Νικόλας Σεβαστάκης, Πολιτική χειραφέτηση και κοινωνική κριτική, Πόλις, Αθήνα 2024.
Ανάμεσα στα μυριάδες που κυκλοφορούν στα σόσιαλ μίντια, υπάρχει ένα βιντεάκι στο οποίο ένα αγόρι και ένα κορίτσι ηλικίας πάνω-κάτω 20 χρονών, της gen Z δηλαδή, συζητούν φλερτάροντας σε κάποιο καφέ. Το κορίτσι ρωτάει το αγόρι «Με τι ασχολείσαι;» Εκείνος απαντά: «Είμαι supervisor σε ένα γνωστό εστιατόριο, στο υγειονομικό κομμάτι» – και το πλάνο τον δείχνει να δουλεύει στη λάντζα πλένοντας πιάτα. «Α, πολύ ενδιαφέρον», σχολιάζει το κορίτσι. «Ναι, ναι, είναι πολύ καλή δουλειά», διαβεβαιώνει κάπως αμήχανα το αγόρι. «Εσύ με τι ασχολείσαι;» τη ρωτάει με τη σειρά του. «Εγώ είμαι personal assistant σε πολύ γνωστή πολυεθνική εταιρεία διακίνησης πετρελαίου» – το πλάνο τώρα τη δείχνει να δουλεύει σε βενζινάδικο φωνάζοντας στον πελάτη «Φιλαράκι, πόσο να βάλω;…» «Μπράβο, λέει το αγόρι, δεν την έχω ξανακούσει καν αυτή τη δουλειά, πρέπει να είναι πολύ καλή ε;» «Ναι, ναι, πολύ», απαντά το κορίτσι.

Τι σχέση μπορεί να έχει όμως αυτό με τη συζήτηση για την πολιτική σήμερα και αύριο, αλλά και με το βιβλίο του φίλτατου Νικόλα Σεβαστάκη, που είναι η αφορμή αυτών των σκέψεων; Το βιντεάκι συμπυκνώνει την αμηχανία των σημερινών παιδιών της περίφημης «μεσαίας τάξης», που σε κάποιες θεωρήσεις αποθεώθηκε ως ο συνεκτικός ιστός της σύγχρονης κοινωνίας. Μια απέραντη μεσαία τάξη, στην οποία συγχωνεύονται προτιμήσεις, στάσεις ζωής, γούστα, απόψεις, μια κοινωνική μάζα που υποτίθεται ότι αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του κοινού μας βίου.
Τα δύο παιδιά αποτυπώνουν με σαρκασμό, με τρολάρισμα, δηλαδή με την κυρίαρχη γλώσσα των σόσιαλ μίντια, την υπαρξιακή αντίφαση αυτής της «μεσαίας τάξης». Από τη μία, οι προσδοκίες της εξατομικευμένης βιογραφίας: το να κατασκευάσω κατά μόνας μια προσωπική διαδρομή όπου θα είμαι supervisor ή personal assistant, και να τη φιλοτεχνήσω με όλα τα απαραίτητα συνοδευτικά, σέλφι από ωραία μέρη και με ενδιαφέροντες ανθρώπους, ποσταρίσματα από περίτεχνα πιάτα που απολαμβάνω στο εστιατόριο. Από την άλλη, η ματαίωση της προσδοκίας στο πιο υπαρξιακό ίσως επίπεδο της ζωής μας, στην εργασία: εμείς, τα παιδιά της μεσαίας τάξης, η πιο μορφωμένη, διεθνοποιημένη και δικτυωμένη γενιά που υπήρξε ποτέ, δουλεύουμε τελικά σε bullshit jobs, όπως θα έλεγε ο ανθρωπολόγος Ντέιβιντ Γκρέμπερ, ζούμε σε ένα καθεστώς γενικευμένης επισφάλειας. Και τι άλλο μας μένει παρά ο σαρκασμός έναντι των πάντων. Το τρολάρισμα. Ο κυνισμός.
Αλλά ο κυνισμός είναι μια στάση που υπονομεύει ακριβώς ό,τι θα μπορούσε να συνέχει την κοινή μας ζωή. Ο κυνισμός είναι το σύμπτωμα της κρίσης εμπιστοσύνης στους θεσμούς, στην πολιτική, στην εργασία, στην εξουσία. Και αυτό μας φέρνει, νομίζω, στο επίκεντρο του βιβλίου του Νικόλα Σεβαστάκη, το οποίο είναι μια αναζήτηση των ορίων αλλά και των δυνατοτήτων του ρεπουμπλικανισμού σήμερα. Δηλαδή του ρεύματος που αναζητά το res publica, το κοινό πράγμα, το τι μπορεί να αποτελεί συνεκτικό στοιχείο της πόλεως, της πολιτικής κοινότητας.
Το βιβλίο είναι μια διανοητική tour de force. Μας λέει ότι ο ρεπουμπλικανισμός κλίνεται στον πληθυντικό. Αναζητά στοιχεία για τον εμπλουτισμό του όχι μόνο στην ερμηνεία νεορεπουμπλικάνων στοχαστών, όπως ο Φίλιπ Πέττιτ, αλλά και σε έκκεντρες εκδοχές, όπως ο συγκρουσιακός οικο-ρεπουμπλικανισμός του Σερζ Ωντιέ· επιστρέφει στον 19ο αιώνα και στη σκέψη του Μαρξ, του Τοκβίλ, αλλά και λιγότερο γνωστών στοχαστών, όπως ο Ζιλ Μπαρνί και ο Πιερ Λερού. Έναν στοχασμό γύρω από το «τι μας ενώνει και τι μας δονεί», πάνω όμως στο υπόστρωμα της ατομικής και συλλογικής χειραφέτησης – δηλαδή της πολιτικής χειραφέτησης, όπως είναι και ο τίτλος του βιβλίου.
Η βασική έγνοια του βιβλίου τίθεται ρητά εξαρχής. Διαβάζουμε: «Η ιστορία διαθέτει ένα πλήθος από παραδείγματα κρατικής αυθαιρεσίας και εξουσιαστικού σφετερισμού. Ξέρουμε όμως και κάτι άλλο: δίχως οργανωμένες πολιτικές κοινότητες η ανθρώπινη ζωή γίνεται πιο ευάλωτη, φτωχή και ανασφαλής» (σελ. 8). Ο ρεπουμπλικανισμός πάει πέρα από τις μέριμνες του κλασικού φιλελευθερισμού, που ήταν η προστασία του ατόμου μέσα από τον περιορισμό της αυθαίρετης εξουσίας. Αλλά και πέρα από τον ατομικισμό. Όπως πάλι γράφει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο Σεβαστάκης: «Στη σκιά της μόνιμης κρίσης του 21ου αιώνα, φαίνεται πως έχει επανέλθει στο προσκήνιο η θετική αποστολή των δημόσιων ρυθμιστικών εξουσιών». Δηλαδή το κράτος.
Ξέρουμε ότι σήμερα επερωτάται η λεγόμενη «αποκένωση του κράτους», που περιέγραψαν στοχαστές όπως ο Bob Jessop, δηλαδή η αφαίρεση πεδίων κυριαρχίας του κράτους είτε προς όφελος της αγοράς είτε προς όφελος υπερεθνικών μορφωμάτων. Το κράτος και η δημόσια παρέμβαση έρχονται στο προσκήνιο μέσα στις πολλαπλές κρίσεις που ζούμε, από την πανδημία μέχρι την κλιματική κρίση. Σε μια εποχή επισφάλειας, οι outsiders φαίνεται να επιζητούν περισσότερη δημόσια παρέμβαση, περισσότερη ασφάλεια. Ωστόσο, εδώ έρχεται η πρόκληση με την οποία ξεκίνησα: το πώς θα αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων απέναντι στο κράτος, στη δημόσια παρέμβαση, στο κοινό πράγμα.
Ο ρεπουμπλικανισμός, για τον Σεβαστάκη, δίνει μια απάντηση. Παραθέτω ένα πυκνό σημείο: «Ένα δημοκρατικό πολιτικό κράτος δεν διαθέτει ούτε πραγματική δύναμη, ούτε καν αληθινή ύπαρξη εάν τα άτομα, και ιδίως η πλειονότητα των απλών ανθρώπων, το θεωρούν εχθρικό, ξένο ή άσχετο προς τις δικές τους αγωνίες και προς τη σφαίρα των αναγκών τους. Με τη σειρά τους, όμως, τα άτομα και οι μικρότερες κοινότητες και ενώσεις δεν έχουν στην ουσία ένα δικαίωμα απόσχισης από θεμελιώδεις υποχρεώσεις της πολιτικής κοινότητας. Ο κοινός βίος δεν μπορεί να είναι μια ζωή πέρα από το κράτος» (σελ. 15, η υπογράμμιση δική μου).
Από τη μία ζητάμε το κράτος, τη δημόσια προστατευτική παρέμβαση, από την άλλη είμαστε όλο και πιο καχύποπτοι απέναντί του. Όπως τα παιδιά στο βιντεάκι, από τη μία διαισθανόμαστε τη διάψευση της κατά μόνας ζωής, από την άλλη κλεινόμαστε σε επιμέρους βιοτικές σφαίρες που μας απομακρύνουν από μια αίσθηση του κοινού πράγματος. Λύνεται αυτός ο κόμπος;
Αναζητώντας μια απάντηση, ο Σεβαστάκης επιστρέφει καταρχάς στους κλασικούς, στις βαριές φανέλες. Από τον Μαρξ συγκρατεί τη διαρκή προειδοποίηση απέναντι σε όσους θεωρούν ότι ζούμε στον καλύτερο από τους δυνατούς κόσμους, στον θρίαμβο της εξατομικευμένης φιλελεύθερης δημοκρατίας: «Το πολιτικό κράτος, η ρεπουμπλικανική πολιτεία και οι θεσμοί της, τελούν πάντα σε δοκιμασία και κρίση στις κοινωνίες που βασίζονται, σε μεγάλο βαθμό, στην προτεραιότητα των ιδιωτικών προτιμήσεων και στη λήθη ή στη συρρίκνωση των δημόσιων πολιτικών υποχρεώσεων» (σελ. 31). Και από τον Τοκβίλ κρατάει το μεγάλο δίδαγμα ότι τα νέα μοντέλα απολυταρχίας θα προέλθουν από την «κόπωση των ατόμων και την απονοηματοδότηση σημαντικών δημόσιων θεσμών» (σελ. 52).
Μπορούμε σε ένα περιβάλλον διαρκούς κρίσης και ματαίωσης να βρούμε ένα νέο κοινό νόημα που θα αναζωογονήσει τις ατομικές και συλλογικές μας διαδρομές, πέρα από τη ματαίωση, την κόπωση, τον κυνισμό; Θα θυμηθώ πάλι τα δύο παιδιά του βίντεο και θα επικαλεστώ τη συνθήκη που συζητούν σήμερα πολλοί συνομήλικοι και νεότεροι: Ζούμε για να δουλεύουμε, δεν δουλεύουμε για να ζούμε – και χωρίς να μπορούμε να διασφαλίσουμε από την εργασία μας στέγαση, σιγουριά για έναν ατομικό ή οικογενειακό προγραμματισμό, και τελικά απόλαυση της ζωής.
Γι’ αυτό βρήκα πολύ κρίσιμη την αναφορά του Σεβαστάκη στον Πιερ Λερού. Έναν ήσσονα στοχαστή του 19ου αιώνα, ο οποίος αναζητούσε τις προϋποθέσεις μιας αλληλέγγυας κοινωνίας. Έμαθα από το βιβλίο ότι το 1848 ο Λερού υπερασπίστηκε σθεναρά το διάταγμα που επεξεργάστηκε μια επιτροπή υπό τον Λουί Μπλαν για τον περιορισμό του χρόνου εργασίας και θέτοντας ένα πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων. «Ο συλλογισμός του Leroux επικεντρώνεται στην υπεράσπιση της ανθρώπινης και πολιτικής ιδιότητας των εργαζομένων», λέει ο Σεβαστάκης (σελ. 93). Δηλαδή η αλληλέγγυα κοινωνία περνά μέσα από την εργασιακή αξιοπρέπεια.
Εάν ήμουν ο Σεβαστάκης, θα έδινα ακόμη πιο κεντρική θέση στον Πιερ Λερού. Η επαναρύθμιση των εργασιακών σχέσεων θα ήταν σήμερα, νομίζω, αναγκαίος όρος για την αποκατάσταση του νοήματος της κοινής μας ζωής και των θεσμών της. Για να το πω και λίγο προκλητικά, κάποιος σαν τον Εμανουέλ Μακρόν, που ομνύει στον ρεπουμπλικανισμό ενώ έχει ο ίδιος συμβάλει καθοριστικά στην αποξήλωση του εργατικού δικαίου στη Γαλλία, πόσο ρεπουμπλικανός είναι τελικά;
Συγκρατώ ένα ακόμη σημείο που βρίσκω κρίσιμο. Τον διάλογο που αναδεικνύει ο Σεβαστάκης ανάμεσα σε νεορεπουμπλικάνους όπως ο Πέτιτ και ο Λόβετ με την «προσέγγιση των ικανοτήτων» του Αmartya Sen και της Martha Nussbaum, «μια ιδέα για την αποτελεσματική ελευθερία που ικανοποιεί και τη ρεπουμπλικανική έκκληση για ενδυνάμωση της υλικής και κοινωνικής ασφάλειας των προσώπων ώστε αυτά να μπορούν να εκπληρώνουν τους στόχους ζωής τους» (σελ. 132). Αυτή η ιδέα είναι κρίσιμη για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στους κοινούς μας θεσμούς: είμαστε ελεύθεροι όχι όταν μας δίνεται η θεωρητική ευκαιρία να ανέβουμε κατά μόνας την κοινωνική κλίμακα (εξάλλου το κοινωνικό ασανσέρ δεν λειτουργεί όπως παλιά), αλλά όταν έχουμε ο καθένας και όλοι μαζί τις υλικές και συμβολικές προϋποθέσεις για να αισθανόμαστε ασφαλείς και να μπορούμε να εκπληρώνουμε τους στόχους της ζωής μας.
Αυτό με παραπέμπει σε ό,τι ο Σεβαστάκης αποκαλεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου Ρεπουμπλικανισμό ΙΙ, που είναι και η προτίμησή του: «Ένα προωθημένο σχέδιο ελέγχου της πολιτικής αυθαιρεσίας μαζί με αποφάσεις που θέλουν να μειώσουν στην πράξη την κοινωνική ευαλωτότητα και τις οικονομικές ανισότητες» (σελ. 175). Και η δική μου προτίμηση δεν απέχει από αυτό. Όμως, εάν ήταν ο ρεπουμπλικανισμός να γίνει πολιτικά επιχειρησιακός, όπως υπονοεί ο Σεβαστάκης αναφέροντας en passant τον όρο σοσιαλδημοκρατία, ποιες θα ήταν οι κεντρικές του στοχεύσεις; Και ποιες συγκρούσεις θα προϋπέθετε, αφού δημοκρατία και δημοκρατική πολιτεία σημαίνει σύγκρουση;
Έχω τη γνώμη ότι ένα ανανεωμένο ρεπουπλικανικό σχέδιο για το αύριο δεν μπορεί να σταθεί μόνο σε μια μεσότητα, σε έναν πολιτικό κεντρισμό των «μεταρρυθμίσεων» γενικώς (που ειδικώς είναι πολύ συγκεκριμένες και πολιτικά προσδιορισμένες εν τέλει), αλλά οφείλει να συμβαδίζει με τις συγκρουσιακές στάσεις που αναδύονται στο κοινωνικό επίπεδο και να τις ενσωματώνει διαπαιδαγωγώντας τις – είτε μιλάμε για ζητήματα υλικά, όπως οι ανισότητες και η αξιοπρεπής εργασία, είτε για ζητήματα δικαιωμάτων, σε μια εμπρόθετη υπεράσπιση του «δικαιωματισμού» με τον οποίο φρικιούν παλαιο- και νεο-συντηρητικοί, είτε για την οικολογία, που είναι εν τέλει και η προϋπόθεση για όλα αυτά.
Ένα τρίτο ερώτημα αφορά αυτό που ο Σεβαστάκης ονομάζει Ρεπουμπλικανισμό Ι: «Συρράπτει τη ρεπουμπλικανική ιδέα στη σθεναρή υπεράσπιση μιας ταυτότητας, και πιο συγκεκριμένα στη θωράκιση της φιλελεύθερης πολιτικής κοινότητας από διάφορους πραγματικούς ή υποθετικούς κινδύνους που την απειλούν και τη διαβρώνουν. Αυτή η εκδοχή εμπεριέχει στοιχεία από μια έννοια μαχόμενης δημοκρατίας, αλλά κινείται περισσότερο στο επίπεδο μιας αξιακής πολεμικής βάζοντας στο στόχαστρο en bloc τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό, τη ρατσιστική Ακροδεξιά, τον μεταμοντέρνο ιδεολογικό σχετικισμό ή ορισμένες ακραίες εκδοχές αναρχο-φιλελευθερισμού» (σελ. 174).
Αυτή όμως η «σθεναρή υπεράσπιση μιας ταυτότητας» με παραπέμπει στη γαλλική συζήτηση. Εκεί, σε μια μάλλον ανελαστική εκδοχή του γαλλικού ρεπουμπλικανισμού, συνυπάρχει η αλλεργία απέναντι στον «δικαιωματισμό» με την υποστήριξη αυστηρών θέσεων λ.χ. για τη μαντίλα ή για την ανομία στα προάστια, κατά βάση μια αποθέωση του γαλλικού μοντέλου ενσωμάτωσης το οποίο προϋποθέτει μια γαλλική ταυτότητα που δεν έχει χώρο για ιδιαίτερες, «υβριδικές» ταυτότητες των υποκειμένων, εθνοτικές, θρησκευτικές και άλλες. Το μοντέλο αυτό όμως αφενός δεν λειτουργεί καλά (γκέτο έχει στο Παρίσι, όχι στο πολυπολιτισμικό Λονδίνο), και αφετέρου το έχει οικειοποιηθεί η γαλλική Ακροδεξιά, η οποία αυτοσυστήνεται ως θεματοφύλακας του ρεπουμπλικανισμού υποκρύπτοντας απλώς έναν πολύ γαλλικό ρατσισμό και εθνικισμό. Μήπως αυτή η ιδέα της κλειστής ομογενοποιητικής ταυτότητας είναι ένας διαρκής πειρασμός για τον ρεπουμπλικανισμό, από τον οποίο θα πρέπει να βρει τρόπους αυτοπροστασίας;
Και μια τελευταία συναφής παρατήρηση, πάνω σε μια διάσταση που συζητάμε κατά καιρούς με τον Νικόλα Σεβαστάκη, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε διαφωνώντας. Μπορεί ο ρεπουμπλικανισμός να ενσωματώσει τις σημερινές συγκρούσεις, αυτό που ονομάζουμε culture wars; Εννοώ μια σειρά διεκδικήσεις, συχνά με ριζοσπαστικό ή και ακραίο τρόπο, που κατά τη γνώμη μου αποτελούν μια εσωτερική κριτική και ανανέωση της Δύσης. Έμφυλες και σεξουαλικές ταυτότητες, κριτική της αποικιοκρατίας, πολιτική ορθότητα, οικολογική ατζέντα τύπου Γκρέτα Τούνμπεργκ, ό,τι περίπου συνοψίζεται στον όρο woke culture.
Όλα αυτά μπορεί καμιά φορά να παραπέμπουν σε πολιτικές της ταυτότητας (identity politics), ταυτότητες που όντας επιμέρους, θεωρητικώς είναι και ασύμβατες με ένα ρεπουμπλικανικό μοντέλο, το οποίο ενοποιεί καθώς θέτει την κοινή μας ταυτότητα του πολίτη πάνω και πέρα από μερικευτικές και συχνά μη καθολικές ταυτότητες. Ωστόσο, είναι αγώνες υποκειμένων που ζητούν αναγνώριση στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής πολιτείας ελεύθερων και ίσων πολιτών.
Μπορεί ο ρεπουμπλικανισμός να ενσωματώσει αυτούς τους αγώνες ή είναι δύο ασυμβίβαστα πράγματα; Η δική μου απάντηση είναι ότι μπορεί και επιπλέον οφείλει να το κάνει. Εάν όμως κάνει και τούτο και όλα τα άλλα που σημειώθηκαν σε ό,τι προηγήθηκε, ένας νέος ανανεωμένος ρεπουμπλικανισμός δεν θα απέχει πολύ, νομίζω και εύχομαι, από μια ανανεωμένη ιδέα της προόδου, η οποία θα έχει επιπλέον τη μέριμνα για το κοινό πράγμα που μας συνέχει και μας δονεί. Και βέβαια, θα βρίσκεται σε σύγκρουση με τις νεο-συντηρητικές τάσεις του καιρού μας – για να τοποθετηθώ και στο βασικό ερώτημα που θέτει το φιλόξενο, ευρύχωρο και υπό αυτή την έννοια απολύτως ρεπουμπλικανικό Φρέαρ.

