Οι γνωριμίες και οι φιλίες μεταξύ συγγραφέων διαφόρων χωρών δημιουργούνται συνήθως σε εκθέσεις και σε διεθνή φεστιβάλ βιβλίου.
Η γνωριμία μου με τον Αντρέα Καμιλλέρι ξέφυγε από την πεπατημένη. Ήταν να συναντηθούμε στο φεστιβάλ Barcelona Negra, το φεστιβάλ νουάρ της Βαρκελώνης, αλλά ο Καμιλλέρι αναγκάστηκε να ακυρώσει το ταξίδι του την τελευταία στιγμή.
Τελικά γνωριστήκαμε σε μια συνάντηση στο Παλέρμο. Τη στιγμή του αποχαιρετισμού μού είπε ότι θα χαιρόταν πολύ αν τον επισκεπτόμουν στο σπίτι του, όταν θα ήμουν πάλι στη Ρώμη. Στο επόμενο ταξίδι μου φρόντισα να κανονίσω μια συνάντηση μέσω των ιταλών εκδοτών μου.
Μας πήρε ελάχιστο χρόνο για να ανακαλύψουμε την κοινή διαδρομή μας. Είχαμε ξεκινήσει και οι δυο από το θέατρο, για να καταλήξουμε σε προχωρημένη ηλικία, γύρω στα εξήντα, στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Ο κρίκος, που μας ένωσε από την πρώτη στιγμή, ήταν το χιούμορ. Συχνά, όταν άκουγα τον Αντρέα να μιλάει, απορούσα πώς ένα άνθρωπος αυτής της ηλικίας, με πλήρη απώλεια όρασης, μπορούσε να διατηρεί αυτό το ανατρεπτικό χιούμορ. Μετά όμως σκεφτόμουν πως η γενιά του Καμιλλέρι, που είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου, όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και σε άλλες χώρες, όπως στην Ελλάδα, αντιμετώπιζε και σχολίαζε τα πάντα με ένα καυστικό χιούμορ. Το χιούμορ ήταν για τη γενιά αυτή ένας τρόπος καθημερινής αντίστασης. Η σημερινή βαθυστόχαστη σοβαροφάνεια τούς ήταν όχι μόνο ξένη, αλλά και απεχθής.
Δεν χρησιμοποιούσαμε την ίδια γλώσσα, αλλά η γλώσσα δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο στη σχέση μας. Ο Αντρέα μιλούσε, εκτός από Ιταλικά, και λίγα Γαλλικά. Εγώ δεν μιλούσα ιταλικά. Κάθε φορά, όταν επρόκειτο να συναντηθούμε, παρακαλούσα έναν συνεργάτη του εκδοτικού οίκου να με συνοδεύσει ως διερμηνέας. Ο νέος άντρας είχε αποκτήσει σύντομα το προνόμιο να βάζει πρώτος τα γέλια, πριν ακόμα μεταφράσει αυτά που λέγαμε. Το χιούμορ εξασφάλιζε την υπέρβαση των γλωσσικών δυσχερειών.
Η καυστική σάτιρα του Αντρέα Καμιλλέρι δεν περιοριζόταν στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αποτελεί συστατικό στοιχείο των μυθιστορημάτων του, έστω και αν ο ξένος αναγνώστης δεν την απολαμβάνει σε όλο το εύρος της. Οι λόγοι είναι καθαρά μεταφραστικοί. Ο Καμιλλέρι χρησιμοποιεί μια ιδιωματική γλώσσα, η οποία συγκροτείται από τη σύγχρονη ιταλική και ένα προσωπικό γλωσσικό ιδίωμα, που έχει ως αφετηρία τη διάλεκτο της Σικελίας. Η γλώσσα αυτή είναι αδύνατο να μεταφερθεί αυτούσια σε μια τρίτη γλώσσα, γι’ αυτό και τα μυθιστορήματα του Καμιλλέρι μεταφράζονται πάντα στη σύγχρονη γλώσσα της κάθε χώρας, χωρίς ιδιωματισμούς. Η μετάφραση στην «καθαρή» σύγχρονη γλώσσα είναι αναπόφευκτη, από την άλλη όμως έχει ένα κόστος στο ύφος και στο χιούμορ του κειμένου. Όπως μου εξήγησαν Ιταλοί φίλοι μου, το χιούμορ του Καμιλλέρι χάνει ένα σημαντικό κομμάτι της αιχμής του, όταν μεταφέρεται σε μια στρωτή γλώσσα.
Εκτός από το γλωσσικό και το λεκτικό χιούμορ, υπάρχει στα μυθιστορήματα του Αντρέα Καμιλλέρι και ένα χιούμορ χαρακτήρων και καταστάσεων, τo οποίο είναι πιο ευδιάκριτο στην ομάδα γύρω από τον αστυνόμο Σάλβο Μονταλμπάνο, τον ήρωα του Καμιλλέρι. Η ομάδα αυτή έχει ενίοτε τα χαρακτηριστικά ενός περιοδεύοντος θιάσου, με έναν μόνιμο πρωταγωνιστή, τον αστυνόμο Μονταλμπάνο, αλλά και τον κωμικό του θιάσου, τον Καταρέλλα, υφιστάμενο του Μονταλμπάνο.
Η σάτιρα και το χιούμορ είναι τόσο βαθιά ριζωμένα στον Καμιλλέρι, ώστε τα επιστρατεύει και ως δομικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Ένα από τα μυθιστορήματα του που αγαπώ ιδιαίτερα, «Η Εξαφάνιση του Πατό», ισορροπεί ανάμεσα στην αστυνομική ιστορία και την κωμωδία. Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι αστυνομική, αλλά δεν υπάρχει αστυνομική έρευνα. Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται μέσα από ειδήσεις και σχόλια του τύπου, επίσημα κρατικά έγγραφα, αλλά και μέσα από συζητήσεις, φήμες και κουτσομπολιά των κατοίκων της Βιγκάτα.
Στα μυθιστορήματα του Καμιλλέρι, το χιούμορ κορυφώνεται συχνά στις σκηνές του φαγητού. Σχεδόν όλες οι σκηνές φαγητού είναι κωμικές σκηνές. Η σκηνή που με κάνει να γελάω περισσότερο επανέρχεται σχεδόν σε κάθε μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Μονταλμπάνο, όταν ο αστυνόμος επιβλέπει τις προετοιμασίες για μια έρευνα. Είναι υποδειγματικά σχολαστικός και δεν του ξεφεύγει η παραμικρή λεπτομέρεια. Μόλις, όμως, βεβαιωθεί ότι όλα έχουν οργανωθεί στην εντέλεια, λέει στους συνεργάτες του: «Ωραία, πάμε τώρα να φάμε». Και η ομάδα πηγαίνει για φαγητό στην trattoria του Enzo.
Κάθε φορά που διαβάζω αυτή τη σκηνή, θυμάμαι τον στίχο ενός τραγουδιού από την Όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ: «Πρώτα η μάσα και μετά η ηθική».
Ασφαλώς η κουζίνα και το φαγητό δεν είναι μια ανακάλυψη του Καμιλλέρι. Η αφετηρία τους βρίσκεται στα μυθιστορήματα του Ζορζ Σιμενόν με τα φαγητά της κυρίας Μαιγκρέ. Ο Πέπε Καρβάγιο, ο ήρωας του Μανουέλ Βάσκες Μονταλμπάν είναι, επίσης, ένας δεινός μάγειρας. Αλλά, και στα μυθιστορήματα του Ζαν-Κλωντ Ιζζό κυριαρχούν τα αρώματα και οι γεύσεις από την κουζίνα της Μασσαλίας.
Η κουζίνα και οι γευστικές απολαύσεις αποτελούν έναν από τους θεμέλιους λίθους του μεσογειακού αστυνομικού μυθιστορήματος. Πέραν της πρωτοτυπίας, επισημαίνουν και τη διαφορετική σημασία του φαγητού στις κοινωνίες των χωρών της Μεσογείου και των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά, που αποτυπώνεται στα αντίστοιχα είδη του αστυνομικού μυθιστορήματος, στο μεσογειακό και στο σκανδιναβικό.
Κάθε φορά που διαβάζω ένα σκανδιναβικό αστυνομικό, μετά για ένα διάστημα δεν μπορώ να φάω σάντουιτς, πίτσες και να πιώ μπύρες. Έχω χορτάσει από τα σάντουιτς, τις πίτσες και τις μπύρες στο μυθιστόρημα.
Η σχέση με το φαγητό δεν περιορίζεται, ωστόσο, στο μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα. Υπάρχει και στο αστυνομικό μυθιστόρημα της Λατινικής Αμερικής. Έστω και αν οι μοναχικοί ντετέκτιβ του νουάρ της Λατινικής Αμερικής δεν είναι μάγειροι, όπως ο Πέπε Καρβάγιο, σχολιάζουν και αξιολογούν το φαγητό σε κάθε εστιατόριο, ακόμα και σε αυτά που πηγαίνουν απλά για να δαμάσουν την πείνα τους, επειδή δεν μαγειρεύουν στα σπίτια τους.
Η καθημερινότητα του νόστιμου φαγητού δεν είναι απαραίτητα γαστρονομική, αλλά εντάσσεται στην παράδοση και στον τρόπο ζωής των λαών της Μεσογείου. Τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Μεσογείου, όπως και της Λατινικής Αμερικής, περιγράφουν σε κάθε ευκαιρία και με λεπτομέρεια αυτή την εξάρτηση από το καθημερινό νόστιμο φαγητό.
Οι μόνες σκηνές, από τις οποίες λείπει το χιούμορ στα μυθιστορήματα του Καμιλλέρι, είναι οι σκηνές με τη Λίβια, τη σύντροφο του αστυνόμου Μονταλμπάνο. Η απουσία οφείλεται κυρίως στον Μονταλμπάνο και στις ανασφάλειες, τις αμφιβολίες και την καχυποψία, που τον βασανίζουν. Ίσως να φταίει και το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια κανονική συμβίωση μεταξύ του Μονταλμπάνο και της Λίβια. Ζουν σε διαφορετικές πόλεις και συμβιώνουν παροδικά, κατά διαστήματα.
Αν η κουζίνα αποτελεί συστατικό στοιχείο του μεσογειακού αστυνομικού μυθιστορήματος, το χιούμορ είναι συστατικό στοιχείο των μυθιστορημάτων του Αντρέα Καμιλλέρι και δεν επεκτείνεται σε όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Μεσογείου. Είναι σπάνιο στα μυθιστορήματα του Σιμενόν, ή του Ιζζό, για να αναφέρω δυο περιπτώσεις.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της άλλης όψης είναι, ωστόσο, ο ντετέκτιβ Πέπε Καρβάγιο, ο ήρωας του Μονταλμπάν, ο οποίος ρίχνει στη φωτιά τα βιβλία του. Από την πράξη αυτή αναδύεται το αντίθετο του χιούμορ: μια βαθιά ιδεολογική απογοήτευση.
Ας επανέλθω στον φίλο μου Αντρέα Καμιλλέρι. Μου έκανε φοβερή εντύπωση, όταν έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του, επέστρεψε στο θέατρο με έναν μονόλογο: Συνομιλία για τον Τειρεσία. Ο μονόλογος παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο των Συρακουσών στις 11 Ιουνίου 2018, σε μια παράσταση που οργάνωσε το Εθνικό Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος της Ιταλίας και το κείμενο ερμηνεύτηκε από τον ίδιο τον Καμιλλέρι. Η παράσταση γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Είναι άξιο απορίας ότι κανένας ελληνικός θίασος δεν ανακάλυψε ως τώρα το κείμενο, για να το παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό. Ο Αντρέα Καμιλλέρι είναι ένας συγγραφέας πολύ γνωστός και στην Ελλάδα.
Αν συνδυάσει κανείς το θεατρικό κείμενο με το μυθιστόρημα που άφησε για να κυκλοφορήσει μετά τον θάνατο του, θα καταλήξει στο ευχάριστο συμπέρασμα ότι ο Αντρέα Καμιλλέρι έκλεισε τον κύκλο της ζωής του με μια αντίστοιχη ολοκλήρωση του κύκλου του στα γράμματα.
⸙⸙⸙
Ο Πέτρος Μάρκαρης (Κωνσταντινούπολη, 1937) είναι δραματουργός, μεταφραστής, πολυμεταφρασμένος και βραβευμένος πεζογράφος αστυνομικών μυθιστορημάτων, μελετητής του έργου του Μπέρτολτ Μπρεχτ και σεναριογράφος του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Στα μυθιστορήματά του κεντρικός ήρωας είναι ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος, ένας συντηρητικός ως προς τις ιδέες και τις συνήθειες πενηντάρης, που έχει ως χόμπι την ανάγνωση λεξικών. Πρόκειται για έναν συνεπή επαγγελματία διώκτη του εγκλήματος που πρωταγωνιστεί σε νουάρ ιστορίες.