Ναι, είχα καλή τύχη στη ζωή μου, καλό ριζικό. Και προσπάθησα κι εγώ να το τιμήσω και να περπατήσω, όσο γίνεται, με σταθερά βήματα. Κι αυτό, όσο το πέτυχα, είναι πρωτίστως επειδή ευτύχησα να βρεθώ σε καλά περιβάλλοντα. Και προσωπικά –οικογενειακά, ή όπως θέλετε πέστε τα–, και επιστημονικά.
Ξεκινάω από τα παιδικά μου χρόνια· ήταν καλό, πολύ καλό το δημοτικό σχολείο –ένα γνωστό ιδιωτικό, της Μίνας Αηδονοπούλου. Ήμασταν στη πρώτη τάξη, αρχή-αρχή, μόλις που είχαμε πιάσει το Αναγνωστικό. Η δασκάλα το άνοιξε μπροστά μας, χάιδεψε μια δεξιά σελίδα, και ρώτησε, «πώς το λέμε αυτό;». Όλ’ η τάξη ψιθύρισε «φύλλο»· ακούστηκε όμως κι ένα «σελίδα». «Όχι φύλλο, σελίδα!», είπε η δασκάλα, «φύλλο είναι αυτό», κι έπιασε με τα δάχτυλα το φύλλο και μας το κούνησε μπροστά στα μάτια μας. Όταν στο πανεπιστήμιο, στις εξετάσεις, φοιτητές και φοιτήτριες σηκώνοντας το χέρι μού ζητούσαν, «Μπορείτε να μου δώσετε μια σελίδα;», δαγκωνόμουνα. Από την πρώτη μέρα του σχολείου μού το είχαν μάθει. Μου είχαν δηλαδή μάθει κάτι περισσότερο, πως στο κάθε αντικείμενο αντιστοιχεί μια προσδιοριστική ονομασία και πως η σαφήνεια του δικού μου λόγου καθιστά καλύτερη την επαφή μου με τον απέναντι. Μετά το καλό δημοτικό, ένα κακό δημόσιο γυμνάσιο κι ένα μέτριο ιδιωτικό λύκειο δεν μπόρεσαν να καταστρέψουν τις γερές παιδικές εμπειρίες και γνώσεις. Έτσι, παρά τα αμέτρητα και ουσιαστικά κενά μου, μπόρεσα να εκμεταλλευθώ τις πολλές αρετές των καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Λίγοι με πιστεύουν όταν λέω πως μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο είχα απόλυτη άγνοια στα λογοτεχνικά ζητήματα. Δεν είχα πιάσει στα χέρια μου ούτε Σολωμό, ούτε Καβάφη, ούτε Παλαμά· κανένα μυθιστόρημα απ’ όταν, τελειώνοντας το δημοτικό, σταμάτησα και τις προεφηβικές αναγνώσεις, και μονάχα λίγο θέατρο είχα δει, επειδή ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου μας κουβαλούσε σε όλα τα θέατρα της Αθήνας οικογενειακώς. Βρέθηκα έτσι πρωτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής άσχετος, ή πιο σωστά πανάσχετος, σε μια παρέα που οι συμφοιτήτριές μου συζητούσαν για Σεφέρη –εκείνη τη χρονιά βρήκε να πάρει το Νόμπελ ο αφιλότιμος, δεν ήξερε να περιμένει κάνα-δυο χρόνια!– και που οι μια φουρνιά μεγαλύτεροι ήταν ο Γιάγκος Ανδρεάδης, ο Γιώργος Βέλτσος και ο Άλκης Σαχίνης, ο φίλος του Σαββόπουλου, που πέθανε νεότατος. Δεν ήξερα λοιπόν πού να κρυφτώ· πού αλλού, στο δωμάτιο μου, να διαβάζω ώς τις δύο και τις τρεις. Μα τι καταλάβαινα; Λίγο-λίγο αρχίζεις και κάτι ψιλοκαταλαβαίνεις. Αρκεί να ξεφοβηθείς· κι εκεί με βοήθησαν οι αναγνώσεις του Δημοτικού, και οι παιδικές αρρώστιες που μ’ είχαν κρατήσει μήνες στο κρεβάτι. Ίσως κάτι να είχα διαβάσει και στα γυμνασιακά μου χρόνια –τον Κρόνιν άραγε πότε τον διάβασα; Ακόμα θυμάμαι τη σκηνή που οι δυο νέοι πίνουν τσάι και αγγίζονται τυχαία τα δάχτυλά τους· «το αγόρι ανατρίχιασε, η Μαρία όχι», και τον αφηγητή –τότε τον λέγαμε βέβαια συγγραφέα– να σχολιάζει «η Μαρία δεν τον είχε ερωτευθεί ακόμα τότε». Δεν ξέρω πώς τον αξιολογούν τώρα τον Κρόνιν, εμένα τότε μ’ έμπασε στον κόσμο που περιέγραφε. Ίσως με κάπως εύκολα κόλπα, με τίποτα ψευτοσυναισθηματισμούς, όπως το ίδιο μ’ είχε μπάσει εκείνο το Πώς δενότανε τ’ ατσάλι, του Οστρόβσκι, που μού ’χε χαρίσει μια αριστερή δασκάλα στο πρώτο έτος. Δάκρυα με το τσουβάλι· δεν πειράζει, έτσι αρχίζεις, στραβά πηγαίνουμε σαν τον κάβουρα. Ο Τίτος Πατρίκιος, έφηβος, ενθουσιαζόταν με τον Βαλαωρίτη.
Το πόσο καταδεχτικοί, το πόσο καλοπροαίρετοι ήταν οι περισσότεροι καθηγητές μας στη Θεσσαλονίκη τό ’χω πει και ξαναπεί πολλές φορές. Θυμάμαι τον Μανόλη Ανδρόνικο, εισαγωγή στην Αρχαιολογία, που στο μάθημά του συνέρρεαν φοιτητές από όλες τις Σχολές, να μας αφηγείται τις πιθανές θεωρίες για την «Κάθοδο των Δωριέων» –από πού κατέβηκαν; Αφού είπε, είπε, κουνώντας χέρια, πόδια, ανεβαίνοντας, κατεβαίνοντας τα σκαλιά του αμφιθεάτρου, στάθηκε κάποια δευτερόλεπτα ακούνητος κοιτώντας τον πίνακα, και γύρισε απότομα. «Σας μπέρδεψα; Επίτηδες τό ’κανα. Δεν υπάρχει σαφής απάντηση, Κύριοι». Και μιαν άλλη φορά: «Τι; δεν έχετε διαβάσει Μακρυγιάννη; Και τι κάνετε τα βράδια πριν κοιμηθείτε;» Και στην ίδια εκείνη αίθουσα πέντε χρόνια αργότερα, 1968 πια, συρρέαμε κι εμείς, οι Φιλολογίας σ’ ένα μάθημα της Νομικής· δίδασκε Συνταγματικό ο Αριστόβουλος Μάνεσης. –«Μια εξουσία έχει τη δυνατότητα να νομοθετήσει ότι οι ξανθοί δεν είναι δεκτοί στις δημόσιες υπηρεσίες. Όταν όμως δεν μου δίνει το δικαίωμα να ζητήσω από πού προκύπτει ότι είμαι ξανθός, τότε είναι φανερό ότι σκοπεύει η ίδια να παρανομήσει, και ότι χρησιμοποιεί το ξανθός σαν πρόσχημα». Τη συνέχεια την ξέρετε όλοι από την ιστορία. Και πλάι στον Μάνεση ήταν κι ο Δημήτριος Ευρυγένης, μέλος κι αυτός της Δημοκρατικής Άμυνας, με πανευρωπαϊκό κύρος επίσης. Ήμασταν περήφανοι για όλο το Πανεπιστήμιο.
Για κάποιους μάλιστα μπορώ να πω πως δεν ήταν μονάχα καλοί καθηγητές παρά και σοφοί άνθρωποι. Λόγου χάρη ο Βασίλης Τατάκης, που μας έκανε φιλοσοφία και λογική –μαθήματα που εμένα δεν μου άρεσαν, αλλά ο ίδιος έλαμπε από ευγένεια και καλοσύνη, και τον αγαπούσαμε όλοι. Τον πέτυχα κατά σύμπτωση στη Βενετία, σ’ ένα ερευνητικό ταξίδι ανά την Ευρώπη που έκανα άμα πήρα το πτυχίο, ψάχνοντας για το τι θα μπορούσα να κάνω –μεταπτυχιακά δεν υπήρχαν τότε στην Ελλάδα. Καθώς την ίδια εποχή ταξίδευε κι ο πατέρας μου, είχαμε συνεννοηθεί να του γράψω ένα γράμμα σε κάποιο ξενοδοχείο που θα έμενε. Το γράμμα τελικά δεν έφτασε στην ώρα του κι έτσι ο πατέρας μου ανησύχησε, κι έγραψε στο Ινστιτούτο της Βενετίας, απ’ όπου θα περνούσα. Τα έμαθε αυτά ο κύριος Τατάκης και μου τα είπε. «Βλέπετε, του απαντώ, δυστυχώς ο πατέρας μου ανησυχεί με το τίποτε, και το κακό είναι που ανησυχεί και τους άλλους». Γύρισε το κεφάλι του, έτσι που ήταν και πολύ μικροκαμωμένος, και με κοίταξε. «Κακό; Ευτυχώς που μπορούμε και ανησυχούμε». Και μιαν άλλη φορά, δεν θυμάμαι με ποιαν ευκαιρία, του είχα πει πόσο βοηθούν τους νεότερους άνθρωποι που προσπαθούν να ζήσουν σωστά, εννοώντας βέβαια εκείνον, που το κατάλαβε. «Σωστά; Να ζήσουμε» –και σώπασε.
Θα προσπεράσω με βήμα ταχύ τα δυο-δυόμισι χρόνια του σεμιναρίου Δημαρά στο Παρίσι, και τα δεκατρία, 1976-1989 στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, όπου επίσης βρέθηκα περιτριγυρισμένος από ανθρώπους ζωντανούς, δραστήριους, να πω ξανά τη λέξη σοφούς; –ναι, δεν γνωρίζω άλλη ισοδύναμη.
Ο ίδιος ο Δημαράς ως δάσκαλος, το έχω πει και ξαναπεί τόσες φορές, ήταν άσφαιρος, άλλωστε δεν δίδασκε, απλώς όριζε ποιος παρουσιάζει την επόμενη φορά. «Γαλλικά παρακαλώ», έλεγε· μα οι περισσότεροι το αποφεύγαμε. Όταν η παρουσίαση τελείωνε ο Δημαράς έλεγε, στα ελληνικά, «ευχαριστούμε πολύ», και σπανίως ρώταγε ο ίδιος κάτι. Αλλά τι μας νοιάζει η σκοτεινή όψη της Σελήνης· ο Δημαράς ήταν η φωτεινή της όψη, πάντα πανσέληνος, Αυγουστιάτικη μάλιστα. Μια κουβέντα που πέταγε σήμερα, ένας υπαινιγμός την άλλη μέρα, ένας βιβλιοκατάλογος παλαιοπωλείου σημειωμένος απ’ το χέρι του για παραγγελίες, σου άνοιγαν δρόμους που μόνος σου μπορεί να μην τους υποψιαζόσουν ποτέ σου. Και οι «συμμαθητές» του σεμιναρίου, η αφρόκρεμα των νεοελληνιστών. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Σπύρος Ασδραχάς, Φίλιππος Ηλιού, Παναγιώτης Μουλάς, Δημήτρης Σπάθης, Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, καμιά φορά κι ο Ντίνος Γεωργούδης, και άλλοι, μεγάλοι, μικροί, άντρες, γυναίκες. Δύσκολο να μη μάθεις γράμματα εκεί μέσα, άμα ήθελες. Στην Αθήνα γύρισα τον Νοέμβρη του 1975.
Είχα την τύχη να μη μείνω χωρίς δουλειά παρά μερικούς μήνες· στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών άρχισα να δουλεύω τον Μάιο του 1976 (στη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς πήγα ως εργαζόμενος!) Η ομάδα των Νεοελληνιστών που συγκροτήθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα ήταν επίσης πολύ γερή· στέκομαι κυρίως στον στενό φίλο Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη, μα δεν ήταν ο μόνος –κάποια στιγμή επέστρεψε κι ο Μανόλης Φραγκίσκος, και λίγοι άνθρωποι είχαν τη δική μου τύχη, να δουλεύουν στο ίδιο γραφείο μαζί του.
Οι ίδιοι περίπου του Εθνικού Ιδρύματος μαζί με τους συναδέλφους που εργάζονταν στα Κέντρα Ερεύνης της Ακαδημίας Αθηνών, αποτελέσαμε τον δεύτερο χρονολογικά κύκλο του Μνήμονα που είχε ιδρυθεί στα χρόνια της Δικτατορίας από καλούς βοηθούς και καλούς φοιτητές της Αθήνας που έψαχναν έναν χώρο ανάσας από τις πνιγερές αίθουσες του κτιρίου της Σόλωνος. Όσοι έχουν περάσει από εκεί ξέρουν τη σκόνη και τη μούχλα που βασίλευε τότε· για τους άλλους, θυμίζω τους στίχους του Γιάννη Πατίλη, «Εφτά χρόνια να κατέβω τριάντα εφτά σκαλιά!» –γιατί ο μαύρος σπούδασε και νομικά και φιλολογία.
Ένα πράγμα μόνο θα σχολιάσω από την παρέα του Μνήμονα· εκείνα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης κυριαρχούσε ένα πνεύμα συντροφικότητας που είχε κληρονομηθεί από τον καιρό της Χούντας. Δουλεύαμε συλλογικά· έτσι συντάχτηκαν εκείνες οι βιβλιογραφίες, γι’ αυτό πέτυχαν οι συναντήσεις, πραγματικά σεμινάρια, τα μόνα που γίνονταν στην Αθήνα, έτσι βγήκαν όλοι αυτοί οι τόμοι του περιοδικού.
Κι απ’ τον Σεπτέμβρη του 1989 στο Ρέθυμνο. Ριζική αλλαγή περιβάλλοντος, αλλά πάλι ανάμεσα σε ανθρώπους που μπορούσες να συνεννοηθείς, να στήσεις φιλίες. Όχι πως δεν υπήρξαν ποτέ κόντρες μεταξύ συναδέλφων, όχι πως δεν ζούσαμε και φαινόμενα εξουσίας, αλλά βλέποντας τι γινόταν αλλού, έλεγες, πάλι καλά. Και πολύ βασικό· νομίζω πως όσα χρόνια έζησα στο Τμήμα Φιλολογίας, αλλά και μετά, ώς σήμερα, ντιπ σκάρτους συναδέλφους έναν ή δυο μόνον εκλέξαμε και γρήγορα γλιτώσαμε από δαύτους, ενώ δεν είναι καθόλου λίγοι όσοι ξεχωρίζουν ανάμεσα στους ομότεχνούς τους.
Ας μη σχολιάσω αυτά τα τριανταένα χρόνια της Κρήτης, γιατί ποιος δεν παινεύει το σπίτι του; Κάπου αλλού θέλω να επιμείνω, για να ανοίξω ένα γενικότερο θέμα, τις διαδρομές της τύχης. Βρέθηκα από σπόντα στο Ρέθυμνο· η προσωπική μου επιλογή, η θελημένη, η προγραμματισμένη, ήταν ευρύτερη – επαρχία, όχι Αθήνα ή Θεσσαλονίκη. Το νεοϊδρυμένο τότε Τμήμα Ιστορίας στην Κέρκυρα μου φάνηκε η καλύτερη επιλογή· ήμουν πιο πολύ ιστορικός, των ιδεών βέβαια, όχι των γεγονότων. Αλλά η εκλογή μου εκεί σκάλωσε και δεν εγκρίθηκε από το Υπουργείο, νομίμως, επειδή μου έλειπαν τα χρόνια προϋπηρεσίας με διδακτορικό, κάτι που μπορούσε να αντισταθμιστεί εάν είχε συμβεί ένα από τα εξής δύο. Η πρόταση του εισηγητή να είναι γραπτή και να έχει μοιραστεί στους εκλέκτορες μία εβδομάδα νωρίτερα, τα ένα, ή να έχει ο υποψήφιος κάποιο βραβείο από ίδρυμα του εξωτερικού. Για το πρώτο υπεύθυνος ήταν ο Άλκης Αγγέλου, που και εξαιρετικά θερμές σχέσεις είχαμε, και τα καλύτερα λόγια είπε, βαριότανε όμως να τα γράψει. Για το δεύτερο, η διατριβή μου είχε προταθεί για το βραβείο της Γαλλικής Εταιρείας για την Ενθάρρυνση των Ελληνικών Γραμμάτων, αλλά παρενέβη τελείως εξωθεσμικά ο –θα σας εκπλήξω– Κ. Θ. Δημαράς, επειδή έκρινε πως μια διατριβή για τον Σεφέρη, εκείνης της ίδιας χρονιάς, θα έδειχνε καλύτερα το πρόσωπο του νεότερου ελληνισμού στο διεθνές κοινό από μια που μελετούσε την ανακάλυψη των δημοτικών τραγουδιών από τους Ευρωπαίους στα χρόνια της Επανάστασης. Ο Δημαράς ενεργούσε πάντα με βάση τους πολύ ανοιχτούς ορίζοντές του, και είχε αναμφίβολα δίκιο. Έτσι ήρθα στην Κρήτη –μήπως λοιπόν πρέπει να ευγνωμονώ τον αγαπημένο μου δάσκαλο και για αυτή του την παρασκηνιακή κίνηση; Αν έχεις τύχη διάβαινε…
Κι εκτός από την Κρήτη και το πανεπιστήμιό της, ξαναβρέθηκα πίσω και στη Φιλολογία. Κι υποχρεώθηκα να διδάσκω ποίηση, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν δίδασκα «ιδεολογίες και νοοτροπίες», όπως ήταν ο τίτλος της θέσης που διεκδικούσα στο Ιόνιο. Κι έτσι δεν θα είχα έρθει ποτέ στα Χανιά, δεν θα είχα ανακαλύψει, τελείως κατά τύχην, σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο κοντά στην Αγορά τα ποιήματα του Γιώργη Μανουσάκη, δεν θα είχα κάνει την ομιλία στην Νέα Χώρα, δεν θα με είχε ανακαλύψει η Έμμυ Παπαβασιλείου, δεν θα είχε γίνει το σεμινάριο «Πώς λειτουργεί ένα ποίημα» το φθινόπωρο του 2015 εδώ στα Χανιά, ούτε τα ομόκεντρα μαθήματα στο «Μάθησις» που οργανώνει ο Στέφανος Τραχανάς και θα ανέβουν στο διαδίκτυο τον Οκτώβρη που μας έρχεται. Και φυσικά δεν θα είχε συμβεί ούτε ετούτη η ωραία συνάντηση, τόσο τιμητική, τόσο συγκινητική, και για την οποία πρέπει να απευθύνω και στον Μιχάλη Βιρβιδάκη και σ’ εσάς όλους και στους ομιλητές ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. Πόσο μεγάλο, που λέγαμε μικροί; ΤΟΟΟΟΣΟΟ…