Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Τι είναι, τι δεν είναι δημοσιογραφία – Μία βιωματική μαρτυρία

Ξεκίνησα το ταξίδι στη δημοσιογραφία αρχές δεκαετίας ʼ90. Ήταν ένα ξεκίνημα που δεν διασφάλιζε καταρχάς τίποτα και που θα προϋπέθετε μεγάλο κόπο, πολύμηνη απλήρωτη εργασία και αγωνίες μέχρι το περιβόητο μισθολόγιο –και φυσικά πολλές περιπέτειες και μετά απ’ αυτό. Ανήκα σε μια γενιά για ένα μέρος της οποίας η τηλεόραση και δη τα ιδιωτικά κανάλια λειτουργούσαν ήδη ως φαντασιακό πεδίο για μία καριέρα εξαιρετικά (για να μην πω υπερβολικά) καλοπληρωμένη, όσο και εξαιρετικά (για να μην πω υπερβολικά) προβεβλημένη, ώστε να εξασφαλίζει εκτός από αναγνωρισιμότητα, εξουσία και αντιμετώπιση του δημοσιογράφου ως life style icon –κι αυτός ο όρος, άλλωστε, περίπου τότε άρχισε να επελαύνει στην ελληνική κοινωνία. Ένα άλλο μέρος εκείνης της γενιάς όμως διατηρούσε ακόμα τον ατόφιο θαυμασμό της για την εφημερίδα, την αυταξία της γραφής και της είδησης και τις μεγάλες υπογραφές (Βότσης, Ραφαηλίδης, Μανωλάκος, «Ιός», Τριάντης, Ξυδάκης, Αγγελόπουλος, Μπουκάλας κ.λπ.), που ήταν αναγνωρίσιμες όχι λόγω εικόνας αλλά λόγω περιεχομένου. Άλλωστε αυτές τις υπογραφές που λειτουργούσαν ως κίνητρο γι’ αρκετούς από εμάς, τις αναγνώριζαν οι αναγνώστες –ενώ μάλλον παρέμεναν άγνωστες ή έστω πολύ λιγότερο γνωστές για τηλεθεατές.

Ως μέρος μίας, μεταιχμιακής τελικά, δημοσιογραφικής γενιάς που χωρίς να το ξέρει ζούσε τον επιθανάτιο ρόγχο αυτού που υπήρξε το δημοσιογραφικό της κίνητρο (αυτής της αυταξίας της γραφής και της είδησης που προανέφερα), έζησα και τις σταδιακές αλλαγές: τις πτώσεις των πωλήσεων, τις αγωνίες των εφημερίδων ν’ αντιμετωπίσουν ό,τι ερχόταν με προσφορές ή και επιδιδόμενες σ’ έναν μάταιο ανταγωνισμό με την εικόνα (μεγεθύνοντας τις φωτογραφίες σε βάρος του κειμένου, επιμένοντας όλο και περισσότερο ότι «τα μεγάλα κείμενα δεν διαβάζονται», καθιερώνοντας τα εντυπωσιακά ταμπλόιντς, τους συνθηματολογικούς υπέρτιτλους, τις τηλεοπτικές «συνταγές»). Έζησα βέβαια και ό,τι λίγα χρόνια πριν φαινόταν αδιανόητο. Το κλείσιμο των μεγάλων, ιστορικών εφημερίδων κι από κοντά την κατάρρευση του περιοδικού Τύπου. Και οι μεν και ο δε είναι αλήθεια ότι αριθμητικά είχαν φτάσει κάποια στιγμή σε επίπεδα που δεν δικαιολογούσε ο πληθυσμός της χώρας, πολλώ δε μάλλον ο «πληθυσμός» των αναγνωστών. Πλην όμως δεν μιλάμε εδώ για εξορθολογισμό, αλλά για επαναλαμβανόμενες «ήττες».

Σήμερα εξακολουθώ να δημοσιογραφώ σ’ ένα ολωσδιόλου διαφορετικό τοπίο. Η φωνή που επικρατεί επιμένει ότι «το έντυπο πεθαίνει» και ότι οι «νεότεροι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, έχουν χάσει τη σύνδεση με τη γραφή», καθώς εκπαιδεύτηκαν στο άμεσο μήνυμα και στην στιγμιαία πρόσληψή του έτσι όπως το καλλιέργησαν τα social media. Στο βασίλειο της δημοσιογραφίας των ιστοσελίδων και η αυταξία της γραφής και αυτή της είδησης αμφισβητούνται κατά κανόνα σφόδρα (αν και οφείλω να ξεκαθαρίσω πως δεν ακολουθούν όλες οι ιστοσελίδες την ίδια πολιτική, ούτε είναι όλες «εχθρικές» προς το εύρος ενός κειμένου αν έχει περιεχόμενο). Το μεγαλύτερο μέρος των εναπομεινάντων αναγνωστών δεν αναγνωρίζει, ούτε ακολουθεί υπογραφές. Η αρθρογραφία έχει υποχωρήσει. Το χρονογράφημα έχει συντριβεί. Και η βάση της δημοσιογραφίας, το ρεπορτάζ, οφείλει να προσαρμοστεί σ’ έναν οξύμωρο αν όχι σ’ έναν απόλυτο παραλογισμό: αυτόν της χρονικής ταχύτητας. Παίζει μικρότερο ρόλο τι λες και μεγαλύτερο να προλάβεις να το «ανεβάσεις» πρώτος. Παίζει μικρότερο ρόλο πώς το λες (διατύπωση, σύνταξη, ορθογραφία) και μεγαλύτερο να έχεις έναν εντυπωσιακό τίτλο, πρώτος.

Τόσα χρόνια μετά αδυνατώ να προσαρμοστώ σ’ αυτήν την fast food αντίληψη της είδησης γρήγορα, εύπεπτα, ευσύνοπτα, εντυπωσιακά. Η είδηση, το ρεπορτάζ, απαιτεί χρόνο. Ακόμα και τώρα που το «πεζοδρόμιο» λίγο-πολύ καταργήθηκε, η είδηση απαιτεί τηλεφωνήματα, διασταύρωση, επιβεβαίωση, διάψευση. Αντίθετα μου έχει τύχει και όχι μόνον μία φορά να βλέπω π.χ. τη βιαστική νεκρολογία ενός καλλιτέχνη, «ανεβασμένη» σε λίγα λεπτά, πλήρη αδιασταύρωτων πληροφοριών, λαθών και μίας πρώτης εντύπωσης «πάνω-πάνω» ν’ αναπαράγεται παντού με τη δημοφιλέστατη μέθοδο του copy-paste.

Λυπάμαι τους νεότερους συναδέλφους που εργάζονται κατά κανόνα σε υποστελεχωμένα Μέσα, εξαιρετικά υποαμοιβόμενοι, εκχωρώντας (γιατί δεν έχουν επιλογή) το δικαίωμα στο 8ωρο και τις αργίες και –ερήμην τους– εκχωρώντας μαζί και το δικαίωμα στην πρακτική εξάσκηση στην πραγματική δημοσιογραφία που είναι το ρεπορτάζ, η διασταύρωση, η απόκτηση πηγών, η ατζέντα, αλλά βέβαια και η σύνταξη ενός αξιοπρεπούς κειμένου που δεν θα προσβάλλει τον εγγράμματο αναγνώστη. Έρχονται άξια παιδιά στον χώρο, συντρίβονται από αυτές τις συνθήκες, εκπαιδεύονται καταρχάς στην ταχύτητα, την αντιγραφή και το «πάρε-βάλε» και αν έχουν υπομονή, επιμονή, τρόπο επιβίωσης και κότσια, κάτι μαθαίνουν κυρίως από μόνοι τους –μια που εξέλιπε από τον Τύπο και η παράδοση της «επιμέλειας» των κειμένων, αν εξαιρέσουμε αυτήν που μπορεί να κάνει ένας καταπονημένος αρχισυντάκτης ή, εάν υπάρχει, ένας διορθωτής για τον οποίο τα θέματα της καθημερινότητας απλώνονται μπροστά του σαν απειλητικά χιλιόμετρα.

Και δεν φτάνουν αυτά. Η συντριβή της έννοιας του ρεπορτάζ, η ήττα του εντύπου και του γραπτού λόγου, τα πολιτικά παιχνίδια με την εργαλειοποίηση κατά το δοκούν της έννοιας του «fake news», η μάχη με τον χρόνο, η ημιμάθεια, ήρθε και το Α.Ι. Σε μία δημοσιογραφία που τα βασικά της πλεονεκτήματα οφείλουν να είναι η αμεσότητα και η γρηγοράδα, που υποχωρεί όλο και περισσότερο η εγγύηση της υπογραφής, η Τεχνητή Νοημοσύνη βρίσκει την πόρτα ορθάνοιχτη για να μπει. Πιο γρήγορα πεθαίνεις. Πιο αδιασταύρωτα πεθαίνεις. Τι μας χρειάζονται οι άνθρωποι που κάποια στιγμή θ’ απαιτήσουν ξεκούραση και δώρο Πάσχα;

Δυσοίωνο; Κι όμως η επίγευσή μου δεν είναι απαισιόδοξη. Πρώτον γιατί η δράση φέρνει αντίδραση. Κι έχω συναντήσει νέους συναδέλφους με πάθος για τη γραφή και το ρεπορτάζ, αποφασισμένους να μη συμβιβαστούν εύκολα. Δεύτερον διότι χρόνια τώρα παρακολουθώ με ενδιαφέρον το άτυπο κίνημα του «slow journalism», της πιο βραδείας, ερευνητικής δημοσιογραφίας που εξακολουθεί να σώζει την τιμή της είδησης. Και το ΑΙ; «Ζήτησα από την Τεχνητή Νοημοσύνη, αφού την τροφοδότησα με 5-6 κείμενά μου να γράψει ένα δημοσίευμα με το ύφος μου στο ρεπορταζιακό πεδίο που ειδικεύομαι. Το αποτέλεσμα με άφησε άφωνη», μου έλεγε πρόσφατα μια συνάδελφος. Εδώ δεν μπορώ πάρα να αποδεχτώ πως αυτό είναι, πράγματι, ανησυχητικό. Με μία διαφορά: η ΑΙ δεν μπορεί να κάνει ρεπορτάζ. Δεν μπορεί να αποκαλύψει το παρασκήνιο, να εξελίξει τον βαθμό της είδησης, ούτε και αυτή καθαυτή τη γλώσσα. Και τουλάχιστον για την ώρα μπορεί να ανταποκριθεί μόνον εφόσον τροφοδοτηθεί με ήδη υπάρχοντα στοιχεία και πληροφορίες. Τι μπορεί να κάνει; Μπορεί να κάνει copy paste, όπως μπορεί να γράψει θαυμάσια και μία επινοημένη ή και απολύτως ψευδή είδηση. Αυτό όμως δεν είναι δημοσιογραφία. Και ό,τι και να συμβεί, ευτυχώς θυμόμαστε ακόμα τι είναι, στον αντίποδα, δημοσιογραφία.

⸙⸙⸙

Η Ναταλί Χατζηατωνίου είναι δημοσιογράφος, αρχισυντάκτρια του Πολιτιστικού Ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών, ραδιοφωνική παραγωγός (Πολιτιστικό Μαγκαζίνο) Στο Κόκκινο.

Κύλιση στην κορυφή