Γκαρθ Γκρίνγουελ

Αναπολώντας τη Λουίζ Γκλικ (1943–2023)

Συναντήσεις με μια μεγάλη ποιήτρια

Μετάφραση: Έρη Μακρή

Είχαμε ακούσει ότι ήταν άρρωστη, όμως και πάλι ήταν σοκαριστικό όταν την Παρασκευή άρχισαν να φτάνουν μηνύματα από φίλους πως η ποιήτρια Λουίζ Γκλικ είχε πεθάνει. Όλοι πεθαίνουν και η Γκλικ ήταν ογδόντα ετών, με μια ζωή γεμάτη από εξαιρετικές επιτυχίες και εντυπωσιακή αναγνώριση, οπότε γιατί αυτό έμοιαζε τόσο αδικαιολόγητο; Ίσως επειδή η αρρώστια της, τουλάχιστον από όσο γνωρίζω, ήταν πρόσφατη και γρήγορη· και ίσως γιατί βρισκόταν στο ζενίθ της καριέρας της, μία από τους λίγους ποιητές που το ύστερο έργο είχε γίνει πιο βαθύ, πιο πλούσιο και ιδιαίτερο. Θυμάμαι να την ακούω να διαβάζει στο Bread Loaf το 2008 και θυμάμαι πως σκεφτόμουν ότι τα ποιήματά της έχουν γίνει τεράστια, όχι σε έκταση, αν κι είχε κι αυτή μεγαλώσει, αλλά ως προς το βεληνεκές τους, ως προς τα άλματα σκέψης που μπορούσαν να δημιουργήσουν και σε ό,τι αυτά μπορούσαν να περιέχουν. Μια εντύπωση η οποία ενισχύθηκε από την κάθε επόμενη συλλογή της. Είχε ακόμη περισσότερα σπουδαία ποιήματα να γράψει.

Βρισκόμουν με τον σύντροφό μου στην πόλη της Αϊόβα και ήμασταν έξω για δουλειές, όταν έμαθα τα νέα. Όταν επιστρέψαμε σπίτι αρχίσαμε να διαβάζουμε ο ένας στον άλλο τα ποιήματά της. Τα περισσότερά μου από τα βιβλία ποίησης (ακόμα και το συλλογικό της Γκλικ) βρίσκονται στη Νέα Υόρκη, ωστόσο ο Λουίς έχει μια δίγλωσση έκδοση του Meadowlands, η οποία ήταν η πρώτη συλλογή της που διάβασα, όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη λογοτεχνία. Ήμουν τριτοετής στη Μουσική Σχολή Eastman και παρακολουθούσα ένα σεμινάριο ποίησης στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ με τον Τζέιμς Λόνγκενμπαχ (James Longenbach), ο οποίος επίσης πέθανε πρόσφατα, επίσης από καρκίνο· είναι μια ολέθρια εποχή από εκλιπόντες ήρωες. (Όλες οι εποχές, φαντάζομαι, έτσι είναι· πάντα κάποια γενιά χάνει τους σπουδαίους της.) Κάθε εβδομάδα στο μάθημα του Λόνγκενμπαχ πέρα από τα ποιήματα των σπουδαστών, διαβάζαμε και μια πρόσφατη ποιητική συλλογή. Είναι απίστευτο πόσους από τους πιο σημαντικούς για μένα ποιητές, και οι οποίοι εξακολουθούν να είναι, έστω κι αν έχουν περάσει παραπάνω από είκοσι χρόνια, οι πιο κύριοι σε ό,τι εγώ θεωρώ ως λογοτεχνία, τους ανακάλυψα σε αυτή την τάξη: τον Καρλ Φίλιπς (Carl Phillips), τον Τσαρλς Ράιτ (Charles Wright), τον Ντέρεκ Γουόλκοτ (Derek Walcott), τον Τζέιμς Μέριλ (James Merrill), τη Σι Ντι Ράιτ (C.D. Wright), την Τζόρι Γκράχαμ (Jorie Graham). Και την Γκλικ.

Δεν νομίζω πως το Meadowlands (Λιβάδια[1] στην ισπανική έκδοση του Λουίς) είναι απαραίτητα το καλύτερο βιβλίο της Γκλικ, αλλά είναι ένα καίριας σημασίας βιβλίο στην καριέρα της, μια απότομη στροφή με την οποία εισήλθε σε νέες περιοχές –νέα θέματα και νέες στρατηγικές ύφους. Υπό το πρίσμα του Meadowlands (το οποίο εκδόθηκε το 1997 και το διάβασα το φθινόπωρο του 1998 στο σεμινάριο του Λόνγκενμπαχ), αλλά ακόμα περισσότερο σε σχέση με τις συλλογές που ακολούθησαν, το προηγούμενο έργο της Γκλικ, ακόμα και η πολύ αγαπημένη και βραβευμένη με Πούλιτζερ Άγρια ίρις, φαίνεται ελάσσον –υπερβάλλον ως προς τον λυρισμό του, φειδωλό ως προς τα νοήματά του. Πιστεύω πως πάντα νιώθουμε ένα ιδιαίτερο δέσιμο με την πρώτη μας συνάντηση με έναν μεγάλο καλλιτέχνη, με την εθιστική αφετηρία που μας συναρπάζει υπό την έννοια των διευρυμένων δυνατοτήτων, υπό την έννοια ενός νεοανακαλυφθέντος κόσμου. (Το Amnesiac παραμένει ακόμη το αγαπημένο μου άλμπουμ των Radiohead, και το Homogenic το αγαπημένο μου της Björk.) (Καλά, το αγαπημένο μου έως το Vulnicura.)

Το Meadowlands δεν αποφεύγει ούτε τον λυρισμό ούτε τον ιερατικό τόνο των προγενέστερων βιβλίων της Γκλικ, αλλά καθώς συνυφαίνει την ιστορία ενός σύγχρονου διαζυγίου με την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, περιέχει πολλές ανθρώπινες φωνές, διαρρηγνύοντας έτσι τον ερμητικά κλειστό λυρικό λόγο που ήταν χαρακτηριστικός μέχρι τότε στα ποιήματα της Γκλικ. Το Meadowlands ανοίγεται στο χιούμορ, στην καυστική ειρωνεία και στην απρέπεια. Θυμάμαι ακόμη το απελευθερωτικό ξάφνιασμα όταν διάβασα την «Επέτειο», η οποία ξεκινάει: «Είπα ότι μπορείς να χωθείς στην αγκαλιά μου. Αυτό δεν σημαίνει / τα κρύα πόδια σου πάνω στο πουλί μου».[2] Είναι αδύνατο να φανταστείς τον δεύτερο αυτόν στίχο στα προηγούμενα έργα της Γκλικ. Ειδικά μετά την πρώτη της, σχεδόν αποτυχημένη, συλλογή Firstborn (Πρωτότοκη)· και ακόμα κι εκεί, έστω κι αν η συλλογή είναι γεμάτη μπωντλαιρικές πινελιές, μια κάποια nostalgie de la boue («Είδα τον παλλόμενο καβάλο της… τις ψείρες κολλημένες στα μαλλιά αυτού του μωρού»),[3] η εικόνα δεν θα μπορούσε να συνδυάζει αυτό το ξαφνικό και δυνατό ξεκάρδισμα με μια σκληρότητα σαν μαχαιριά.

Είχα ακούσει την Γκλικ να διαβάζει μονάχα δύο φορές, με την ανάγνωση του Bread Loaf να είναι η δεύτερη. Η πρώτη ήταν έξι ή επτά χρόνια νωρίτερα, στο Χάρβαρντ, όταν έκανα εκεί το διδακτορικό μου. (Έφυγα χωρίς να το ολοκληρώσω.) Η ανάγνωση στο Χάρβαρντ ήταν επίσης το μέρος όπου γνώρισα την Γκλικ. Τη θυμάμαι ως μια ελαφρώς τεταμένη εκδήλωση. Την Γκλικ παρουσίαζε η μεγάλη κριτικός Έλεν Βέντλερ (Helen Vendler) –η οποία είναι, κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη εν ζωή αναγνώστρια αγγλόφωνων ποιημάτων– και στην αίθουσα επικρατούσε μια κάπως περίεργη ατμόσφαιρα. Εκείνο το εξάμηνο ήμουν στο σεμινάριο της Βέντλερ, ένα τρομερά συναρπαστικό μάθημα για «Τον στίχο», και νωρίτερα εκείνη την ημέρα η Βέντλερ μάς είχε προτρέψει να πάμε στην ανάγνωση της Γκλικ, μολονότι είχε επίσης αμβλύνει τον θαυμασμό της. «Μια στενή φλέβα, αλλά αληθινή» έτσι χαρακτήρισε την ποίηση της Γκλικ –φλέβα ποίησης, εννοούσε· μια υπονομευτική μεταφορά. Μια φράση την οποία δεν ξέχασα ποτέ· έχριζε και απέρριπτε την Γκλικ την ίδια στιγμή. Κοιτάζοντας πίσω και με δεδομένο το έργο που παρήγαγε η Γκλικ τα επόμενα είκοσι χρόνια, νομίζω πως είναι αρκετά ακριβής για τα πρώτα βιβλία (αν και το Meadowlands είχε ήδη σηματοδοτήσει έναν νέο στόχο), ωστόσο, θυμάμαι πως ήμουν ελαφρώς σοκαρισμένος από την ετυμηγορία της Βέντλερ.

Η Βέντλερ δεν το ανέφερε αυτό, ή κάτι σαν κι αυτό, στα δημόσια σχόλιά της πριν από την ανάγνωση, όμως, ένα παρόμοιο πνεύμα διέτρεχε την εισαγωγή της· την οποία θυμάμαι ως αρκετά εκτενή (όπως απόλυτα αρμόζει όταν ένας σημαντικός κριτικός παρουσιάζει έναν σημαντικό ποιητή, τι εκδήλωση!) και ως αρκετά αξιολογική, και κάποιες στιγμές ελαφρώς αμήχανη. Ίσως όλη αυτή την περίσταση να την έχω μεγαλοποιήσει στη μνήμη μου. Σε κάθε παρόμοια περίπτωση, είμαι διχασμένος μεταξύ δύο απόψεων: από τη μία θεωρώ πως πρέπει να επαναφέρουμε μια λειτουργική κουλτούρα, όπου οι τιτάνες θα μπορούν να εκφράζουν με σεβασμό τους ενδοιασμούς τους ο ένας για τον άλλον δημόσια, αντί για τους ασφυκτικά κενούς επαίνους που είμαστε αναγκασμένοι να υποστούμε σήμερα (αγνοήστε με, είμαι κάπως)· και από την άλλη, ως κάποιος που περνάει αρκετό χρόνο κάνοντας αναγνώσεις και άλλοι παρουσιάζουν το έργο μου, σκέφτομαι πως οι εισηγητές πρέπει να κρατούν τους ενδοιασμούς τους για τον εαυτό τους. Παρ’ όλα αυτά, θυμάμαι ξεκάθαρα τη Βέντλερ να απορρίπτει την πρώτη συλλογή της Γκλικ. Μακάρι να μπορούσα να θυμηθώ ακριβώς τα λόγια της γιατί η Γκλικ –η οποία συχνά αναφερόταν δηκτικά για το ντεμπούτο της–, όταν ανέβηκε στο βήμα, τα επανέλαβε, προσθέτοντας κάτι παρόμοιο με: «Λοιπόν, ίσως δεν ήταν όλα τα ποιήματα της πρώτης συλλογής αποτυχημένα», και διάβασε κάποια από αυτά. Πόσο εξαιρετική. (Για να είμαι ξεκάθαρος, η Βέντλερ είναι επίσης εξαιρετική· πόσο υπέροχο είναι να βρίσκεσαι μπροστά σε ένα τέτοιο μεγαλείο.)

Ανεξάρτητα από το πόσο περίεργη ήταν η εκδήλωση, η Γκλικ, όταν τη γνώρισα μετά, ήταν απίστευτα θερμή και ευγενική. Ήμουν λιγάκι νευρικός· είχα ακούσει πως θα μπορούσε να είναι δύστροπη. (Η αγαπημένη μου ιστορία για την Γκλικ, την οποία όμως μου τη μεταφέρανε και πιθανώς είναι πλασματική, είναι: σε μια ανάγνωση λίγο μετά τη βράβευσή της με το Πούλιτζερ, ένα άτομο από το κοινό είπε κάτι σαν: «Θα πρέπει να αισθάνεστε μεγάλη τιμή που έχετε κερδίσει το Πούλιτζερ, θα πρέπει να αισθάνεστε υπέροχα». «Σας παρακαλώ» απάντησε η Γκλικ προφανώς κοροϊδευτικά –επαναλαμβάνω πως όλο αυτό έρχεται από δεύτερο χέρι και μπορεί να μην είναι αληθινό, αλλά εγώ εύχομαι να είναι– «προφανώς δεν έχετε δει τα άλλα άτομα που το έχουν κερδίσει». Καταπληκτικό.) Η ζεστασιά της αντίδρασής της δεν οφειλόταν σε εμένα, αλλά προερχόταν από το γεγονός ότι με σύστησε ο Φρανκ Μπιντάρτ (Frank Bidart), ένας από τους πιο στενούς της φίλους και ο πιο σημαντικός μέντοράς μου. Τον θυμάμαι να περπατάει μαζί μου στον διάδρομο του αμφιθεάτρου, θυμάμαι την έκπληξή μου όταν η Γκλικ άνοιξε τα χέρια της για μια αγκαλιά. Νομίζω πως η ζεστασιά της οφειλόταν στην αγάπη μου για τον ίδιο τον Φρανκ και το έργο του. Το αισθάνομαι επίσης κι εγώ: οι καλύτερες δυνατές συστάσεις που μπορεί να έχει ένας άγνωστος είναι η αγάπη του για κάποιον που κι εγώ αγαπώ.

Δεν γνώριζα την Γκλικ τόσο καλά, ούτε καν τόσο καλά όσο πολλοί φίλοι μου –ήταν υπερβολικά γενναιόδωρη με τους νέους ποιητές–, και σίγουρα όχι αρκετά καλά που να δικαιολογεί το πόσο με στεναχώρησε η απώλειά της. Ωστόσο, πέρασα χρόνο μαζί της εκείνα τα χρόνια στο Κέιμπριτζ. Την έβλεπα πότε πότε σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις, πάντα με τον Φρανκ –θυμάμαι ότι οι δυο τους είχαν έρθει, έπειτα από πρόσκλησή μου, στο κονσέρτο που διηύθυνε ο καλύτερός μου φίλος στο Μουσείο Isabella Stewart Gardner. Εκείνη η περίοδος ήταν για μένα μια απελπιστική περίοδος σε σχέση με τα οικονομικά –η υποτροφία του Χάρβαρντ ήταν ελάχιστη, η Βοστώνη ακριβή, κι έτσι ένας από τους λόγους που έφυγα ήταν γιατί δεν είχα την οικονομική ευχέρεια να μείνω– και ίσως η μεγαλύτερη καλοσύνη της Λουίζ προς εμένα ήταν το ότι με προσέλαβε για να τη βοηθήσω στη διόρθωση των τυπογραφικών δοκιμίων του Averno. Νομίζω πως είχε ακούσει από τον Φρανκ ότι δήλωνα συμμετοχή σε οποιαδήποτε κλινική δοκιμή μπορούσα έτσι ώστε να έχω ένα παραπάνω εισόδημα. (Κάποιες από αυτές ήταν αλλόκοτες εμπειρίες –θα μπορούσα να τις χρησιμοποιήσω σε ένα μυθιστόρημα.) Μου έδινε είκοσι δολάρια την ώρα, μια πολύ γενναιόδωρη τιμή. Κάθε μέρα, έπειτα από κάνα δυο ώρες, μου έγραφε μια επιταγή των εκατό δολαρίων. Αγνή, αχρείαστη καλοσύνη.

Ήταν συναρπαστικό να δουλεύω μαζί της. Πήγαινα στο πανέμορφο διαμέρισμά της, στον δεύτερο όροφο, στο Κέιμπριτζ, το οποίο θυμάμαι πως ήταν πλημμυρισμένο φως και λουλούδια, λουλούδια που έκοβε αυτή από τον κήπο της κάτω. Καθόμασταν δίπλα δίπλα στην τραπεζαρία, εκείνη με το χειρόγραφό της, εγώ με τα δοκίμια. Με έβαζε να διαβάσω την κάθε σελίδα δυνατά, πολύ αργά, προφέροντας την κάθε αλλαγή στίχου και το κάθε σημείο στίξης, το κάθε κενό, ενώ εκείνη ακολουθούσε. Ω, επίσης διαβάζαμε το κάθε ποίημα ανάποδα, ξεκινώντας από τον τελευταίο στίχο. Έτσι, το «όσο δύσκολο κι αν είναι να το φανταστώ», ο τελευταίος στίχος του ποιήματος «Οι νυχτερινές αποδημίες» («The Night Migrations»), έγινε «τελεία–φανταστώ–κενό–το–κενό–να–κενό–είναι–κενό–αν–κενό–κι–κενό–δύσκολο–κενό–όσο».Ο σκοπός ήταν να δει τις λέξεις χωρίς να τις καταλαβαίνει, να είναι σίγουρη πως η εξοικείωσή της με το υλικό δεν θα «έκρυβε» μια λέξη που έλειπε ή δεν θα ξέφευγε ένα αναπάντεχο κόμμα. Μια πολύ καλή διαδικασία για τη διόρθωση· τη σκέφτομαι κάθε φορά που ετοιμάζω τα δικά μου δοκίμια, αν και δεν είναι εφικτή στα μυθιστορήματα, ειδικά για κάποιον με τα δικά μου περιορισμένα αποθέματα υπομονής.

Με πλήρωνε επίσης και με βιβλία: ολόκληρες στοίβες από σκληρόδετες ποιητικές συλλογές διαλεγμένες από τη βιβλιοθήκη της. Με έβαζε να της υποσχεθώ ότι θα έσκιζα τις σελίδες με τις αφιερώσεις των ποιητών προς αυτή. (Έκανα αυτό μου έλεγε, αν και τώρα εύχομαι να τις είχα κρατήσει.) Θυμάμαι το γραφείο της, με το βραβείο Πούλιτζερ κρεμασμένο στον τοίχο. Θυμάμαι πως είχε ντάνες από δύο πρόσφατες ποιητικές συλλογές τις οποίες θαύμαζε ιδιαίτερα και τις οποίες δώριζε στους επισκέπτες της. Η μία από αυτές ήταν το Don’t Let Me Be Lonely της Κλόντια Ράνκιν (Claudia Rankine), την οποία είχα ήδη και ήταν απίστευτα καλή· την άλλη δεν μπορώ να τη θυμηθώ.

Επίσης η Λουίζ εκείνο το καλοκαίρι διάβασε τα ποιήματά μου. (Ήταν καλοκαίρι; Δεν είμαι σίγουρος, αν και θυμάμαι εκείνα τα λουλούδια.) Μόνο μια φορά, μόνο λίγα. Ήταν πολύ ευγενική· ήταν ολέθρια. «Αυτά θα μπορούσαν να είναι καταπληκτικά ποιήματα» είπε «πραγματικά καταπληκτικά –αν ο Φρανκ Μπίνταρτ δεν υπήρχε». Ήταν ένα κρίσιμο σημείο για μένα, μια στιγμή κρίσης, γιατί είχε δίκιο και το ήξερα πως είχε δίκιο. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο μάθαινα ως συγγραφέας: βυθίζοντας τον εαυτό μου στο στιλ άλλων ποιητών. Οι πρώτοι ήταν οι πρώτοι ποιητές που αγάπησα, τους οποίους είχα ανακαλύψει πριν το σεμινάριο του Λόνγκενμπαχ: Άντριαν Ριτς (Adrienne Rich), Οντρ Λορντ (Audre Lorde), Λουσίλ Κλίφτον (Lucille Clifton). Μετά πέρασα μια περίοδο που έγραφα σαν την Γκλικ· μετά σαν την Καρολίν Φορσέ (Carolyn Forché)· μετά σαν τον Καρλ Φίλιπς· μετά σαν τον Φρανκ. Νομίζω πως, πραγματικά, αυτός είναι ένας καλός τρόπος για να μάθεις· όμως δεν νομίζω πως συνειδητοποιούσα τότε ότι απλώς έγραφα ασκήσεις. Μπορεί τελικά να έχω μεταβολίσει όλες αυτές τις επιρροές σε κάτι βιώσιμο, σε κάτι δικό μου· αλλά μπορεί επίσης να ήταν και μια από τις αιτίες που έφυγα από το Χάρβαρντ, αν και δεν το συνειδητοποιούσα τότε. Ίσως να ήξερα πως αν ήθελα να γίνω συγγραφέας θα έπρεπε να μάθω από κάτι διαφορετικό πέρα από τα βιβλία. Έγινα καθηγητής σε λύκειο, ένα κρίσιμο πρώτο βήμα για να γίνω μυθιστοριογράφος. Αλλά αυτό είναι θέμα για ένα άλλο άρθρο.

Δεν είδα την Γκλικ για μερικά χρόνια αφότου έφυγα από το Κέιμπριτζ, αλλά ήταν και πάλι ευγενική το καλοκαίρι στο Bread Loaf· βρήκε τον χρόνο να καθίσει μαζί μου για λίγα λεπτά και να τα πούμε. Της είπα πόσο εκπληκτικά ήταν τα καινούρια της ποιήματα. «Είσαι ευτυχισμένη;» τη ρώτησα κάποια στιγμή και μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο επιφύλαξη. «Ευτυχισμένη;» απάντησε. «Γκαρθ, μη γίνεσαι παράλογος». Έφυγα για τη Βουλγαρία, όπου πέρασα τα επόμενα τέσσερα χρόνια και δεν την ξαναείδα μέχρι τη στιγμή που βρέθηκα στο Κέιμπριτζ για μια συνέντευξη με τον Μπιντάρτ για το The Paris Review. Να ήταν το 2017; Ήμουν στην πόλη για αρκετές ημέρες και μία από αυτές συναντήσαμε την Γκλικ για δείπνο. Βρεθήκαμε σε ένα εστιατόριο με θαλασσινά, οπότε εγώ, ως χορτοφάγος, έπρεπε να περιοριστώ σε σαλάτα και τηγανητές πατάτες. Η Λουίζ πήγαινε εκεί συνέχεια και θυμάμαι πως παρήγγειλε κάτι που δεν υπήρχε στον κατάλογο και που έπρεπε να το εξηγήσει στον καινούργιο σερβιτόρο μέχρι την πιο μικρή του λεπτομέρεια. Είχε διαβάσει το πρώτο μου μυθιστόρημα, κάτι που με εξέπληξε. Ήταν μια υπέροχη βραδιά –μακάρι να μπορούσα να θυμηθώ τι συζητούσαμε. Για ταινίες (η μεγάλη αγάπη του Φρανκ), για μυθιστορήματα (η Λουίζ αγαπούσε τα μυθιστορήματα και τα διάβαζε μανιωδώς), για τις ζωές μας. Έδειχνε ακόμη μεγάλο ενδιαφέρον για τις ζωές των άλλων, ακριβώς όπως και τότε στο Κέιμπριτζ. Ήθελε να μάθει τα πάντα για τον σύντροφό μου, για το σπίτι μας (φρεσκοαγορασμένο και ήδη μια σκέτη καταστροφή), για τη ζωή μας στην Αϊόβα.

Θα την έβλεπα ακόμα μια φορά, σε ένα άλλο δείπνο, όταν θα επέστρεφα για να καταγράψω κι άλλες συζητήσεις με τον Φρανκ. Στο μεταξύ ανταλλάσσαμε κάποια emails. Όμως ήταν πάντα παρούσα με τα ποιήματά της. Δεν περνάει ποτέ πολύς καιρός χωρίς να τα ξαναδιαβάσω, και κάποιοι στίχοι της είναι μόνιμοι σύντροφοί μου, και θα συνεχίσουν να είναι για όσο ζω. «Πώς μπορώ να είμαι ικανοποιημένη / όταν υπάρχει ακόμη / η μυρωδιά αυτή στον κόσμο;»·[4] «Είναι τόσο λάθος να επιθυμούμε / πάνω απ’ όλα τη διαύγεια»·[5] «Κοιτάμε τον κόσμο μια φορά, στην παιδική ηλικία. / Τα υπόλοιπα είναι μνήμη».[6] Όταν πριν από μερικά χρόνια νοσηλεύτηκα για παραπάνω από μια βδομάδα στη μονάδα εντατικής θεραπείας, τα ποιήματά της ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που μπορούσα να διαβάσω. Τα δικά της ποιήματα, τα ποιήματα του Όπεν (George Oppen) και μερικές σελίδες από το βιβλίο της Σίγκριντ Νιούνεζ (Sigrid Nunez)What Are You Going Through?. Τις πρώτες μέρες μετά την έξοδό μου από το νοσοκομείο καθώς περπατούσα (αργά, επώδυνα) με τον Λουίς, γεμάτος απορία που ήμουν ξανά στον κόσμο, που ήμουν ζωντανός, δύο στίχοι από ένα ποίημα της Γκλικ πέρασαν από το μυαλό μου και με κάποιο τρόπο όλη η εμπειρία –όχι μόνο του νοσοκομείου, αλλά ολόκληρης της ζωής μου τα τελευταία χρόνια– οργανώθηκε γύρω τους και είδα πώς θα έγραφα αυτό που θα γινόταν το νέο μου μυθιστόρημα.

Τον Σεπτέμβριο του 2020, έγραψα στη Λουίζ για να της το πω, αλλά και για να την ευχαριστήσω γενικά για το έργο της· μετά το δείπνο στη Βοστώνη δεν είχαμε κρατήσει επαφή. Και μετά, μόλις δύο εβδομάδες μετά, κέρδισε το Νόμπελ. Της έστειλα τα συγχαρητήριά μου («Το μόνο λυτρωτικό πράγμα αυτής της φρικτής χρονιάς», της έγραψα), χωρίς να περιμένω απάντηση. Όμως μου απάντησε το επόμενο πρωί, ευχαριστώντας με και κλείνοντας την απάντησή της με: «Αισθάνομαι εντελώς εξουθενωμένη και καταρρακωμένη, είμαι πεπεισμένη πως πεθαίνω, πιθανότατα από covid». Η τέλεια αντίδραση της Γκλικ για το Νόμπελ και μια από τις λίγες φορές που γέλασα πραγματικά εκείνη τη χρονιά.

Έλαβα μερικά οικεία, απολαυστικά emails από εκείνη το 2021, αλλά από τότε δεν είχαμε ξαναεπικοινωνήσει. Ωστόσο μάθαινα για εκείνη από φίλους και είχα διαβάσει τα νέα της ποιήματα· ήταν μια λαμπερή παρουσία ακόμη και όταν δεν επικοινωνούσαμε. Μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως αυτή η λάμψη έχει σβήσει. «Ευχήθηκα για αυτό που πάντα εύχομαι», έγραψε στο Meadowlands. «Ευχήθηκα για άλλο ένα ποίημα».[7] Μου φαίνεται τρομερό να σκέφτομαι πως δεν είναι κάπου γράφοντας το επόμενο ποίημά της.

Οι δύο στίχοι που έκαναν δυνατή την ύπαρξη του μυθιστορήματός μου μου ήρθαν ξανά στο μυαλό μου το Σάββατο και ήταν η πρώτη μου αντίδραση στην είδηση της απώλειας της Γκλικ. Είναι οι δύο τελευταίοι από το ποίημα «Οι επτά ηλικίες» («The Seven Ages») της ομώνυμης συλλογής. Νιώθω μια απέραντη ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς, περισσότερη απ’ ό,τι μπορώ να εκφράσω.

Η Γη μου δόθηκε σε ένα όνειρο

Σε ένα όνειρο την κατείχα

Και όπως πάντα, σας ευχαριστώ για την ανάγνωση…


[1] Εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στην πρώτη ισπανική μετάφραση του Meadowlands που κυκλοφόρησε το 2017, από τις εκδόσεις Pre-Textos, σε μετάφραση Andrés Catalán, η οποία είχε εκδοθεί μεταφράζοντας λανθασμένα το meadowlands σε λιβάδια, ενώ το Meadowlands της συλλογής παραπέμπει, πέρα από τα ποιμενικά τοπία, στο αθλητικό συγκρότημα Meadowlands του Νιου Τζέρσεϊ, όπου βρίσκεται η έδρα των Giants, και στους αγώνες τους, και επιπλέον στις βαλτώδεις λίμνες βιομηχανικών αποβλήτων που είχε μετατραπεί η συγκεκριμένη περιοχή στο Νιου Τζέρσεϊ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα του 20ού αιώνα· η Γκλικ ήθελε, σύμφωνα με τον Λόνγκενμπαχ [James Longenbach, “Poetry in Review,” The Yale Review 84:4 (September 1996)], οι αναγνώστες διαβάζοντας τη συλλογή να έχουν στο μυαλό τους και τους δύο αυτούς συνειρμούς. Πλέον στα ισπανικά η συλλογή κυκλοφορεί με αμετάφραστο τον τίτλο, όπως ακριβώς και σε όλες τις υπόλοιπες γλώσσες στις οποίες μεταφράστηκε ή μεταφράζεται.

[2] Η μετάφραση είναι του Χάρη Βλαβιανού από την υπό έκδοση συλλογή της Λουίζ Γκλικ Meadowlands, η οποία θα κυκλοφορήσει μέσα στους επόμενους μήνες από τις εκδόσεις Στερέωμα.

[3] Ο τελευταίος στίχος του πρώτου ποιήματος της συλλογής, «Το τρένο του Σικάγο» («The Chicago Train). [Η απόδοση του στίχου είναι της μεταφράστριας, όπως και όσων ακολουθούν αν δεν δηλώνεται διαφορετικά.]

[4] Στίχοι από το ποίημα «Φιλάδελφος» από τη συλλογή Ο θρίαμβος του Αχιλλέα, σε μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα (2022).

[5] Από το ποίημα «Νύχτα χωρίς φεγγάρι» της συλλογής Meadowlands σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού (εκδ. Στερέωμα).

[6] «Νόστος», Meadowlands, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Στερέωμα.

[7] «Η ευχή», Meadowlands, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Στερέωμα.

Ο Garth Greenwell είναι Αμερικάνος συγγραφέας, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και εκπαιδευτικός. Το πρώτο του μυθιστόρημα Αυτό που σου ανήκει κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2016, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση της Τόνιας Κοβαλένκο. Το κείμενο για την Γκλικ δημοσιεύτηκε εδώ.

Κύλιση στην κορυφή