῶμα του ἦταν μιά πύλη ὅπου καραδοκοῦσε τό ἀληθινό μυστήριο τοῦ κόσμου. Και μερικοί ἄλλοι πάλι ἔλεγαν πώς ἐκείνη ἡ μορφή ἦταν ἕνα παιχνίδισμα ἀπό φῶς καί πώς δέν ἦταν πραγματική.

Ἡ γυναίκα ἀπό τόν Ἀχερνάρ ἤ τόν Ἀλτάιρ

Ἄν καί δέν ἦτανε παιδί ἀνθρώπου, δέχτηκα στωϊκά τήν παρουσία του. «Μέ λένε Νεόφυτο», δήλωσε, «εἶμαι, καθώς μοῦ εἶπαν, πλασμένος γιά σένα, τό ἀντίτυπό σου στήν κοσμική νομοτέλεια». Μόνο πού μέ τόν καιρό δέν ἄντεχα, ἄρχισα νά βλέπω πτεροδάκτυλους στόν ὕπνο μου καί ὅπως γάντζωνα τά χέρια μου στό σεντόνι, ἕνα ἀπαίσιο κεφάλι δράκου ξεπετιόταν. Σέ λίγο εἴχανε καταλύσει στήν κάμαρά μου τήν μοναχική, ὅλοι οἱ ἐνσαρκωμένοι πόθοι τῶν αἰώνων· ἕνας ἰκαρομέννιπος, μιά φτέρη πρωταρχική, ἕνα περίεργο κεφάλι γύπα καί τέλος μιά γυναίκα πού ἔλεγε διαρκῶς πώς ἦλθε ἀπό τόν Ἀχερνάρ ἤ τόν Ἀλτάϊρ. Μέσα ἀπό αὐτούς ἄρχισαν νά γεννιοῦνται οἱ πατέρες τιμωροί και οἱ μητέρες μέ τίς περικεφαλαῖες πού περιπολοῦσαν στό σκοτάδι καί παγιδεύαν τήν ἀνατριχίλα τῶν νερῶν. Ἤξερα πώς ἔπρεπε νά πεταχτῶ ἀπό τό στρῶμα, νά φύγω καί νά τοῦ πῶ ὅτι δέν ἀνήκει στόν κόσμο μου, ὅτι τό σῶμα του ἀνήκει στό φῶς μιᾶς ξένης ἐποχῆς, ἀλλά τά λόγια σβῆναν στόν νοῦ μου. Μεγάλο βάρος πλάκωνε τά στήθια μου καί δέν μποροῦσα νά ἀναπνεύσω. Σκεφτόμουν ὅτι ἤμουν κλεισμένος ἀπό παντοῦ καί πώς ἔπρεπε νά μείνω μέ τά μάτια κλειστά γιά νά ξεγελάσω τή γενιά του. Ἡ γυναίκα πού ἦλθε ἀπό τόν Ἀχερνάρ ἤ τόν Ἀλτάιρ μουρμούριζε διαρκῶς γιά τίς ταλαντώσεις τοῦ ταξιδιοῦ της. «Ἐδῶ θά μπορέσω νά γεννήσω», μοῦ λέει μέ ἱκανοποίηση, «πολύ καλό μέρος γιά τοκετούς, ἐδῶ μπορεῖς νά μεγαλώσεις παιδιά καί ὕστερα νά θαφτεῖς μέ τά ἴδια σου τά χέρια ἐδῶ. Σέ αὐτό τό ἐδῶ μπορεῖς ἀλήθεια νά διαιωνιστεῖς καί ἀλήθεια νά διαιωνίσεις».

Οἱ δοῦλοι τῆς σαύρας μοῦ μιλοῦν

Ὁ ἀρχηγός τους εἶχε θαμμένο τό κεφάλι του στή γῆ. Τά μάτια του μόνο γυαλίζανε σάν ἄσπρες φλόγες. Ρουθούνιζε δυνατά καθώς τό ὑπόλοιπο σῶμα του ἔχασκε γυμνό ἔξω ἀπό τό χῶμα. «Σκύψε καί προσκύνα», μέ διατάζουν. Ὑπακούω καί φιλάω τό χέρι του. Αὐτός ἀναπνέει μέ ἔξαψη. Καθώς ξαπλώνω πάνω του, τό πράσινο σπέρμα του ὑγραίνει τήν κοιλιά μου. Τότε πίσω μου, ἀπό τό χῶμα, τίς πέτρες καί τό σκοτάδι πετάγονται ἀμέτρητα μικρά παιδάκια πού ὅλα μαζί τσιρίζουν «εἴμαστε οἱ δοῦλοι τῆς σαύρας». Μέσα ἀπό τίς στριγγλιές τους, νιώθω πώς θά εἶμαι ἐγώ τό νέο σφάγιο γιά τή μεγάλα σαύρα πού κρύβει τό σπλάχνο τοῦ ζωντανοῦ σπηλαίου. Δέν ἀντιδρῶ καθόλου, «δέν μέ νοιάζει», σκέφτομαι. «Εἶμαι σίγουρος πώς καί τοῦτο τό τέρας θα ὑποταχθεῖ, ἀκόμα καί ἄν μέ ὑποτάξει». Καθώς ἀκούω τό σύρσιμό της στό χῶμα, ὁ ἀρχηγός χώνεται μόνος του βαθιά στή γῆς καί τά παιδιά πού στριγγλίζουν ἐξαφανίζονται. Ἡ μεγάλη σαύρα πλησιάζει καί ἐγώ ἀκούω τούς ψιθύρους τῶν παιδιῶν πού κρυμμένα στούς βράχους κάτι λένε γιά μεταμόρφωση, γιά λαγνεία, γιά ἕνα θεό, Μολώχ, νομίζω, ἄν καί δέν ἀκούω καλά. Ἡ σαύρα πλησιάζει, ἡ γλώσσα της σφυρίζει ἀνατριχιαστικά ἀλλά αὐτά τά τερατάκια μιλᾶνε πάντα ἐνοχλητικά σάν νά μή συμπάσχουν στό μαρτύριό μου, σάν νά μήν εἶμαι ἐκεῖ.

Ὁ Τιθωνός ἐποπτεύει καί τόν ἐποπτεύουν

Ἀρνήθηκε σθεναρά νά ἀποδεχθεῖ ὅτι τό σῶμα του συναιροῦσε τήν ἱστορία ὁλόκληρου τοῦ κόσμου. Γιά τοῦτο καί περπατοῦσε γυμνός μέσα στό ἀπέραντο σπίτι του νιώθοντας τίς φωτογραφίες τῶν παλαιῶν στήν πλάτη του βαριές, ἐνῶ κιόλας τά καλοκαίρια στριφογυρίζαν σάν τρελά καί οἱ χειμῶνες γλιστράγανε στή μαύρη ἄβυσσο τῆς ἀναδημιουργίας. Ἔκλεινε τά μάτια του μέ ὀργή, ἀλλά τίποτε δέν σταματοῦσε τίς ἐποχές νά ἐναλλάσσονται, νά προχωρᾶν γοργά θυσιάζοντας καί μελετώντας, αὐτό πού θά γινόταν ἡ καρδιά ἤ τό πόδι του καί αὐτό πού θά ἔδινε μάτια στήν ἀπεγνωσμένη ἔκφρασή του. Ἔτσι σπίτι, σῶμα και καιρός κατηφορίζαν τήν κατάμαυρη πλαγιά, ὅπου χιλιάδες ζῶα σβήνανε σάν δροσουλίτες καί ἀναρίθμητα φυτά ἀνθίζαν καί μαραίνονταν σέ στάχτες και θρύψαλλα. Κουρασμένος ἔνιωσε πώς θά ἀργοῦσε πολύ νά φτάσει ἐκεῖνος ὁ ἀπολυτρωτικός Δεκέμβρης καί πώς ἕνας Μάρτης τῆς Δεβονίου ἐποχῆς δέν θά τόν λύτρωνε ποτέ καί ἔπρεπε τό λοιπόν νά περιμένει, νά περιμένει σάν πλανήτης ἀνέσπερος στίς ἐσχατιές τῶν ὁραματισμῶν. Τό σῶμα του ἔλιωνε καί ἡ γνώση του λυνόταν, ἀλλά ὁ χρόνος κυλοῦσε αἱμορραγώντας καί ὁ Τιθωνός ἀναρωτιόταν πότε θά χαράξει ἡ νέα αὐγή ἀπ’ ὅπου ὁ πρῶτος πατέρας θά ἐμφανιστεῖ κρατώντας στό χέρι του τήν Κρητιδική περίοδο, φορτωμένη λουλούδια, παιδιά και τήν ἀπουσία τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν. Ἀναρωτιόταν καί ἀγωνιοῦσε, τήν ὥρα πού οἱ φωτογραφίες τῶν προγόνων πληθαίναν στό παμπάλαιο σπίτι καί τόν διατάσσαν νά ἀνοίξει τά παράθυρα, νά διαμορφώσει τό μυστήριο τοῦ φωτός καί νά ρίξει τήν νεότευκτη πραγματικότητα στήν πλέον παράφρονη ὑστερία.

Ὁ Νέος Μεσσίας

Τό μαχαίρι ἔπεσε στό χέρι τοῦ Φοίβου ἀπροσδόκητα· ἦταν πρωί, ἡμέρα ὁμίχλης, καθώς περνοῦσε ὁ γαλατάς καί ἡ μεγάλη πολιτεία σηκωνόταν ἀπό τά ὄνειρά της. Τό μαχαίρι γυάλιζε στό χέρι του, ἔκαιγε τό χέρι του, ἐνοχοποιοῦσε τό κορμί του, γιά ἐκεῖνα πού δέν θέλησε νά κάνει, νά σκοτώσει τούς ἐμπόρους τοῦ ναοῦ καί νά πηδήξει στό κενό τῆς πίστης, «θεός λελάληκε, Φοῖβο», ἀκούστηκε καί πάλι ὁ ἀναστεναγμός τῆς μητέρας, «ἡ Ἰερουσαλήμ καί ἡ Ρώμη θά παραδοθοῦν στό μηδέν καί ἡ Ἀθήνα θά γονατίσει καί πάλι ἐμπρός στήν ἐρήμωση». «Ἐτοῦτο τό μαχαίρι θά μέ ὁδηγήσει στή λύτρωση», συλλογίστηκε, «αὐτό τό σύμβολο πού δέν πρόλαβα νά ἐσωτερικεύσω καί νά γίνω ἐγώ τό μήνυμά του. Στίς πόλεις καί πάλι διαβαίνει ἡ κατάρα. Σταυροί ἀμέτρητοι μετροῦν τόν χρόνο καί τά μνημεῖα τῆς ἀρχαίας δόξας, πλέουν καί πάλι στούς ὠκεανούς τῆς λήθης, ναυάγια κόσμων χωρίς καμιά ἐλπίδα ὃπου μέσα τους τό σαράκι τρώει καί τρώει καί τρώει τήν ὡραία συμπτωματικότητα τῆς σάρκας μου».

 Ὁ νέος Μεσσίας ξυπνάει τό δειλινό καί ὑπόσχεται τήν αἰώνια νύχτα τῆς βόρειας μυθολογίας, μιά νέα μυθολογία, ἕνα καινούργιο ψέμα, μιά πλάνη, πού μετατρέπει τόν Μεφιστοφελή σέ ἄγγελο καί τίς μεγάλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς σέ δήμιους καί ἀποκεφαλιστές θεῶν δαιμόνων.

Ὁ μεγάλος σουλτάνος τῆς νύχτας κοιτάζει πάνω καί κάτω,

Ὁ μεγάλος σουλτάνος τῆς γυάλινης πολιτείας ἅπλωσε ὀργισμένος τά φτερά του στήν ἀπεραντοσύνη τοῦ κόσμου ὅπου χιλιάδες μαῦρα μάτια σπιθοβόλησαν, ὅπου ἑπτά κόκκινα διαμάντια σπάσανε ριγώντας, ὅπου δέκα κάτοπτρα ἀντανακλοῦσαν τίς φωτιές τῶν γαλαξιῶν, ὅπου στυγεροί ἐγκληματίες πυρπολοῦνταν ἀπό τύψεις, ὅπου χίλια παγόνια ἀνοίγανε τίς οὐρές τους μέ δέος στό ἴδιο τους τό μεγαλεῖο καί ὅπου ἑκαταμμύρια σταγόνες θρηνητικές κυλοῦσαν πάνω κάτω μόνες καί σέ ἀπελπισία. Ἀλλά ὁ μεγάλος σουλτάνος τῆς γυάλινης πολιτείας προσπερνοῦσε μέ ἀδιαφορία καί ἄφηνε τά μάτια του νά πλανιοῦνται κάτω στούς τόπους ὅπου ἡ ἀτέρμονη κινητικότητα τῶν μαύρων σκιῶν ροκάνιζε σπειρί σπειρί τό κόκκινο χῶμα τῆς γονιμοποίησης, ὅπου τά χέρια μιᾶς ἄγνωστης μορφῆς σπέρναν εἰκόνες καί καθηλώναν τήν ἱστορία σέ πρωτογενεῖς μορφές, ὅπου τά ἴχνη ἑνός συγγραφέα περιγράφαν τίς σπασμωδικές ἐξάρσεις πρός τό μεγαλεῖο ἤ τήν ἐκμηδένιση καί ὅπου χιλιάδες κήποι ἀνθίζανε πάνω στίς θάλασσες –στά κοιμισμένα νερά ὅπου ἀνατρέφεται τό μεγάλο ρόδι τῶν ἐμπειριῶν. Τήν ἴδια στιγμή δυό χέρια πάγωναν καθώς ὁρκίζονταν στῆς Στύγας τά νερά.

Στοχασμός ὁ πρῶτος

Ἡ πρώτη εἰκόνα τῆς ζωῆς εἶναι τό ἀπέραντο μαῦρο χρῶμα τοῦ θανάτου. Δυό χρονῶν, ξαπλωμένος σέ κλίνη ὠκεάνεια μέ σεντόνια λευκά κρύα, κοιτάζω πώς τά πόδια μου μόλις πού ξεπερνοῦν τό μαξιλάρι, δυό μαυροφορεμένες στέκονται πάνω μου καί μοιρολογοῦν «γιατί ἦρθες ἀφοῦ ἔμελλε τόσο νωρίς νά φύγεις!» Κάποιες ἄλλες σκιές σκυμμένες πάνω μου, τσιρίζουνε σάν σκυλιά καψαλισμένα καί ὀσμίζονται τόν ἄνεμο ξορκίζοντας τήν φοβερή παρουσία. Καί ἐγώ στρέφω στά ἀριστερά τό πρόσωπό μου και ἀντικρύζω τό σκοτεινό χαντάκι πού μέ χωρίζει ἀπό τούς ζωντανούς. Μέσα του κροκόδειλοι καί πιθανότητες κολυμποῦν καί ἁπλώνω τό ἄσπρο μου χέρι γιά νά διαλέξω τίς ἀναγκαῖες καί τίς φυσικές μου δυνάμεις. Οἱ κροκόδειλοι χτυποῦνε τίς μασέλες τους ὅταν ἡ μαυροφορεμένη μάνα μοῦ προσφέρει ἕνα κουτάλι φάρμακο. «Δέν θέλω», οὐρλιάζει ἡ δυνατότητα που γεννήθηκα νά ὁλοκληρώσω. Καί ὅλο τό δωμάτιο ἀντιβοᾶ τήν ἄρνησή της, μαζί μέ ὅλα τά βιβλία πού θά ἀγαποῦσα καί ἴσως τή μελαγχολία πού ἔμελλε νά ἐνσαρκώσω. Τό φάρμακο ἦταν πικρό καί γλιστράω σέ ἕναν λήθαργο γιά νά ξυπνήσω αἰῶνες μετά.

Ἡ πρώτη ἰδέα τοῦ θανάτου εἶναι ἡ πολυποίκιλη πολυχρωμία τῆς ζωῆς.

Μαγική ἱερομυθία

Τάιζα ἀμέριμνος τά ζωντανά μου ὅταν τό χῶμα ἔσκασε πλάϊ στά πόδια μου καί τά τριχωτά πόδια μιᾶς ἀράχνης πετάχτηκαν ἀπό τό μαῦρο πηγάδι τῆς γῆς. Γύρω τό οὐρλιαχτό μιᾶς γάτας πού καιγόταν δάγκωνε τά αὐτιά καί ὅλοι οἱ πλανῆτες σπάζανε στά χίλια κομμάτια ἑνός καθρέφτη πού θύμιζε σέ ὅλους τήν ἐπικείμενη πτώση τοῦ κόσμου. Ἀπό τό δάσος πέρα, ἀμέτρητα μάτια φωσφόρισαν ἐρεθισμένα καί κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου προβάλανε χιλιάδες ὄντα ρευστά πού μιλοῦσαν μέ χρώματα, κινοῦνταν ξεφυσώντας καί ὀρθώνονταν σάν ἀδέξιες ἀρκούδες. Τό σπίτι καί ἡ ἡσυχία μου πολιορκοῦνταν. Τό ἠλεκτρικό κόπηκε καί ἕνα χέρι ἔκρυψε τόν ἥλιο. Καί μέσα ἀπό τό σκοτάδι ὅπου μονάχα τά ἀμέτρητα μάτια τῶν ρευστῶν ὑπάρξεων γυαλίζαν, σωματώθηκε τό ἴδιο τό μαῦρο μέ ὄψη ἀόρατου πάγου πού ἁπλώθηκε καί πλήθυνε καί ἀπώθησε τή ζωή σέ μιά ἀπόσταση ἀπροσμέτρητη, ἔτσι πού καθώς φωνάζω στούς ἀνθρώπους καί μοῦ ἀπαντοῦν, ἕνας ἀνατριχιαστικός ἀντίλαλος κάνει τά πράγματα ἀπρόσιτα καί τά ἀπωθεῖ στό ἄμυθο παρόν, ἀκριβῶς ὅπως ἦταν προτοῦ ἀνοίξω τά μάτια μου στό μυστήριο και τή γνώση.

Τό παρελθόν δέν πεθαίνει λοιπόν

Τό ταξίδι ἐκεῖνο ἀπέδειξε στόν Φοῖβο πώς ὅ,τι εἶχε ἐλπίσει εἶχε κιόλας πραγματοποιηθεῖ. Ἕνα ὄμορφο ἀπόγευμα στήν ὀνειροχώρα, μιά στιγμή δισταγμοῦ πάνω στήν ἄβυσσο τοῦ χώρου, ἐκείνη ἡ τρομερή ἀγκαλιά τῆς ὕλης κάτω ἀπό τό βλέμμα τῆς βλοσυρῆς μητέρας – ὅλα εἶχαν γίνει καί ὅμως αὐτός τά ἔψαχνε μέ πόθο ἀνανεούμενο καί πάθος φλογερό, μέ ἔξαψη σχεδόν ἐρωτική, ἔψαχνε τά ἐρωτήματα γιά τίς ἀπαντήσεις πού τοῦ εἶχαν δοθεῖ, μιάν ἡμέρα ὅταν σκεφτικός στόν Πειραιᾶ κάθησε στήν προκυμαία καί ἦλθε δίπλα του ἕνας τσιγγάνος «ὅπου και ἄν πᾶς», τοῦ εἶπε, «χρώματα παντοῦ θά σε προσμένουν· θά ταξιδεύεις μέσα στό φάσμα τοῦ ἥλιου, πρόδρομε, πού ἦλθα νά συμπληρώσω τήν ἀποστολή σου». Ὁ Φοῖβος ὅμως δέν ἔδωσε τότε σημασία, δέν πίστευε στίς δυνάμεις του, ἔτσι πού αἰῶνες μετά, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν πλέον τή φωτιά, συνυπολόγιζαν τό μηδέν στούς ἀριθμούς καί κοιτοῦσαν μέ νοσταλγία τά ἀστέρια, ὁ Φοῖβος, πρῶτος ἀποσυνάγωγος τῆς ἱστορίας, γλίστρησε ἁπαλά πρός τή χώρα τοῦ Μαύρου Βιβλίου καί ἡ μοναξιά του γέμισε ἐκεῖ χρῶμα λευκό τήν ἔρημο τοῦ χρόνου, σάν νεογέννητη θεά, δώρισε φῶς στά μάτια καί ὅλοι ἀνάβλεψαν, ὅλοι δόξασαν τή θεία μοναξιά πού ἔπλασε ἐκ τοῦ μηδενός τά πάντα. Μονάχα ο Φοῖβος ὅταν τά μάτια του ἀπολεπίστηκαν, ψιθύρισε μέ δέος «μά τά ἔχω ξαναδεῖ αὐτά;», στέλνοντας μήνυμα ἀνησυχητικό πρός τίς μελλοντικές γενιές.

Ἡ Περσεφόνη δέν θά ξανακατέβει στόν Ἅδη

Τήν ἔβλεπες καί δάγκωνες τά χείλη μέ μιά γεύση στυφή – ναί, ἦταν νεκρή, μά αὐτό δέν ἀρκοῦσε γιά νά τῆς μαράνει τό χαμόγελο πού μάρανε τούς ἄλλους, δέν ἀρκοῦσε νά τῆς ἐπιβάλει τήν ἀκαμψία πού αὐτή ἐπέβαλε στούς ἄλλους, δέν ἀρκοῦσε γιά νά παγώσει τό ρόδινο χρῶμα της, πού τόσους πάγωσε ὥς τώρα. Ἔτσι πετοῦσε στόν οὐρανό, ἀνενόχλητη, ἀνάμεσα στά σύννεφα, νεκρή, ὁλόνεκρη, τό ροῦχο της ἀνέμιζε σάν φίδι ἀπειλητικό καί ὁ οὐρανός ἔκρυβε τά ἀστέρια του στό πέρασμά της. Ἦταν νεκρή, ἀλλά ἐκείνη ἡ ὑπεροχή τῆς ἀναμενόμενης ἀνάστασής της στοίχειωνε τόν κόσμο σάν μιά τρέλα ἀπειλητική, ἤ μιά ἀποστροφή καί ἀηδία ἤ τσίμπημα στήν καρδιά πού ἡ ζωή της τέλειωσε καί ὁ θάνατός της γύρισε ἐναντίον τῶν ζωντανῶν καί ὑπέρ τοῦ ὑλικοῦ κορμιοῦ της. Καί αὐτή πετοῦσε στούς οὐρανούς σάν τόν ἐσταυρωμένο πόνο τῆς ἄνοιξης καί ἔφευγε μόνη πρός τίς μαύρες ἐρημίες τῆς ὕπαρξης ἐνῶ οἱ οὐρανοί κλείνανε πίσω της, ρίχνοντας σέ ὅσους τήν εἶδαν μιά τύψη, μιάν ἐνοχή καί μιά βλάσφημη ἐπιθυμία αὐτοκτονίας. «Ὦ, Περσεφόνη», τολμήσανε οἱ πιό τρελοί νά φωνάξουν. «Ὦ, Περσεφόνη, ποιός ἄνεμος σέ σέρνει κατά δῶ, τήν ὥρα πού ἀνακαλύπτουμε τά χάσματα τῆς ζωῆς καί ὁραματιζόμαστε μέ ἀγωνία τίς μελλοντικές μας ἐμφανίσεις;».

Ἐκεῖνο πού ἤτανε ὁ Ἰωάννης

Ἡ θυσία τῆς ὀμορφιᾶς στούς ὁραματισμούς ἔγινε ἀπό τόν Φοῖβο νωρίς πολύ, ὅταν ἀκόμα δέν ὑπῆρχε χρονομέτρηση καί δέν γεννούσανε οἱ βράχοι. Οἱ πόλεις δέν εἶχαν ἀκόμα τότε κατασκευαστεῖ ἀλλά τό ρίγος μιᾶς ἀθωότητας πού ἔφευγε στοίχειωνε τούς τεχνίτες τῶν δρόμων. Αὐτοί πού πήγαιναν μπροστά, τυφλώνονταν. Οἱ παραπλανημένοι κραύγαζαν μέ ἀπελπισία, ἕνα σκουλήκι ἀναρωτιόταν γιά τή φύση τῶν ἐρήμων – τίποτε δέν ἦταν ἀρκετό. Ἡ θυσιασμένη ὀμορφιά ἔπαιρνε τήν ἐκδίκησή της. Τά νήματα τῆς νύχτας τόν ἔδεναν σέ ἕνα κυκλικό λαβύρινθο, ὅπου ὁ Ἰωάννης, ἡ ἀρχέτυπη μορφή τῆς μεγάλης ἐπιστροφῆς, ἔτρεχε μέ τρόμο κυνηγημένος ἀπό τό θηρίο ἐκεῖνο πού δάγκωνε τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀποστολῆς του. Ὁ Ἰωάννης, σάν νά μήν ἔβλεπε τίποτε, φώναζε πώς, ὅταν γεννήθηκε, τά φιδοπούλια ροκάνιζαν ἀκόμα τόν οὐρανό καί πώς στό ἔξω διάστημα κάποιες παράλογες μεταμορφώσεις ἰχνηλατοῦσαν μέ βουλιμία τά βήματα τῆς ἀστρικῆς φυλῆς πού ἀπομακρυνόταν. Ἕνας μαῦρος μανδύας τυλίχτηκε γύρω του ὡστόσο καί ἡ θέρμη κοίμισε τόν Φοῖβο, τή νέα του μεταμόρφωση, σέ ἕναν κήπο μέ δερβίσηδες πού στριφογυρίζανε γύρω ἀπό τό ξόανο πού ἤτανε κάποτε ὁ Ἰωάννης, ὅταν ὁ κόσμος ἦταν χλωρός καί στό λαιμό του ἀνέβαινε ἡ πρώτη λέξη τῆς θεολογίας, πρώτη κραυγή τῆς ἀνθρωπότητας – δέος.

Εἰς Ἅδου κατάβασις

Μιά γνώση φοβερή φτερουγίζει ἐδῶ κάτω. Γνώση καί πίστη, μιά φωτεινή κλωστή πού δένει τά βασίλεια, ἰσορροπεῖ τίς αἰσθήσεις πάνω στή βάρκα τοῦ ἀκατανόμαστου. Καί ὅλοι ντυμένοι, φρύγες λυράρηδες καί αἰγύπτιοι ἱερεῖς, χαρωποί, διψασμένοι, πετοῦν ἐδῶ καί ἐκεῖ, σχίζουν, ἄναιμες σάρκες καί θυμοῦνται ἥλιους καί ὑποσχέσεις τῶν δεκάξι χρόνων, φιλίες καί παιχνιδίσματα πού καρφωθήκαν στό κενό, ὥσπου μέσα ἀπό τή θέωση τοῦ καννιβαλισμοῦ νά πάρουνε τήν πρότερή τους παντοδυναμία. Κλεφτές ματιές βιαστικές κινήσεις, ὄνειρα σπαταλημένα ἀπό τήν ἀσυμφωνία, ὁ θάνατος πού πλησιάζει ἐπιφυλακτικός, ὅλα ἐκεῖ, κάτω ἀπό τή στέγη τῶν μαρτυρίων γλυκαίνουν γιά λίγο τήν ὄψη τῶν ἀνθρωποφάγων. Συχνά, χτυπᾶνε σεῖστρα καί τύμπανα, πομπές μεταναστεύουν πρός τίς ἀκρότατες νησίδες ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά φᾶνε καί νά θυμηθοῦν, νά βουλιάξουν στό μνημονικό πού τούς συντρίβει καί τούς πετάει στό ἀπέραντο πέλαγος τῆς ἀγάπης ὅπου ἀφρίζουν χαριτωμένες παλιές μορφές χαμένες καί ἀνθίζουν ἀξέχαστες ἀφές καί δοξολογοῦν δροσερές εἰκόνες μιᾶς ὅασης πού δόθηκε μά ξεπεράστηκε, μιᾶς πιθανότητας πού γυάλισε μά σβήστηκε ὁριστικά σάν ἀκούστηκε ἡ κραυγή τοῦ λόγου καί διατυπώθηκε ἡ ἐντολή τοῦ ἐξανθρωπισμοῦ. «Τάνταλε, Σίσυφε καί Ὀρφέα», βογγῶ, «ἀδέλφια, ἀδέλφια μου, μέ τυραννάει τό μυστικό σας, σῶστε με».

Ὁ Φοῖβος ὁμολογεῖ

Ἡ μάνα μου ἦταν ἄντρας πού φανερά καί ἀδίστακτα ἀποκεφάλισε μιά μέρα τόν σύντροφό της. Κρυφοκοίταζα τότε καί μόνος ἐγώ εἶδα τό μυστικό της, εἶδα τόν τρόπο πού ζευγάρωνε· εἶχε κλειστά τά μάτια ἀλλά μέ εἶδε, πέταξε μακριά τό ἄλλο σῶμα τό ἄχρηστο καί ἄρχισε νά μέ κυνηγάει λυσσασμένη. Κρατοῦσε ἕνα μεγάλο τσεκούρι δίστομο καί ἔτρεχε ξοπίσω μου. Ἐγώ φώναζα, «μή μανούλα, δέν θά πῶ τίποτε», ἀλλά ἐκείνη οὔρλιαζε «θά σέ σκοτώσω, μούλικο», καί ἔτρεχα ἀνυπεράσπιστος, τά ροῦχα μου μπλέκανε στά πόδια μου, τά πρῶτα δάκρυα μέ βρέχανε καί ἔτρεχα, ἔτρεχα, ἀκούγοντας τήν ὀργισμένη της ἀνάσα, ὥσπου βρέθηκα σέ ἕνα δάσος μαῦρο καί ἄρχισα νά σφυρίζω καί νά παρακαλῶ τά δέντρα, τά ζῶα καί τά ἑρπετά νά μέ κρύψουν, νά μέ προστατεύσουν, ἀπό ἐκείνη τή μάνα τήν ἀρσενική. Ἀλλά αὐτά ἀρνήθηκαν ὅλα καί τά καταράστηκα νά ζοῦν στήν ὁδό τοῦ σκοταδιοῦ, νά μείνουν γιά πάντοτε στό φῶς τό τεχνητό, νά ξεραθοῦν, καί ἔκλαιγα, ἐνῶ τήν ἄκουγα ἐκείνη τήν μάνα τή μεγαλόφυλη νά μέ πλησιάζει μέ μανία ὥσπου, νά, βλέπω ἕνα φῶς καί τρέχω ἐξαντλημένος, ἀπελπισμένος, οὐδέτερος πρός τά ἐκεῖ. Βρίσκομαι σέ ἕνα λαμπερό ἀμφιθέατρο. Κοντά μου ἔρχεται ἡ μάνα, ἡ φόνισσα τῶν ἀρσενικῶν. Οἱ κερκίδες γεμίζουν. Ὅταν ἐκείνη μέ ξαπλώνει στό βωμό γιά νά μέ σκοτώσει, ἐγώ σπαράζω μέ ἀγωνία καί αὐτοί χειροκροτοῦν καί ἐπικροτοῦν ἐνθουσιασμένοι.

Λόγος ἀφιερωματικός

Ὅλα αὐτά, λόγια ἀναθηματικά καί ἐπιτάφια, γράφτηκαν γιά σένα, Κιμμέριε φίλε, γιά σένα πού εἶδες ξένους ἀστερισμούς, μίλησες ξένες γλῶσσες τηλόθι πάτρης, κοιμήθηκες σέ παγερές σπηλιές, γιά σένα πού στίς χιονισμένες πόλεις τοῦ βορρᾶ ἄλλαξες τήν ἐκκλησία σου, γιά νά σωματωθεῖς γιά πάντα, ἄδοξο παιδί, θαῦμα ἐπίδοξο, στή μυθολογία τῆς ἀγάπης. Μαζί σου ὀνόμασα τίς πέτρες: τή φθορά πού ἰχνογραφεῖ τήν πορεία της· τόν ἀκατέργαστο χρυσό τοῦ ἀλχημιστῆ· τό φυλακισμένο ἔμβρυο· τόν τριγωνικό λίθο τῆς ἀτλαντιδικῆς καταστροφῆς· τή σφαγή τῶν νηπίων μέσα ἀπό τήν ἀναγνώριση τοῦ ἐσύ. Ἤτανε 1987. Τότε σέ ἄκουγα νά ψιθυρίζεις λόγια κρυφά πρός τή νέα σελήνη, τόν ἄφυλο Λεονάρντο τῶν ὀνείρων μας. Θά σέ ἀναστήσω μέσα ἀπό τό παραλήρημα, θά σέ διατηρήσω στήν ἱστορία, μέσα ἀπό τά λόγια ἀγνώστων, ἄφιλων ὑπάρξεων, πού διατρέχουν τήν ἀνθρώπινη γλώσσα ἐν ἀγνοίᾳ μας καί γεννοῦν τόν λόγο πού σημασιοδοτεῖ τά φαινομένα, παρά τή θέλησή μας, λόγο μίξη, λόγο ἀνάκραση, λόγο ἐκκεντρισμό στήν σωτηριακή ὁλότητα. Μέσα σέ αὐτά βρίσκω ἐσένα, Ἕλληνα ἐξόριστε, πού ζήτησες νά μή σέ θάψουν στήν Ἑλλάδα, τή μεγάλη πρωτογένεια, γιά νά κρατᾶς τήν πανσέληνο καθρέφτη τῆς Σαπφοῦς πού εὐλογεῖ, πού ὀμορφαίνει, πού μεταμορφώνει σέ τόπους ἄλλους καί συναστεριές. Σέ βλέπω νά φεύγεις παίρνοντας τή γνώση τῆς ἀλήθειας, γιά τό ποιός θεός κυβερνάει καί ποιός ρυσμός διέπει τά ἐγκόσμια –τό κακό, φίλε μου, ναί, μόνο τό κακό, δέν γνωρίσαμε ποτέ τήν ἱστορία τῆς καλοσύνης, τήν ὑλική της δόξα, ἡ κόλαση δέν φλέγεται, εἶναι ὁ ἀπέραντος πάγος πού πέφτει πάνω μας ὅταν γελᾶμε, τό κακό, τό κακό πού μᾶς κυκλώνει μέ τήν εὐτυχία καί τήν ἀγάπη καί τήν ἀγαθότητα: αὐτά τά τρία πρόσωπα τοῦ δαίμονα της ἱστορίας. Πέφτουμε μέσα τους καί τότε τό σκουλήκι γεννιέται, τό σκουλήκι πού τρώει καί δέν χορταίνει τά μεγάλα μας ὄνειρα, τήν ἀληθινή μας ὑποθήκη πρός τούς ἄλλους, πρός τήν θειότητα πού ἐλλοχεύει πίσω ἀπό τίς ρυτίδες τῶν μορφῶν καί τίς ἀγωνίες τῶν ὑπάρξεων. Ὁ ἀλάστορας τῆς εὐτυχίας σέ ἐκμαύλισε καί ὁ διάβολος τῆς ἀγάπης σέ ξεπούλησε. Μέσα σέ ἐτοῦτες τίς παγίδες πλήρωσες φόρο στόν αἰῶνα πού γεννηθήκαμε, στόν ἄρχοντα τοῦ λόγου του, τόν πίθηκο πού οὐρλιάζει στό νεκροταφεῖο τῶν μελωδιῶν τῆς ζωῆς καί πού ἔχτισε τίς πόλεις καί τόν πολιτισμό.

Γλυκό τραγούδι τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ, κραυγή ἀπόγνωσης, διαμαρτυρία χωρίς πατρίδα, ρίζες, παράδοση, πικρέ λυρισμέ τῆς ὕπαρξης, ἄνεμε τῶν συγκυριῶν, τραῦμα τῶν γεγονότων –  νοόσφαιρα τραγική τῶν ἐπιγείων.

 Ἄκουσε τίς λέξεις πού ἅρπαξα ἀπό τούς νεκρούς, τούς νεκυιόμυθους, τίς κοινές μας ὑποσχέσεις καί ἐλπίδες γιά τό μέλλον τῆς ἀνθρώπινης ἱκεσίας, ὅταν ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις.

[1989]

Κύλιση στην κορυφή