Το κείμενο που ακολουθεί –μεταφρασμένο από τα γαλλικά– είναι απόσπασμα δοκιμίου στο οποίο επιχειρώ μια συγκριτική προσέγγιση του Camus με τον Σεφέρη (παραγγελία των εκδόσεων La tête à l’envers), με τίτλο: Καμύ – Σεφέρης: ζήτημα φωτός. Αυτή η εργασία βρίσκεται ακόμα στα σκαριά. Προδημοσιεύω, ωστόσο, τούτο το απόσπασμα, που επικεντρώνεται κυρίως στον Σεφέρη και σε πράγματα γενικά γνωστά στον Έλληνα αναγνώστη, για να δείξω –και πρώτα να δοκιμάσω– πώς η νεοελληνική πολιτιστική παράδοση μπορεί να γίνει οικειότερη σ’ ένα ξενόγλωσσο κοινό, όταν φωτίζεται σε αντιδιαστολή με τη δική του κουλτούρα. Πιθανότατα αυτό τη φωτίζει αλλιώς και στα δικά μας μάτια.
Πόσο διαφορετικές μας φαίνονται οι ιδιοσυγκρασίες και οι βιογραφικές πορείες των δύο δημιουργών! Ο Καμύ, παιδί της φτώχειας, εξωστρεφές και διψασμένο για μάθηση από τα πρώτα χρόνια του σχολείου, αυθόρμητα αλληλέγγυο με την εργατική τάξη, έλκεται σύντομα από την πολιτική δράση. Στα είκοσι δύο του χρόνια εγγράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα της Αλγερίας. Και, μολονότι θα απομακρυνθεί πολύ σύντομα από αυτό, αδυνατώντας να υποφέρει τη σταλινική νοοτροπία, θα μείνει πάντα στην Αριστερά, «ενάντια σ’ εκείνην κι ενάντια σ’ εμένα», θα πει αργότερα. Θα αναμιχθεί, θέλει δεν θέλει, σε όλες τις ιδεολογικές διαμάχες του καιρού του. Εκπληκτικά δραστήριος, παρ’ όλη τη φυματίωση που θα τον βασανίσει από τα δεκαεφτά του χρόνια ως το τέλος της ζωής του, θα έχει μια διαρκή παρουσία σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής, αρχικά στην Αλγερία, έπειτα στη Γαλλία: μαχητικός δημοσιογράφος, θεατράνθρωπος, αντιστασιακός στη διάρκεια της Κατοχής, ακάματος υπερασπιστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε κάθε χώρα όπου παραβιάζονται· και βέβαια μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και φιλόσοφος, ακόμα κι αν αρνήθηκε αυτή την ιδιότητα (αλλά πώς να παραβλέψουμε τον φιλοσοφικό χαρακτήρα του Μύθου του Σισύφου ή του Επαναστατημένου ανθρώπου;). Έτσι, θα γίνει, χάρη και στην πρώιμη διεθνή του φήμη, ένας από τους μείζονες Γάλλους διανοούμενους των δεκαετιών 1940 και 1950.
Στους αντίποδες, ο Σεφέρης θα δοκιμάσει σε όλη του τη ζωή μια τέτοια αηδία για την πολιτικάντικη πολιτική, όπως την έζησε πρώτα πρώτα ως διπλωματικός στην ίδια του τη χώρα, ώστε θα μείνει μακριά από κάθε πολιτική δράση ξένη προς την υπηρεσιακή του ιδιότητα. Η αποστροφή του εκδηλώνεται στα δεκατέσσερά του χρόνια, όταν, φτάνοντας από τη γενέθλια Σμύρνη στην Αθήνα, ακούει κάποιους συμμαθητές του να τον αποκαλούν «τουρκόσπορο» και βιώνει με φρίκη τα Νοεμβριανά του 1916 και το «ανάθεμα» του Βενιζέλου. Από εκείνη τη στιγμή, η ελληνική πολιτική ζωή θα σημαδευτεί από μια σειρά αδελφοκτόνων διχασμών και εμφύλιων πολέμων, ματαιώσεων και καταρρεύσεων, που θα ρημάζουν περιοδικά τον τόπο.
Ετούτα δεν σημαίνουν διόλου ότι ο ποιητής είναι αδιάφορος για την πολιτική ζωή της Ελλάδας και της Ευρώπης – θα δούμε, αντίθετα, ότι νοιάζεται βαθύτατα γι’ αυτές και πασχίζει με όποιο τρόπο του προσφέρει η διπλωματική δουλειά του να υπηρετήσει όσο τιμιότερα μπορεί τη χώρα του. Εκείνο που τον απωθεί είναι οι φανατισμένες πολιτικές και ιδεολογικές έριδες των ολοκληρωτικών καθεστώτων του μεσοπολέμου (ο ίδιος τα αποκαλούσε «πολιτικές ορθοδοξίες») που θα μολύνουν ως το τέλος της ζωής του την Ευρώπη και τον κόσμο. Αισθάνεται απλώς δημοκράτης, στην πρώτη ελληνική σημασία της λέξης, με τη συνείδηση ότι κι αυτή η λέξη έχει τόσο εξευτελιστεί στον καιρό του ώστε να του επιβάλλει ως κανόνα ζωής «να μην ανήκει σε κανένα κόμμα». Έτσι κι αλλιώς, δεν φιλοδόξησε ποτέ να γίνει δάσκαλος του λαού του· πολύ περισσότερο που μένει σταθερά καχύποπτος απέναντι στα κλειστά φιλοσοφικά συστήματα και στις αφηρημένες ιδέες. «Η δουλειά μου δεν είναι οι αφηρημένες ιδέες, αλλά ν’ ακούω τι μου λένε τα πράγματα του κόσμου, να κοιτάζω πώς συμπλέκονται με την ψυχή μου και με το σώμα μου και να τα εκφράζω», γράφει χαρακτηριστικά. Δεν είναι περίεργο ότι η διαβεβαίωση του Καμύ πως «σκέφτεται σύμφωνα με τις λέξεις κι όχι σύμφωνα με τις ιδέες» (μια φράση την οποία αντιγράφει, διόλου τυχαία, στο δικό του ημερολόγιο ο Σεφέρης), ταιριάζει καλύτερα στον Έλληνα ποιητή απ’ όσο στον Γάλλο συγγραφέα.
Θα μπορούσε, ωστόσο, να αναρωτηθεί κανείς ποιο είναι το μερίδιο της γλώσσας και της πολιτιστικής παράδοσης της κάθε χώρας σ’ αυτές τις σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στους δύο δημιουργούς.
Ο Καμύ οφείλει την παιδεία του στο ρεπουμπλικανικό και εκκοσμικευμένο γαλλικό σχολείο που θα του ανοίξει τα μάτια στον κόσμο και θα του επιτρέψει να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο. Η πνευματική του διαμόρφωση πρέπει επομένως να ιδωθεί πέρα από τον διχασμό του ανάμεσα στην Αλγερία και τη Γαλλία, όπως θα το αναγνωρίσει ο ίδιος, όταν, χωρίς να απαρνηθεί τη «σωματική πατρίδα» του, θα γράψει αργότερα: «Ναι, έχω μια πατρίδα, τη γαλλική γλώσσα». Αυτή η γλώσσα και η μεγάλη και πολύμορφη λογοτεχνία της από τον Μονταίνιο και τον Ρονσάρ ως τον Προυστ, τον Ζιντ και τον Μαλρώ, θα του επιτρέψουν να σφυρηλατήσει το δικό του ύφος, ένα ύφος διαυγές και «κλασικό», ενίοτε εμφατικά λυρικό για το οποίο κάποιοι τον επέκριναν –σάμπως η γλαφυρότητα της γραφής να ήταν ασυμβίβαστη με την ακρίβεια και το βάθος της σκέψης. Το βέβαιο είναι ότι, γράφοντας σ’ αυτή τη γλώσσα που είναι ακόμα στον καιρό του οικουμενική, γνωρίζει ότι τα γραπτά του θα διαβαστούν από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Πράγμα που θα συμβεί όταν θα γίνει παγκόσμια γνωστός. Αυτό θα εξασφαλίσει ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό σε κάθε του γραπτό, είτε απευθύνεται στη γαλλική είτε στη διεθνή κοινή γνώμη.
Κάτι τέτοιο δεν ισχύει φυσικά στην περίπτωση του Σεφέρη, ο οποίος γράφει σε μια γλώσσα, επίσης οικουμενική στην αρχαιότητα, αλλά τόσο «μικρή» στην εποχή μας ώστε να τη μιλούν μόλις λίγοι περισσότεροι από δέκα εκατομμύρια ομιλητές στον κόσμο. Αν προσθέσουμε ότι το ποιητικό του έργο ήταν δύσκολα προσιτό στους πολλούς, καταλαβαίνουμε ότι ο ίδιος το παρομοίαζε με μια μποτίλια στο πέλαγο. Και παρ’ όλο τον «σωματικό» δεσμό του με αυτή τη γλώσσα, θα έχει την ταπεινοφροσύνη να γράψει και να διαβάσει την ομιλία του στην απονομή του βραβείου Νόμπελ στα 1963, στα γαλλικά, υπογραμμίζοντας συνάμα την αντίφαση του πράγματος, αφού η Σουηδική Ακαδημία τον είχε τιμήσει για την προσπάθεια στη δική του γλώσσα. Διπλός φόρος τιμής στα γαλλικά και στα ελληνικά!
*
Αλλά το ζήτημα της γλώσσας στο σεφερικό έργο με οδηγεί σε μια παρέκβαση η οποία, ξεκινώντας από την «αντίφαση» που μόλις αναφέρθηκε, θα επιτρέψει στον γαλλόφωνο αναγνώστη να εξοικειωθεί λίγο καλύτερα με τη μάλλον άγνωστη για κείνον χώρα της νεοελληνικής κουλτούρας.
Σημείωσα ήδη την αφετηριακή σχέση του Σεφέρη, από τα παιδικά του χρόνια, με τη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία. Θα τις αφομοιώσει σε βάθος, ζώντας από τα τέλη του 1918 ως τις αρχές του 1925 στο Παρίσι, όπου σπουδάζει (ανόρεχτα) τη νομική επιστήμη και (με πάθος) τη μεγάλη παράδοση της Γαλλίας, από τον Βιγιόν, τον Ραμπελαί και τον Μονταίνιο ως τον Λαφόργκ, τον Ζιντ και τον Βαλερί. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι, επιστρέφοντας στην Αθήνα, αυτός ο Σμυρνιός, που ήταν τόσο λίγο εξοικειωμένος με την ελληνική πρωτεύουσα, αισθάνεται εκτός τόπου σ’ ένα λογοτεχνικό περιβάλλον που του φαίνεται εξωτικό, παρά την ύπαρξη μεγάλων ποιητών όπως ο Παλαμάς και ο Σικελιανός, τους οποίους σέβεται βαθιά αλλά θεωρεί ξένους προς την ιδιοσυγκρασία του. Συλλογίζεται ότι θα του ήταν ευκολότερο να γράψει στα γαλλικά –όπως ήταν ευκολότερο να γράψει στα ιταλικά ο μεγάλος πρόδρομός του Διονύσιος Σολωμός, γεννημένος στα τέλη του 18ου αιώνα στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο και σπουδασμένος στην Ιταλία. Όπως εκείνος, όμως, αισθάνεται την επιτακτική ανάγκη να πιει από την πηγή της μητρικής του γλώσσας· κάτι που σημαίνει τελικά (θα το καταλάβουμε σύντομα) να την ξαναμάθει από την αρχή, πληρώνοντας ακριβό τίμημα. Ας μην ξεχνάμε, πρώτα, ότι κι αυτός, όπως ο Καβάφης και πριν από εκείνους ο Σολωμός (ο οποίος δεν πάτησε ποτέ το έδαφος του ελληνικού κράτους) έρχονται από τη νεοελληνική διασπορά, ο πολιτιστικός πλούτος και η ποικιλία της οποίας δεν είχαν ομοιογενοποιηθεί πριν από τη δημιουργία του νέου συγκεντρωτικού εθνικού κράτους.
Σε αντίθεση με τον Καμύ, που φέρεται εντελώς φυσιολογικά από τη λογοτεχνική γαλλική γλώσσα, ο Σεφέρης είναι λοιπόν αναγκασμένος να κατακτήσει τη γλώσσα του· όχι για να την ιδιοποιηθεί σε όλη την πολυφωνική της ποικιλομορφία, αλλά για να αντλήσει από τα βάθη της τη δική του φωνή. Έτσι θα γίνει αυτοδίδακτος (όχι μόνο στο πεδίο της γλώσσας), όπως θα το τονίζει κάθε τόσο. Ξέρει καλά ότι η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται, όπως θα πει στη Στοκχόλμη. Αλλά ξέρει άλλο τόσο ότι η γλώσσα –κάθε γλώσσα– είναι μια διαρκής, αδιάκοπα ανανεούμενη ομαδική, δηλαδή πρωταρχικά προφορική, δημιουργία, την οποία ο ποιητής βρίσκει μπροστά του και οφείλει να τη σεβαστεί προτού λαξέψει στον κορμό της την προσωπική του περιοχή όπου ο επαρκής αναγνώστης θα αναγνωρίσει πολλές άλλες φωνές. Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, στοχάζεται σ’ ένα από τα στερνά του ποιήματα. Να, όμως, που ζει σε ένα κράτος (το οποίο μάλιστα υπηρετεί) που επιβάλλει στη δημόσια ζωή και στην παιδεία μια γλώσσα αρχαΐζουσα, κληρονομημένη από την αλεξανδρινή και τη βυζαντινή, αλλά σε μεγάλο βαθμό τεχνητή, αφού δεν μιλιόταν από τον λαό του 19ου και του 20ού αιώνα, ούτε κατά βάθος μιλήθηκε ποτέ σ’ αυτή τη μορφή. Μια γλώσσα, επομένως, ξένη για την πλειονότητα των απλών ανθρώπων, που θα μολύνονταν ωστόσο συνεχώς από την επίσημη καθαρεύουσα, όπως το επισημαίνει συχνά με πόνο ο Σεφέρης.
Τι μπορεί λοιπόν να κάνει ένας ποιητής της δικής του γενιάς παρά να αναβαπτιστεί στη γλώσσα του λαού του; Αυτό ακριβώς δοκιμάζει ο Σεφέρης. Ξαναγυρίζει κάθε τόσο στην προφορική ποίηση του δημοτικού τραγουδιού που άνθισε λαμπρά στην Ελλάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και στην ολοζώντανη γλώσσα της Κρητικής Αναγέννησης του 17ου αιώνα, παλεύοντας την ίδια στιγμή να αποφύγει τη μοίρα του Σολωμού, ο οποίος μας άφησε προπάντων αριστουργηματικά σπαράγματα χωρίς να ολοκληρώσει το έργο που σπαρταρούσε μέσα του. Ευτυχώς, η ελληνική γλώσσα είχε κάνει, στο μεταξύ, σημαντικά βήματα στη λογοτεχνία. Μάρτυρας ένας Παπαδιαμάντης, που κατόρθωσε να μπολιάσει στην καθαρεύουσα τη ζωντανή λαλιά του νησιού του, τη μαγεία των ύμνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ακόμα και κάποια αειθαλή στοιχεία του ομηρικού ιδιώματος. Ή ένας Καβάφης, που εμφύσησε στη λόγια αστική γλώσσα της γενέθλιάς του Κωνσταντινούπολης, την παράδοση της ελληνικής, αλεξανδρινής και βυζαντινής γραμματείας αλλά και τη λαϊκή ιδιόλεκτο της σύγχρονής του Αλεξάνδρειας, δημιουργώντας με αυτό το αλλόκοτο κράμα την ανεπανάληπτα προσωπική του γλώσσα. Όσο για τον Σεφέρη, έθρεψε μια ποίηση, που θεωρήθηκε στον καιρό της πρότυπο μοντερνιστικής πρωτοπορίας, με την πιο καθαρή γλώσσα του λαού του, όπως την πρωτάκουσε στα παιδικά του χρόνια από τους ψαράδες του Βουρλά και την ξαναβρήκε στον Ερωτόκριτο. Αυτή η αγάπη για τον λαϊκό λόγο θα τον εμψυχώνει σε όλη του τη ζωή. «Η κουβέντα ενός βαρκάρη, η χειρονομία ενός ψαρά, έχουν ένα κύρος για μένα που δεν ένιωσα παρά πολύ σπάνια στη συναναστροφή τόσων υπουργών, λ.χ., ή καθηγητών ή διανοουμένων. Εκείνοι ανήκουν, και σήμερα ακόμη, σ’ έναν τελετουργικό κόσμο. Ενώ τούτοι…», σημειώνει το καλοκαίρι του 1946. Αυτή η παρατήρηση στηρίζεται σε μια μακρόχρονη εμπειρία αυθόρμητης συμπάθειας για τους λαϊκούς ανθρώπους του τόπου του, ανάμεσα στους οποίους αναγνώριζε συχνά κάποιους αληθινούς «άρχοντες της φτώχειας», και ισχυρής αποστροφής για τα περισσότερα δημόσια πρόσωπα με τα οποία συγχρωτιζόταν καθημερινά, που άφηναν συνήθως μέσα του μιαν αίσθηση μετριότητας και κενολογίας.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ η κληρονομική αριστοκρατία είναι άγνωστη στη νεότερη Ελλάδα, η αστική κουλτούρα –που ήρθε καθυστερημένα από τη δυτική Ευρώπη στην αδιαμόρφωτη ακόμα κοινωνία του νεοσύστατου κράτους της– μένει ακόμα πολύ πιο επιφανειακή από έναν λαϊκό πολιτισμό, οι ρίζες του οποίου φτάνουν ως την απόμακρη αρχαιότητα. Αυτή η ιστορική πραγματικότητα δικαιώνει τη στάση του Σεφέρη, ιδίως αν αναλογιστούμε την άποψη του Καμύ ότι οι δύο πηγές του πολιτισμού είναι η αριστοκρατία και ο λαός – στους νεότερους χρόνους ιδίως ο λαός. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Έλληνας ποιητής αναγνώρισε έναν από τους καλύτερους δασκάλους του στο πρόσωπο ενός αγράμματου οπλαρχηγού της ελληνικής Επανάστασης του 1821, του Μακρυγιάννη, που έμαθε γράμματα στα τριάντα πέντε χρόνια του για να γράψει τα Απομνημονεύματά του: ένα αριστούργημα της ελληνικής πεζογραφίας που μου έμαθε, λέει θαρρετά ο Σεφέρης, για τον τόπο μας και για τον άνθρωπο, περισσότερα απ’ όσα όλοι οι ρομαντικο-κλασσικιστές καθαρολόγοι ποιητές του ελληνικού 19ου αιώνα, οι οποίοι εκφράζονταν σε μια γλώσσα ταυτόχρονα στομφώδη και αναιμική. Στους αντίποδες ο Μακρυγιάννης ενσαρκώνει το εκπληκτικό οξύμωρο –διόλου σπάνιο στην Ελλάδα– ενός αγράμματου συγγραφέα! Με παρόμοιο τρόπο ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος –άλλη μια «ανακάλυψη» της γενιάς του ’30, στην οποία ανήκει ο Σεφέρης– αποκαλύπτεται, όσο αδέξιο και απλοϊκό κι αν είναι το σχέδιό του, ένας γνήσιος δημιουργός, ο οποίος, μ’ ένα ζηλευτό κράμα πληθωρικής φαντασίας και χρωματικής διαύγειας κατάφερε να αναστήσει μπρος στα μάτια μας με απίστευτη ζωντάνια τους μύθους και την ιστορία της Ελλάδας όλων των εποχών.
Αυτή η θαυμαστή γλωσσική και πολιτισμική διάρκεια έθρεψε την ευαισθησία, τον στοχασμό και την ποιητική έκφραση του Σεφέρη· και πρώτα πρώτα γιατί του επέτρεψε να καταλάβει τους αρχαίους πιο βαθιά απ’ όσα έμαθε σε όλες τις σοφές πραγματείες περί αρχαιότητας. Γράφει: «Είναι σπουδαίο το δίδαγμα που αντλεί κανείς όταν λάβει τον κόπο να κοιτάξει αυτή την ατέλειωτη περιπέτεια. Το δημοτικό τραγούδι να φωτίζει τον Όμηρο και ο Αισχύλος να συμπληρώνεται από το δημοτικό τραγούδι στην ευαισθησία ενός και του ίδιου ανθρώπου, δεν είναι λίγο πράγμα –κι αυτό μόνο στην Ελλάδα μπορεί να γίνει». Για να προσθέσει αμέσως: «Μιλώ χωρίς υπεροψία, γιατί δεν ξεχνώ πως μόνο στην Ελλάδα μπορούν να γίνουν ακόμη τα πιο απίστευτα παραστρατήματα».
Έτσι, το θάμβος του απέναντι στο θαύμα αυτού του τόπου δεν μπορεί να ιδωθεί ξεχωριστά από την οδύνη που του προξενεί η τραγωδία του. Ας θυμηθούμε τον εμβληματικό στίχο: Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Πόσα βιώματα αντηχούν στο τελευταίο ρήμα: τραύμα, πόνος, νοσταλγία, αποκαρδίωση, απελπισία, αγάπη… Εκείνο που τον πληγώνει είναι (δεν θα πάψει να το τονίζει) ο ασίγαστος καημός του για έναν λαό τόσο ζωντανό, τόσο πλούσιο σε δυνατότητες, που η ζωντάνια του δεν κατορθώνει να «σαρκωθεί» στον καιρό μας. Και στο βάθος της ψυχής του αισθάνεται ίσως κι ο ίδιος υπόλογος γι’ αυτό, αφού το νεοελληνικό κράτος, με όλες τις κακοδαιμονίες του, είναι πρώτα πρώτα δημιούργημα της δικής του κοινωνικής τάξης. Ήταν λοιπόν ο Σεφέρης «προδότης της τάξης του»; Κάτι τέτοιο μοιάζει εντελώς ασυμβίβαστο με την ιδιοσυγκρασία του. Οπωσδήποτε, όμως, ένιωθε μόνιμα ξένος μέσα στην επίσημη Ελλάδα, την οποία οικοδομούσε αυτή η τάξη. Γι’ αυτό θα ήταν τελείως λαθεμένο να ταυτίσουμε τη σωματική αγάπη του για τον τόπο με οποιονδήποτε σωβινισμό. Το μαρτυρούν τούτες οι γραμμές από το ημερολόγιό του της 5ης του Γενάρη 1938:
«Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει.
»Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό. Ό,τι από την Ελλάδα μ’ εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί.
»Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες· ήταν για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός – αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα.
»Δεν πιστεύω σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων – πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, σ’ αυτή τη γλώσσα.
»Γι’ αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα».
Ιδεαλισμός; Ασφαλώς όχι. Για εκείνον, που δεν ξεχώρισε ποτέ την ψυχή από το σώμα του ανθρώπου, δεν υπάρχει ιδέα που να μην είναι ενσαρκωμένη. Και το ίδιο συμβαίνει για τη σχέση φύσης και πολιτισμού, ένα ζεύγος που το αισθάνεται ως αδιάσπαστο όλον, συστατικά του οποίου είναι αξεχώριστα το ανθρώπινο και το θεϊκό στοιχείο. Παραθέτω πάλι: «Είναι κανείς στην Ελλάδα πιο φίλος, πιο οικείος με το σύμπαν. Είναι δύσκολο να το εκφράσω. Μια ιδέα γίνεται πράγμα με καταπληκτική ευκολία. Θαρρείς πως σαρκώνεται σχεδόν φυσιολογικά πάνω στην αράχνη του ήλιου. Όπως, αντίθετα, καμιά φορά δεν μπορείς να πεις αν το αντικρινό σου βουνό είναι πέτρα ή χειρονομία. Ο μη ενσαρκωμένος λόγος είναι κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις μου…». Δεν βρισκόμαστε μακριά από το «Πάντα πλήρη θεών» του Θαλή, στο οποίο ο Σεφέρης αφιέρωσε το στερνό δοκίμιό του.
Βλέπουμε πως, αν η πιο φανερή ενσάρκωση του «ελληνισμού» βρίσκεται στην ελληνική γλώσσα, το ήθος του δεν εξαντλείται στο δικό της πεδίο· είναι το ανθρώπινο ήθος της κοινότητας αμέτρητων γενεών που δεν έπαψαν να τη μιλούν διαχρονικά… Κι αν αυτό το ήθος σήμερα κινδυνεύει, είτε λόγω της αποτυχίας της ηγετικής νεοελληνικής τάξης να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων είτε λόγω της πρωτοφανούς ύβρεως του νεωτερικού κόσμου που δεν άφησε απείραχτη καμία χώρα, κάποιοι άνθρωποι σαν τον Σεφέρη νιώθουν πάντα ότι σ’ αυτόν τον λαό «μένει μαγιά», σύμφωνα με την έκφραση του Μακρυγιάννη.
Εκείνο πάντως που μου φαίνεται συναρπαστικό σ’ αυτή την ιστορία είναι ότι, ανιχνεύοντας με τον τρόπο του τις κρυφές δυνατότητες της γλώσσας του, ο Σεφέρης πέτυχε να μπολιάσει την αδιαμφισβήτητα νεωτερική του ποίηση με αυτό το συλλογικό ήθος ή τουλάχιστον με τη «μαγιά» του. Κι ετούτο απελευθέρωσε το έργο του από τον λυρικό, μελαγχολικό ή ειρωνικό υποκειμενισμό των πρώτων ποιητικών του δοκιμών, ανοίγοντάς το στον ορίζοντα ενός ασύγκριτα ευρύτερου και βαθύτερου δράματος: της Οδύσσειας της Ελλάδας και της οικουμένης στον καιρό μας. Έτσι κατόρθωσε εντυπωσιακά τη λογοτεχνική μετάβαση από το «εγώ» στο «εμείς», όπως τον καλούσε να το πράξει ακόμα μια φορά ο δάσκαλός του ο Μακρυγιάννης. Κι αν το αυτοβιογραφικό «εγώ» επανέρχεται συχνά ως τα ύστερα ποιήματά του, είναι πάντα ένα εγώ που μιλάει για τους άλλους και με τους άλλους, κατανοεί και περιλαμβάνει τους άλλους.
Αυτό σημαίνει ότι τον κυνηγάει πάντα η αίσθηση ενός χρέους: χρέους προς την τέχνη του («ο ποιητής είναι […] από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης», γράφει κάπου)· χρέους προς τον λαό του (το διαχρονικό δράμα του οποίου το έζησε στο πετσί του ο ίδιος όταν αποκόπηκε για πάντα από τις ρίζες του)· χρέους προς τη βασανισμένη ανθρωπότητα του καιρού του. Το φορτίο ήταν ασφαλώς υπέρμετρα βαρύ για έναν άνθρωπο, που ήξερε καλά ότι
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες
αλλά είχε άλλη επιλογή; Ας τον ακούσουμε ξανά:
—τούτες τις πέτρες, τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Του έμενε μόνο να συνεχίσει τη σισύφεια δουλειά του προσμένοντας (θα το ευχηθεί συχνά) «να έρθουν οι καλύτεροι», όχι χωρίς να τους προειδοποιήσει ότι δεν έχουμε καιρό. Είχε την οξύτατη συνείδηση ότι ο πολιτισμός μας, ελληνικός, ευρωπαϊκός ή παγκόσμιος βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο.
Αυτή η ενστικτώδης ηθική επιταγή που την αισθάνομαι αχώριστη από το τραγικό του αίσθημα της Ιστορίας, δικαιώνει, θαρρώ, την πεποίθησή μου ότι τελικά έχουμε να κάνουμε μ’ έναν γνήσια και βαθιά πολιτικό ποιητή (τι ειρωνεία, γι’ αυτόν που πίστεψε τόσο λίγο στην τρέχουσα πολιτική!): θέλω να πω μ’ έναν καλλιτέχνη που έχει πρωταρχικά την έγνοια της πόλεως και των ανθρώπινων εμείς που ετούτη αγκαλιάζει. Και από αυτό το μονοπάτι ο Σεφέρης συναντάει τον Καμύ. «Εξεγείρομαι, άρα υπάρχουμε» έγραφε εκείνος. «Δημιουργώ, άρα υπάρχουμε», θα μπορούσε να πει ο Σεφέρης. Άραγε η δημιουργία δεν είναι μια εξέγερση ενάντια στον παραλογισμό της Ιστορίας;