Αντώνης Πάσχος

Ανεμιστήρες, ρε φίλε, δε φτάνουν ποτέ

Είχα φαγωθεί να επισκευάσω έναν ανεμιστήρα όταν με διέκοψε ένα μπιπ απ’ το ρολόι μου. Ήταν μια νάρκη από κείνες που ’χα στήσει στην κοντινή χαράδρα, κάνα δυο χιλιόμετρα απ’ το λημέρι μου. Αν και τούτα τα μονοπάτια τα γούσταραν οι σκουριοσυλλέκτες, κι ειδικά οι αδέσποτοι, σπάνια έπιανα κάτι ενδιαφέρον. Σμπαραλιασμένα ανταλλακτικά, κυρίως. Τσιπάκια; Χα! Το τελευταίο που ’χα βρει ήταν τόσο εύθραυστο, που ’σπασε μόλις πήγα να το ξεριζώσω απ’ την πλακέτα του.

Μωρέ, λες να ’ταν η τυχερή μου μέρα;

Τα θύματά μου, αν δεν είχαν ήδη ψηθεί ή σβήσει για πάντα, δεν πρέπει να ’χαν και πολύ μυαλό στα τσιπάκια τους, ειδάλλως δε θα πέφταν πάνω σε νάρκη. Αλλά σε τούτα τα βουνά δεν μπορείς να ’σαι σίγουρη. Έτσι, φόρεσα το αλεξίσφαιρο γιλέκο μου, κατέβασα ένα αντιραδιενεργό χάπι και κρέμασα το Καλάσνικόφ μου στην πλάτη.

Πήγα στο κλιμακοστάσιο του καραβιού που ’χα μετατρέψει σε υπόγειο καταφύγιο, κι ανέβηκα δυο ορόφους σκάλες ώσπου να βγω έξω. Τη γέφυρά του την είχα ενισχύσει με σανιδένιους τοίχους και μια πέργκολα κι είχα αφήσει τα υπόλοιπα στη φύση: ένας κισσός και μια άγρια κληματαριά είχαν τυλίξει τα πάντα, κάνοντας το λημέρι μου να μοιάζει με κοινή καλύβα.

Οι πρωινές ηλιαχτίδες ζεματούσαν τα λαμαρινένια μπαλώματα στην πρύμνη του βαποριού, που πλέον έπαιζε τον ρόλο φράχτη, ξεπηδώντας απ’ το σκληρό χώμα.

Δεν είχα ψευδαισθήσεις· το πολύ-πολύ να ’βρισκα κάνα ρέμπελο ψυγείο, με τσιπάκι που θα είχε μισοδιαλυθεί προτού προλάβει να το τηγανίσει η ηλεκτροφόρα νάρκη μου – λίγο το κρύο κι η υγρασία του χειμώνα, λίγο η ζέστη κι η ξηρασία του καλοκαιριού, λίγο κι οι αλλαγές των δύο εποχών που γίνονταν απ’ τη μια μέρα στην άλλη, λες και κάποιος μαλάκας έπαιζε μ’ έναν διακόπτη, ε, δεν ήταν κι οι καταλληλότερες συνθήκες για ηλεκτρονικά κυκλώματα.

Ωστόσο, σαν έσυρα τη σιδερένια πόρτα της αυλής μου στο πλάι, αντίκρισα έναν υποψήφιο πελάτη στο κατώφλι.

Με την πρώτη ματιά, είπα, άλλο ένα φιξαρισμένο ζώο: μια σκύλα, μια λύκαινα βαριά-βαριά, μ’ ένα εμφύτευμα στο μυαλό και κάνα δυο ενδοσκελετικές μετατροπές για να στέκεται όρθια. Όμως τα φιξαρισμένα ζώα δεν είχαν χέρια με πέντε ανθρώπινα δάχτυλα· κι έτσι εξηγούνταν γιατί ο συναγερμός της περιμέτρου μου δε βάρεσε ποτέ.

Τούτο το πλάσμα είχε γεννηθεί σε εργαστήριο, κι είχε μέσα του ένα μείγμα προσεκτικά επιλεγμένων γονιδίων. Αλεπού, άνθρωπος εκατό τοις εκατό, κι ίσως ουρακοτάγκος ή αρκούδα, των οποίων το DNA ήταν απαραίτητο για να ’ναι βιώσιμο ένα υβρίδιο.

Το πάλαι ποτέ κίτρινο χρώμα απ’ το μαντήλι στο μέτωπό της λέκιαζαν κηλίδες στο χρώμα της σκουριάς. Τριβόλια και ξεραμένο αίμα στόλιζαν τη κομπιασμένη γούνα στον λαιμό της, και δυο Ούζι κρέμονταν στα πλευρά της, δεμένα σταυρωτά στους ώμους της.

«Βοήθεια!» Δε δυσκολεύτηκα να καταλάβω τη στριγκλιά της· οι γλώσσες των υβριδίων είναι σχεδόν ανθρώπινες. Έσπρωξε πάνω μου ένα αναίσθητο αλεπουδάκι που ως τότε κρατούσε αγκαλιά. «Η Ελενίτσα μου! Πεθαίνει!»

Η λευκή γούνα της αλεπουδίτσας ήταν σα σφουγγαρίστρα βουτηγμένη στη λάσπη. Πίσω απ’ το αριστερό της αυτί είχαν ξεραθεί σβόλοι από αίμα.

Άγγιξα μαλακά το ζωάκι κι η ουρίτσα του σάλεψε. Οι πατούσες του ήταν μαλακές σα βαμβάκι και ξαφνικά έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να το προστατέψει – μωρέ, λες το μητρικό μου ένστικτο να ’χε βγει απ’ τη χειμερία νάρκη με εξήντα χρόνια καθυστέρηση; Ή να ’ταν ενοχές, για κείνη τη λαβωμένη αρκούδα που ’χα διαολοστείλει πριν κάνα δίμηνο, μόνο και μόνο επειδή ήταν άφραγκη; Όχι πως ήταν ο πρώτος τσαμπατζής που ξαπόστελνα· αλλά, ρε γαμώτο, το αρκουδάκι της είχε κάτι μεγάλα, υγρά ματάκια, που στοίχειωναν τα όνειρά μου τελευταία. Είχα γεράσει, έπρεπε να το χωνέψω.

«Ώπα, αγάπη μου, μπάστα. Ποιος σε κυνηγάει;»

Αντί για την τύπισσα, απάντησε το κινητό μου μ’ ένα μπιπ, λες κι άκουσε την ερώτηση. Κάποιος είχε πατήσει μια άλλη νάρκη μου.

«Σκουριάρηδες». Ήταν λαχανιασμένη. «Είναι κοντά! Σε παρακαλώ, κάνε κάτι, η Ελενίτσα μου κινδυνεύει!»

Έσφιξε την αλεπουδίτσα στην αγκαλιά της. Τα υβρίδια είναι στείρα, έτσι πότε-πότε υιοθετούν κουτάβια με παρόμοια γονίδια. Κάποια μάλιστα ψάχνουν να τους κοτσάρουν εμφυτεύματα. Το ’ξερα από πρώτο χέρι.

Αν είχαν χρυσάφι κι ένα καλό εμφύτευμα, τα φιξάριζα. Αν όχι, ε, στο κάτω-κάτω της γραφής, κανένας δε θα σου χαρίσει αντιραδιενεργά χάπια και κονσέρβες φαγητόπαστας – ούτε οι έμποροι στο Ζωοχώρι ούτε οι μαυραγορίτες της Αθήνας, τους οποίους έτσι κι αλλιώς απέφευγα.

«Χρυσό έχεις;» Αχ, ας μην ήταν κι η τύπισσα άφραγκη σαν εκείνη την αρκούδα.

Τράβηξε το φερμουάρ από μια μπανάνα που κρεμόταν κάτω κάτω απ’ το αλεξίσφαιρό της. Παρά τη σκιά της που ’πεφτε στη δερματίνη, η λάμψη του χρυσού μου ’λυσε την απορία.

Ξεφύσησα ανακουφισμένη. «Ντάξει. Τότε φέρ’ τα όπλα κι έμπα».

Προτού προφτάσουμε να κατεβούμε τις σκάλες, κι άλλο μπιπ ακούστηκε απ’ το ρολόι μου. Και τρίτη νάρκη. Εντάξει, την τύπισσα την κυνηγούσαν σκουριοσυλλέκτες· όμως πόσοι;

Τουλάχιστον δεν πρέπει να ’ταν και τα πρώτα τεχνητά μυαλά για να πέφτουν στις νάρκες μου σωρηδόν. Επίσης, αν ξεμπέρδευα γρήγορα με την τύπισσα, ίσως να προλάβαινα να τσιμπήσω κάνα ανταλλακτικό της προκοπής από κάναν παγιδευμένο σκουριάρη προτού τον γδύσουν οι δικοί του. Θα μπορούσα ν’ αφαιρέσω την αξία τους απ’ την πληρωμή μου. Ή και όχι.

«Μα τη Δρακομήτωρ, ρολόι είναι τούτο;» ρώτησε η αλεπού πίσω μου. «Καλά, δεν είσαι φιξαρισμένη;»

Τι της λες τώρα; Ότι είχα κοτσάρει εκατοντάδες εμφυτεύματα στα μυαλά ανθρώπων και ζώων κι άλλα τόσα τσιπάκια σε σκουριάρηδες, ωστόσο δεν φιξαριζόμουν του λόγου μου για κανέναν λόγο;

Το λες και ειρωνεία. Πάντως αν ήξερε πόσοι απ’ τους πελάτες μου βγαίναν ζωντανοί απ’ το χειρουργικό μου τραπέζι, θα καταλάβαινε τους δισταγμούς μου. Αλλά δεν αποκαλύπτω τα στατιστικά των επεμβάσεών μου, είναι αντιεπαγγελματικό.

Έβγαλα το αλεξίσφαιρο. «Δεν εμπιστεύομαι το μυαλό μου στα χέρια κανενός ερασιτέχνη».

Παράτησα τα Ούζι της στον πάγκο, κάτω από μια λάμπα που φώτιζε τον ανεμιστήρα που χτυπιόμουν να φτιάξω νωρίτερα, αφήνοντας το υπόλοιπο δωμάτιο στις σκιές.

Ενεργοποίησα τον Εμφυτευτή και μέχρι να πάρει μπρος, έσπρωξα χάμω το σκουπιδαριό που κάλυπτε το χειρουργικό τραπέζι. Τα ανακατωμένα ρούχα προσγειώθηκαν με έναν γδούπο, και σπασμένα ανταλλακτικά ξεχύθηκαν στο σιδερένιο πάτωμα, μαζί κι ένα τρυπάνι που ’ψαχνα κάναν χρόνο, κι η αλουμινένια παλάμη ενός σκουριάρη, την οποία είχα πάει να σπρώξω για προσθετική, δίχως να πείσω κανέναν.

Ώσπου να φέρω το καρότσι με τα υπόλοιπα εργαλεία, η τύπισσα ξάπλωσε το αλεπουδάκι στο χειρουργικό τραπέζι. Το τρέμουλο του Εμφυτευτή μεταδιδόταν στο πάτωμα, ενώ ένα ανεπαίσθητο κροτάλισμα συνόδευε το φουρφούρισμα των ανεμιστήρων – αχ, ανεμιστήρες, ρε φίλε, δε φτάνουν ποτέ.

Έδεσα το μπροστινό πόδι της αλεπουδίτσας για να παρακολουθώ τις ζωτικές λειτουργίες της, όταν τα βλέφαρά της φτερούγισαν. Άνοιξε τα μάτια.

«Ελένη!» Η τύπισσα ζύγωσε, αλλά το αλεπουδάκι είχε ήδη κολλήσει τη μουσούδα του στην παλάμη μου. Τα μουστάκια του μου χάιδεψαν το δέρμα, και δεν άντεξα· τη χάιδεψα κι εγώ στο μετωπάκι.

«Σε συμπαθεί. Σπάνιο».

Έβγαλε τη γλωσσίτσα και μου ’γλειψε το χέρι. Μου ξέφυγε ένα χάχανο, κι είπα τότε μέσα μου ότι θα τη βοηθούσα, ακόμα κι αν η τύπισσα δεν είχε φράγκο.

Με τη μια παλάμη να χαϊδεύει ακόμη την αλεπουδίτσα, της κάρφωσα δυο σύριγγες. Ληγμένα φάρμακα κι ηρεμιστικά, που ’χα πάρει σχεδόν τσάμπα απ’ το Ζωοχώρι στα βόρεια. Η Ελένη παρέμεινε ήρεμη και σφάλισε τα βλέφαρά της. Ποιος ξέρει τι είχε περάσει το κακόμοιρο κι ήταν τόσο εξαντλημένο.

Ξετύλιξα τη μακαρονάδα που σχημάτιζαν τα μπλεγμένα καλώδια του Εμφυτευτή, κι όσο περίμενα για το κουδούνισμα που θα σήμαινε την έναρξή του, φόρεσα τα ενδοσκοπικά γάντια και τα γυαλιά, που ’ταν συνδεδεμένα με το μηχάνημα. Η πάνω δεξιά γωνία του ενός φακού είχε ραγίσει, όμως είχα ρυθμίσει τα γυαλιά να προβάλλουν τα πάντα στην υπόλοιπη, άθικτη επιφάνεια – κι ας μου ’κοβαν τη θέα καμιά φορά μερικές μετρήσεις. Δεν μπορείς να τα ’χεις όλα, ρε φίλε.

Μ’ ένα παλιό καλό νυστέρι καθάρισα το ξεραμένο αίμα απ’ το κρανίο της αλεπουδίτσας κι έπλυνα την πληγή με ιώδιο. Κάνα δυο καθετήρες απ’ το αριστερό γάντι του Εμφυτευτή είχαν σπάσει όταν είχα εγκαταλείψει όπως-όπως την Αθήνα, φαντάζομαι απ’ το ταρακούνημα του φορτηγού που ’χα δανειστεί για να γλιτώσω απ’ το πλήθος πλιατσικολόγων, μιας και τελικά δεν ήμουν η μόνη που ’χε βρει ευκαιρία για λεηλασία στην τελευταία εξέγερση. Αλλά, τι να κάνεις, κάπως πρέπει να βγει το μεροκάματο, κι έτσι είχα μάθει να δουλεύω με λιγότερους καθετήρες. Έχωσα λοιπόν όσους είχαν απομείνει στις άκρες του γαντιού μου, στην πληγή που ’χε ανοίξει ο προηγούμενος αυτοδίδακτος χειρουργός.

Θα ’πρεπε να ’μουνα θεόστραβη για να μην εντοπίσω αμέσως ένα τόσο μεγάλο εμφύτευμα. Ήταν τουλάχιστον όσο το ένα δέκατο ενός νυχιού. Ξεροκατάπια. Αυτό δεν ήταν καλό. Ακόμα κι αν το τσιπάκι πάνω σε τούτη την πλακέτα ανήκε σε κάποια υπερεξελιγμένη οικιακή συσκευή που δεν τα ’χε βροντήξει για να μπει σε καμιά συμμορία σκουριάρηδων που λυμαινόταν τα βουνά, θα δυσκολευόμουν να σώσω το κακόμοιρο αλεπουδάκι. Το να αφαιρέσεις ένα τσιπάκι από μια μητρική για να το κοτσάρεις στον επεξεργαστή μιας συσκευής με τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο· ως και μερικοί σκουριάρηδες είχαν μάθει να το κάνουν, και γι’ αυτό, η αναθεματισμένη φάρα τους κυνηγούσε τα φιξαρισμένα ζώα: για να τους ξεριζώσουν τα εμφυτεύματα και να σκυλέψουν τα τσιπάκια. Αλλά μόνο οι καλύτεροι χειρουργοί μπορούσαν να κάνουν το αντίθετο, δηλαδή να τοποθετήσουν ένα νέο τσιπάκι σε μια μητρική. Κι εγώ σίγουρα δεν ήμουν μία απ’ αυτούς.

Είχε περάσει ένα λεπτό κι ακόμα ο Εμφυτευτής δεν είχε χακάρει το τσιπάκι – ενώ συνήθως χρειαζόταν μερικά δευτερόλεπτα.

«Ποιος ήταν ο χασάπης;»

Η ανάσα της τύπισσας πίσω μου ηχούσε σα φυσερό. «Ποιος έβαλε το τσιπάκι; Η Ντούα Καπουτσίνα».

Σιγά την έκπληξη. Ποτέ δεν την εκτιμούσα. Ζούσε στο Ζωοχώρι, στους βάλτους του Βορρά, και δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ασθενή της με τον εγκέφαλο πουρέ.

Το εμφύτευμα ξεκλειδώθηκε, όμως δεν είχε ούτε πιστοποιητικά ούτε ηλεκτρονική υπογραφή. Θα ’πρεπε να ’ταν ήδη σπασμένο· εξάλλου, εκτός απ’ τη μητρική, τα περισσότερα μέρη του ήταν σε μαύρο χάλι. Ο νευρικός ιστός ήταν εντάξει, δίχως όμως να εφαρμόζει σωστά στον εγκέφαλο, ενώ οι περισσότερες απολήξεις του έπλεαν σε φαιά ουσία.

Η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη απ’ όσο πίστεψα στην αρχή· τούτο το εμφύτευμα είχε ξεριζωθεί βίαια απ’ το κρανίο κάποιου άλλου όντος· είτε φιξαρισμένου ζώου, είτε υβριδίου, είτε ανθρώπου. Τσέκαρα τις διάφορες μνήμες κι όσες περιοχές απ’ τον χάρτη των συνάψεων ήταν ακόμη ευδιάκριτες και, επιτέλους, κατάλαβα τι είχα μπροστά μου.

Κι απ’ το σοκ, κόντεψα να πέσω πίσω, λες και τα γυαλιά μου είχαν πάρει φωτιά. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο εμφύτευμα, όμως ήξερα ακριβώς τι ήταν.

Ούρλιαξα.

«Έχεις ιδέα τι έχεις φυτέψει στο κεφάλι του παιδιού σου;»

«Α. Άρα τελικά ξέρεις τι σου γίνεται».

«Περίμενες να σκαλίσω το μυαλό της Ελένης για να δεις άμα ξέρω τι μου γίνεται;»

«Όχι». Ξεφύσησε. «Αλλά διατηρούσα τις αμφιβολίες μου. Δεν είσαι και το πρώτο όνομα στην πιάτσα».

Ήθελα να σκεφτώ κι οι απαντήσεις της δεν βοηθούσαν καθόλου. Όμως δεν τολμούσα να τραβήξω τους καθετήρες απ’ το κρανίο της Ελένης· η κατάστασή της ήταν κρίσιμη.

«Είναι θεοκύκλωμα», είπε η τύπισσα. «Το θεοκύκλωμα της Δρακομήτορος».

Θα ’πρεπε να το ’χα μυριστεί. Ήξερα ότι αυτή η τρελοφάλαινα που παρίστανε τον Βούδα ήταν πανέξυπνη. Είχε μετατρέψει έναν κοινό καταυλισμό στον βάλτο σ’ ένα σωστό καταφύγιο για κάθε φιξαρισμένο ζώο. Τα είχε οργανώσει· είχαν επαγγέλματα, υπηρεσίες, σκοπιές. Ως κι έναν μικρό στρατό είχε στήσει στο Ζωοχώρι. Ναι, αν είχε κατασκευαστεί τελικά το θεοκύκλωμα προτού οι ξύπνιοι αυτής της γης την εγκαταλείψουν στη Μεγάλη Έξοδο, το ’χανε κοτσάρει σε τούτη η φάλαινα.

«Για μισό λεπτό… Άμα το ’κλεψες αυτό απ’ τη Δρακομήτορα–»

«Πέθανε. Πώς αλλιώς θα το ’παιρνα; Γι’ αυτό το ’βαλε η Καπουτσίνα στην Ελένη».

Αυτό σήμαινε ότι το Ζωοχώρι της Δρακομήτορος είχε μείνει ακυβέρνητο. Αν τελικά διαλυόταν και κάθε φιξαρισμένο ζώο έπαιρνε τον δρόμο του, θα ’χανα μερικούς πελάτες. Όχι ότι με πείραζε, όμως θα ’πρεπε να ξαναρχίσω να συχνάζω στη μαύρη αγορά της Αθήνας για προμήθειες. Και έτσι όπως είχα φύγει, δε μ’ έλεγες κι ευπρόσδεκτη.

Όπα, πεταλούδισαν τα μάτια της Ελένης ή μήπως…

Όχι. Το ’χα φανταστεί. Έπρεπε να συγκεντρωθώ. Μέσω του Εμφυτευτή πάντα, έψαξα δεδομένα, έτρεξα διαγνωστικούς ελέγχους, προσπάθησα ν’ απομονώσω ό,τι δεν δούλευε. Τζίφος. Θεοκύκλωμα-ξεθεοκύκλωμα, πάντως ήταν για πέταμα.

Αφαίρεσα τους καθετήρες απ’ το κρανίο της Ελένης κι έπειτα σκέπασα την πληγή με γάζα. Ίδρωνα κι ας δούλευε ο κλιματισμός στο φουλ – ανεμιστήρες, ρε φίλε, δε φτάνουν ποτέ.

Έβγαλα γυαλιά και γάντια. Το ρολόι μου έδειχνε τον παλμό μου λίγο αυξημένο, ενώ είχαν σκάσει τρεις ακόμη νάρκες. Μισή ντουζίνα παγιδευμένοι Σκουριάρηδες, λοιπόν, σήμαινε δύο πράγματα. Πρώτον, αν βιαζόμουν, ίσως έβρισκα ένα τσιπάκι σε καλούτσικη κατάσταση. Και δεύτερον, μια μεγάλη συμμορία έκοβε βόλτες έξω απ’ την αυλή μου.

Σπάνια με προκαλούσαν σκουριάρηδες· μερικοί χτυπούσαν την πόρτα μου για καμιά λεπτοδουλειά, ενώ όσοι γλίτωναν απ’ τις νάρκες μου, ξεκοκάλιζαν όσους είχαν πιαστεί. Όμως, αν αυτή η συμμορία έψαχνε την τύπισσα και την αλεπουδίτσα, τότε αργά ή γρήγορα θ’ ανακάλυπτε την αυλή μου.

Γύρισα προς το μέρος της, έχοντας ήδη σκαρφιστεί κάτι. «Το λοιπόν, πώς είπαμε πως σε λένε;»

«Δεν είπαμε».

«Ντάξει, εμένα με λένε Μαρία πάντως». Η καρδιά μου βροντούσε. Αν όλα πήγαιναν καλά, δε θα βοηθούσα μόνο την Ελένη αλλά και την πάρτη μου. «Το λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα, ντάξει; Το τσιπάκι που κότσαρε η Καπουτσίνα στο κεφάλι της Ελενίτσας είναι για πέταμα».

Η τύπισσα είχε λύσει το μαντήλι της και ίδρωνε. Η οσμή της γούνας της μου θύμισε εκείνη την κακόμοιρη αρκούδα που ’χα ξαποστείλει.

«Το ξέρω», απάντησε. «Αλλά η Καπουτσίνα μου ’χε πει ότι αν το βάζαμε σε φρέσκο εγκέφαλο θα μπορούσε να αυτοφτιαχ– αυτοδιορθ– να επουλωθεί. Αυτό είχε πει, ότι το θεοκύκλωμα θα μπορούσε να αυτο-επουλωθεί».

«Και πού ’ναι η Καπουτσίνα τώρα;»

«Πέθανε. Πέθαναν πολλοί. Κι έπρεπε να βρούμε νέο αρχηγό για το χωριό. Έτσι σκεφτήκαμε ότι…» Το βλέμμα της έπεσε στην Ελένη.

«Και δε μου λες, την κόβεις εσύ να αυτο-επουλώνεται;»

«Όχι». Ξεφύσησε κι ένα κορδόνι από μύξα κρεμάστηκε απ’ τη μουσούδα της. Το σκούπισε.

«Κοίτα, δεν μπορώ να κάνω θαύματα. Το θεοκύκλωμα είναι για πέταμα».

Πήγε να μιλήσει μα δεν την άφησα.

«Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να το βγάλω απ’ το κρανίο της Ελενίτσας. Λογικά, έτσι, θα γίνει καλά».

Θλίψη, φόβος και δυσπιστία πέρασαν απ’ το μούτρο της. Της έμεινε η οργή. Έριξε μια ματιά στα Ούζι πάνω στον πάγκο. Είμαι ηλίθια· θα ’πρεπε να τα ’χα παραχώσει σε κάνα συρτάρι, γιατί έτσι και χιμούσε, θα τ’ άρπαζε προτού να πω σκουριαροσυλλεκτομυρμηγκότρυπα. «Εγώ σου ζητάω να σώσεις ένα παιδί κι εσύ πας να μου πουλήσεις τσιπάκια;»

«Αγάπη μου, θα σε ξαλαφρώσω απ’ όλο το χρυσάφι σου έτσι κι αλλιώς. Άσε που δε μου περισσεύει τσιπάκι ούτε για δείγμα».

Ξεφύσησε. Ίσως τελικά να προτιμούσε να ’μουν απατεώνισσα. Θα ’ταν ευκολότερο.

«Πάντως η Ελένη θα μπορούσε να ζήσει μια χαρούμενη ζωή χωρίς εμφυτεύματα. Λέμε τώρα. Καμιά φορά ένα τσιπάκι μπορεί να αποδειχθεί κατάρα. Πόσο μάλλον ένα θεοκύκλωμα».

Έσμιξε τα βλέφαρά της, σαν πραγματική αλεπού έτοιμη να επιτεθεί. «Το παίζεις ηλίθια ή όντως είσαι;»

Κατάπια πικρό σάλιο. «Άκου–»

«Όχι, εσύ άκου. Αφού τα ’χεις σκεφτεί όλα, για πες μου, πώς θα ζήσει μόνη της όταν φύγω εγώ; Ποιος θα της μάθει ν’ αποφεύγει τις ραδιενεργές λίμνες; Ποιος θα τη σώσει από τους λιμασμένους που θα θέλουν να την κάνουν στιφάδο;»

Μια επείγουσα ειδοποίηση κουδούνισε απ’ το ρολόι μου. Κάποιος προσπαθούσε να μπουκάρει στην αυλή μου.

«Τι ’ν’ αυτό πάλι την τεχνολογία μου μέσα;»

«Σκουριάρηδες. Μας βρήκαν».

Σφάλισε τα μάτια της· έπειτα τα άνοιξε. «Χέσ’ το. Εγώ τα ’χω φάει τα ψωμιά μου. Λοιπόν, τρύπα το δικό μου κεφάλι. Πάρ’ το τσιπάκι μου και βάλ’ το στο παιδί».

«Όπα, όπα, μπάστα λίγο, αγάπη μου! Δε θέλω να γίνω μαμά στα γεράματα!» Περίμενα λίγο, μπας και γελάσει. Δε γέλασε. «Ντάξει, κοίτα, ίσως υπάρχει κι άλλος τρόπος. Αλλά πρέπει να βιαστούμε».

Έσυρα την κυλιόμενη πόρτα στο πλάι, κι ήρθα φάτσα φόρα με καμιά δεκαριά σκουριάρηδες που ’χαν στηθεί στο ξέφωτο έξω απ’ την αυλή μου. Ένας ξεχώριζε· ήταν ψηλότερος και πιο ογκώδης απ’ τους υπόλοιπους. Τούτος εδώ δεν ήταν κάνας μπούφος που θα πατούσε νάρκη μου. Ως και πρόγραμμα ομιλίας θα ’χε.

Για κορμό είχε ένα πλυντήριο κι ένα στεγνωτήριο κολλημένα μεταξύ τους σα να ’ταν θώρακας και κοιλιά εντόμου καμωμένου από παλιοσίδερα. Και τα δυο θα μπορούσαν να κρύβουν το τσιπάκι του, αν και θα παραήταν προφανές. Έστεκε σε έξι προσθετικά πόδια· δύο σίγουρα από αγωνιστικό άλογο, τα υπόλοιπα από κάνα γαϊδούρι, κάνα μουλάρι, δεν ξέρω· στα τσιπάκια είμαι ειδική, όχι στα προσθετικά μέλη. Αν και τα χέρια του ήταν συναρμολογημένα από λογής-λογής ανταλλακτικά, κέντραρε μ’ ευκολία ένα παλιό Μπρεν στη νέα φίλη μου, που ’στεκε δίπλα μου.

Έκανε ένα βήμα μπροστά. «Παράδωσέ τη». Είχε τη γνώριμη φωνή οικιακής συσκευής, θηλυκή, προφορά βορειοελλαδίτικη.

Με σημάδευε μέσα απ’ το τζαμάκι του πλυντηρίου, με το τεχνητό μάτι μιας κούκλας, κατακόκκινο σα σκόπευτρο οπτικής ίνας. Αυτή η καλλιτεχνική πινελιά ήταν τόσο προφανής, που θα πήγαινα στοίχημα ότι ήταν προσποίηση στην προσποίηση, κι η κούκλα αυτή όντως φιλοξενούσε το τσιπάκι του αρχισκουριάρη.

«Τούτη δω; Δε σου πέφτει κομματάκι ζωντανή;» Δεν περίμενα τους σκουριάρηδες να εκτιμήσουν το χιούμορ μου. «Τέλος πάντων, θα πρέπει να της ζητήσεις το χέρι του λόγου σου. Εκτός, δηλαδή, αν κουβαλήθηκες εδώ για το θεοκύκλωμα, το οποίο το ’χω εγώ».

Αν και παρίστανα την άνετη, είχα ξεριζώσει το εμφύτευμα της Ελένης κακήν κακώς και βιαζόμουν να επιστρέψω για να δω πώς ήταν.

Ο αρχηγός των σκουριάρηδων έστρεψε το Μπρεν προς το μέρος μου μ’ ένα μεταλλικό γουργουρητό. Γύρισα την κάνη του καλάσνικόφ μου πάνω του, ενώ με την άκρη του ματιού μου διέκρινα πλάι μου δυο σηκωμένα Ούζι.

 Οι υπόλοιποι σκουριάρηδες άνοιξαν έναν γύρο, με το χαρακτηριστικό σπασμωδικό βηματισμό τους. Οι περισσότεροι ήταν οικιακές συσκευές, λες και την είχαν κοπανήσει μαζικά από καμιά βίλα της Αρχαίας Αθήνας, όταν τους παράτησαν τα αφεντικά τους στη Μεγάλη Έξοδο. Αλλά ένας απ’ αυτούς είχε κάτι που μου τράβηξε το βλέμμα.

Για κεφάλι είχε ένα ανοιγμένο λάπτοπ μ’ ένα τεράστιο χαμογελάκι στην οθόνη. Το είχε καπακώσει μ’ ένα κομμένο κεφάλι αρκούδας αντί καπέλου ή περικεφαλαίας. Ξέφτια της γούνας απ’ τον σβέρκο της σκέπαζαν την πλάτη του κορμιού του, που κάποτε ανήκε σε σεξομπότ.

«Επιλέγω το τσιπ», είπε ο αρχισκουριάρης.

Δεν είχα ιδέα αν το κομμένο κεφάλι ανήκε στην κακόμοιρη αρκούδα που ’χα ξαποστείλει. Το θέαμα με ταρακούνησε για τα καλά, όμως δε σκόπευα να το δείξω. «Κι εγώ θέλω τα φιλαράκια σου που πάτησαν τις νάρκες μου. Άθικτα. Πάει;»

Όσοι σκουριάρηδες είχαν όπλα, τα σήκωσαν. Οι υπόλοιποι ζύγωσαν αργά, κραδαίνοντας τσεκούρια, σπαθιά και ρόπαλα.

Τα Ούζι δίπλα μου έγειραν. Η τύπισσα με φιλοδώρησε μ’ ένα βλέμμα όλο απορία. Αν είχα χρόνο, θα της εξηγούσα ότι αν θες να ζήσεις σε τούτα τα δάση, δε δείχνεις ποτέ αδυναμία.

Άσε που μ’ εκείνη την αρκουδοκεφαλή να μου ξυπνάει ενοχές, δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά.

«Αποδεκτό».

Η απόφαση του αρχισκουριάρη μπορεί να φαινόταν βιαστική, αλλά την είχε πάρει έπειτα από χιλιάδες υπολογισμούς. Έχουν και τα καλά τους τούτοι οι σιδερένιοι κουβάδες, μπορεί να ’ναι ηλίθιοι, αλλά είναι γρήγοροι ηλίθιοι.

Βέβαια, δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς περισσότερο από μια κίσσα. Ακόμα κι αν είχαν κοτζάμ πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη φορτωμένη στη μνήμη τους, το μόνο που θα τους ένοιαζε θα ’ταν ό,τι γυάλιζε κι ό,τι θα ταίριαζε στα κορμιά τους. Αλλά, αν ήθελα να τους ξεφορτωθώ, έπρεπε να τους δώσω το θεοκύκλωμα.

Φύτεψα τις μπότες μου στο μαλακό χώμα και γράπωσα τη σιδερένια πόρτα. Έχωσα το άλλο χέρι στην τσέπη, έβγαλα το θεοκύκλωμα, σκέτο, δίχως τη μητρική του φυσικά, και το πέταξα. Καθώς υψωνόταν στον ουρανό, πλαγιοπάτησα και τράβηξα την πόρτα μ’ όλη μου τη δύναμη. Δεν είχα ιδέα ποιος άνοιξε πυρ πρώτος, πάντως μόλις το θεοκύκλωμα προσγειώθηκε μπροστά στις οπλές του αρχισκουριάρη, οι πυροβολισμοί βούβαναν τα πάντα. Οι δίδυμες κάνες απ’ τα Ούζι της τύπισσας άρχισαν να κροταλίζουν ώσπου να κλείσω την πόρτα –αργά, πολύ αργά, θα ’πρεπε να λαδώνω τις ράγες της συχνότερα. Ακριβώς πριν τη σφαλίσω, η τύπισσα εκτινάχθηκε πίσω, θαρρείς κι έφαγε μπουνιά, και το αίμα της πιτσίλισε και το δικό μου αλεξίσφαιρο.

Το σιδερένιο φύλλο της πόρτας κουδούνιζε με κάθε σπυράκι που φύτρωναν οι σκουριάρηδες, λες κι ήθελαν να τυπώσουν την τσατίλα τους σε μέθοδο Μπράιγ. Δυο τρύπες έσκασαν.

Παρά το αλεξίσφαιρο και τα όπλα της που πρέπει να ζύγιζαν κάναν τόνο, η νέα φίλη μου επαλήθευσε τις φήμες για τα υβρίδια: σηκώθηκε μόνη της κι απογειώθηκε λες και δεν είχε λαβωθεί. Έφτασε στην πόρτα του καραβιού πρώτη και με περίμενε για ν’ ανοίξω, και να κουτρουβαλήσουμε στις σκάλες.

Όμως το μυαλό μου είχε κολλήσει στον σκουριάρη με την αρκουδοκεφαλή. Ίσως μπορούσα να τον τσακώσω, σκέφτηκα, κι ενεργοποίησα τις νάρκες που ’χα στην αυλή μου. Οι εκρήξεις θα κατέστρεφαν τα αμπέλια μου, ίσως και το ηλιακό πάρκο που ’χα στήσει στην πίσω αυλή, κάτω απ’ την θαμμένη πλώρη του καραβιού. Αλλά θα μας κρατούσαν ασφαλείς. Μόλις φτάσαμε στο εργαστήριο, τσέκαρα την κάμερα στο ρολόι μου. Η αυλή ήταν έρημη. Οι σκουριάρηδες πρέπει να ’χαν πέσει με τα μούτρα στο θεοκύκλωμα. Όμως εγώ ήθελα τον μπάσταρδο με την αρκουδοκεφαλή. Έτσι, για το γαμώτο, κι ας μην είχε νόημα.

Έπρεπε να λογικευτώ. Είχα να σώσω μια αλεπουδίτσα κι ένα λαβωμένο υβρίδιο.

«Γδύσου». Να την ξάπλωνα στο χειρουργικό τραπέζι ή να την έβαζα να καθίσει;

«Δεν είναι τίποτα, καλά είμαι». Της ξέφυγε μια γκριμάτσα πόνου. Το αίμα της κυλούσε στην παραλλαγή απ’ το παντελόνι της. Η σφαίρα είχε τρυπήσει την κοιλιά της κι είχε βγει από πίσω. Τέτοια πληγή θα σκότωνε οποιονδήποτε άνθρωπο. Όμως αυτή ήταν υβρίδιο.

Σαν την αρκούδα που ’χα διώξει. Κι εκείνη ήταν πληγωμένη κι ίσως τελικά να ’χασε το κεφάλι της εξαιτίας μου. «Έλα».

«Όχι! Ξέχνα με μένα. Τέλειωνε, ξεκίνα την επέμβαση».

«Λοιπόν, κοίτα». Πήγα στο ντουλάπι με τα φάρμακα και το άνοιξα. Έβγαλα ιώδιο, βαμβάκι και γάζες. «Εδώ έχει ό,τι χρειάζεσαι για να καθαρίσεις την πληγή σου. Σα στο σπίτι σου».

«Κάτσε, εσύ πού πας;»

«Να βρω τσιπάκι για την Ελένη». Κατάφερα να χαμογελάσω. «Τζάμπα με πληρώνεις;»

Διέσχισα το καράβι και στο τέλος του διαδρόμου σκαρφάλωσα στη σκάλα που οδηγούσε πάνω απ’ την πλώρη του. Η καταπακτή ήταν κρυμμένη κάτω από μια βατομουριά. Τα αγκάθια της σκάλωσαν στο παντελόνι μου και γέμισα γρατζουνιές, όμως το προτιμούσα απ’ το να πέσω σε κάνα τσούρμο σκουριάρηδων πάλι. Οι προηγούμενοι, πάντως, πρέπει να ’χαν απομακρυνθεί. Θα βιάζονταν να τεστάρουν το θεοκύκλωμα. Φαντάζομαι πως δεν θα πηδούσαν απ’ τη χαρά τους μόλις ανακάλυπταν ότι ήταν για πέταμα. Ευτυχώς, αν και οι βουλές τους ήταν άγνωστες, δεν ήταν ιδιαίτερα εκδικητικοί.

Κατηφορίζοντας τη χαράδρα, πέρασα απ’ τον τσιμεντένιο σκελετό ενός κτιρίου γεμάτου απολιθωμένες πεταλίδες, το καπό ενός σκουριασμένου φορτηγού, το κομμένο κουφάρι ενός ψαροκάικου που ’χασκε σαν σάπιο στόμα· τα λείψανα μιας άλλης εποχής ξεπρόβαλλαν απ’ την πλαγιά σαν ξηροί καρποί σε δαγκωμένη τούρτα. Τότε, λέει, οι άνθρωποι είχαν κάνει τόσο μεγάλη ζημιά στη φύση, που η θάλασσα είχε καταπιεί τούτα τα βουνά. Ευτυχώς, είχαμε πάρει το μάθημά μας και είχαμε γίνει καλύτεροι.

Ναι, και τελικά έζησαν οι σκουριάρηδες καλά κι εμείς καλύτερα.

Τέλος πάντων, κάπου εδώ ήταν κι η νάρκη που ’χε σκάσει πρώτη σήμερα· ένα προσθετικό πόδι σφηνωμένο κάτω από μια γκαραζόπορτα. Την είχα συνδέσει μ’ ένα όπλο τέιζερ, το οποίο το ’χα μετατρέψει έτσι ώστε να αμολάει όλη τη φόρτιση με τη μία, προκειμένου να τηγανίζει μπαταρίες σκουριάρηδων. Δυστυχώς, τέτοιες ευρεσιτεχνίες κατέληγαν συχνά να καψαλίζουν και τα κυκλώματά τους. Αυτό είχε πάθει και το πρώτο θύμα μου. Ο κορμός του ήταν ένας μικρός αυτόματος πωλητής, κι έτσι όπως είχε τουμπάρει, με τις δαγκάνες τεντωμένες εκατοστά πριν τον αστράγαλο του προσθετικού ποδιού, και το ανεμιστηράκι φάτσα φόρα, ήταν λες και με προσκαλούσε να του το ξεριζώσω.

Θα το ’κανα αργότερα.

Ο δεύτερος σκουριάρης ήταν φτιαγμένος από αρχαία λάπτοπ και κινητά, συγκολλημένα σ’ έναν εξωσκελετό. Ήταν φιλόδοξη κατασκευή. Έπιασα να τον αποσυναρμολογώ, μπας και βρω το τσιπάκι της τεχνητής νοημοσύνης του, κι ο νους μου, καθόλου τεχνητός κι επιρρεπής στα συναισθήματα, πήγε στην Ελενίτσα. Η τύπισσα που παρίστανε τη μάνα της είχε φαγωθεί να τη φιξάρει. Αλλά της διέφευγαν ένα σωρό πράγματα που θα ’πρεπε να συμβούν ταυτόχρονα προκειμένου να σωθεί η –ας πούμε– κόρη της.

Έπρεπε να βρω ένα τσιπάκι σε καλή κατάσταση. Έπειτα, έπρεπε να το συνδέσω στη μητρική του θεοκυκλώματος, την οποία είχα κρατήσει γι’ αυτό τον λόγο. Τέλος, αν το εμφύτευμα-Φρανκεστάιν που θα μαστόρευα δούλευε, θα ’πρεπε να το κοτσάρω στον εγκέφαλο της Ελενίτσας, του οποίου η φλεγμονή είχε ήδη χειροτερέψει από το βάλε-βγάλε του θεοκυκλώματος.

Όμως, ποιος είπε ότι ένα τσιπάκι θα βοηθούσε την Ελένη; Θα την έκανε χαρούμενη, ας πούμε; Γιατί να μην αφήναμε το καημένο το ζωάκι να γιατρευτεί αφιξάριστο;

Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ μια απάντηση της προκοπής, καθώς τα μόνα χρήσιμα ανταλλακτικά που θα μπορούσα να δρέψω από τούτο το μάτσο παλιοσίδερα ήταν δυο ανεμιστηράκια.

Η νάρκη δεν είχε καταστρέψει τον επόμενο σκουριάρη και τα μέλη του σάλευαν λες κι ήταν ετοιμοθάνατη κατσαρίδα. Αυτού το τσιπάκι λογικά θα δούλευε. Κι όμως, η καρδιά μου βούλιαξε. Θα ’ταν ευκολότερο να πείσω την τύπισσα να μη φιξάρουμε την Ελενίτσα αν επέστρεφα με άδεια τα χέρια. Βέβαια, θα μπορούσα να της πω ότι δε βρήκα τσιπάκι. Όμως, στο κάτω-κάτω της γραφής, ποια ήμουν εγώ για ν’ αποφασίσω για το μέλλον της Ελένης;

Εξάρθρωσα τα δυο μέλη του σκουριάρη που κατέληγαν σ’ ένα τσεκούρι κι ένα χασαπομάχαιρο, κι άνοιξα το ψυγείο που ’χε για κορμό. Βρήκα το τσιπάκι κρυμμένο στον καταψύκτη: ένα μικρό, αλλά εξελιγμένο ρολόι τεχνητής νοημοσύνης, που όντως την είχε βγάλει καθαρή.

Συνέχισα να ψάχνω, και στο τέλος η σοδειά μου αποτελούνταν από τρία τσιπάκια σε καλούτσικη κατάσταση.

Έτρεξα στο εργαστήριό μου.

Η νέα φίλη μου τινάχτηκε απ’ την καρέκλα και γάβγισε από πόνο. Η παραλλαγή στο παντελόνι της είχε φιλοτεχνηθεί με ιώδιο, ενώ το αλεξίσφαιρο γιλέκο της ήταν παρατημένο στο πάτωμα, σα νησί σε μια λίμνη αίματος. Είχε δέσει την πληγή της με γάζα, και τα βλέφαρά της πετάρισαν μόλις στηρίχτηκε στον πάγκο.

«Βρήκες τίποτα;»

«Έτσι λέω».

Ξεφορτώθηκα το γιλέκο μου κι έτρεξα στο χειρουργικό τραπέζι. Η Ελένη ήταν συνδεδεμένη στον Εμφυτευτή, που υποστήριζε τις ζωτικές λειτουργίες της. Άφησα τα τρία τσιπάκια στο καρότσι δίπλα της, φόρεσα τα γυαλιά μου κι άρχισα να τρέχω διαγνωστικούς ελέγχους στο πρώτο. Η αίσθηση της γλωσσίτσας της Ελένης στην παλάμη μου επανήλθε, τόσο ζωντανή που θα ορκιζόμουν ότι είδα την ουρά της μαστιγώνει το τραπέζι.

Το τσιπάκι ήταν για πέταμα. «Γαμώτο!»

Τσέκαρα το δεύτερο, χαϊδεύοντας τη γούνα της Ελένης. Τούτο δούλευε μεν, οι επαφές που θα το ένωναν με τη μητρική όμως ήταν διαλυμένες. Ίσως μπορούσα να τις ισιώσω, αλλά τέτοια λεπτοδουλειά θα ’παιρνε μέρες.

Καθώς έλεγχα το τρίτο τσιπάκι, συνειδητοποίησα ότι δεν αναρωτιόμουν πια αν θα φιξάρω την Ελένη ή όχι. Ήμουν αποφασισμένη να τη σώσω και κάθε χιλιοστό που προχωρούσε η μπάρα στους φακούς των γυαλιών μου, έκανε τον χτύπο της καρδιάς μου να επιταχύνει.

Τα αποτελέσματα μ’ έκαναν να σφαλίσω τα μάτια. Ξάφνου, ένιωθα να ’χω αδειάσει από όλα.

«Τι έγινε;»

Σήκωσα το κεφάλι. «Τζίφος. Είναι όλα χαλασμένα. Συγνώμη… Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω…»

Ένα βάρος είχε καθίσει στο στήθος μου, λες κι έφταιγα εγώ για όλα. Δεν έπρεπε να ’χα διώξει εκείνη την αρκούδα. Να κάτι για το οποίο έφταιγα.

Η τύπισσα ξανασωριάστηκε στην καρέκλα, μουγγρίζοντας. Έπιασε την μπανάνα που ’χε αφήσει στον πάγκο. «Μπορώ να σ’ εμπιστευτώ;»

«Τι εννοείς;»

Ήταν εξαντλημένη. «Πώς μπορώ να ’μαι σίγουρη ότι θα φιξάρεις την Ελένη αν πεθάνω;»

«Αμφισβητείς το επιστημονικό κύρος μου;»

Αντί να γελάσει, έβηξε.

«Εντάξει, συγνώμη για το χιούμορ. Και όχι, δεν μπορείς να ’σαι σίγουρη, καλή μου. Όμως δε χρειάζεται».

«Τι θες να πεις;»

«Μπορείς να μεγαλώσεις την Ελένη μόνη σου, αφιξάριστη. Και–»

«Εγώ πεθαίνω κι εσύ τον χαβά σου».

Συνειδητοποίησα ότι έτριβα το ποδαράκι της Ελενίτσας. Τράβηξα το χέρι.

Η τύπισσα πήρε την μπανάνα και την πέταξε. Αλλά αυτό που εγώ είδα να κουδουνίζει στο σιδερένιο πάτωμα ήταν το κομμένο κεφάλι της αρκούδας να με κοιτάζει με μάτια νεκρά. Βλεφάρισα κι εξαφανίστηκε. Η ανοιχτή μπανάνα είχε πέσει μισό μέτρο απ’ την μπότα μου, κι απ’ τη σχισμή της γυάλιζε χρυσάφι. «Κάν’ το», είπε.

Οι λεπτομέρειες της επέμβασης κατέκλυσαν το νου μου. Αφαιρούμε το εμφύτευμα απ’ το κεφάλι της, το αποστειρώνουμε, κι έπειτα το κοτσάρουμε στον εγκέφαλο της Ελένης. Ούτε να συνδέω τσιπάκι σκουριάρη στη μητρική του θεοκυκλώματος ούτε τίποτα. Θα ’ταν εύκολη επέμβαση αλλά όχι κι ακίνδυνη.

«Τι τρέχει; Μπορείς να το κάνεις;»

Και ποιος θα μεγάλωνε την Ελένη, ακόμα κι αν ανάρρωνε;

Ο ταλαίπωρος κλιματισμός του εργαστηρίου κροτάλιζε σα ντιζελομηχανή. Μου έλουζε τον σβέρκο με παγωμένο αέρα. Εύκολη απάντηση δεν είχα. Το μόνο που ’ξερα ήταν ότι με τόσους σκουριάρηδες έξω απ’ το λημέρι μου, με περίμεναν ένα κάρο ανεμιστήρες. Βρήκα παρηγοριά σε τούτη τη σκέψη.

«Λέγε ρε, μπορείς;»

Ξεφύσησα. Ανεμιστήρες, ρε φίλε, δε φτάνουν ποτέ.

Ο βήχας της είχε χειροτερέψει. Προσπάθησε να στηριχτεί στον πάγκο, αλλά έχασε την ισορροπία της, γλίστρησε απ’ την καρέκλα και σωριάστηκε χάμω. Ένας λεκές από αίμα άρχισε ν’ απλώνεται στην μπανταρισμένη κοιλιά της.

«Μπορώ να προσπαθήσω».

Ένευσε. «Εντάξει». Η φωνή της ήταν ένας βραχνός ψίθυρος. «Μόνο ορκίσου ότι θα το κάνεις».

«Ορκίζομαι. Αλλά δε μου ’χεις πει το όνομά σου».

Τα μάτια της παρέμειναν μισάνοιχτα, αλλά το βλέμμα της άδειασε. Στα χείλη της ζωγραφίστηκε κάτι σα χαμόγελο.

Δε μου απάντησε.

Η ματιά μου προσγειώθηκε στην Ελένη, στο χειρουργικό τραπέζι. Έμοιαζε ήρεμη. Αν ήθελα να τη φιξάρω, έπρεπε να πιάσω δουλειά. Αλλά δεν είχα ακόμη αποφασίσει τι ήταν καλύτερο γι’ αυτήν. Ένιωθα μόνη και μικρή και ακατάλληλη. Ξαφνικά, η ουρά της Ελένης σάλεψε.

⸙⸙⸙

[Δημοσιεύτηκε στα αγγλικά, στο περιοδικό Interzone 298 τον Μάρτιο του 2024 και στο Podcast του Starship Sofa τον Νοέμβριο του 2024.]

Κύλιση στην κορυφή