Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Φώτης Μανίκας

Οι κρεμάλες κρέμονται μόνες τους

Με τον Παύλο λέγαμε για τις κρεμάλες. Με τον Παύλο στα τέλη Μαΐου αρχίσαμε να λέμε για τις κρεμάλες.

Για κάνα χρόνο, μόνο χαιρετιόμασταν. Ήμασταν τρόφιμοι του ίδιου καφέ. Δεν ξέρω πότε πέρασε ο καιρός. Σαν τώρα, τον θυμάμαι να έρχεται στο καφέ, κυρίως απογεύματα, Τετάρτες, Πέμπτες με μια τραγιάσκα στο κεφάλι. Ερχότανε με το ύφος ναυαρχοκαλλιτέχνη. Λέγαμε ένα γεια. Σκέτο γεια, να μην κολλήσουμε και ψείρες.

Μετά αυτός χωνότανε στο καφέ κι άκουγα τη σπαστική φωνή του να παραγγέλνει. Εγώ γύρναγα στα δικά μου. Τα «δικά μου» ήτανε ο Παναγούλης. Πάντοτε σκάλωνα με το άγαλμα του Παναγούλη, απέναντι από το καφέ, στην πλατεία Σάντα Ρόζα.

Ο Παύλος μου την έσπαγε. Είχε αυτό το ύφος που έχουνε οι δήθεν. Αυτοί που αγαπάνε τον χρόνο τους πιο πολύ από τους ανθρώπους. Χειμώνα καλοκαίρι φόραγε μαύρα.

Μετά τον Μάιο το καφέ έκλεισε. Πάει κι αυτό. «Foyer» το λέγανε.

Όποτε κλείνουνε τα «καλά» καφέ, πεθαίνει ένας τουρίστας.

Το κλείσανε για να δώσουνε όλο το κτίριο μαζί για ξενοδοχείο. Να έρχονται απ’ όλο τον κόσμο οι τουρίστες, να βγαίνουνε στα μπαλκόνια, να ρεμβάζουνε την κίνηση.

Την κίνηση σιγά μην την φτιάξουνε ποτέ, έτσι θα την αφήσουνε.

Στη θέση του «Foyer» θα φτιάξουνε κανένα μαγαζί με μαγνητάκια.

Μαζί με το «Foyer» κλείσανε και το «Ideal». Κατέβηκε ο κόσμος στους δρόμους, κάνανε καθιστική διαμαρτυρία, ανάψανε κεριά. Εμένα με κηδεία μού έμοιαζε πιο πολύ. Άμα διαμαρτύρονταν, όπως λέγανε, θα σπάγανε και καμιά βιτρίνα. Αλλά τι φταίγανε κι αυτοί. Παναγίες καθόντουσαν κάτω στις πλάκες, ανάβανε τα κεράκια τους. Οι μπάτσοι τούς ρίξανε χημικά και διαλυθήκανε.

Τα παιδιά που είχανε το «Foyer» το ανοίξανε πάλι στο Παγκράτι. Στο «Ideal» δεν πήγανε ποτέ να δούνε μια ταινία. Τσιγκουνευόντουσαν τα οκτώ ευρώ που είχε το εισιτήριο. Ο Παύλος πηγαίνει καμιά φορά στο Παγκράτι και τους βλέπει. Ίδιοι έχουνε μείνει, μόνο που φοράνε καπέλα τώρα. Και μέσα στο μαγαζί όταν φτιάχνουνε καφέδες δεν τα βγάζουνε τα καπέλα. Εμένα δεν με βγάζει ο δρόμος πια.

Κι εκεί πέρα, στο Παγκράτι που το ανοίξανε, το ίδιο όνομα κρατήσανε, αλλά ίδιο δεν το λες.

Το κτίριο της Πανεπιστημίου ακόμα με τις σκαλωσιές είναι. Περνάω καμιά φορά και το βλέπω. Σαν σκελετός μοιάζει. Καλύπτουνε τον σκελετό με κάτι λιόπανα για να μη φαίνονται τα σιδερένια κόκαλα. Άμα φυσάει, φεύγει κανένα λιόπανο από τη θέση του, πετάγονται τα κόκαλα από μέσα κι οι περαστικοί βρίζουνε μετά την κυβέρνηση. Ο εργολάβος στέλνει αμέσως τους εργάτες και το ξαναστήνουνε. Απ’ όσο ξέρω, δουλεύουνε μέσα εργάτες από διάφορες χώρες, έχουνε όλοι τους χαρτιά, αλλά και χαρτιά να μην έχουνε, ποιος θα τους πιάσει;

Στα τέλη Μαΐου ήρθαμε πιο κοντά με τον Παύλο. Αρχίσαμε να λέμε γι’ αυτές τις κρεμάλες. Ήτανε η τελευταία μέρα του «Foyer» στην Πανεπιστημίου κι έγινε γιορτή. Μαζεύτηκε κόσμος, κάθε καρυδιάς καρύδι στεκότανε και περίμενε, η ουρά έφτανε μέχρι τα εκδοτήρια του «Ρεξ».

Νομίζουνε ότι θα πιούνε τσάμπα καφέδες, είπε ο Παύλος, όταν ήρθε.

Για τους χιπστεράδες έλεγε. Είχε σπάσει το μαύρο πάνω του. Φορούσε ένα γκρι μπλουζάκι.

Πήραμε τους καφέδες στο χέρι και σταθήκαμε έξω. Στα καλά καθούμενα μιλήσαμε, τώρα που το σκέφτομαι. Μας κυκλώσανε κάτι χιπστεράδες, κι ο ένας μελέταγε το ντύσιμο του άλλου. Ο Παύλος μού έκανε νόημα να πάμε παραδίπλα. Πήγαμε εκεί που έσκαγε ήλιος, αλλά κι εκεί πέρα πλακώσανε χιπστεράδες. Έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας για τις κρεμάλες. Με θέα τους χιπστεράδες, ο Παύλος μού εκμυστηρεύτηκε ότι τράβαγε διάφορα βίντεο τα βράδια και μετά, όλη τη μέρα, πάλευε να τα συνδέσει, να βγάλει μια ωραία ιστορία από αυτά. Τις περισσότερες φορές δεν έβγαινε τίποτα από τα βίντεο, γι’ αυτό ερχότανε μελαγχολικός στο καφέ. Εκείνη τη μέρα όμως είχε βγει κάτι από τα βίντεο. Μου το έδειξε στο κινητό. Ήτανε πολύ χαρούμενος.

Απ’ αυτά που κοίταγα, τα μισά καταλάβαινα. Άλλα ήταν ωραίο βίντεο, πολύ καθαρά, με όμορφες εικόνες, κρυστάλλινες, οι οποίες ήτανε και άσχημες την ίδια στιγμή. Ο Παύλος τρελάθηκε να λέει ότι στο επόμενο μέρος του ντοκιμαντέρ (αυτό το όνομα έδωσε στα βίντεό του) υπάρχουνε και κρεμάλες μέσα. Κρεμάλες που τις έφτιαξε ο ίδιος με τα χέρια του και τις κρέμασε σε διάφορα σημεία της Αθήνας και τις τράβηξε σε βίντεο.

Εδώ και καιρό σκέφτομαι τις κρεμάλες. Δεν μπορώ να τις βγάλω από το μυαλό μου. Και στ’ όνειρό μου τις βλέπω, μου είπε εκεί πέρα στο καφέ.

Εγώ ανατρίχιασα.

Οι κρεμάλες, λέει, έχουνε μια υποσυνείδητη ταύτιση με τον πούτσο. Σημαίνουνε, λέει, τον ευνουχισμό του άνδρα. Μ’ αυτό το πράγμα τα ταίριαξε όλα μεταξύ τους. Εμένα, σαν να ήταν αρλούμπες μου φανήκανε τα λόγια του, γιατί στο μισό βίντεο, που είδα στο κινητό του, είχε τραβήξει κάτι ελικόπτερα να πετάνε πάνω από την Αθήνα.

Χώθηκε πάλι μέσα στο «Foyer» να πάρει δεύτερο καφέ, αλλά κάτι χιπστεράδες από την ουρά παραπονέθηκαν ότι τους παίρνει τη σειρά. Αυτός άρχισε να τους μιλάει στα γερμανικά και τον περάσανε για τουρίστα.

Ich liebe dich, meine süße Amsel.

Ένας από τους χιπστεράδες, με κόκκινο μαλλί, γλειμμένο προς τα πίσω, τον άφησε να περάσει. Ο Παύλος γύρισε μ’ έναν διπλό αμερικάνο από τη Νικαράγουα. Άχνιζε στο κυπελάκι, κι ο αχνός έσκαγε πάνω στο χαμόγελό του. Ένα τεράστιο χαμόγελο, σαν μισοφέγγαρο.

Οι κρεμάλες, έλεγε, οι κρεμάλες, οι κρεμάλες, οι κρεμάλες.

Εγώ φοβόμουνα να του πω ότι τις τρέμω τις κρεμάλες. Από μικρό παιδί με πιάνει άγχος, όποτε πάω να σταθώ κάτω από σκοινιά που κρέμονται. Γιατί με το μυαλό μου εγώ ό,τι σκοινί και να ’ναι, κρεμάλα το κάνω, και κόβω πέρα. Σ’ όσους το έχω αναφέρει μου έχουνε πει να πάω να με δει κανένας ψυχολόγος. Άλλα εγώ δεν τους γουστάρω τους ψυχολόγους. Κάνουνε κρα να σε βουτήξουνε στα χάπια.

Σαν να φοβάμαι τον εαυτό μου κάνω. Λες και ο εαυτός μου είναι άλλος από εμένα και καμιά φορά, που θα περάσω δίπλα από σκοινί, αυτός θα το αρπάξει, θα το κάνει κρεμάλα και θα την περάσει στον λαιμό μου.

Δεν του είπα τίποτα του Παύλου, γιατί μου άρεσε έτσι που γέλαγε. Τον βάραγε ο ήλιος και τον έκαιγε.

Την επόμενη μέρα αράξαμε στα σκαλοπάτια του Αγίου Νικολάου, στα Εξάρχεια. Μαζί με τις κρεμάλες που λέγαμε σκοτώναμε την ώρα μας και με Βεργίνες από το ψιλικατζίδικο. Το ψιλικατζίδικο είναι στη γωνία της Δερβενίων με την Ιπποκράτους. Το ’χουνε ένα ζευγάρι Αλβανοί. Καλοί άνθρωποι είναι. Όλοι καλοί είμαστε. Φέρναμε τις μπύρες με βάρδιες για να ’ναι παγωμένες. Καμιά φορά, ο Παύλος βαριότανε να πάει. Μου έλεγε ότι δεν έχει μετρητά μαζί του, ότι κουβαλάει κάρτα. Ο Αλβανός στο ψιλικατζίδικο, άμα πας και του κοτσάρεις στα μούτρα του την κάρτα, σου λέει ότι χάλασε το μηχάνημα. Πήγαινα εγώ στη θέση του, που είχα ένα κάρο ψιλά στο πορτοφόλι, αλλά μετά του το χτύπαγα για να μου δίνει τσάμπα τσιγάρα. Κάπως έτσι πατσίζαμε.

Όποτε λέγαμε γι’ αυτές τις κρεμάλες, μου έφευγε ο φόβος, που έχω με τα σκοινιά και κάτι με γαργάλαγε στο στήθος. Το έξυνα να φύγει, αλλά το γαργαλητό δεν έφευγε.

Ήρθανε κι άλλοι στον Άγιο Νικόλαο, πιάσανε τις θέσεις τους κι αρχίσανε να μιλάνε δυνατά. Βάλανε και μουσικές. Μόνο μπαρούφες βγάζανε τα στόματά τους. Ύστερα το κορίτσι με το παρδαλό ντύσιμο μας πήρε το μυαλό. Όλο χόρευε ανάμεσα από τα τσαμπιά των αγοριών με τα μαύρα ρούχα. Τα αγόρια με τα μαύρα ρούχα, το κοίταγαν με τη γλώσσα έξω, έτσι που να μοιάζει το κορίτσι, σαν τη μύγα μέσα στο γάλα.

Είπα του Παύλου ότι τα αγόρια με τα μαύρα πρέπει να σκοτώνουνε την ώρα τους μετά μουσικής και για μουσική εννοούσα το κορίτσι που έβλεπα.

Τον Παύλο τον έπιασε άγχος ότι θα σκάσουνε μπάτσοι. Είχε τον μπάφο μέσα στη φόδρα της βερμούδας του. Εμένα το κορίτσι κόλλησε πάνω στα μάτια μου. Όπως το έβλεπα, άμα δε λέγαμε για τις κρεμάλες, το κορίτσι που χόρευε δεν θα μου γλίστραγε ποτέ από τα μάτια.

Ο Παύλος μετά από λίγο σηκώθηκε όρθιος. Έτριξε τα γόνατά του και είπε:

Νιώθω καλύτερα, εσύ;

Εγώ ένιωθα άσχημος.

Ο θείος μου κρεμάστηκε από ένα σκοινί, στο ’πα; Στο σπίτι της γιαγιάς μου, στο χωριό. Ήμουνα πολύ μικρός, αλλά το θυμάμαι, σαν να ’ναι τώρα, είπα του Παύλου.

Το πλατειάκι μπροστά από την εκκλησία ήτανε σαν αμφιθέατρο κι ένιωθα πολλές φορές να είμαι θεατής σε κάτι που γίνεται. Απέναντί μας είχε πολλές σειρές μπαλκόνια, που ξεπηδάγανε πάνω από κάτι κυπαρίσσια και φτέρες. Σ’ ένα από τα μπαλκόνια ο Παύλος είδε κάτι τύπους με κοτσίδες. Βγάζανε φωτογραφίες με φλας, γελάγανε και τσουγκρίζανε ποτήρια. Δυο απ’ αυτούς τραγουδάγανε. Τον έπιασε πάλι ότι μπορεί να είναι μπάτσοι και να μας φωτογραφίζουνε.

Τον ύμνο του ΕΑΜ τραγουδάνε, ρε, του είπα για πλάκα.

Ε, τότε σίγουρα μπάτσοι θα είναι.

Κάνα δυο ορόφους πιο πάνω, μια γυναίκα άναψε όλα τα φώτα του διαμερίσματος κι άρχισε να ποτίζει τις γλάστρες που είχε στο μπαλκόνι. Οι κοτσίδες από κάτω τραγουδάγανε Στράτο Διονυσίου.

Νευρίασα επειδή είχα έναν ξάδερφο που ήτανε μπάτσος. Ήξερα πόσο μαλάκες είναι, γιατί κι ο ξάδερφος μου ένας μαλάκας και μισός ήτανε. Έτρωγε φάπες στο σχολείο κι έτρεχε συνέχεια στους δασκάλους να καρφώσει. Οι δάσκαλοι τη δουλειά τους κάνανε. Αλλά κι αυτοί άνθρωποι ήτανε, καμιά φορά, που πήγαινε ο ξάδερφός μου στα γραφεία να κλαψουρίσει, του κλείνανε την πόρτα στα μούτρα. Εγώ στην αρχή τον υποστήριζα τον ξάδερφό μου. Μετά, που κατάλαβα τι μαλάκας ήτανε, του έριχνα κι εγώ καμιά φάπα.

Γι’ αυτό αποφάσισε να γίνει τέτοιος, τίποτα δεν είναι τυχαίο, είπα του Παύλου.

Μια φλέβα από τον λαιμό μου φούσκωσε και χτύπαγε στα καλά καθούμενα η καρδιά μου εκεί πάνω. Είχα βάλει στα μάτια μου τον Γιώργο. Φόραγε πρώτη φορά τη στολή. Κοιταγότανε στον καθρέφτη, αμούστακος ακόμα, και του καρφιτσώνανε πεντοχίλιαρα. Ύστερα, θυμήθηκα τη μάνα μου στην κουζίνα να μου λέει:

Από το σόι του πατέρα σου κρατάνε πολλές γενιές οι μπάτσοι.

Ο Παύλος σταμάτησε να φοβάται. Είδα τα μάτια του, πώς φωτιστήκανε. Σαν λάμπες ήτανε.

Του μίλησα για τον μπάτσο που έχουμε όλοι μέσα μας.

Αυτόν πρέπει να φοβόμαστε πιο πολύ, του είπα.

Τους άλλους που φοράνε στολή, χέστους. Δεν θα πάνε μακριά.

Έγινε τότε αυτό το μαγικό πράγμα που λένε ότι γίνεται. Εγώ μια φορά το διάβασα σ’ ένα βιβλίο, αυτού του Κρισναμούρτι. Μπορείς, λέει, να ξεχάσεις τα πάντα άμα θέλεις και να κάνεις τη μέρα σου να μοιάζει με λευκή σελίδα.

Τότε θυμήθηκα πάλι εκείνο το άγαλμα του Παναγούλη, που το χάζευα στην Πανεπιστημίου. Είδα μπροστά μου έναν χτικιάρη με μαύρα ρούχα και μουστάκι τσιγκέλι. Είχε σκύψει κάτω από το αμάξι του Παναγούλη κι άρχισε να λιμάρει τα φρένα του. Μετά είδα τον Παναγούλη –προτού να τον κάνουνε άγαλμα– να οδηγάει το αμάξι του στη Βουλιαγμένης. Να έχει μερακλώσει με κάνα τραγούδι από τα καλά, που κάποτε τ’ απαγορεύανε, και να πλακώνει καυλωμένος το γκάζι. Μετά τίποτα. Η απόλυτη σιγή μού ήρθε.

Ο Παύλος πετάχτηκε μέσα στα μούτρα μου.

Αυτοκτόνησε, δηλαδή, ο θείος σου, ρε; Μου είπε.

Εμένα με πήρανε τα κλάματα. Δεν ήξερα για ποιον έκλαιγα. Έτριβα τον αγκώνα μου γιατί μ’ έτρωγε και μετά σηκώθηκα όρθιος, μπας και σταματήσουνε να μου τρέχουνε τα μάτια. Τους κοίταξα όλους από ψηλά και κάπως ένιωσα μόνος μου. Παραήτανε ψηλά για μένα εκεί που έφτασα. Όσο ανέβαινα, οι άνθρωποι μικραίνανε, έφτασα κάποια στιγμή να βλέπω για κουκκίδες τα κεφάλια τους, να μην ξεχωρίζω το ένα σκαλί από το άλλο. Κάτι σαν ίλιγγος μ’ έπιασε.

Ε, ναι, τι θα έκανε, ρε Παυλάκο; Από τα σκοινιά κρεμάστηκε.

Για να σταματήσουνε να τρέχουνε τα μάτια μου καρφώθηκα στη γυναίκα με το πράσινο ποτιστήρι. Ο Παύλος ήτανε εκεί καρφωμένος από ώρα. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και την κοίταγα τόσο. Προσπαθούσα να καταλάβω τι πρόσωπο έχει, αλλά αυτή γελούσε και στράβωνε το στόμα της. Μετά φαντάστηκα έναν τύπο να κάθεται στον καναπέ και να της κοπανάει ανέκδοτα. Έκανα ζουμ πάνω στο χέρι της. Κρατούσε το ποτιστήρι απ’ το χερούλι. Έριχνε τα νερά πάνω στις γλάστρες, λες κι έπλενε αγάλματα.

Βασικά, κοίτα να δεις, ο θείος δεν αυτοκτόνησε. Τον σκοτώσανε και μετά σκηνοθετήσανε τον θάνατό του.

Ο Παύλος κλώτσαγε τον αέρα. Τα παιδιά στην πλατεία κλωτσάγανε καπάκια. Εμένα μ’ έξυνε ο κώλος μου.

Τι λες, ρε μαλάκα, φώναξε ο Παύλος.

Τα παιδιά κόψανε μαχαίρι ό,τι κάνανε. Τα καπάκια συρθήκανε μοναχά τους πάνω στις πλάκες.

Ο Παύλος πήρε τη Βεργίνα και την κατέβασε μονορούφι. Πετάχτηκε μέχρι τους Αλβανούς να φέρει άλλη μια γύρα. Βρήκα ευκαιρία κι έχωσα το χέρι μου μέσα από το παντελόνι. Έξυνα δίχως αύριο. Μετά κοίταξα ίσια κάτω κι είδα τον Παύλο να ξεκινάει από το ψιλικατζίδικο με τις μπύρες σε μια σακούλα. Του φώναξα να σταματήσει λίγο για να τον βγάλω μια φωτογραφία με ζουμ, αλλά δεν μ’ άκουσε.

Έμοιαζε του πατέρα μου.

Έχεις δέσει ποτέ ζώνη από το λαιμό σου; Μου είπε ο Παύλος όταν ήρθε.

Δεν έτυχε ποτέ. Γιατί;

Για να χύσεις.

Χύνω και μόνος μου.

Βασικά, πρέπει να είναι κι άλλος μαζί σου για να σου τραβήξει το λουρί. Άμα είσαι μόνος σου, δεν σου πάει το χέρι. Εγώ το έκανα μια φορά με τη Σάσα.

Ποια είναι η Σάσα, ρε;

Ο Παύλος έζησε πολλά χρόνια στο Βερολίνο. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά να συζητάνε γι’ αυτές τις κρεμάλες. Ήτανε έτοιμος να το δοκιμάσει, μ’ αυτήν τη Σάσα.

Παραλίγο να κρεμαστούμε μια φορά με τη Σάσα, αλλά δεν έκατσε. Τι λες; Ψήνεσαι; Ξέρω ένα καλό μέρος.

Εγώ λέω να πάρεις τηλέφωνο τη Σάσα να το κάνετε, του είπα.

Έχεις φανταστεί ποτέ να χώνεις το κεφάλι σου μέσα σε θηλιά;

Τρελός είσαι, ρε; Ούτε τον θείο μου φαντάστηκα. Βασικά, δεν έχω θείο που να κρεμάστηκε ποτέ. Άλλον έβαλα να το κάνει.

Ο Παύλος πέταξε μακριά το τσιγάρο του και μ’ άρχισε στα μπινελίκια. Σαν μαλάκας έκανε. Τον πείραξε, λέει, που του είπα ψέματα για τον θείο μου. Ώσπου σκάσανε δυο μπάτσοι, καβάλα πάνω σ’ ένα μηχανάκι. Κάνανε μια γύρα, πάνω κάτω στο πλατειάκι, μετά σταματήσανε κι ο ένας έπιασε να μιλάει στο κινητό. Για μια γκόμενα μίλαγε. Ο άλλος κοίταγε πάνω, στους κοτσίδες. Είχανε γαμηθεί να τραγουδάνε.

Τι έγινε τώρα, μωρή αδέρφω; Γιατί δε μιλάς; Είπα του Παύλου.

Είχε καρφωθεί να κοιτάζει τη γυναίκα με το ποτιστήρι.

Μετά ήτανε πολύ ώρα, που δεν φεύγανε οι μπάτσοι, κι ούτε κουνιότανε κανένας από τα σκαλοπάτια. Όλοι περιμέναμε.

Η Σάσα το έκανε μια φορά τη βδομάδα, ρε φλώρε, είπε κάποια στιγμή ο Παύλος.

Ο μπάτσος που οδήγαγε το μηχανάκι, εκεί τον χαβά του.

Με ποιον το έκανε, μ’ εσένα;

Όχι, ρε, με πούλησε κι άρχισε να κρεμιέται μαζί μ’ έναν Τούρκο τραγουδιστή.

Πηγαίνανε, λέει, στο σπίτι που είχε πιάσει ο Τούρκος στο Prenzlauerberg, βάζανε τη μουσική στο τέρμα και κρεμιόντουσαν δίπλα από κάτι κιθάρες. Είχε μεγάλη τζαμαρία το διαμέρισμά του και βλέπανε, λέει, απ’ έξω ένα κάρο δέντρα, που έχουνε τα πάρκα εκεί πέρα. Τα βλέπανε να κουνιούνται, σαν μουρλά από τον αέρα ή το χιόνι βλέπανε να πέφτει σε χοντρές τούφες άμα χιόνιζε.

Μια μέρα, η Σάσα τον έτζασε.

Μου λέει, να πάω αλλού να μείνω, να βρω τους Έλληνες που κάνω παρέα, και να μου δώσουνε αυτοί δωμάτιο. Αλλά εγώ δεν έκανα παρέα με κανέναν Έλληνα, τους απέφευγα τους Έλληνες στο Βερολίνο, γιατί μιλάγανε όλη την ώρα για την Ελλάδα, κι εγώ ήθελα να την ξεχάσω την Ελλάδα. Δεν μ’ άρεσε που ήμουνα Έλληνας τότε, είπε ο Παύλος.

Τον έβαλε η Σάσα να ψάχνει για κούτες με την τσίμπλα στο μάτι, ένα πρωί που χιόνιζε.

Ο Παύλος γενικά μου φαινότανε παράξενος τύπος, αλλά και τελείως συνηθισμένος την ίδια στιγμή, οπότε δεν ξέρω τι θα έκανα άμα ήμουν στη θέση της Σάσας. Έτσι που το σκέφτομαι κι εγώ, για κούτες θα τον έστελνα να ψάξει, αλλά που είναι Έλληνας δεν θα είχα πρόβλημα. Από πού ήταν αυτή η Σάσα, ρε;

Από τη Μολδαβία. Την ξαναβρήκα μετά από χρόνια σ’ ένα χωριό, έξω από τη Γενεύη. Με είχε καλέσει ένα μουσείο εκεί πέρα, να δείξω κάτι ωραία βίντεο που είχα τότε, είπε ο Παύλος.

Την πέτυχε, λέει, να έχει δυο παιδιά μ’ έναν χοντρό Γερμανό, που εξέτρεφε άλογα για κούρσες.

Αυτό το μέρος, που θες να πάμε να κρεμαστούμε, τι μέρος είναι; Του είπα.

Οι μπάτσοι είχανε φύγει από ώρα. Ούτε που καταλάβαμε για πότε έφυγαν. Μηχανάκι δεν ακούσαμε να παίρνει μπροστά. Το πολύ πολύ να το τσουλήσανε μέχρι την Οκταβίου Μερλιέ και να το έβαλαν εκεί πέρα μπροστά.

Κόλλησα πάλι με τη γυναίκα με το ποτιστήρι. Δεν ξέρω τι μ’ είχε πιάσει και την έβλεπα πάνω στα μάτια μου συνέχεια να γελάει. Τις μισές φορές που γελούσε ήτανε φαφούτα. Τις άλλες μισές το σαγόνι της γλιστρούσε δεξιά, σαν παγοπέδιλο πάνω σε πάγο. Είχε τελειώσει το πότισμα. Στεκότανε στο μπαλκόνι και κάπνιζε. Μαζί της ήταν κι ο τύπος που έλεγε τα ανέκδοτα. Της έδειχνε κάτι στον Λυκαβηττό κι αυτή κοίταγε ψηλά.

Ένα εγκαταλειμμένο νεοκλασικό είναι, πιο πάνω στη Νεάπολη. Απ’ έξω έχει κάτι σιδεριές. Πηγαίνω εκεί καμιά φορά να καπνίσω ή να βαρέσω μαλακία.

Γενικά νομίζω του Παύλου τού αρέσει να πηγαίνει σε τέτοια μέρη, που οι άνθρωποι τα εγκαταλείπουν.

Ε, άντε πάμε τότε, του είπα.

Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και του είπα να πάμε. Κάτι μ’ έπιασε και δεν φοβόμουνα τίποτα. Το πίσω χέρι του άνδρα χάιδευε τον κώλο της γυναίκας. Με το μπροστινό, αυτός συνέχιζε να δείχνει το αστέρι, αν ήταν αστέρι αυτό που έδειχνε, και ξαφνικά τον είδα να σκύβει κάτω.

Αύριο θα πάμε, να έχει και φως.

Δηλαδή θα κρεμαστούμε κανονικά; Του είπα.

Σκοπός μας είναι να νιώσουμε ό,τι νιώθει ο κρεμασμένος προτού να πεθάνει, αλλά χωρίς να πεθάνουμε εμείς.

Εκείνο το Σάββατο δεν θυμάμαι τι άλλο έγινε. Το πιο πιθανό είναι να μην έγινε τίποτα της προκοπής, γιατί αυτό συμβαίνει πάντα.

Την επόμενη μέρα που βρεθήκαμε, ο Παύλος κρατούσε ένα μεγάλο μπουκάλι νερό κι έπινε. Αφότου σπάσαμε από τον Άγιο Νικόλαο, το προηγούμενο βράδυ, αυτός πήγε αλλού και τα ήπιε. Έφερε το αμάξι του και πήγαμε στο χαμόσπιτο, γιατί είχε πολλή ανηφόρα.

Μόλις φτάσαμε απ’ έξω και παρκάραμε, μου ήρθε να χειροκροτήσω. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Ποτέ δεν μου αρέσανε οι χειροκροτητές. Άμα πήγαινα σε μέρη όπου χειροκροτάγανε, έβλεπα κάτι μαλάκες να περιμένουνε με τα χέρια πλεγμένα και να χαίρονται που τους χειροκροτάνε, σαν να τους δίνανε κανένα βραβείο. Μ’ έπιανε μια αηδία για τους χειροκροτητές περισσότερο κι από αυτούς που περιμένανε να πάρουνε το βραβείο. Οι χειροκροτητές είναι θολοί. Ποτέ δεν μπορείς να τους μάθεις. Δεν θα σε αφήσουνε ποτέ να τους μάθεις, γιατί σηκώνουνε τοίχο με το χειροκρότημά τους.

Μ’ έπιασε κι εμένα ότι είχα θολό πρόσωπο μέσα στο αμάξι. Κούναγα τα χέρια μου να το βγάλω από πάνω μου.

Τότε, είπα του Παύλου μπας και να κρεμαστούμε καμιά άλλη μέρα, που θα έχει πιο ησυχία.

Ο Παύλος έφτυσε μια γουλιά νερό έξω από το παράθυρο. Μου είπε να πάω να γαμηθώ. Κλαψιάρη με είπε.

Μπήκαμε από μια μεγάλη τρύπα, που είχε για πόρτα το χαμόσπιτο. Πρώτα πηδήξαμε τις σιδεριές που βάλανε απ’ έξω. Μόλις πήδηξα τα σίδερα, πάτησα οκτώ σκουλήκια. Ήτανε κάτω από κάτι αγκάθια. Ένα απ’ αυτά μου καρφώθηκε στο καλάμι. Έσκυψα να βγάλω το αγκάθι και τα είδα εκεί να κυλιούνται και να κάνουνε σπείρες, μοναχά τους, μέχρι το τέλος. Ο Παύλος μπήκε πρώτος μέσα γιατί γνώριζε τα κατατόπια, κι εγώ τον ακολούθησα. Μέσα είχε πιο ησυχία. Στην αρχή, κάναμε ένα τσιγάρο στη μούγγα. Ο Παύλος κάτι σκεφτόταν. Εγώ δεν φοβόμουνα πια. Στα μισά του τσιγάρου κρύωσα και φόρεσα το φούτερ.

Κρεμάστηκε αυτός πρώτος. Το πήρε πάνω του. Τόσα βίντεο με κρεμάλες είχε τραβήξει. Είχα αγωνία αν θα του έρθει η Σάσα στο μυαλό, κοίταγα τα μάτια του, αλλά μετά το ξέχασα. Μ’ έπιασε άγχος ότι δεν θα καταφέρω να κρατήσω καλά τα πόδια του. Ότι θα πεθάνει στα χέρια μου. Όταν τον κράτησα, το έκανα τόσο καλά, σαν να το ήξερα από πριν. Σαν να είχα ένα τετράδιο με οδηγίες και να το μελέταγα για μέρες, προτού να το κάνω. Όλα τα ήξερα απ’ έξω.

Μόλις ήρθε η σειρά μου να κρεμαστώ, εγώ είπα ότι πάω για βρούβες. Δεν ξέρω γιατί μου βγήκανε οι βρούβες να τις πω. Θυμήθηκα τον παππού μου, που τις μαγείρευε κι έτριβε από πάνω τους σκόρδο και μύριζε όλο το δωμάτιο. Λιποθύμησα κιόλας για μερικά δευτερόλεπτα. Ο Παύλος είπε ότι σπαρτάραγα, σαν το ψάρι. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι βγήκα από το σώμα μου, γιατί θυμάμαι να βλέπω τα πάντα κολλημένος από την οροφή του χαμόσπιτου. Μπορεί να μην ήτανε αλήθεια, ίσως να το φαντάστηκα. Άμα πούμε ότι έγινε, εγώ αφότου βγήκα απ’ αυτό το σώμα, είδα μέσα από ευρυγώνιο φακό. Είδα το χαμόσπιτο μια φορά άδειο, όπως ήτανε χωρίς εμάς και μετά το τράβηξα μια φωτογραφία μ’ εμάς μέσα, για να έχω κάτι να θυμάμαι. Όταν άρχισα να ρουφιέμαι πίσω, σαν αφρός ρουφήχτηκα μέσα σ’ αυτό που ήτανε το σώμα μου. Ήτανε σκοτεινά και παγωμένα και κυλούσα από μια σωλήνα, χωμένη στ’ αριστερό μου αυτί.

Από εκεί πέρα με ρίξανε πάλι μέσα.

Έχεις ξανακούσει να χύνουν και να κατουράνε ταυτόχρονα; Είπα του Παύλου.

Τσέκαρε μπας και σου έφυγαν από πίσω, είπε ο Παύλος.

Μου ήρθε να τον τσακίσω με κάτι σπασμένα ξύλα, που ήταν πεταμένα στο χαμόσπιτο.

Τι έπαθες, ρε; Καμιά φορά μπορεί να φύγουνε, άμα κρεμαστείς.

Εσένα σου φύγανε;

Όχι.

Ούτε κι εμένα μου φύγανε.

Τα μούτρα του Παύλου είχανε σφίξει από κάτι που τον έτρωγε. Θυμήθηκα πάλι τον πατέρα μου να σφίγγει κι αυτός τα μούτρα του τις μέρες που τον έπιανε η λόξα του να πάει στο καφενείο να παίξει χαρτιά.

Εσύ δεν βγήκες καθόλου από το σώμα σου; Του είπα.

Τον είδα που ζήλεψε.

Άρχισε να κλωτσάει τις πέτρες από κάτω, όπως κλωτσάγανε τα μούλικα εκείνα τα καπάκια στον Άγιο Νικόλαο. Τότε κατάλαβα. Δεν του έφυγε ποτέ το παιδικό πράγμα που έχουνε πάνω τους όλοι οι άνδρες. Αυτή τη μαλακία που τους κάνει να φαίνονται γελοίοι όταν το παίζουνε ζόρικοι. Λυπήθηκα γι’ αυτόν, αλλά δεν του είπα τίποτα, γιατί κι εμένα καμιά φορά με πιάνει να σπάω πράγματα. Στα καλά καθούμενα μπορεί να σηκωθώ πάνω και να σπάσω ό,τι βρίσκεται μπροστά μου. Κι αυτό το σκέφτομαι για παιδικό πράγμα, γιατί έχει τύχει να κοιταχτώ μετά σε καθρέφτη και να καταλάβω πόσο γελοίος δείχνω. Η ίδια λύπη που μ’ έπιασε για τον Παύλο με πιάνει για τον εαυτό μου.

Έτσι όπως έκανε, θα έσπαγε κανένα δάκτυλο. Τον άρπαξα και τον κράτησα σφιχτά για να του φύγει η μανία. Μόλις του έφυγε, νόμιζα ότι θα μαζέψουμε τα πράγματά μας και θα φύγουμε. Ο Παύλος είπε να το δοκιμάσουμε μια φορά ακόμα.

Δεν ξέρω, του είπα.

Έβγαλε την κάμερα κι άρχισε να τραβάει βίντεο. Πιο πολύ τα μπάζα τράβαγε μαζί με τα πόδια μας. Μετά, έκλεισε την κάμερα και την έβαλε μέσα στην τσάντα.

Ήταν τόσο ωραίο, ε; Μου είπε.

Έγνεψα καταφατικά.

Δεν ήξερα γιατί ήταν τόσο ωραίο. Μετά θυμήθηκα τη γυναίκα με το ποτιστήρι, σάμπως να ήμουν ο γκόμενός της στο μπαλκόνι και να τη χουφτώνω από πίσω για να δει το αστέρι. Είδα τ’ αστέρι να σκάει, σαν βεγγαλικό στον ουρανό πάνω. Από κάτω, στον Λυκαβηττό, καμιά δεκαριά λευκά άλογα τρέχανε σαν μουρλά. Ο Παύλος ανέβηκε στη σκάλα. Πήρε το σφυρί να καρφώσει πρόκες. Η άκρη τού κάθε ιμάντα είχε, σύνολο, πέντε ταβανόπροκες. Και μοσχάρι να κρεμιότανε, θα άντεχε ο ιμάντας. Μόλις κατέβηκε από τη σκάλα, έλαμπαν τα μούτρα του.

Άντε, ανέβα, μην περιμένεις άλλο, του είπα.

Ένιωσα πως ήμασταν παιδιά εκεί πέρα και παίζαμε με τα παιχνίδια μας.

Ο Παύλος πήγε στην τσάντα του, έβγαλε πάλι την κάμερα και την έστησε απέναντι μας. Γονάτισε κι άρχισε να κοιτάει από μέσα. Βαρέθηκα να τον περιμένω.

Θ’ ανέβω πρώτος, του είπα.

Πήγα προς τη σκάλα. Αλλά ο Παύλος δεν ερχότανε.

Τι θα γίνει;

Ο Παύλος στεκότανε όρθιος μπροστά από την κάμερα και με κοίταγε. Μου την έδωσε στα νεύρα. Άρχισα να σπάω κάτι σαθρά τούβλα με τα χέρια μου. Όταν προσπάθησε να με ηρεμήσει, είπε ότι καταλάβαινε τι νιώθω. Ήρθε δίπλα στ’ αυτί μου κι άρχισε να μου ψιθυρίζει:

Κι εγώ ανυπομονώ ν’ ανέβω, αλλά έχω μια ιδέα.

Τι ιδέα, μωρέ μαλάκα, του είπα και τον έσπρωξα να φύγει από τ’ αυτί μου.

Λέω να ανέβουμε κι οι δύο ταυτόχρονα στις κρεμάλες.

Τέτοια μαλακία είχα ν’ ακούσω απ’ όταν βγήκε ο Μίκης Θεοδωράκης στη πορεία για τη Μακεδονία, το ’18, κι είπε από το μικρόφωνο:

Αδέρφια μου φασίστες, ρατσιστές, αναρχικοί.

Θα δέσει καλύτερα τη φιλία μας, είπε ο Παύλος.

Μετά πήγε να καρφώσει κι άλλες πρόκες. Κάρφωσε τις ταβανόπροκες και κατέβηκε από τη σκάλα.

Θα τοποθετήσουμε τη σκάλα αναμεσά μας, σ’ αρέσει η σκάλα;

Να μ’ αρέσει η σκάλα;

Για δικλείδα ασφαλείας, εννοώ.

Δεν μίλησα.

Στο τέλος-τέλος, αν όλα στραβώσουν, θα πιάσω τον ιμάντα.

Ποιος είσαι, ρε μαλάκα;

Έκανα πέντε χρόνια μονόζυγο.

Εκείνη τη στιγμή ο Παύλος μού θύμισε τον άνδρα που χούφτωνε τη γυναίκα με το ποτιστήρι. Με το ένα χούφτωνε, με το άλλο έδειχνε. Αυτή συνέχιζε να ποτίζει και της έφευγαν τα νερά απ’ έξω. Μετά έσκασε το αστέρι, σαν βεγγαλικό. Τα άλογα ξεκινήσανε να τρέχουν.

Άμα το κάνουμε, μετά εγώ θα λέω ό,τι γουστάρω, του είπα.

Ο Παύλος σάστισε, δεν κατάλαβε.

Και θα κάνω κι ό,τι γουστάρω, άμα το κάνουμε, συνέχισα.

Φτιάξαμε ένα βουναλάκι από μπάζα, έπειτα από δική μου πρόταση. Το στήσαμε γρήγορα κάτω από τις θηλιές μας, ώστε να υπάρχει κάτι να στερεωθούμε, άμα χρειαστεί. Ο Παύλος φοβότανε ότι θα νυχτώσει.

Έχεις ανέβει ποτέ από σιφόνι πολυκατοικίας; Του είπα, ενώ φτιάχναμε το βουναλάκι.

Ο Παύλος είπε όχι.

Ξέρω κάτι Ρουμάνους που έχουνε ανέβει μέχρι κι έξι ορόφους από ένα τοσοδούλι σιφόνι.

Μόλις τελειώσαμε με τα βουναλάκια, του ζήτησα να σταθούμε μπροστά τους και να βαρέσουμε μια μαλακία. Ο Παύλος ξετρελάθηκε με την ιδέα μου.

Η κάμερα δουλεύει; Του είπα.

Πήγε και τη μάζεψε. Την έβαλε στην τσάντα και μετά ήρθε να συνεχίσουμε.

Οι Ρουμάνοι, που σου λέω, μπαίνανε σε σπίτια, τα κλέβανε και μετά χύνανε και κατουρούσανε όπου βρίσκανε.

Ο Παύλος έβγαλε το κοντάρι του έξω κι άρχισε να το πασπατεύει.

Έλα, ρε, και πού το ξέρεις εσύ;

Τους είχαμε στη γειτονιά. Τώρα είναι μέσα για διαρρήξεις. Έχουνε χρόνια να φανούν.

Ήρθε η ώρα.

Βάλαμε τη σκάλα ανάμεσα από τις θηλιές κι ανεβήκαμε μαζί. Τον Παύλο τον έπιασε σπαστικό γέλιο× εγώ κρύωνα. Πιάσαμε τις θηλιές και τις περάσαμε στον λαιμό μας. Ακουγότανε κάτι, σαν μουσική από πιάνο.

Την κάμερα την έβαλες να γράφει;

Άφησα το σώμα μου να γλιστρήσει, αυτό έκανα. Ο λαιμός μου έσφιξε γερά από το βάρος και μετά βάρεσε ένας συναγερμός. Έβλεπα στο μισό μέτρο. Κάτι θολό ήτανε από πίσω. Κουνιότανε, και μετά από λίγο έσκαγε. Κάποια στιγμή, πήρα χαμπάρι ότι ο Παύλος είχε μουρλαθεί να χτυπάει τα πόδια του. Μέσα μου είπα ότι μπήκε σκύλος στο χαμόσπιτο. Ότι θα μας κατουρήσει τις τσάντες. Μετά, έπεσε η σκάλα. Μ’ έπιασε πανικός. Το θολό τώρα, έπεσε όλο πάνω μου. Σαν να με καλύψανε με μπόλια.

Άρχισα ν’ ακούω τον μηχανικό ήχο της σούβλας, τον πατέρα να τραγουδάει Καζαντζίδη, τον παππού να βαράει το πόδι του κάτω στο τσιμέντο, τη μάνα μου να τηγανίζει πατάτες, κάτι μύγες να βουίζουνε και να τις βαράνε τα μικρά με τις μυγοσκοτώστρες. Τότε μου βγήκε το χύσι. Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου τον κώλο μιας μέλισσας. Τον τρύπαγα με την οδοντογλυφίδα. Ένα ποτάμι χύσι. Έβγαλα μπόλικο πράμα. Ένα χέρι με άρμεγε από κάτω.

Με τα δάκτυλα μου τα έκανα όλα. Δεν υπήρχε σώμα. Ό,τι κι αν ήμουνα, άγγιζα κάτι περίεργα υγρά τοιχώματα κι ηλεκτριζόμουνα. Ένα αχνό φως στο βάθος ενός τούνελ. Το χαιρέταγα, κούναγα τα δάχτυλά μου και το φως τα εξαφάνιζε. Αυτό το φως ερχότανε όλο και πιο κοντά μου.

Ο Παύλος έγινε ένα τεράστιο βυζί. Πετούσε γάλα. Τότε, κάτι μ’ έπιασε. Ήθελα σώνει και καλά να πατήσω στο βουναλάκι μου. Τέντωσα τα πόδια μου και πάτησα με τις μύτες. Με γρήγορες κινήσεις αφαίρεσα την θηλιά από τον λαιμό μου. Ο Παύλος από δίπλα έδινε κλωτσιές στον αέρα.

Και λέω τότε:

Ρε, Παύλο; Πού πας, ρε φιλαράκι, από τώρα;

Και μετά:

Φεύγεις, ρε, γιατί φεύγεις;

Σκέφτηκα να του κάνω μια τράκα από τα τσιγάρα του και να τον αφήσω να το απολαύσει. Αφού αυτό ήθελε ο μαλάκας. Κατέβηκα από το βουναλάκι μου κι ανέβηκα στο δικό του. Του άρπαξα τα πόδια και τον σήκωσα να πάρει ανάσα.

Δεν πεθαίνουνε οι αλεπούδες, ρε.

Ο Παύλος έκλαιγε κι έβηχε ταυτόχρονα.

Μ’ έπιασε να τραγουδήσω όπως στην κηδεία του παππού μου. Είχα πιάσει ίσκιο κάτω από ένα κυπαρίσσι και του έδωσα να καταλάβει.

Οι αλεπούδες, οι αλεπούδες

δεν πεθαίνουνεεεε, δεν πεθαίνουνεεεε

Του τρέχανε σάλια και μύξες. Είχε κατουρηθεί μέχρι τις κάλτσες. Χεσμένο όλο το βρακί του. Τον βοήθησα να κατέβει. Ο Παύλος γονάτισε μπροστά στα μπάζα, εκεί ακριβώς που έχυσε προηγουμένως. Πήγα κοντά του, τον έπιασα από τον ώμο, αλλά αυτός τρόμαξε κι έφυγε πιο μέσα. Σαν μαύρο, γυαλιστερό σκυλί έμοιαζε. Μ’ έπιασε παράνοια ότι ο Παύλος θέλει να με σκοτώσει. Έκανα πίσω κι έπιασα μια πέτρα από κάτω. Ο Παύλος σερνότανε στα μπάζα, έκανε κύκλους γύρω από τον εαυτό του, κυνήγαγε την ουρά του.

Οι αλεπούδες, οι αλεπούδες.

Κοίταξα πάνω στην οροφή. Από μια τάβλα κρεμότανε ένα ξεραμένο μάτι. Ήτανε δεμένο από μια κλωστή. Άφησα την πέτρα να πέσει και με το ίδιο χέρι έκανα τον σταυρό μου. Κάνα πεντάρι φορές τον έκανα. Μετά από λίγο ο Παύλος συνήλθε.

Καλά νύχτωσε, είπε ενώ έβαζε τη βερμούδα.

Θάψαμε τα βρακιά μας κάτω από τα μπάζα και ντυθήκαμε. Είχαμε φέρει από μια αλλαξιά ρούχα ο καθένας. Τσιγάρα είχε ο Παύλος. Καθίσαμε πάνω σε μια πέτρα κι αρχίσαμε να στρίβουμε. Εκείνη τη στιγμή μού ήρθε ότι δεν πιαστήκαμε ποτέ από τα χέρια, αλλά βουτήξαμε ο καθένας μόνος του στο κενό. Κοίταξα μέσα από την τρύπα, που κάποτε ήταν παράθυρο. Είδα τ’ άγρια δενδρύλλια στο γειτονικό οικόπεδο, κάτι τσιμεντόλιθους τον έναν πάνω στον άλλον, έναν σκουριασμένο σκελετό από παπί.

Ωραία είναι εδώ πέρα, του είπα.

Ο Παύλος κοιτούσε στο κενό. Δεν μου έδωσε σημασία.

Ακούς, ρε; Το είδα να τρέμει και να σκάει εκεί πίσω.

Ποιο, ρε;

Του έδειξα στους τσιμεντόλιθους.

Βλέπεις που μαυρίζουν σε μια μεριά;

Ποιοι, ρε; Δεν βλέπω τίποτα.

Σηκώθηκα πάνω από τα νεύρα μου.

Να, ρε, εκεί.

Σηκώθηκε κι αυτός. Σταθήκαμε στην άκρη από το τούβλινο περβάζι.

Βλέπεις; Του είπα.

Εκείνη τη στιγμή είδα κάτι σαύρες να μπαινοβγαίνουν στους τσιμεντόλιθους, ένα καλοκαίρι στην Εύβοια, ένα παπαριασμένο τοστ, δυο γυμνά γυναικεία πόδια πάνω στα χόρτα, μια ψάθα θαλάσσης και μια κληματαριά γεμάτη κόκκινα σταφύλια.

Έκλαψα για τον Παναγούλη, που έγινε άγαλμα.

Μια ώρα μετά βράδιασε. Του μαλάκα τού έστριψε τελείως, δεν του άρεσαν τα κελαηδίσματα, δεν του άρεσε ο βυθός με τους σκάρους να κάνουνε κύκλους γύρω από το ναυάγιο, δεν του άρεσαν τα βοτσαλάκια της παραλίας από τη μαύρη λάβα.

Άρχισε πάλι να λέει για μπάτσους.

Θα ’ρθούνε οι μπάτσοι, έχω τον μπάφο μέσα στη φόδρα, τι τραγουδάνε; Τον ύμνο του ΕΑΜ τραγουδάνε;

Τέτοια άρχισε να λέει και με παράτησε μόνο μου στο χαμόσπιτο.

Έτσι όπως το κατάλαβα εγώ, δεν του έφταιγε το χαμόσπιτο, μια χαρά μέρος ήτανε και δροσιά είχε. Οι κρεμάλες τού φταίγανε του γελοίου. Όταν έφυγε δεν κοίταξε ποτέ πίσω. Μόνο μια κλανιά έριξε την ώρα που ανέβαινε στις σιδεριές.

Που πας, ρε αρχίδι; Του φώναξα.

Άχνα δεν έβγαλε.

Γύρνα πίσω, ρε. Γύρνα πίσω.

Τίποτα.

Έτρεξα έξω. Στάθηκα πίσω από τις σιδεριές. Τα χέρια μου ήτανε παγωμένα. Έπιασα τις σιδεριές και νόμιζα ότι έπιανα μπαμπάκι. Ο Παύλος έβαλε μπροστά το αμάξι. Η μηχανή του μούγκριξε.

Που πας, ρε μαλάκα;

Άνοιξε το παράθυρο και με κοίταξε.

Πάλι βίντεο πας να τραβήξεις; Άσ’ το, ρε, αφού δεν σε πάει. Σβήσ’ το κι έλα μέσα, του είπα.

Αυτός γέλασε. Το ίδιο πεντακάθαρο γέλιο, που είχε.

Οι κρεμάλες κρέμονται μόνες τους, του είπα.

Έτσι όπως γέλασε, ήτανε σαν να μου έλεγε:

Άιντε γαμήσου κι εσύ, ρε Στελάκη.

Στελάκη με λένε.

Έβαλε πρώτη. Με μια μανούβρα ξεπάρκαρε, μετά δευτέρα και μετά τρίτη. Έφτασε κούφιος στη στροφή, κοίταξε αριστερά μήπως έρχεται κανένας μαλάκας. Ανέβασε πρώτη από νεκρά και μετά που έστριψε, σταμάτησα να τον ακούω.

Μπήκα μέσα και πήρα την τσάντα μου. Τα βρακιά τα άφησα εκεί πέρα. Προτού να πηδήξω τις σιδεριές, μου ήρθε να κοιτάξω τα σκουλήκια, που κάνανε τις σπείρες. Από τα οκτώ το ένα μονάχα κουνιότανε ακόμα. Τ’ άλλα εφτά, τα πήρε ο διάολος.

Κύλιση στην κορυφή