Ο ΕΝ ΠΑΝΤΙ (ΕΚ)ΠΑΙΔΕΥΩΝ
η σάρκα μαλακή εδώ αρκούντως δε (το
«εδώ» πού στάθηκεν πού στόχω ναν σταθ-
μεύει δεν εύπεπτος ζυγίζω ενώ πως άλ-
λοτε οι φιλόλογοι «πάρτε δουλειά στο σπί-
τι» μπανίστε ακανθόθαμνον με «ολίγη»
ελευθερία από αιθούσης στρούγκαν ώς
προαύλιον λιβάδι με σκύλον σφυριχτρά-
κια πώς μη σικέ ο αγώνας τροπαιοφόρος κ’
η πατρίς εφήβων υφαρπάζει την φούντα
έφεσιν θα πει «μαντρώνει τα πελέ τους») υ-
ποχωρεί στο ζούληγμα εκείνη αρνείται έ-
τι πού θα μου πάει θαν τη γευθώ καθώς στο
ποίημα ο τοτός πλάνητα απάντησε εύδρομον ‒
προαγγέλλων σε ό,τι μετοικεί‒ το αλλοεθνές μικράκι
ΤΑΡΑΤΣΟ(Υ)ΠΟΛΕΩΣ ΕΠΟΨΙΣ
της Μαίρης Παγουρτζή-Τζιβάρα
παιγνιωδώς ο μη «σκασμός μου»
μ’ επωνυμίαν τής εν λόγω περιοχής «το
ισιαδάκι» ήτοι η αποψίλωσις δενδρώνε
κυρίως πεύκων και η ακριβώς μετέπειτα
του χώρου επιπεδοποίηση ‒ χώματος ε τι
σκεφθήκατε χαλάκι τής ανατολής χάμω
στρωμένον κτιστές γυψοτσιμέντωναν δυο
(μέριμνα ενός «πολιτισμού» ή άξεστου λαού)
μαύρες τουαλέτες οι ακαθαρσίες κάπου
τριγύρω βέβαια εκτός στ’ ολίσθημα δε βοηθός
ο πλημμελής πλάι φωτισμός όλοι όλοι τρεις οι
σε ικρίωμα τρεις γλόμποι εξήντα ναν το πεις
άιντε ’ξήντα κηρίων οι δεσποινίδες άφαντες
επί σκιερών πευκόκλαρων τι άδοντα ανέμων
λικνιστά πάλλευκα «μπαλονάκια» της πάνυ
αγαπημένης ανεψιάς ο μετά θάμβους όρος ότε
της ξέρανα καρπόν δεξιάς (χάνεται η επιλογή
ποτές αφού παλαιά «κομμούνι»;) ήθελεν τά χαϊδέψει α
καν καντίνα θ’ άραζεν σουβλάκι τοστ ξυλάκι παγωτό
της ΕΒΓΑ χαμηλωμένη μουσικήν εδά απ’ ακριβόν
μπιστρώ; χθες μάλιστα όπως έμαθα έπαιξεν άπαξ κι ο
άσιμος ο ‒τα κακώς συγκείμενα‒ γυμνά ανιστορών

