Ιωσήφ Βιβιλάκης

Αλφαβητάριο Φώτη Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου, Ευλογημένο καταφύγιο, Ακρίτας, Αθήνα 2022 [1985]

Το βιβλίο Eυλογημένο καταφύγιο των εκδόσεων Ακρίτας συγκροτήθηκε ως σώμα το 1985 από τον Δημήτρη Κόκκινο. Είναι η χρονιά που συμπίπτει με την επέτειο των 20 ετών από τον θάνατο του Κόντογλου και το επιμελήθηκε ο Π.Β. Πάσχος. Από τότε έχει μια αξιοθαύμαστη πορεία με 9 ανατυπώσεις. Η τελευταία, φέτος το 2022 που συμπίπτει με τα 100 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Θυμίζω ότι 40 χρόνια μετά το 1922 εκδόθηκε το περίφημο Το Αϊβαλί η πατρίδα μου από τον Αστέρα του Παπαδημητρίου.

Η έκδοση έχει μια τριμερή δομή. Το πρώτο μέρος είναι το «Αγαπημένο καταφύγιο». Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «Βλογημένη Ελλάδα» και το τρίτο «Ανεξιχνίαστα μυστήρια». Τα κείμενα χρονολογούνται από το 1948, χρονιά που ξεκινάει τη συνεργασία του με την εφημερίδα Ελευθερία και φθάνουν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ενώ αναδημοσιεύονται κάποια που έγιναν γνωστά μεταθανάτια, ενώ ορισμένα εκδίδονται για πρώτη φορά. Πρόκειται για κείμενα μικρά σε έκταση με εξαιρετική παραστατικότητα που διαβάζονται πολύ ευχάριστα. Το βιβλίο κλείνει με μια αποτίμηση του καθηγητή, φίλου και μελετητή του Κόντογλου Π.Β. Πάσχου, που διακρίνεται για την ισορροπημένη και τεκμηριωμένη αξιολόγηση.

Το βιβλίο έρχεται σε μια σημαντική συγκυρία γιατί μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε ή να επανεκτιμήσουμε τη σκέψη του Κόντογλου στον 21ο αιώνα. Πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της γενιάς του ʼ30; Πόσο μας αφορούν τα γραφόμενά του; Τι κρατάμε ως θησαυρό από το πολύμορφο έργο του σε μια εποχή που ασχολείται περισσότερο με τα «αγιωτικά» και συνομιλεί με τον Βασίλειο Μουστάκη και τον Κωστή Μπαστιά;

Σκέφτηκα να παρουσιάσω τις αξίες του βιβλίου με λέξεις κλειδιά που εντοπίζουν έναν ιστό σκέψης που μας βοηθάει να αντιληφθούμε τον κόσμο του Κόντογλου, όπως είχε διαμορφωθεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Αυτές οι λέξεις σχηματίζουν μια αλφαβητική ακροστιχίδα, πρακτική που είναι προσφιλής στην υμνογραφία που εντρυφούσε ο συγγραφέας μας.

Απλότητα

Το 1937 σε συνέντευξη στον Άλκη Αγγέλογλου (Νεοελληνικά Γράμματα 49/6) δηλώνει πως ό,τι έκανε το έκανε στο όνομα της απλότητας. Και μάλιστα, συνδύαζε την ευτυχία με την απλότητα. Μέσα στην απλότητα κρύβεται το «τιμιώτατον». Η απλότητα που ενσαρκώνεται σε όσους δεν είναι άρπαγες και φιλοχρήματοι, βρίσκεται στο βάθος της σκέψης του Κόντογλου. Άνθρωποι του λαού, οι ήρωές του, διακρίνονται για την ολιγάρκεια: η Αθηνά, χήρα θεοφοβούμενη, ο Κώστας ο κουτσός, ψάλτης και καντηλανάφτης, ο μπαρμπα-Λιας, μπαλωματής, μοναχές γερόντισσες, ασκητές, ο καπετάν Ηρακλής Γιαβάσογλου. Στον αντίποδα: ο σύγχρονος άνθρωπος που ζει και κινείται με κριτήριο μόνο τη φιλαργυρία. Το ζήτημα της απλότητας επανέρχεται συχνά και πυκνά όταν μιλάει για τη φύση όπου όλα είναι «απλά, καθαρά, λιγοστά, όχι πλήθος που κουράζει το μυαλό» και μάλιστα σε αυτά τα χαρακτηριστικά της ελληνικής φύσης οφείλεται ότι και τα αισθήματα είναι ίδια. Απλότητα στη φύση, απλότητα στην ανθρώπινη ψυχή. Αυτή είναι η «πλούσια φτώχεια». Το ίδιο συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική τέχνη: από την αρχαιότητα με τις κολόνες και τα αετώματα έως τις βυζαντινές εκκλησίες και τα χωριάτικα σπίτια. Η κυριαρχία της απλότητας είναι βασικός άξονας της σκέψης του.

Βυζάντιο

Δίχως τη βυζαντινή παράδοση είναι απροσπέλαστος και ακατανόητος ο Κόντογλου. Φαίνεται ότι παθιάζεται με το Βυζάντιο όταν επισκέπτεται το 1923 για πρώτη φορά το Άγιον Όρος και επανεκτιμά την αξία της ζωγραφικής που ανακαλύπτει εκεί, αφού μέχρι τότε από τα διαβάσματά του θεωρούσε κατώτερη την εικαστική παράδοση της Ορθοδοξίας σε σχέση με την ιταλική αναγεννησιακή. Επιστρέφει διαρκώς στην τέχνη του Βυζαντίου, προκειμένου να εκθειάσει την Ελλάδα στη συνέχειά της από την αρχαιότητα, να εγκωμιάσει την κιβωτό της χριστιανικής θρησκείας αλλά και να τεκμηριώσει την αρνητική κριτική του για την καταστροφή που διαπιστώνει στο όνομα της προόδου, της εξέλιξης και της τελειοποίησης.

Γέλιο

Γνωρίζουμε από διηγήσεις ότι ο Κόντογλου ήταν ένας χαριτωμένος άνθρωπος που προκαλούσε ιλαρότητα με τις ιστορίες του, ήταν έντονος στις χειρονομίες, δεν δίσταζε να μεταμφιεσθεί τις αποκριές, ενώ στα γραφτά του ένα υποδόριο χιούμορ διατρέχει τις αφηγήσεις του. Αποδομεί τις συνήθειες των Ελλήνων μετά τον πόλεμο που ήθελαν να μιμηθούν τους Ευρωπαίους, από τα μαύρα γυαλιά που γίνονται μόδα και μποδίζουν τα μάτια να δουν τον γαλάζιο ουρανό μέχρι τη λατρεία για τις όπερες με τους τενόρους «με τις αγριοφωνάρες που ξεταβανώνουνε το σπίτι σκούζοντας σαν τρελλοί» ή όταν παρομοιάζει ψάλτες και παπάδες με κομφερανσιέ. Η γραφή του διακρίνεται για την προφορικότητα και στις περιγραφές του, για όσους θεωρεί ότι αλλοτριώνονται στο όνομα της εξέλιξης και του μοντέρνου από την ελληνική ιδιοσυστασία, διαχέεται μια παράξενη κωμικότητα και μια έντονη σατιρική διάθεση, μια «άκακη επιθετικότητα» κατά τον Πάσχο.

Δέσπω

Στο βιβλίο εκθειάζεται η Μαρία, η αγαπημένη σύντροφος της ζωής του Φώτη. Το δεύτερο πρόσωπο που ένωσε για πάντα το ζευγάρι ήταν η Δέσπω, η μοναχοκόρη, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στη μνήμη του πατέρα και τη διάδοση του έργου του. Στην οικογένεια προστέθηκε ο Γιάννης Μαρτίνος που συνδέθηκε και παντρεύθηκε τη Δέσπω και μαζί απόκτησαν τον Πάνο και τον Φώτη.

Εκκλησία

Συχνά ως Εκκλησία αναφέρεται στο κτήριο, στην αρχιτεκτονική του και τη χρήση του. Συνήθως είναι αρνητικός στους ναούς που κτίζονται στις αρχές της δεκαετίας του ʼ50, αποδίδοντας την κυρίαρχη ακαλαισθησία στην απαιδευσία, την κακογουστιά και τον εγωισμό παπάδων κι επιτρόπων και στον κυρίαρχο αρχοντοχωριατισμό. Στα συμπεράσματά του κυριαρχεί η θλίψη για την απώλεια της αλήθειας και της ευγένειας του λαού. Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά γι’ αυτόν που κατανοεί ότι η εκκλησία καθρεφτίζει την αισθητική των σπιτιών της εποχής, τις αλλαγές που γίνονται στα έπιπλα, στην εισαγωγή ηλεκτρικών πολυφώτων, ένα συνονθύλευμα που μιμείται η επαρχία. Με παράπονο θα κραυγάσει: «Γεμίσανε οι εκκλησιές τέτοια τερατουργήματα, κ’ οι επίσκοποι καμαρώνουνε για τα σπουδαία έργα. Τι ξέρουνε οι άνθρωποι; Μα πού να παραδεχτούνε πως δεν ξέρουνε! Θαρρείς πως είναι το σπίτι τους η εκκλησιά».

Ζωγραφική

Η ζωγραφική αξιολογείται με το κριτήριο της απλότητας. Τον ενδιαφέρει η λιτότητα στην όψη, που δεν θέλει να εντυπωσιάσει ή να παραπλανήσει το βλέμμα. Αντιστέκεται στο φαινόμενο, στην επιτήδευση, στο φόρτωμα με πρόσωπα και ζώα, κι εδώ αξίζει να συγκριθεί η άποψή του με όσα έγραφε παλαιότερα στα λήμματα του Λεξικού Ελευθερουδάκη για τον Τισιάνο, τον Βερονέζε ή τον Ρούμπενς. Την εποχή που έχουμε αυτά τα κείμενα υπάρχει μέσα του η αντιπαλότητα μεταξύ δυτικής κι ανατολικής ζωγραφικής, κάτι που δεν υπήρχε μέχρι το 1931, όπως έχει διαπιστώσει ο Γιώργος Χατζημιχάλης. Αφοριστικός ιδίως όταν μιλάει για τη δυτική εκδοχή στην προσκύνηση των μάγων, όπου διαπιστώνει: «Βάθος πνευματικό κανένα δεν υπάρχει στους δυτικούς, μοναχά βουή και σαματάς: Όπερα!». Βέβαια, άλλοτε θαυμάζει τους δυτικούς ζωγράφους όταν θέλει να επιχειρηματολογήσει για την παράδοση: «ο Μιχαήλ Άγγελος θρέφεται και θεριεύει από τα ρωμαϊκά αγάλματα, ο Τζιόττο, ο Τσιμαμπούε, ο Μαζάτσιο, ο Ντούντσιο βυζάξανε από τη βυζαντινή παράδοση που υπήρχε στον τόπο τους, ο Ντούρερ και ο Κράναχ από τα γοτθικά…». Οπαδός του ελάχιστου, ο Κόντογλου παρατηρεί ότι εκτός από την αρχιτεκτονική και τα δράματα, ακόμη και η δυτική μουσική προκαλεί κατάθλιψη με το πλήθος των οργάνων και τις συνθέσεις όπου «το τίποτα το κάνουμε βροντή του ουρανού». Λάτρης της ανθρώπινης μορφής και της αναπαραστατικής ζωγραφικής, αρνιέται την αφηρημένη ζωγραφική, υποστηρίζοντας ότι εκφράζει την αντίληψη ότι δεν υπάρχει σκοπός στον κόσμο, ότι είναι ένα πράγμα χαοτικό, άποψη που αποδίδει σε μια παγκόσμια συνωμοσία.

Ήθος

Ο χαρακτήρας και ο τρόπος ζωής του Κόντογλου, το ήθος του είναι μοναδικό. Όσα γράφει, καταγγέλλει ή στοχάζεται προέρχονται από έναν βιοπαλαιστή και όχι από κάποιον στοχαστή που γράφει από την άνεση της πολυθρόνας του. Ο λόγος του είναι πονεμένος, προσωπικός αλλά όχι εγωκεντρικός και αγωνίζεται να τονίσει την πνευματικότητα στην ανθρώπινη σύσταση. Στους περίεργους που ρωτούσαν πώς είναι, απαντούσε: «Τι ρωτάς αν είμαι ψηλός ή κοντός, μαύρος ή άσπρος; Σε αυτά που διαβάζεις βρίσκεται ο εαυτός μου, ο καλύτερος εαυτός μου.» Πράγματι, τα γραπτά είναι ο καθρέπτης της ψυχής του. Κυρίαρχη έγνοια του: να μη χάσουν τα αδέλφια του τον θησαυρό. Αυτή είναι η εμμονή του, από δω πηγάζει ο ζηλωτισμός του, αυτό είναι το χαρακτηριστικό του: η υπεράσπιση της ελληνορθόδοξης παράδοσης για να σωθούμε φτάνοντας στο εμείς. Μέσα από το ήθος του και την εμπειρία ζωής που καταθέτει συνδεόμαστε με τον τόπο μας, με αξίες που προσπερνάμε και μας διαφεύγουν. Προσωπικά, με έκανε να δω με άλλα μάτια τα ταπεινά και μικρά στη φύση και στο περιβάλλον.

Θέατρο

Γνωρίζουμε ότι στον Κόντογλου μαθήτευσε ο Κάρολος Κουν για την «επιστροφή στο ρωμέικο», όπως έχει καταθέσει ο Μάριος Πλωρίτης, ότι ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία και μετέφρασε τις Πανουργίες του Σκαπέν του Μολιέρου, έργο που παίχτηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1938. Στο Ευλογημένο καταφύγιο ο Καραγκιόζης είναι το μοναδικό θεατρικό είδος που απασχολεί τον συγγραφέα μας όταν σχολιάζει μια είδηση ότι για παραστάσεις στην Αμερική, θα χρησιμοποιηθούν «ηχοληπτικά μηχανήματα», αντί για πανί άθραυστο θολό γυαλί, φιγούρες από γυαλί και κίνηση των φιγούρων με μαγνήτες. Την εποχή αυτή αντιμετωπίζει τη σκηνική πρακτική ως ψέμα και προσποίηση –«ψεύτικη παράσταση της ζωής»–, ως μόδα την οποία αντιγράφουν οι άνθρωποι. Ωστόσο, οφείλω να υπογραμμίσω ότι η ιδιαίτερα θεατρική αντίληψη του Κόντογλου τον οδηγεί στο να δει τον κόσμο ολόκληρο σαν μια σκηνή με ήρωες τους αέρηδες, τα σύννεφα, τ’ αστέρια και το φεγγάρι, τα τζιτζίκια και τους γρύλλους, τα καΐκια και τους λουόμενους στη θάλασσα, μια αντίληψη που τον φέρνει κοντά σε μια κατανόηση που είχαν οι πατέρες της Εκκλησίας για το θέατρο της φύσης. Μια παράσταση της οποίας η σκηνογραφία είναι ζωντανή, αφού τα βουνά έχουν μάτια και σε κοιτάζουν, ένα θέατρο που βλέπει από το παράθυρό του με κουρτίνες που σαν αυλαία ανεμίζουνε, σηκώνονται και ξαναπέφτουνε.

Ιησούς Χριστός

Το ζήτημα είναι να βρει κανείς την αληθινή ζωή κι αυτό, κατά τον Κόντογλου, είναι να βρει τον εαυτό του, που σημαίνει να συνδεθεί και πάλι με τον Χριστό, τον «άρχοντα της ειρήνης». Όλα τα άλλα είναι ματαιότητα και ψεύδος, δυστυχία, τα κάνει ο κενός άνθρωπος για να «ησυχάσει». Στο πλαίσιο αυτό στιγματίζει την ακαδημαϊκή θεολογία και κάθε είδους καπηλεία, και μάλιστα αυτή που έρχεται από καθηγητές που σπούδασαν στην Ευρώπη. Γι’ αυτό τονίζει την πατερική θεολογία, μεταφράζει εδάφια από τον Ιωάννη της Κλίμακας, τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο σε μια καταπληκτική δημοτική.

Κόντογλους

Το επώνυμο του συγγραφέα μας ουσιαστικά είναι το επώνυμο της μητέρας του, ενώ ο αδελφός της ο ιερωμένος Στέφανος τον είχε αναλάβει, αφού είχε ορφανέψει από παιδί. Αποστολέλλης ήταν το όνομα του πατέρα του. Όπως σημειώνει ο Πάσχος, με την επιλογή του ονόματος «Κόντογλου» βρίσκει τον «πραγματικό εαυτό του». Ήδη το 1920 στην πρώτη έκδοση του Πέδρο Καζάς υπογράφει με το όνομα «Κόντογλου».

Λευτεριά

Το 1959 ο Κόντογλου αισθάνεται να είναι σκλαβωμένος από τις ελευθερίες που επαγγέλλεται η ζωή στην αμαρτωλή Βαβυλώνα: «πράσινες, κόκκινες, πνευματικές, υλικές, μοντέρνες, υπαρξιστικές, αθεϊστικές λευτεριές, λευτεριά που αποχτιέται με την απιστία, με τα λεφτά, με την αποχτήνωση, με την αναισθησία, λευτεριά με τις ψευτιές της φιλοσοφίας, λευτεριά με το σκλάβωμα στις μηχανές.» Απομυθοποιεί με άλλα λόγια τις αξίες που προβάλλουν μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, όταν το κράτος ανασυγκροτείται με την κυβέρνηση Καραμανλή. Σνομπάρει τέχνες, μηχανές και επιστήμες που θαυμάζουν οι μάζες την εποχή που δορυφόροι εκτοξεύονται στο διάστημα, ο Σπούτνικ μετέφερε το πρώτο ζωντανό πλάσμα, την αδέσποτη σκυλίτσα Λάικα, και η σελήνη ήταν ο στόχος κατάκτησης των υπερδυνάμεων. Η λευτεριά, κατά τον Κόντογλου, βρίσκεται στη συνάντηση με τον Χριστό.

Μυστήριο

Είναι αυτό το κρυμμένο κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Ειδικά στον Κόντογλου η Ελλάδα αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις λόγω της «ποιητικότητας» που κρύβει το ελληνικό τοπίο: βουνά, θάλασσες, νησιά, λαγκάδια, ποτάμια, δέντρα, βράχια, όλα μοιάζουν σαν ζωντανά, όλα αποκτούν ανθρώπινη διάσταση, ακόμα και οι αέρηδες ο Βορέας, ο Λεβάντες, ο Ζέφυρος κι ο Νότος. Η φαντασία του λαού θα μας πει ότι ζεστάθηκε «από την ποιητική πνοή» της φύσης και την τραγούδησε μοναδικά στο δημοτικό τραγούδι.

Νεότητα

Ο Κόντογλου έφυγε από τον κόσμο το 1965, σε ηλικία 70 ετών. Τα κείμενα του τόμου Ευλογημένο καταφύγιο, που ανήκουν στην τελευταία φάση της ζωής του, μαρτυρούν το σφρίγος, τη διαύγεια και την πνευματική νεότητα του συγγραφέα, όπου η παράδοση δεν λειτουργεί ως κάτι μακρινό αλλά ως ζώσα πραγματικότητα της οποίας αποτελεί μέρος. Έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεται μπροστά σου ένας αγωνιστής που πολεμάει για το δίκαιο, το «τεντωμένο νεύρο», «το θεριό το ανήμερο φυλακισμένο στη στεριά από τη θάλασσα», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο νεανικός του φίλος από το Αϊβαλί Πάνος Βαλσαμάκης.

Ξενιτιά

Ξεκίνησε από την Ανατολή και ήλθε το 1913 στην Ελλάδα να σπουδάσει στην Καλών Τεχνών, έχασε τη μάνα του Δέσποινα και τον θείο του Στέφανο στην καταστροφή του Αϊβαλιού, διέκοψε τις σπουδές και ταξίδεψε στη Γαλλία, Ισπανία και στο Βέλγιο, το 1919 επέστρεψε στο Αϊβαλί και 14 Αυγούστου του 1922 φθάνει στη Μυτιλήνη πρόσφυγας, για να εγκατασταθεί αργότερα κι οριστικά στην περιοχή Κυπριάδου, στα Πατήσια. Ο ξενιτεμός σφράγισε τον Κόντογλου και ο θρήνος για τη χαμένη πατρίδα είναι σταθερός στον στοχασμό του. Ακόμη και στην Αθήνα ζει σαν ξένος. Πολλές φορές αισθάνομαι ότι δεν βρήκε ποτέ στην Ελλάδα αυτό που έχασε στην Ανατολή. Και αυτό το αίσθημα γίνεται εντονότερο όταν τον ακούς να φωνάζει για το ξεπούλημα της ελληνικότητας και να διαπιστώνει ότι ο τόπος γίνεται πνευματική αποικία της Δύσης. Η προσφυγική ιδιότητα του Κόντογλου, αν συνδυαστεί με τον αναχωρητισμό του, είναι κλειδί για την κατανόηση πολλών πτυχών του έργου του, κάτι που μας πηγαίνει πολύ παραπέρα από χαρακτηρισμούς που τον συνδέουν στενά με τη Ρωμιοσύνη και με εθνοκεντρισμούς. «Το σπίτι του ήταν στον ουρανό», όπως έχει πει εύστοχα ο Νίκος Χουλιαράς.

Όραμα

Ο Κόντογλου είχε όραμα στιβαρό και πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Μέσα από τα κείμενά του φανερώνεται ένας κήρυκας για αξίες και ιδανικά, ενοχλητικός για τους έχοντες και κατέχοντες, εξαιρετικά παρηγορητικός για τους πένητες, τους δυστυχισμένους και τους αναζητητές της ουσίας της ύπαρξης, που μας θυμίζει προφήτες της Βίβλου. Το όραμά του το μοιράζεται απευθυνόμενος σε δεύτερο πρόσωπο, συχνά με την προσφώνηση «αδελφέ μου» ή σε πρώτο πληθυντικό, χρησιμοποιώντας προστακτική, εκφράζοντας επιθυμία και ευχή να αγαπήσουμε την καλοσύνη. Το ίδιο ύφος συναντούμε στις επιστολές προς φίλους του, όπως στον Νίκο Καρούζο και τον Κωστή Μπαστιά, όταν νουθετεί, συμβουλεύει και ενθαρρύνει.

Πατρίδα

Με μια πορεία από το Αϊβαλί στην Ελλάδα, στον Άθωνα και την Ευρώπη, η έννοια της πατρίδας αποκτάει στο έργο και τη σκέψη του Κόντογλου μια ξεχωριστή θέση. Η πατρίδα είναι «το καλύτερο σχολειό» και όταν συνειδητοποίησε τη σημασία της, αφού επέστρεψε από την Εσπερία στην Ελλάδα, άρχισε μια μαθητεία με πόθο να διδαχτεί και όχι ως αυθεντία «σαν διορθωτής και σαν προφέσσορας».

Ρεμβασμός

Αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια, εμπειρίες από τις περιπλανήσεις στη Δύση, ονειροπολήσεις και σύγχρονες εικόνες της ζωής του μας παρασύρουν σε έναν ρεμβασμό που μας απομακρύνει από την καθημερινότητα για να μας εισαγάγει σε μια νέα σχέση με τα πράγματα, όπου ανακαλύπτουμε εκ νέου μυρουδιές και αισθήσεις.

Σιωπή

Αναζητεί διαρκώς τη «βλογημένη σιωπή», την «αγιασμένη ερημιά», την ησυχία για να ακούσει το μυστήριο, να ακούσει τις φωνές που έρχονται από αλλού, προσπαθώντας να αντιληφθεί τη φωνή του Θεού που άκουγαν οι ασκητές στην έρημο. Ωστόσο, και το σπίτι του είναι ο τόπος που ησυχάζει από τη βουή του κόσμου και την ταραχή της ζωής.

Ταπεινότητα

Ο Κόντογλου υπερασπίζεται μανικά τη φτώχεια, τα μικρά και τα ταπεινά του κόσμου. Εκεί βλέπει το πρόσωπο του Θεού. Ενάντια στον καταναλωτισμό, ο ίδιος αισθάνεται ότι ανήκει στους «φτωχούς ποιητές», δηλαδή ανήκει σε εκείνη την ομάδα των δημιουργών που έχουν τη γνώση του τρόπου για τη σύνδεση με κάθε τι που υπάρχει τριγύρω, που μπορούν να αγαπήσουν το κάθε τι στο περιβάλλον. Στο θέμα αυτό είναι απόλυτος: δικό σου γίνεται κάτι άμα το αγαπήσεις και όχι όταν το αγοράσεις. «Γίνεται δικό σου γιατί το ζέστανες με την καρδιά σου, και κείνο σου φανερώνει την ψυχή του και μιλά μαζί σου και τ’ αγαπάς και σ’ αγαπά». Τα λεφτά δεν κάνουν τον πλούσιο, οι έγνοιες και οι σκοτούρες που φέρνουν οι αγορές δεν είναι η λύση, αλλά η «θέρμη και η αγάπη που σμίγει τις ψυχές».

Ύφος

Για το ύφος αφιερώνει ο Κόντογλου ένα κείμενο προκειμένου να αποσαφηνίσει τη σημασία του και τη σχέση του με την ουσία των πραγμάτων. Εδώ μιλάει για τη μοναδικότητα του ύφους του κάθε ανθρώπου, που οφείλεται στο γεγονός ότι καθένας είναι ξεχωριστός ως πρόσωπο. Το ύφος εξαρτάται από την ειλικρίνεια, η οποία ωστόσο χάνεται γιατί η μάζα, «το μεγάλο κοπάδι, άντρες και γυναίκες», παγιδεύονται από τη μόδα και καταντούν να προσποιούνται. Ιδιαίτερα, η πρωτοτυπία στον λόγο δεν έχει σχέση τόσο με την τυπική εκπαίδευση, όσο με την ειλικρίνεια της ψυχής που συναντιέται σε κείμενα αγραμμάτων και απλών ανθρώπων και όχι σε λογοτεχνικά στημένα κείμενα συγγραφέων οι οποίοι αλληλοθαυμάζονται, ακολουθώντας «υποσυνείδητα, ψυχολογίες, ρεύματα, συστήματα, τρέλες κάθε λογής». Επιπλέον, δεν διαχωρίζει ύφος και θέμα. Στο πλαίσιο αυτό ξεχωρίζει με παραδείγματα το «Χρονικό του Γαλαξειδίου», τον Παπαδιαμάντη, τον Βεντότη, και τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Οι άλλοι είναι «φωνακλάδες, θεατρίνοι βαθυστόχαστοι».

Φύση

Η φύση στο έργο του Κόντογλου είναι η θεραπεία στο τραύμα που προκαλεί η ταραχή και η ζάλη της πολιτείας. Το πρώτο κείμενο που ανοίγει το βιβλίο περιγράφει τις απλές χαρές του καλοκαιριού που θα ζήλευε κάθε εναλλακτικός σήμερα, αφού είναι σαν μανιφέστο ενός τουρισμού που επιδιώκει την απόλαυση μέσα από τη λιτότητα και την ολιγάρκεια, μέσα από την ένταξη στο περιβάλλον και τη συμφιλίωση με τη θάλασσα, τον ήλιο, τις πέτρες, τη χλωρίδα και την πανίδα. Μια άλλη σχέση, όπου αφήνεσαι στον ρυθμό και τη ζωή μακριά από τον πολιτισμό: «Έκανα μια βόλτα απάνω στο βασίλειό μου. Η κάθε πέτρα, το κάθε χορτάρι, ο κάθε μέρμηγκας, η κάθε ακρίδα, σαν να με γνώριζε, σα να μου μιλούσε. Άναβα ένα τσιγάρο, μάζευα τα καλάθια μου, τα σύνεργά μου, τα πλούτη μου, τον ίδρωτά μου, τά ʼβαζα μέσα στη βάρκα, έπαιρνα απάνω την άγκυρα, άνοιγα το πανί και καθόμουνα στο τιμόνι». Και τότε ένιωθε ότι καβαλίκευε ένα φτερωτό άλογο της Χαλιμάς. Με τη φύση βρίσκεται σε μια διαρκή συνομιλία, σε μια διαρκή ερωτική σχέση. Βλέπει ένα μικρό βραχάκι, κάθεται κοντά του και το κοιτάζει σαν να είναι κάτι σπάνιο και τα αισθήματα ξεχειλίζουν: «Και καταλάβαινα, πως και κείνο ένοιωθε πως το κοιτάζω, και πως τ’ αγαπώ, και πως με κοίταζε και μ’ αγαπούσε και κείνο. Κ’ ένοιωθα, πως μας κοίταζε και τους δυο μας Εκείνος που μας έπλασε». Αυτή η σχέση φθάνει μέχρι την ταύτιση: «Ανοίγω τα μάτια μου, κ’ η ματιά μου πέφτει απάνω σ’ ένα δεντράκι, σ’ ένα αγριοπρινάρι, που στέκεται στην κορφή του βραχόβουνου, που στέκεται από πίσω από την έρημη ακροθαλασσιά. Και κείνο κάθεται ολομόναχο, και συλλογίζεται, έρημο, αζύγωτο. Κανένας δεν θα το κοίταξε στον αιώνα, κανενός η ματιά δεν σταμάτησε απάνω του ποτές. Ίσως να το κοίταξα εγώ πρώτος αυτό το ρημοδέντρι, κ’ έγινα ένα μ’ αυτό. Ναι, εγώ ο ίδιος είμαι κείνο το δεντράκι». Nά μια άλλη ενσυναίσθηση, οικολογική. Η ψυχή υπάρχει μέσα σε όλα τα φυσικά όντα και φαινόμενα. Όπως θα παρατηρήσει ο Νίκος Χουλιαράς, στον Κόντογλου «ο θεός κατοικεί στους ανθρώπους και είναι πάρα πολύ κοντά στα πιο μικρά πράγματα». Πράγματι, ο Κόντογλου ανακαλύπτει το μυστήριο σε εκείνα που οι περισσότεροι θεωρούν τιποτένια, μιλάει με τις πέτρες και το φως, εξυψώνει τα ελάχιστα, μας προσφέρει μια οικολογική θεώρηση, γιατί πιστεύει ότι ο Χριστός όταν είπε τη φράση «Ο ταπεινών εαυτόν, υψωθήσεται» αναφερόταν σε όλα τα κτίσματα και όχι αποκλειστικά στους ανθρώπους!

Χρόνος

Μέσα από μια ριζικά νέα σχέση που αποκτά με τη φύση και τον Θεό, ο χρόνος αποκτά μια άλλη σημασία. Είναι ανύπαρκτος για τον μέλλοντα αιώνα. Στο παρόν «είναι ίσκιος της φαντασίας», τονίζοντας ότι αυτό που υπάρχει είναι ο θάνατος.

Ψέμα

Το ψέμα που τρέφει τον άνθρωπο είναι όταν πιστεύει ότι ζωή είναι οι σκοτούρες και οι έγνοιες, ενώ θα μας πει ότι «Ζωή είναι η από μέσα αίσθηση του κόσμου, που έχει ο άνθρωπος!», να μπορεί να μένει μόνος με τον εαυτό του, να γαληνεύει και να ησυχάζει. Η φιλοσοφία του για την αλήθεια που καλείται να ζήσει ο άνθρωπος, είναι η απελευθέρωση από την «τρέλα του Μαμωνά» και η απαλλαγή από τις πολλές φροντίδες και την υπερδραστηριότητα.

Ωραιότης

Όλα κατατείνουν στο κάλλος. Στην ομορφιά, είτε αυτή είναι ορατή μέσα από την ύλη είτε αυτή είναι κρυμμένη στον άνθρωπο. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς για έναν μοναδικό ποιητή της γλώσσας και του χρωστήρα, όπως είναι ο Κόντογλου.

Με αυτές τις λέξεις κλειδιά που κατέγραψα, διαπιστώνω ότι ο Κόντογλου στο Ευλογημένο καταφύγιο βιώνει ως καλλιτέχνης και ως διανοούμενος μια μετάβαση. Γνωρίζει πολύ καλά τι συμβαίνει γύρω του, καταγράφοντας το τέλος μιας ολόκληρης εποχής στην οποία ανήκει, την οποία υποστηρίζει, για την οποία παθιάζεται. Σε αυτή την εποχή ο λαός ήταν το κριτήριο για τα πάντα. Όταν πλέον ο λαός δεν δημιουργεί τραγούδια, όταν η φωνή μεταφέρεται μηχανικά σε όλη την Ελλάδα, όταν τα πάντα τυποποιούνται και μεταλλάσσονται, όταν χαλιέται ο κόσμος, για τον Κόντογλου, απλώνεται παντού η ομοιομορφία. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, το ζητούμενο της πρωτοτυπίας, κάνει επίκαιρο το βιβλίο και η ανάγνωσή του είναι μια ευκαιρία να εκτιμήσουμε εκ νέου τον Αϊβαλιώτη συγγραφέα και στοχαστή, ο οποίος δεν νοιάστηκε να εκτιμηθεί ως μοντέρνος και επίκαιρος ή να ενταχθεί σε γενιές και σχολές, παραμένοντας διαχρονικός και γοητευτικός.

⸙⸙⸙

[Η πρώτη μορφή του κειμένου διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Δημαρχείο της Αθήνας, στις 9 Απριλίου 2002).]

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή