Οι παράμετροι των Αρχαίων Ελληνικών στο Πρόγραμμα Σπουδών
Στο Πρόγραμμα Σπουδών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης παρατίθεται μια σειρά από επιλογές που καθιστούν εμφανές ότι οι προθέσεις του εκπαιδευτικού συστήματος ως προς τα Αρχαία Ελληνικά είναι πολυδιάστατες και παραμένουν ιδιαίτερα απαιτητικές. Αυτές οι επιλογές θα μπορούσαν να συνοψισθούν σε τρεις βασικές παραμέτρους:
- Διδάσκουμε την αρχαία ελληνική γλώσσα, και συστηματικά μόνο την αττική διάλεκτο, στην οποία εξελικτικά βασίζεται και η δική μας δημοτική γλώσσα. Όμως, η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής δεν είναι μόνο ένα δύσκολο και απαιτητικό πράγμα, το οποίο χρειάζεται πολύ χρόνο και συνεχή πρακτική άσκηση στη μαθησιακή διαδικασία. Όπως περιγράφεται και στα Προγράμματα Σπουδών, η εκμάθηση των Αρχαίων Ελληνικών μοιάζει να είναι και ένα σοβαρό ‘εμπόδιο’[1] για την εξοικείωσή των σπουδαστών με το περιεχόμενο των αρχαίων κειμένων και την κατανόησή τους για το τι σημαίνει να μαθαίνει κανείς την αρχαία γλώσσα στην εποχή μας. Σε αυτή τη δυσχερή κατανόηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας φαίνεται πως έχει συμβάλει και η πολυετής προσκόλληση του εκπαιδευτικού συστήματος στην εκμάθηση κανόνων γραμματικής και συντακτικού στη γλωσσική ανάλυση των αρχαίων κειμένων. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δέχτηκε καθυστερημένα την επίδραση από ένα έντονο ρεύμα ‘αντι-γραμματικής’ παράδοσης των αρχαίων κειμένων, το οποίο προέκυψε στην εκπαίδευση του δυτικού πολιτισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μέσα στο γενικότερο κλίμα αμφισβήτησης για τις ‘νεκρές γλώσσες’, σταδιακά μειώθηκε η γραμματική και το συντακτικό στη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και δόθηκε περισσότερη έμφαση στο πολιτισμικό στοιχείο των αρχαίων κειμένων.
Στις μέρες μας, ο προβληματισμός για την ανάγκη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο ανθρωπιστικό curriculum φαίνεται ότι επανέρχεται με ανανεωμένο ενδιαφέρον στα θέματα της εκπαίδευσης. Σε αυτό συγκλίνουν και οι παιδαγωγικές προσεγγίσεις που εστιάζουν περισσότερο στις εσωτερικές λειτουργίες των κειμένων και λιγότερο στις συντακτικές και γραμματικές δομές τους (Stray, 2010: 8). Προκειμένου μαθητές και σπουδαστές να εξοικειωθούν περισσότερο με την αρχαία ελληνική γλώσσα, κλασικοί φιλόλογοι και θεωρητικοί της εκπαίδευσης προτείνουν μια δυναμική ανάγνωση του αρχαίου κειμένου μέσα στην τάξη, που να βασίζεται περισσότερο στην κατανόηση του λεξιλογίου (Major, 2018: 56-60), και λιγότερο στον συντακτικό τους προσδιορισμό μέσα στο κείμενο (Gruber-Miller, 2006:27-49, 134-157). Από την άλλη πλευρά, επισημαίνουν ότι η απόκτηση της γνώσης της αρχαίας γλώσσας χρειάζεται μια διανοητική ενδυνάμωση που αποκτάται κυρίως στη μέση εφηβεία, καθώς τα Αρχαία Ελληνικά απαιτούν προχωρημένες επιστημολογικές δεξιότητες στην πρωτότυπη πηγή και την ικανότητα επεξεργασίας των εννοιών με λεπτές αποχρώσεις (Hall, 2015:4). - Διδάσκουμε κείμενα, συγγραφείς και γραμματειακά είδη της αρχαιότητας από το πρωτότυπο και από μετάφραση: Όμηρο, Ηρόδοτο, Ευριπίδη, Αριστοφάνη στο Γυμνάσιο, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Σοφοκλή, Λυσία, Ισοκράτη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη στο Λύκειο. Η χρονολογική κατάταξη των αρχαίων συγγραφέων και των κειμένων υποβάλλει το γεγονός ότι το Πρόγραμμα Σπουδών ακολουθεί τον Κλασικό Κανόνα της αρχαιότητας, ο οποίος μάλιστα ξεκινά από τον 4ο αιώνα π.Χ. με την ίδια περίπου σειρά στην παράδοση των συγγραφέων, όταν και τότε ο πρώτος Ευρωπαίος κλασικός στην εκπαίδευση υπήρξε ο Όμηρος (Schein, 2008: 81-82; Stray, 2010: 7). Επιπλέον, το Πρόγραμμα ενισχύεται με εκτενείς εισαγωγές και απαιτητικό υπομνηματισμό, και σταδιακά από το Γυμνάσιο στο Λύκειο προσλαμβάνει ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά και επιστημονικό προσανατολισμό για την απόκτηση γνώσης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας. Τα Προγράμματα Σπουδών για τα Αρχαία Ελληνικά της Β΄ και Γ΄ Λυκείου θα μπορούσαν να ταιριάξουν και σε ένα Πρόγραμμα Σπουδών του 1ου, ίσως και του 2ου έτους πανεπιστημιακών σπουδών, ειδικά σε σχέση με τα ρητορικά κείμενα και τα κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
- Διδάσκουμε θέματα και ιδέες που αναδεικνύονται μέσα από τα κείμενα προσπαθώντας να συνδέσουμε την εποχή μας με τον κόσμο των αρχαίων κειμένων, και επιστρέφοντας πίσω σε αυτά, να δώσουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που είναι πανανθρώπινα, παγκόσμια και οικουμενικά. Η αφετηρία της διδασκαλίας στη βάση μιας θεματολογικής κατάταξης των κειμένων στο Πρόγραμμα Σπουδών δεν παρακολουθεί αναγκαστικά τη σειρά του Κλασικού Κανόνα των συγγραφέων, αλλά κινείται με περισσότερη ευελιξία στην επιλογή κειμένων από διαφορετικές γραμματειακές πηγές και εποχές της αρχαιότητας. Σε αυτή την περίπτωση, τα ζητήματα διερευνώνται στη βάση θεματικών ενοτήτων, ενώ παράλληλα προτάσσονται ερμηνείες που προσπαθούν να συνδέσουν τη σύγχρονη ζωή με τον κόσμο της αρχαιότητας. Αυτή η παιδαγωγική διάσταση των Αρχαίων προσεγγίζεται περισσότερο στα Ανθολόγια με τα αρχαία αποσπάσματα ή στα Παράλληλα κείμενα αρχαία ή νεότερα, που επιλέγονται για συγκρίσεις και παραλληλίες εννοιών και επιδράσεων ανάμεσα στα κείμενα και τις ιδέες που μεταφέρουν.
Από αυτό το σημείο αρχίζει μια σειρά από ερωτήματα και προβληματισμούς για το πώς πρέπει ως παιδαγωγοί να διαχειριστούμε τον κόσμο της αρχαιότητας με τους όρους του παρόντος χρόνου στο σχολικό πρόγραμμα, αλλά και πώς να προσαρμόσουμε τα δεδομένα του Προγράμματος Σπουδών στον διαφορετικό βαθμό αντίληψης και ενδιαφέροντος των μαθητών στην τάξη. Γιατί, όταν μιλάμε για τα Αρχαία Ελληνικά και γενικά τα Κλασικά Γράμματα, έχουμε να κάνουμε με ένα δύσκολο και πολυθεματικό αντικείμενο που δεν εξαντλείται στην ευρεία διάταξη από σκοπούς και προσδοκώμενα αποτελέσματα, όπως τουλάχιστον αποτυπώνονται στο Πρόγραμμα Σπουδών του Γυμνασίου και του Λυκείου. Διαβάζοντας την πληθώρα των στοιχείων που καταγράφονται στο Πρόγραμμα Σπουδών και τις επικαιροποιημένες μορφές του για το γνωστικό αντικείμενο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας, αναρωτιόμαστε ποιες πρέπει να είναι οι αποδοτικότερες παιδαγωγικές διαδικασίες για να μάθουν οι μαθητές μας τα Αρχαία Ελληνικά, και ακόμη περισσότερο προβληματιζόμαστε σε τι είδους διανοητικό προσανατολισμό να τους καθοδηγήσουμε για να εντάξουν αυτή τη γνώση στη ζωή τους (πρβλ. Marshall, 2001: 69-78, ειδικά για το κλασικό curriculum). Αλλά ακόμα, και εμείς οι ίδιοι ως διδάσκοντες παιδαγωγοί και καθηγητές του γνωστικού αντικειμένου, αναρωτιόμαστε πώς πρέπει να σκεφτούμε απέναντι στα κείμενα που καλούμαστε να διδάξουμε, ώστε να μπορέσουμε να μεταδώσουμε στους μαθητές μας την περιέργεια να τα ανοίξουν και να τα ανακαλύψουν.
Το Κλασικό στην Εκπαίδευση
Στα Προγράμματα Σπουδών των Αρχαίων Ελληνικών από το 2003 μέχρι σήμερα, διαφαίνεται ένας εξισορροπητικός συνδυασμός ανάμεσα στην ιστορική παραδοσιακή προσέγγιση των αρχαίων κειμένων με μια νεωτερική ματιά απέναντι στην αρχαιότητα σε μια προσπάθεια προβολής του αρχαίου κόσμου στη σύγχρονη ζωή. Στην πρώτη περίπτωση, τα Προγράμματα Σπουδών στα Αρχαία Ελληνικά έχουν δεχτεί πολλαπλές επιδράσεις από τις διάφορες φάσεις της ανθρωπιστικής παιδείας: Από τον ιστορικό Ουμανισμό του Humboldt και του Wolf στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου σκοπός της κλασικής παιδείας είναι η διαμόρφωση του χαρακτήρα και η μετάδοση της αρχαίας κληρονομιάς, από την αρχαιογνωστική προσέγγιση του Wilamowitz, όπου τα Κλασικά Γράμματα γίνονται αποδεκτά με μια ολιστική επιστημονική προσέγγιση, αλλά και από τον παιδευτικό ουμανισμό του Jaeger για τις ηθικές αξίες και τα αισθητικά πρότυπα της αρχαιότητας στις αρχές του 20ού αιώνα (Lloyd-Jones, 2005: 17-32, 49-52, πρβλ. Bianchi κ.α. 2019: 4-6). Η επίδραση των διαφόρων φάσεων του Ουμανισμού εξακολουθεί να ανιχνεύεται στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες φιλολογικές αντιλήψεις, αποτυπώνοντας τις ιστορικές εκφράσεις του κλασικού στη σχέση του με την ανθρωπιστική εκπαίδευση.
Η ιστορικότητα του κλασικού στους στόχους του Προγράμματος Σπουδών διασταυρώνεται, όμως, και με άλλες έννοιες που έχουν περισσότερο ιδεολογικό προσανατολισμό: Η εθνική κληρονομιά, η διαχρονική εξέλιξη της γλώσσας, οι διαχρονικές ανθρωπιστικές αξίες, η απομυθοποίηση της αρχαιότητας ή ο κίνδυνος της εξιδανίκευσής της, η σύνδεση της αρχαίας με τη νέα ελληνική, η ανθρωποκεντρική διάσταση των κειμένων, η διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Εάν κάποια από αυτές τις ιδεολογικές κατευθύνσεις που ενυπάρχουν στα Προγράμματα Σπουδών προτάσσεται στην εκπαίδευση ή, αλλιώς, συρρικνώνεται στην υλοποίηση των εκπαιδευτικών στόχων του Προγράμματος, εν πολλοίς εξαρτάται από την επίδραση που ασκούν οι κοινωνικές τάσεις στην εποχή που ζούμε και οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί της σύγχρονης πραγματικότητας. Ως εκ τούτου, συμβαίνει συχνά οι ιδεολογικές νοηματοδοτήσεις στα αρχαία κείμενα να επισκιάζονται από κάποιους στερεότυπους μύθους, που κατά καιρούς υποβάλλονται από τις κοινωνίες και αλλοιώνουν την αλήθεια των Κλασικών Γραμμάτων. Ένας τέτοιος μύθος είναι ότι τα Αρχαία Ελληνικά, και γενικά τα Κλασικά Γράμματα, είναι ακόμη και σήμερα, ένα ελιτίστικο αντικείμενο για λίγους εκλεκτούς προνομιούχους μιας ανώτερης τάξης, που διαθέτουν το πνεύμα και τη δυνατότητα να ασχοληθούν αποκλειστικά με τη μελέτη τους, γι’ αυτό και η εκμάθησή τους επιλέγεται από μια διακριτή τάξη ανθρώπων, κατά κανόνα οικονομικά ανεξάρτητων (πρβλ. Schein, 2002:216-219). Ένας δεύτερος μύθος είναι ότι τα Αρχαία Ελληνικά είναι ένα συντηρητικό αντικείμενο που ενισχύει την δεξιά πολιτική έναντι της αριστεράς (Beard, 2018: foreword). Η πολιτικοποιημένη διάσταση των Αρχαίων Ελληνικών συνήθως συνδυάζεται με την αντίληψη για την ‘αιωνιότητα του κλασικού’, που όχι μόνο περιορίζει την ερμηνεία των έργων της αρχαιότητας, αλλά, στη χειρότερη περίπτωση, καταλήγει να παραποιεί την σημασία τους, όπως συνέβη με ακραίο τρόπο στα πανεπιστήμια της Γερμανίας από το 1933 μέχρι το 1945, όταν τα Τμήματα Κλασικών Σπουδών υπηρέτησαν με καταστροφικές παγκόσμιες συνέπειες την ιδεολογία των Ναζί (Schein, 2008: 84).
Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη, το κλασικό επιβιώνει αμετάβλητο σε ένα άχρονο παρόν και επιβεβαιώνεται από γενιά σε γενιά ως μια ανεξάντλητη κληρονομιά, ως κάτι ακριβό και πολύτιμο που δεν πρέπει να χαθεί ανεξάρτητα από τις περιστάσεις του χρόνου. Συνεπώς, το κλασικό θεωρείται ένας κανόνας που αντέχει στον χρόνο, ανήκει σε όλους τους πολιτισμούς και συνδέει μια κοινότητα ανθρώπων με κοινά στοιχεία ταύτισης και αναγνωρισιμότητας. Όμως, η χρονικότητα του κλασικού είναι μια σύνθετη έννοια: Μπορεί να είναι η νοσταλγία για κάτι σημαντικό που κάποτε υπήρξε και χάθηκε μέσα στον χρόνο, γι’ αυτό και διαρκώς το θυμόμαστε και το ανακαλούμε, ή μπορεί να είναι και μια αίσθηση καθολικής επιθυμίας για ένα τέλειο παρελθόν που πιστεύουμε ότι είναι σπουδαιότερο από το παρόν, έτσι όπως το εκθείασε ο Λογγίνος στο Περί Ύψους και αργότερα βρήκε την έκφρασή του στον Νεο-κλασικισμό του Winckelmann (Martindale, 2013: 174-175). Πέραν όμως από όλα αυτά, η χρονικότητα του κλασικού μπορεί να είναι και η ανανεωτική ματιά σε κάτι παλαιό, σε κάτι που μπορεί μεν να χάθηκε οριστικά, αλλά εμείς κρατάμε στο παρόν το αποτύπωμα των έργων που δημιούργησε, γιατί κάτι σημαντικό έχει να εκφράσει για τη δική μας ζωή στο παρόν.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το παρελθόν των αρχαίων όπως ακριβώς ήταν, γιατί έχει επιφορτιστεί με τις αναπλάσεις και τις ερμηνείες των μεταγενέστερων συγγραφέων, αλλά ούτε και θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τα έργα του παρελθόντος και να παραβλέψουμε την επίδραση που ασκούν στο παρόν, κάτι που θα σήμαινε ότι η κλασικότητα θα έχανε το νόημά της, δηλαδή την ανθεκτικότητά της μέσα στον χρόνο. Το παράδοξο είναι ότι το σταθερό και αμετάβλητο κλασικό κείμενο του παρελθόντος είναι ταυτόχρονα και ένα ‘ασταθές’ κείμενο στην πολλαπλότητα των σημασιών του μέσα από τον χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι οι αναγνώστες και οι μελετητές μπορούν αενάως να οικειοποιούνται τις αλήθειες του κλασικού κειμένου με μια εξίσου μεγάλη ποικιλία τρόπων και αντιλήψεων στη ζωή τους (Kuruvilla, 2009:4344). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νεωτερική αντίληψη, το κλασικό αλλάζει συνεχώς μέσα στον χρόνο, καθώς αλλάζουν και οι άνθρωποι, και οι σύγχρονες κοινωνίες θέτουν νέους προβληματισμούς και αναζητούν διαφορετικές απαντήσεις μέσα από τα παραδεδομένα κείμενα της αρχαιότητας, στα οποία πάντα η ανθρωπότητα ανέτρεχε για να ανακαλύψει τη σημασία τους στη σύγχρονη ζωή της. Υπό αυτή την έννοια, η αρχαιότητα δεν είναι κάτι σταθερό και αναλλοίωτο, παρά τις ιδέες που μας υποκινούν να πιστεύουμε με ασφάλεια στην αμετάβλητη υπεροχή της, αλλά και στη διαιώνιση της ακινησίας της.
Σε αυτή τη διαπίστωση συντείνει και το γεγονός ότι ο ανθρώπινος νους έχει έναν ελεύθερο τρόπο λειτουργίας: Μπορεί να μετακινηθεί μέσα στον χρόνο, να αλλάξει τρόπους αντίληψης του παρελθόντος και να προσπαθήσει να φανταστεί πώς ήταν το παρελθόν, όχι μόνο για να κατανοήσει το παρόν, αλλά και για να ανοίξει τον δρόμο προς το μέλλον. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον Ουμανισμό στην Αναγέννηση που αφορούσε στην ωφέλεια του ανθρώπου από τη μελέτη των αρχαίων, όταν η επιστροφή στην αρχαιότητα καλλιέργησε τις ανθρωπιστικές σπουδές (studia humanitatis), δηλαδή γραμματική, ρητορική, ιστορία, λογοτεχνία και ηθική φιλοσοφία (Moran, 2018: 97-98). Αυτή η ωφέλεια και η απόλαυση από τη μελέτη των αρχαίων κειμένων θα μπορούσε να υπάρξει και σήμερα στην εκπαίδευση, αλλά προσκρούει σε μια τάση αντι-Ουμανισμού που επικαλείται την αμφισβήτηση της αρχαιότητας προτάσσοντας απόψεις όπως οι ακόλουθες: 1) Ο αρχαίος κόσμος πέθανε οριστικά και αμετάκλητα και δεν υπάρχει τίποτα σε αυτόν που να μας αφορά και να μας χρησιμεύει. Αυτή είναι μια πραγματιστική άποψη που συνήθως προωθείται από κυβερνητικές πολιτικές στην εκπαίδευση και υιοθετείται από ένα δημόσιο κοινό αίσθημα που αναζητά άμεσες λύσεις στα καθημερινά του προβλήματα. 2) Το παρελθόν είναι ξεκομμένο από το παρόν, ένα πράγμα εντελώς διαφορετικό, ένα ξένο και ανοίκειο σώμα, και αυτή είναι μια άλλη άποψη που υποστηρίχτηκε από θεωρητικούς, όπως ο Foucault και οι μεταμοντέρνοι, αλλά και από κάποιους σύγχρονους κλασικούς φιλολόγους, όπως ο Simon Goldhill στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (Martindale, 2013: 179). Υπάρχει όμως και ένας τρίτος δρόμος που οδηγεί στην αρχαιότητα και την ενστερνίζεται με οικειότητα, φαντασία και περιέργεια. Και αυτός ο δρόμος δείχνει ότι κάτι σαν αυτό που συνέβη στην Αναγέννηση με την επανανακάλυψη των Κλασικών Γραμμάτων μπορεί να συμβεί εκ νέου στην παιδεία κάθε καιρού και κάθε τόπου.
Ο Διάλογος της Πρόσληψης
Στη σύγχρονη θεώρηση του κλασικού, η τάση που κερδίζει έδαφος στη μελέτη της αρχαιότητας είναι η πρόσληψη των έργων του αρχαίου πολιτισμού με σημείο αφετηρίας τη σύγχρονη σκέψη. Η διαδικασία της πρόσληψης δεν χρησιμοποιεί μια απλή επανάληψη ή μια συνέχεια σαν αυτή που περιγράφεται στη διαχρονικότητα του αρχαίου κόσμου και των αξιών του, αλλά μια ανάγνωση του παρελθόντος με αφετηρία τα ερωτήματα που θέτουμε στο παρόν. Η αρχαιότητα γίνεται προσιτή στην παροντική αντίληψή μας, εάν συνειδητοποιήσουμε ότι η εποχή μας προσλαμβάνει ό,τι έχει μελετηθεί από τους προγενέστερους μέσα από τις διάφορες ιστορικές στιγμές της επιβίωσης των αρχαίων έργων.
Στον βαθμό που οι παραδοσιακές ανθρωπιστικές σπουδές δέχονται επιδράσεις από τη διαδικασία της πρόσληψης, μετασχηματίζονται σε Κλασικές Σπουδές Πρόσληψης (Classical Reception Studies), με αντικείμενο μελέτης τη σχέση του αρχαίου κόσμου με τον σύγχρονο κόσμο. Οι ερμηνευτικοί προβληματισμοί που στοχεύουν να συνδέσουν τον αρχαίο κόσμο με τη σύγχρονη πραγματικότητα φαίνεται ότι επηρεάζουν τη θεώρησή μας απέναντι στα αρχαία έργα, καθώς ο Κλασικός Κανόνας επανεξετάζεται, και αναθεωρείται η σειρά προτίμησης των αρχαίων συγγραφέων και των έργων τους. Έτσι, ο διάλογος που ανοίγει μεταξύ αρχαίου και σύγχρονου κόσμου δεν δεσμεύεται από έναν σταθερό και αμετάβλητο Κλασικό Κανόνα, αλλά προτάσσει τον σύγχρονο προβληματισμό για να ανακαλύψει εξαρχής τα κείμενα και τους συγγραφείς της αρχαιότητας χωρίς τους αξιολογικούς περιορισμούς της παράδοσης (βλ. Schein, 2008: 81-82 για τον λογοτεχνικό κανόνα των αρχαίων ως πρότυπο γλώσσας και αξιών στην εκπαίδευση, πρβλ. Easterling, 2002: 69-74 για τη ‘μεταβλητότητα’ του Κλασικού Κανόνα). Στο πεδίο της εκπαίδευσης, αυτό σημαίνει ότι τα έργα που επιλέγουμε για να τα συμπεριλάβουμε σε ένα Πρόγραμμα Σπουδών δεν μπορεί παρά να είναι δική μας ευθύνη ως σύγχρονοι εκπαιδευτές, μιας και τα ίδια τα αρχαία κείμενα δεν επιβάλλουν προτεραιότητες ή αποκλεισμούς στις προτιμήσεις αναγνωστών και μελετητών, αλλά συνδιαλέγονται μεταξύ τους σε βάση ισότητας (Martindale, 2013: 172).
Κατά την πρόσληψη των αρχαίων κειμένων, ο διάλογος μεταξύ αρχαίου και σύγχρονου κόσμου συνδέει την ανθρώπινη ιστορία όχι μόνο με οικουμενικές αξίες που προέκυψαν από τα έργα ενός συγκεκριμένου τόπου σε μια δεδομένη εποχή, όπως ήταν η Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα, αλλά και με τις ποικίλες ερμηνείες και τις γλωσσικές αποδόσεις που δέχτηκαν τα αρχαία κείμενα στην πορεία του χρόνου και σε κάθε εκπαιδευτικό σύστημα. Σε αυτή την κατεύθυνση συντείνει και η ερμηνεία που υποστηρίζει ο Charles Martindale (2013: 173-177), ο οποίος μεταφέρει την έννοια της διιστορικότητας (the transhistorical) από τη θεωρία της λογοτεχνίας στην παιδαγωγική θεωρία των Κλασικών Γραμμάτων. Ο Martindale ισχυρίζεται ότι η παιδαγωγική των Κλασικών Γραμμάτων μπορεί να συνδυαστεί με την αντίληψη για τη διιστορικότητα των αρχαίων έργων, η οποία σημαίνει ότι υπάρχει μια διαρκής αλληλεπίδραση ανάμεσα στο κλασικό έργο, την εποχή που το δημιούργησε και την πρόσληψή του στις αλλεπάλληλες εποχές που ακολούθησαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την ανάλυση της διιστορικότητας, ένα έργο αντέχει στον χρόνο όχι μόνο επειδή διατρέχει την ιστορία, αλλά και γιατί ταυτόχρονα διαπερνά τα όριά της, προσλαμβάνοντας καινούργιες ερμηνείες στην κάθε ιστορική περίοδο. Καθώς ο χρόνος περνά, το αρχαίο κείμενο διατηρεί την αφηγηματική του ενότητα και τη δυναμική του λόγου του, αλλά οι ερμηνείες και οι προσεγγίσεις που επιδέχεται σε κάθε εποχή αλλάζουν και τις αντιλήψεις μας για τις σημασίες του. Ως εκ τούτου, η ταυτότητα ενός κειμένου που γράφτηκε τότε και μιας ερμηνείας που του δίνουμε τώρα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κρατήσει την ομοιότητά της. Εξάλλου, στη λογοτεχνική θεωρία είναι αποδεκτό ότι κανένα έργο τέχνης δεν ολοκληρώνει τη σημασία του από την αρχή της προέλευσής του, αλλά είναι ανοικτό για να προσλάβει εκείνες τις σημασίες που του προσδίδουμε σε κάθε χρονική στιγμή. Αυτή η συνθήκη φαίνεται ότι ισχύει και για τα αρχαία ελληνικά κείμενα όταν τα διαβάζουμε, τα μελετάμε και τα διδάσκουμε (πρβλ. Kuruvilla, 2009: 49-51 για την διιστορική πρόθεση ενός κειμένου να υπερβεί τον χρόνο δημιουργίας του, ανεξάρτητα από την αρχική του σύλληψη).
Στην εκπαιδευτική εμπειρία, η εφαρμογή της διιστορικότητας μπορεί να διαγνωσθεί σε δύο αναγνωρίσιμες διαδικασίες πρόσληψης που στοχεύουν να κάνουν προσεγγίσιμα και κατανοητά τα Αρχαία Ελληνικά σε ένα ανοικτό και ευρύ κοινό αναγνωστών, μαθητών και διδασκόντων: η μια διαδικασία είναι η μετάφραση του αρχαίου κειμένου, με κάθε μορφή, και η άλλη είναι η παρέμβαση στο πρωτογενές υλικό για τη δημιουργία μιας καινούργιας πολιτικής, κοινωνικής και αισθητικής ερμηνείας από την προσλαμβάνουσα κοινότητα (Johnson, 2013: 6-8). Η χρονική απόσταση από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας γεφυρώνεται με το κλασικό κείμενο που επιβιώνει όχι μόνο ως ένα πρωτογενές υλικό, αλλά και ως ένα μεταφρασμένο κείμενο με νοηματικές αναπτύξεις οι οποίες συνδέουν εποχές, γλωσσικές μορφές και νοηματοδοτήσεις (Hardwick, 2008: 341-366; Maronitis, 2008: 315-340). Με αυτόν τον τρόπο, το μεταφρασμένο κλασικό κείμενο εμπεριέχει τις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες του αναγνώστη, του μεταφραστή και του πρωτότυπου κειμένου. Από την άλλη πλευρά, το πρωτότυπο κείμενο που αντιπαραβάλλεται με τη μεταφρασμένη εκδοχή του, αποκτά μια εξήγηση σήμερα, και όχι μια ‘νεκρή σημασία’ σε έναν κόσμο που χάθηκε. Η συνύπαρξη πρωτογενούς και μεταφρασμένου κειμένου είναι ίσως και ο μοναδικός δίαυλος επικοινωνίας με έναν κόσμο παραδειγματικών αξιών, αισθητικών εννοιών και ελεύθερης σκέψης που επιλέγουμε ως επιθυμητά και αναγκαία στοιχεία για να εκπαιδεύσουμε τις νεότερες γενιές.
Προς έναν νέο Ουμανισμό στην Εκπαίδευση;
Ως επακόλουθο αυτής της ανάλυσης φαίνεται πως το ερώτημα επανέρχεται: Προς ποια κατεύθυνση θα μπορούσε να αναθεωρηθεί ένα Πρόγραμμα Σπουδών για τα Σύγχρονα Αρχαία Ελληνικά ώστε αυτά να συνθέσουν την ωφέλεια με τη γνώση, αλλά και την απόλαυση της εκμάθησής τους στην Ελληνική Εκπαίδευση;[2] Προς τη γραμματειακή γνώση με τη σειρά του Κλασικού Κανόνα των αρχαίων συγγραφέων, τη λεπτομερή συντακτική και γραμματική ανάλυση τη αρχαίας γλώσσας και τις ιδεολογικές επιφορτίσεις για την διαχρονική αξία των Κλασικών Γραμμάτων; Ή προς την πολιτισμική προσέγγιση των Αρχαίων Ελληνικών όπου το πρωτότυπο κείμενο στην αρχαία γλώσσα συνυπάρχει και ερμηνεύεται παράλληλα με το μεταφρασμένο κλασικό κείμενο, συνυποβάλλοντας τις διιστορικές σημασίες που συνδέουν τον αρχαίο με τον σύγχρονο κόσμο;
Σύμφωνα με την προοπτική της διιστορικότητας, τα Κλασικά Γράμματα, ο Ανθρωπισμός και η Αναγέννηση αποτελούν έννοιες συναφείς μεταξύ τους, που διαστέλλονται μέσα στον χρόνο και αφομοιώνονται μέσα στις διαφορετικές αποδόσεις των αρχαίων κειμένων. Υπό αυτή την έννοια, τα ζητήματα που τίθενται στα κείμενα δεν μπορούν να αφορούν μόνο τον αξιακό κώδικα της αρχαιότητας που τον φυλάμε ως μια θαυμαστή, αλλά και ανεπίκαιρη κληρονομιά ενός κόσμου που έχει οριστικά χαθεί (πρβλ. Mackridge, 2012: 33-44 για τις «κληρονομιές» των Νεοελλήνων). Αντίθετα, η προσέγγιση των αρχαίων κειμένων μπορεί να κινήσει το ενδιαφέρον στην εκπαίδευση, εάν συνδέσει την ανάγνωση και τη μελέτη των Κλασικών Γραμμάτων με τις πνευματικές αναζητήσεις των σύγχρονων ανθρώπων. Κατά τη θεωρία του Martindale (2013: 181), αυτή είναι μια παιδαγωγική εφαρμογή που μπορεί να οδηγήσει σε έναν νέο Ουμανισμό στην εκπαίδευση, γιατί αφυπνίζει τα αρχαία κείμενα δίνοντάς τους μια ανοικτή προοπτική στην επιλογή και την κατανόησή τους από όσους τα μελετούν και τα διδάσκουν σήμερα.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, ο προσανατολισμός των Σύγχρονων Αρχαίων Ελληνικών στην εκπαίδευση μπορεί να δώσει έμφαση στην πρόσληψη του κλασικού πολιτισμού, που θα είναι ανοικτή σε όλο και περισσότερους διδάσκοντες και διδασκομένους, γιατί θα στοχεύει σε καινούργιες αναζητήσεις και επίκαιρους προβληματισμούς στις ανθρώπινες καταστάσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου (Gruber-Miller, 2008: 1-4). Μια σύγχρονη εκπαίδευση πρέπει να μας υποκινεί να φανταστούμε τη ζωή των ανθρώπων στις ελληνικές πόλεις πριν από 2500 τόσα χρόνια, μεταφέροντας από την αρχαία εποχή στο σήμερα τις έννοιες και τις πρακτικές που διαθέτουν τη δύναμη να κάνουν καλύτερη τη ζωή μας, βαθύτερη τη σκέψη μας και πιο επινοητική την εκπαίδευσή μας (Aldrete G.S. & Aldrete A., 2012: ix-xi). Στο Πρόγραμμα Σπουδών των Αρχαίων Ελληνικών, αυτή η πρόταση σημαίνει τη συλλογική μας προσπάθειά να αφυπνίσουμε το κλασικό από τη λήθη του ή να το απαλλάξουμε από την αδιαφορία μας, τολμώντας τους παιδευτικούς τρόπους που θα δώσουν ενέργεια και αίσθηση σε ό,τι σημαντικό απομένει και διαπερνά τον χρόνο, δηλαδή στα αρχαία έργα με την σύγχρονη μορφή τους.
⸙⸙⸙
Βιβλιογραφικές αναφορές
- Aldrete, G.S., & Aldrete, A. (2012): The Long Shadow of Antiquity: What Have the Greeks and Romans Done to Us? London, New York: Continuum.
- Beard, M. (2018): Fightback of Classics, Foreword στο Holmes-Henderson, A., Hunt, S. & Musié, M., (eds), Forward with Classics. Classical Languages in Schools and Communities, Bloomsbury Academic.
- Bianchi, E., Brill, S., & Holmes, B. (2019): Antiquities Beyond Humanism, Oxford University Press.
- DuBois, P. (2010): Out of Athens. The New Ancient Greeks. Harvard University Press.
- Easterling, P.E. (2002): The mutability of the Classical Canon, Lampas, 35.1, 69-74.
- Gruber-Miller, J. (2006): When Dead Tongues Speak. Teaching Beginning Greek and Latin. American Philological Association Classical Resources Series 6. Oxford University Press.
- Gruber-Miller, J. (2008): Teaching Culture in Beginning Greek. CPL Online 4.1. Διαθέσιμο εδώ.
- Hall, E., & Stead, H. (2013): Is the Study of the Greek and Latin Classics Elitist? Paper delivered at Manchester Lit. and Phil. Society, online.
- Hall, E. (2015): Citizens’ Classics for the 21st Century. Journal of Classics Teaching, vol.16.32, 1-5 online.
- Hall, E. (2015): Classics for the people-why we should all learn from the ancient Greeks. The Guardian, Sat 20, June 2015, online.
- Hardwick, L. (2008). Translated Classics Around the Millenium: Vibrant Hybrid or Shattered Icons? στο Lianeri, A., & Zajko, V. eds. Translation and the Classic: Identity as Change in the History of Culture. Classical Presences. Oxford University Press, 341-366.
- Johnson, M. (2013). Classical Reception Studies: Some Pedagogical Approaches. Classicum, vol. xxxix.2, 6-14 online.
- Kuruvilla, A. (2009). Text to Praxis. Hermeneutics and Homiletics in Dialogue, T&T International.
- Lianeri, A., & Zajko, V. eds. (2008). Translation and the Classic: Identity as Change in the History of Culture. Classical Presences. Oxford University Press.
- Lloyd-Jones, H. (2005). Εισαγωγή στο Wilamowitz-Moellendorff, U. Ιστορία της Κλασικής Φιλολογίας, μτφρ. Ι.Ν. Καζάζης, Βάνιας, 7-56.
- Mackridge, P. (2012). The heritages of the modern Greeks. British Academy Review, issue 19, online.
- Major, W. E. (2018). Recontextualizing the Teaching of Ancient Greek within the New Standards for Classical Language Learning. Teaching Classical Languages, vol.9.1, 54-63 online.
- Maronitis, D.N. (2008). Intralingual Translation: Genuine and False Dilemmas, στο Lianeri, A. & Zajko, V. eds. Translation and the Classic: Identity as Change in the History of Culture. Classical Presences. Oxford University Press, 315-340.
- Marshall, G.W. (2001). Curriculum, Pedagogy, and Teacherly Ethos. Pedagogy, 69-89, online.
- Martindale, C. (2013). Reception -a New Humanism? Receptivity, pedagogy, the transhistorical. Classical Reception Journal, vol.5.2, 169-183.
- Moran, J. (2018). The R/renaissance(s), Humanists and Classics. Journal of Classics Teaching, v. 19, issue 38, 96-98 online.
- Schein, S.L. (2002): Κλασικά Γράμματα και Πολιτισμικές Σπουδές στο Νεκρά Γράμματα; Οι Κλασικές Σπουδές στον 21ο αιώνα, επιμέλεια Αντώνης Ρεγκάκος, εκδόσεις Πατάκη, 213-224.
- Schein, S.L. (2008). Our Debt to Greece and Rome: Canon, Class and Ideology, στο Hardwick L. & Stray, C. A Companion to Classical Receptions, Blackwell, 75-85.
- Stray, C. (2010). Greek and Latin at School, στο Kallendorf, C.W. (ed.), A Companion to the Classical Tradition, Wiley-Blackwell, 5-14.
⸙⸙⸙
[Το κείμενο αποτελεί αναθεωρημένη εκδοχή της εισήγησης στο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο «Προγράμματα Σπουδών σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει», Κολλέγιο Αθηνών-Κολλέγιο Ψυχικού, 1-3 Νοεμβρίου 2019.]
[1] ΔΕΠΠΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ, ΦΕΚ Β΄/303/13 Μαρτίου 2003, σ.3825.
[2] Ο τίτλος ‘Σύγχρονα Αρχαία Ελληνικά’ στην παρούσα μελέτη παραπέμπει στον τίτλο του βιβλίου της Page DuBois, (2010), Out of Athens. The New Ancient Greeks, όπου η συγγραφέας υποστηρίζει τη συσχέτιση των κλασικών σπουδών με τις σύγχρονες πνευματικές αναζητήσεις και τη διεύρυνσή τους προς τις λογοτεχνικές, ιστορικές και φιλοσοφικές επιστήμες (σελ. 8).

